23 | 9 | 3 μ.Κ ~ Year ΙΙΙ AQ | 2022
Μουσική Συνοδεία
Όπως έχει επισημανθεί παλαιότερα μέσα από την Κοσμοϊδιογλωσσία, τέλος και σκοπός του πολέμου είναι η επιβολή της βούλησης της μιας αντιμαχόμενης πλευράς επί της άλλης. Η βούληση συνδέεται με το τίμημα που πρέπει να είναι διατεθειμένες να καταβάλλουν οι εμπόλεμες πλευρές.
Η Ρωσσία δεν κατάφερε να επιβάλει στρατιωτικά τη βούλησή της στην Ουκρανία, μέσω της λεγόμενης ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης, δηλαδή ενός συγκεκριμένου είδους πολέμου που επέλεξε η πολιτική και στρατιωτική της ηγεσία. Αυτό συνέβη διότι δεν ήταν διατεθειμένη να καταβάλλει το τίμημα που ήταν απαραίτητο γι' αυτό τον σκοπό.
Η μερική επιστράτευση στο εσωτερικό του Ρωσσικού κράτους προέρχεται ακριβώς από αυτή την συνθήκη: αποτελεί αναγνώριση της πραγματικότητας ότι πρέπει να πληρωθεί ένα διαφορετικό/μεγαλύτερο τίμημα, το οποίο προσπάθησε να αποφύγει η Μόσχα μέσω του είδους του πολέμου που επέλεξε, υπό τη μορφή της λεγόμενης «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», διακηρυγμένοι στόχοι της οποίας ήταν η «αποστρατιωτικοποίηση» και η «αποναζιστικοποίηση» του Ουκρανικού κράτους.
Ο μόνος τρόπος να κερδηθεί ένας πόλεμος, εάν εξεταστεί στενά, δηλαδή στο πλαίσιο της νίκης και της ήττας στα πεδία των μαχών, και όχι ως προς την επιβολή της βούλησης του ενός επί του άλλου, που αποτελεί και τη βαθύτερη φύση του πολέμου, όταν δεν υπάρχει συνθηκολόγηση νομικά και παραίτηση ουσιαστικά της μιας πλευράς, είναι με έλεγχο στο έδαφος και ιδιοποίηση γης, επί των οποίων οικοδομείται μια τάξη που έχει ως θεμέλιο ένα νόμο. Αυτά είναι ουσιαστικά και τα θεμέλια της ειρήνης.
Τα δημοψηφίσματα στο εξωτερικό του Ρωσσικού κράτους, συγκεκριμένα στις αυτοανακηρυχθείσες/αποσχισθείσες Λαϊκές Δημοκρατίες/Περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ (Donetsk, Lugansk) και στις Περιφέρειες Ζαπορόζιε και Χερσώνα (Zaporozhye, Kherson) στο εσωτερικό του Ουκρανικού κράτους, πηγάζουν από την ανάγκη διαμόρφωσης μιας νέας νομικής πραγματικότητας και πολιτικής τάξης στο έδαφος.
Με διαφορετικά λόγια, εφόσον δεν παραιτείται ή δεν συνθηκολογεί ο αντίπαλος, απαιτείται η προσπάθεια να επιβληθεί μια νέα πραγματικότητα και τάξη επί του εδάφους, την οποία θα πρέπει να είναι σε θέση να προασπιστεί η μια αντιμαχόμενη πλευρά, ανεξάρτητα από τη βούληση της άλλης/αντίπαλης πλευράς. Η επιτυχημένη έκβαση μιας τέτοιας προσπάθειας ονομάζεται νίκη, ενώ η αδυναμία διατήρησης αυτής της στρατιωτικά επιβληθείσας νομικής και πολιτικής πραγματικότητας και τάξης αποτελεί ήττα (βλέπε και αποχώρηση Αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν. Όσο τεχνολογικά ανεπτυγμένα όπλα και εάν έχει κάποιος, εάν δεν καταφέρει να επιβάλλει έλεγχο στο έδαφος, μέσω ιδιοποίησης γης, και να οικοδομήσει μια νέα τάξη θεμελιωμένη σε νόμο, την οποία τάξη θα διατηρήσει κιόλας, δεν μπορεί να τελειώσει ένας πόλεμος, εκτός εάν ο αντίπαλος παραιτηθεί. Στον πόλεμο υπάρχουν δύο παράγοντες: τα όπλα και οι άνθρωποι. Και στο τέλος-τέλος, ο άνθρωπος και όχι τα όπλα είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Τα πάσης φύσεως όπλα απλώς ανεβάζουν τον πήχη και τα επίπεδα του τιμήματος που καταβάλλεται: η Ιαπωνία παραιτήθηκε μόνο μετά από δύο πυρηνικές επιθέσεις από τις Η.Π.Α και κήρυξη πολέμου από την Ε.Σ.Σ.Δ).
Βέβαια, νίκη δεν σημαίνει αυτόματα τέλος του πολέμου. Εάν η μια αντιμαχόμενη πλευρά ηττηθεί, αλλά δεν ενδώσει και συνεχίσει να αντιστέκεται (όπως π.χ συνέβη μεταξύ Σαβαφίδων και Οθωμανών), τότε δεν υπάρχει τέλος στον πόλεμο, όχι απλώς γιατί ένας πόλεμος τελειώνει μόνο με συνθηκολόγηση ονομαστικά και παραίτηση στην πράξη, δηλαδή με την επιβολή της βούλησης του ενός επί του άλλου και την αποδοχή της βούλησης του νικητή από τον ηττημένο (κάτι που δεν έκαναν οι Σαβαφίδες, οι οποίοι παρόλο που ηττήθηκαν π.χ στη μάχη του Τσαλντιράν και καταλήφθηκε η πρωτεύουσά τους από τους Οθωμανούς, απλώς δεν παραιτήθηκαν, δεν υπέκυψαν, και συνέχιζαν να αντιστέκονται), αλλά επιπλέον διότι μια στρατιωτική νίκη μπορεί κάλλιστα να συνοδευτεί από μια πολιτική ήττα.
Μέσω της μερικής επιστράτευσης επέρχεται μεταβολή στη δομή, τη σύνθεση και τη λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων της Ρωσσίας που πολεμούν στο μέτωπο και στη «γραμμή σύγκρουσης, η οποία ξεπερνά τα χίλια χιλιόμετρα, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο νεοναζιστικούς σχηματισμούς, αλλά στην πραγματικότητα ολόκληρη τη στρατιωτική μηχανή της συλλογικής Δύσης», όπως διαβάζουμε στο πρόσφατο διάγγελμα του Βλάντιμιρ Πούτιν, συνοδεύεται και από μεταβολή στους στόχους: ναι μεν συνεχίζεται η επιδίωξη της «απελευθέρωσης ολόκληρης της επικράτειας του Ντονμπάς», αλλά προστίθεται επιπλέον ως κύριος ενεργητικός/θετικός στόχος «η προστασία της κυριαρχίας, της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ρωσσίας» καθώς «είναι στην ιστορική μας παράδοση, στο πεπρωμένο του λαού μας, να σταματήσουμε αυτούς που επιδιώκουν την παγκόσμια κυριαρχία, που απειλούν να διαμελίσουν και να υποδουλώσουν την πατρίδα μας». Επιπρόσθετα, ως παθητικός/αρνητικός στόχος ορίζεται «η αποτροπή της αποδυνάμωσης, του διχασμού και τελικά της καταστροφής της χώρας», που αποτελεί στόχο της Δύσης με βάση το διάγγελμα, καθώς «η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες πιέζουν άμεσα το Κίεβο να μεταφέρει στρατιωτικές επιχειρήσεις στο έδαφός μας. Δηλώνουν ανοιχτά ότι η Ρωσσία πρέπει να ηττηθεί με όλα τα μέσα στο πεδίο της μάχης, στερούμενη της πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής και κάθε είδους κυριαρχίας, και να λεηλατηθεί».
Και οι δύο αυτές μεταβολές, στη δομή της πολεμικής ανθρωπομηχανής και στους στόχους που επιδιώκονται μέσω των πολιτικών αποφάσεων και των στρατιωτικών επιχειρήσεων, οδηγούν και σε μεταβολή στο είδος του πολέμου.
Συνολικά, η μερική επιστράτευση επιφέρει μεταβολές στη δομή, τη σύνθεση και τη λειτουργία του στρατού, της οικονομίας, του νομικού καθεστώτος και της πολιτικής κατάστασης σε ολόκληρη την κοινωνία και την επικράτεια της Ρωσσίας, καθώς και στους σκοπούς και στο είδος του πολέμου στην Ουκρανία ― με όλα τα προηγούμενα να αποτελούν πτυχές και εκφάνσεις που πηγάζουν από τη μεταβολή στο τίμημα που πρέπει να καταβάλλει η Ρωσσική Ομοσπονδία.
Εάν επιχειρήσουμε να συμπυκνώσουμε σε μια πρόταση το ουσιαστικά νέο στοιχείο που προσφέρει το διάγγελμα του Βλάντιμιρ Πούτιν της 21ης Σεπτεμβρίου 2022, θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως εξής: αναγνώριση του γεγονότος ότι προκειμένου να υπάρξει αν όχι τέλος (δηλαδή επιβολή της βούλησης του Ρωσσικού επί του Ουκρανικού κράτους) τουλάχιστον νίκη στον πόλεμο (δηλαδή αλλαγή της νομικής και πολιτικής πραγματικότητας υπό μια νέα τάξη στο διαφιλονικούμενο έδαφος), θα πρέπει να καταβληθεί ένα διαφορετικό/μεγαλύτερο τίμημα (μέσω της μερικής επιστράτευσης) και να υπάρξει διαφοροποίηση στο είδος του πολέμου, που θα συνοδεύεται, επιπλέον, από πυρηνική αποτροπή.
Δημήτρης Β. Πεπόνης
~
Εάν κάποιος στοχαστεί το παλαιότερο κείμενο με τίτλο Επιστρέφουν ξανά τα ζωτικά μέτωπα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου; (το οποίο δημοσιεύτηκε πριν από επτά μήνες, τον Φεβρουάριο, και συγκεκριμένα σχεδόν μια εβδομάδα πριν από την έναρξη της εισβολής), όχι μόνο σε ότι αφορά την κεντρική του ιδέα, που εκφράζεται στον τίτλο, αλλά και στο ζήτημα που θίγει περί σταδιακής κλιμάκωσης μέσω της διαφοροποίησης στο είδους του πολέμου, και επιπλέον σταθμίσει όσα επισημαίνονται προς το τέλος ενός δεύτερου κειμένου με τίτλο Από τον Εύξεινο στη Βαλτική ως ΝΑΤΟϊκή λίμνη: με αφορμή την διακήρυξη της Φινλανδίας, τότε αντιλαμβάνεται ότι όχι μόνο όλα τα προηγούμενα δεν προμηνύουν τίποτα καλό, αλλά ότι οδηγούμαστε με ταχύτατους ρυθμούς προς την άβυσσο. Το συγκεκριμένο κείμενο, το οποίο δημοσίευσα πριν από τέσσερις μήνες, τον Μάιο, ολοκληρωνόταν ως εξής:
...ανεξάρτητα από λόγια και δηλώσεις, όλα τα κομμάτια του παζλ που μπορούν να οδηγήσουν σε μια απευκταία εξέλιξη, έχουν τοποθετηθεί στη γεωστρατηγική σκακιέρα... αυξάνοντας παράλληλα την πιθανότητα μιας άμεσης και ανοιχτής πλέον σύγκρουσης μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσσίας... Είναι σαν να βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη όλοι οι αιτιακοί παράγοντες που σκιαγραφούν μια υπό διαμόρφωση νέα κατάσταση, η οποία ανά πάσα στιγμή, σε συνάφεια με πιθανές μελλοντικές αλληλουχίες γεγονότων, θα μπορούσε να αποκτήσει σάρκα και οστά, με οποιαδήποτε αναπάντεχη αφορμή. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει κάτι που ονομάζεται συμπτωματική χρονική ακολουθία. Ο παράγοντας που είναι τελευταίος χρονικά, δεν σημαίνει ότι είναι και ο ουσιαστικός: οι αχτίδες του ήλιου που ξεπροβάλλουν πίσω από ένα σύννεφο πέφτοντας πάνω σε ένα γυαλί, ή σε έναν καθρέφτη, που υπάρχει στο δάσος σε περίοδο ξηρασίας, δεν καθιστούν ούτε το σύννεφο τον ουσιαστικό αιτιακό παράγοντα για το ξέσπασμα μιας πυρκαγιάς, ούτε το γυαλί ή τον καθρέφτη εάν δεν επικρατεί ξηρασία ή ο καιρός είναι συννεφιασμένος. Η όλη κατάσταση έτσι όπως έχει διαμορφωθεί οδηγεί στην πυρκαγιά. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν μπορεί να σταθεί σοβαρά αναλυτικά, η θεωρία του ενός ―προσώπου, επιτελείου, κράτους― που έχει την ευθύνη για τον πόλεμο...Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια θα είναι αυτά τα γεγονότα και ποιος θα είναι ο τελευταίος χρονικά από αυτούς τους παράγοντες που θα προστεθούν στην υπάρχουσα κατάσταση, διαδραματίζοντας τον αποφασιστικό ρόλο για την καθοριστική μεταβολή της, δηλαδή ποιο θα είναι το γεγονός που θα θεωρηθεί ως το κατ' εξοχήν αίτιο (και αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι θα αντιληφθούν ως και το μοναδικό, όπως π.χ συμβαίνει με τις ερμηνείες για τον πόλεμο της Ουκρανίας). Ίσως να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία, καθώς αυτό το λεγόμενο κατ' εξοχήν αίτιο δεν θα αποτελεί τον κύριο παράγοντα για την καθοριστική μεταβολή, παρά ο λόγος και η αιτία θα βρίσκεται ―ας το τονίσουμε ξανά― στην όλη κατάσταση που θα έχει διαμορφωθεί. Στην ουσία είναι αδιάφορο με ποια χρονική σειρά συγκεντρώνονται οι παράγοντες που οδηγούν στη μεταβολή μιας κατάστασης: το ζήτημα είναι να μην συγκεντρώνονται αιτιακοί παράγοντες που σκιαγραφούν μια απευκταία κατάσταση. Μπορεί, λοιπόν, να μη γνωρίζουμε ποιο θα είναι αυτό το τελευταίο χρονικά γεγονός, όμως αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά, είναι ότι η νέα κατάσταση που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα, όπως σκιαγραφείται από τους παράγοντες που τη διαμορφώνουν, παραπέμπει σε πόλεμο ευρείας κλίμακας.
Διατύπωσα αυτή τη θέση δίχως να έχω ανάγκη τη μελέτη κινήτρων, λόγια και δηλώσεις σε ατομικό επίπεδο, προκειμένου να επιρρίψω ευθύνες με στόχο να υπάρξει καταλογισμός ενοχής, διότι δεν με ενδιαφέρει να εξυπηρετήσω τα μελλοντικά δικαστήρια, παρά με απασχολεί η προγνωστική δύναμη και η δυνατότητα πρόβλεψης. Με ενδιαφέρει περισσότερο το ερώτημα «γιατί γίνεται ένας πόλεμος» και λιγότερο το «ποιος φταίει;». Προκειμένου να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα αμέσως προηγούμενα παραθέτω ένα απόσπασμα από το κείμενο «Τις πταίει;» για τον πόλεμο, το οποίο δημοσίευσα λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την έναρξη της εισβολής της Ρωσσίας στην Ουκρανία:
Όταν οι άνθρωποι κάνουν την ερώτηση γιατί γίνεται ένας πόλεμος, σε μια υποτιθέμενη προσπάθεια να αναζητήσουν τα αίτια, συνήθως εννοούν ποιος έχει την ευθύνη για το ξέσπασμά του, προκειμένου μέσω αυτής της απόδοσης ή επίρριψης ευθύνης να υπάρξει καταλογισμός ενοχής. Η ιστορία σε ό,τι αφορά το παρελθόν, και η δημοσιογραφία στη σύντομη χρονική κλίμακα του παρόντος, συνήθως δίνουν μια απλή, καθαρή και συνεχώς επαναλαμβανόμενη απάντηση: ο επιτιθέμενος. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις, στην πλευρά του επιτιθέμενου κυριαρχεί ένας κακός άνθρωπος, αν όχι κάποια διαταραγμένη προσωπικότητα, ή και κάποιο είδος συλλογικής παράνοιας. Μάλιστα, στο ατομικό επίπεδο, ο ιστοριογραφικός μας πρωταγωνιστής, σκόπιμα και συνειδητά, δηλαδή έχοντας κίνητρο, φταίει για το ξέσπασμα του πολέμου. Όμως δεν αρκεί μόνον αυτό. Επιπροσθέτως, ο σίγουρα κακός αν όχι διαταραγμένος αυτός άνθρωπος, μαζί με το επιτελείο του, έχει προνοήσει και σχεδιάσει τον πόλεμο εκ των προτέρων, δηλαδή έχει πλάνο ή σχέδιο, με την απόδειξη αυτού του προσχεδιασμού να αποτελεί καθήκον των ιστορικών ex post facto, δηλαδή κατόπιν εορτής (ήτοι ήττας), και μετά το πέρας των γεγονότων. Τέλος, όταν έρχεται στην επιφάνεια το ερώτημα του χρονισμού, δηλαδή γιατί ο πόλεμος συνέβη τώρα και όχι νωρίτερα, μια συνηθισμένη απάντηση είναι ότι ναι μεν ο πρωταγωνιστής μας και το επιτελείο του είχαν προσχεδιάσει τον πόλεμο αλλά μέχρι τώρα τον ανέβαλαν προκειμένου να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία, δηλαδή αποδίδεται δύναμη ελέγχου όχι απλώς των γεγονότων αλλά και της ροής ή της εξέλιξής τους.Έτσι, μια πολύ συνηθισμένη και κυρίαρχη απάντηση, που αποτελεί δείγμα και της εποχής μας, στο ερώτημα γιατί γίνεται ένας πόλεμος είναι η εξής: «ο επιτιθέμενος κακός ή ψυχοπαθής (τάδε) ευθύνεται για τον πόλεμο. Όχι απλώς τον ξεκίνησε αλλά τον είχε προσχεδιάσει κιόλας, και μόλις οι συνθήκες ήταν κατάλληλες εξαπέλυσε τον πόλεμο».Ασφαλώς, αυτή δεν είναι μια ιστορική μέθοδος ή μια θεωρία ιστορίας παρά μια προσέγγιση δικαίου και ένας τρόπος επίρριψης ευθυνών ή ενοχής και καταδίκης...Όμως, ενώ αυτές οι «ιστορικές» αντιλήψεις μπορεί να εξυπηρετούν σκοπούς από την περιοχή του δικαίου ―παραδείγματος χάριν τα κατηγορητήρια, τις παραβιάσεις συμβάσεων, την ανάληψη ευθύνης ή και την αποδοχή ενοχής (με το περίφημο άρθρο 231 της Συνθήκης των Βερσαλλιών, War Guilt Clause, να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα)―, εφαρμοζόμενες στα ιστορικά γεγονότα δεν εξηγούν τίποτα.
Εάν όντως τα πράγματα εξελιχθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγηθούμε σε πόλεμο ευρείας κλίμακας, δεν είναι καθόλου απίθανο ένας ιστορικός του μέλλοντος να γράφει περίπου τα εξής γύρω στο έτος 2070 π.Χ ή 51 μ.Κ ~ Year LI AQ (σχεδόν ξεφυλλίζω νοητά βιβλίο ιστορίας των επόμενων δεκαετιών με τίτλο: Putin’s war. A war of choice):
Η θέση που ισχυρίζεται ότι ο Πούτιν, το επιτελείο του και το καθεστώς του, ήθελαν απλώς μια τοπική σύρραξη περιορισμένης κλίμακας δεν ευσταθεί. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Πούτιν επιδίωκε εξ αρχής πόλεμο ευρείας κλίμακας στην Ευρώπη.
Δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάσει μια τέτοια πιθανή αλλοίωση του παρελθόντος στο μέλλον, ούτε να μας παραξενέψει ότι πιθανώς στοιχεία που θα αποδεικνύουν μια τέτοια θέση θα βρεθούν ex post facto («Με τους σημερινούς πολύπλοκους τύπους της κρατικής και κοινωνικής οργάνωσης της Ευρώπης, μπορεί τάχα να φανταστεί κανείς ένα οποιοδήποτε γεγονός που να μην έχει προκαθοριστεί, υποδειχθεί, διαταχθεί από τους υπουργούς, τις Βουλές, τις εφημερίδες;», αναρωτιόταν πριν από περίπου ενάμισι αιώνα ο Τολστόι), αν έχουμε υπόψη μας ότι τα περισσότερα ιστορικά έργα, όπως και οι περισσότερες ιστοριογραφίες, εξυπηρετούν νομικούς και πολιτικούς στόχους.
Ας ολοκληρώσουμε με ένα σύντομο απόσπασμα από το κεφάλαιο VII του δεύτερου επιλόγου του πασίγνωστου έργου του Τολστόι Πόλεμος και Ειρήνη:
Εξετάζοντας μονάχα εκείνες τις εκφράσεις της θέλησης των ιστορικών προσώπων που θα μπορούσαν ν' αναφερθούν σε γεγονότα, σα διαταγές, οι ιστορικοί υπέθεταν ότι τα γεγονότα εξαρτώνται απ' τις διαταγές. Εξετάζοντας όμως τα ίδια τα γεγονότα και τη σχέση εκείνη των ιστορικών προσώπων με τις μάζες, εμείς βρήκαμε πως τα ιστορικά πρόσωπα και οι διαταγές τους εξαρτώνται απ' τα γεγονότα.
Η απόφαση του Προέδρου της Ρωσσικής Ομοσπονδίας Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Πούτιν για μερική επιστράτευση επιβεβαιώνει τη θέση του συμπατριώτη του Λεβ Νικολάιεβιτς Τολστόι ότι είναι τα ιστορικά πρόσωπα και οι διαταγές τους που εξαρτώνται από τα γεγονότα, και όχι τα γεγονότα που εξαρτώνται από τις διαταγές. Όμως μια τέτοια θέση δεν μπορεί να γίνει κοινά αποδεκτή, διότι καθιστά αδύνατη μια μελλοντική δίκη.
.~`~.
Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate, προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.
23 | 9 | 3 μ.Κ ~ Year ΙΙΙ AQ | 2022