Το ήθος του ρήτορα: Ο χαρακτήρας ή το ήθος του ρήτορα είναι σημαντικότατο και υποτιμημένο μέσο πειθούς. Με τον χαρακτήρα ή το ήθος τού ο ρήτορας πείθει όταν μιλάει με τέτοιον τρόπο ώστε ο λόγος τού να τον καθιστά αξιόπιστο. Μάλιστα, χαρίζουμε σε μεγαλύτερο βαθμό και με περισσότερη προθυμία την εμπιστοσύνη μας, σε ανθρώπους που τους χαρακτηρίζει η εντιμότητα.
Το ήθος του ρήτορα, λοιπόν, πείθει όταν ο λόγος τού διατυπώνεται κατά τρόπον που να εμπνέει εμπιστοσύνη και ο ίδιος να αποπνέει αξιοπιστία.
Η απόδειξη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προέρχεται από το χαρακτήρα ή το ήθος που εκφράζεται μέσω του λόγου του πολιτικού ρήτορα.
Το πάθος του κοινού: Διεγείροντας το πάθος των ακροατών ή του κοινού, επίσης, πείθει ο ρήτορας. Η απόδειξη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προέρχεται από το γεγονός ότι ο λόγος του ρήτορα διαμορφώνει ένα κλίμα όπου το πάθος έχει κυριεύσει το κοινό· Και τούτο, γιατί ούτε τις ίδιες αποφάσεις παίρνουμε, ούτε επικροτούμε ή αποδεχόμαστε τα ίδια πράγματα, όταν είμαστε λυπημένοι ή χαρούμενοι, κυριευμένοι από φόβο ή από οργή κ.λπ.
Yes, we did. Yes, we can. Και η απόδειξη βρίσκεται στο 1:12. Δείτε το βίντεο.
Δε χρειάζεται καμία απoδεικτική επιχειρηματολογία που να πείθει ότι, όντως, we did, κατά το παρελθόν. Αρκούν τα χειροκροτήματα και οι ζητωκραυγές. Και όχι απλώς αρκούν τα χειροκροτήματα και οι ζητωκραυγές (για να πείσουν ότι, όντως, we did κατά το παρελθόν), αλλά επιπλέον αποτελούν την απόδειξη και για το ότι, όντως, we can, στο μέλλον.
Ασφαλώς, το κλείσιμο της ομιλίας ξεκινά με μια
προτροπή για το μέλλον:
I am asking you to believe, γιατί
όλα ξεκινούν από την πίστη και καταλήγουν στην πίστη.
I am asking you to believe... Yes, we can... Yes, we did. Όλα τα υπόλοιπα, όσα ειπώθηκαν ανάμεσα σε αυτές τις λέξεις, κανείς δεν θα τα θυμάται.
Ο Obama, είχε έναν εξαιρετικό συνδυασμό ήθους και λόγου. Εάν αυτό το ήθος ήταν φαινομενικό είναι δευτερεύουσας σημασίας, όχι μόνο επειδή απόδειξη αποτελούσε το πάθος του κοινού, αλλά και επειδή στη ρητορική, σημασία έχει κάτι να είναι ή να φαίνεται ότι είναι (θυμίζω πως στην αρχή διαβάσαμε για αποδεικτικά ή φαινομενικά αποδεικτικά επιχειρήματα). Συνδύαζε πολλά ακόμα ρητορικά χαρακτηριστικά στα οποία δε μπορούμε να επεκταθούμε εδώ. Στο μέρος III, παρουσιάζονται αναλυτικά τα ρητορικά χαρακτηριστικά ενός άλλου πολιτικού προσώπου.
Όπως διαβάσαμε στην εισαγωγή, υπάρχουν τρία είδη ρητορικής, γιατί τόσων ειδών είναι και οι ακροατές των λόγων. Ο ακροατής δεν μπορεί παρά να είναι είτε θεατής είτε κριτής. Σαν κριτής, κρίνει είτε πράγματα που έχουν γίνει, δηλαδή κατηγορίες και απολογίες για το παρελθόν, είτε πράγματα που πρόκειται να γίνουν, δηλαδή συμβουλές και προτροπές για το μέλλον. Σαν απλός θεατής κρίνει τα πράγματα του παρόντος (συνήθως τη δεινότητα του ρήτορα, ή ψέγει ή επαινεί μια καλή ή κακή συμπεριφορά του κ.λπ).
Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, διακρίνει τρία είδη λόγων που αντιστοιχούν σε τρία είδη ακροατηρίου, σε τρεις διαφορετικούς χρόνους και σε τρεις διαφορετικούς στόχους. Υποχρεωτικά, επομένως, τα είδη των ρητορικών λόγων είναι τρία: ο συμβουλευτικός, ο δικανικός και ο επιδεικτικός.
Ο συμβουλευτικός λόγος ασχολείται με το μέλλον, και κύριο μέλημά του είναι να συμβουλεύει, δηλαδή να προτρέπει ή να αποτρέπει. Στόχος του είναι το συμφέρον και το επιζήμιο. Κρίνουν οι πάντες.
Ο δικανικός λόγος ασχολείται με το παρελθόν, και κύριο μέλημά του είναι να κατηγορεί ή να απολογείται. Στόχος του είναι το δίκαιο και το άδικο. Κρίνει ο δικαστής.
Ο επιδεικτικός λόγος ασχολείται με το παρόν, και κύριο μέλημά του είναι να επαινεί ή να ψέγει. Στόχος του είναι το καλό και το κακό (ή το ωραίο και το άσχημο). Κριτής είναι το κοινό ή ο θεατής.
Και στα τρία είδη λόγων χρησιμοποιούνται όλοι οι στόχοι, συμπληρωματικά όμως ως προς τον κύριο στόχο του κάθε λόγου. Παραδείγματος χάριν, ο συμβουλευτικός ή προτρεπτικός λόγος, δηλαδή ο κατεξοχήν πολιτικός λόγος, θα ασχοληθεί πρώτα και κύρια με το συμφέρον και το επιζήμιο, και δευτερευόντως μόνο με το δίκαιο ή το άδικο, το καλό ή το κακό (το όμορφο ή το άσχημο).
Κατά αυτόν τον τρόπο, ένας ρήτορας μπορεί να εγκαταλείψει, για μικρό χρονικό διάστημα, τις συμβουλές και τις προτροπές του για το μέλλον ―είτε για λόγους πολεμικής, είτε για λόγους υπεκφυγής, είτε για λόγους δημιουργίας εντυπώσεων, είτε επειδή έχει έλλειψη επιχειρημάτων ή έλλειψη ιδεών και προτάσεων για το μέλλον, είτε επειδή εξάντλησε τις θέσεις του για ένα θέμα ή επειδή δεν έχει θέσεις για το συγκεκριμένο θέμα, είτε επειδή βρίσκεται σε δύσκολη θέση, είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο―, και να καταφύγει σε ένα λόγο δικανικό, δηλαδή να μετατραπεί από πολιτικός, που προτείνει για το μέλλον, σε δικαστή, που κατηγορεί και δικάζει για πράξεις του παρελθόντος, μετατρέποντας, κατά αυτόν τον τρόπο, τον αντίπαλο ρήτορα από πολιτικό σε απολογούμενο.
1. Χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης μη συμβουλευτικού/προτρεπτικού, δηλαδή μη πολιτικού, δικανικού λόγου ―ο οποίος όπως είπαμε ασχολείται με το παρελθόν με στόχο να δικάσει― από την πρόσφατη πολιτική ζωή της χώρας:
2. Χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης μη συμβουλευτικού/προτρεπτικού, επιδεικτικού λόγου ―ο οποίος ασχολείται με το παρόν και έχει ως στόχο το ωραίο και το άσχημο ή το καλό και το κακό―, από την πρόσφατη πολιτική ζωή της χώρας. Συνήθως χρησιμοποιείται από δημοσιογράφους, και λιγότερο από πολιτικούς, καθώς κριτής είναι το κοινό ή ο θεατής:
Τέλος, το συμφέρον για την πολιτική συλλογική οντότητα, την πολιτεία, την πόλη, το κράτος, μπορεί να μην αντιπροσωπεύει το δίκαιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις πάνω σε αυτήν τη διαφορά και σε αυτή την ένταση, μεταξύ συμφέροντος-επιζήμιου και δικαίου-άδικου, μπορεί να οικοδομηθεί πολιτική αντιπαράθεση.
III
Ρητορικά χαρακτηριστικά ενός πολιτικού προσώπου που έμεινε στην ιστορία
• Εξαιρετική ικανότητα του συγκεκριμένου πολιτικού προσώπου να χρησιμοποιεί μια ρητορική τροφοδοτούμενη από έναν εντονότατο συνδυασμό ήθους και πάθους, μέσω της χρήσης του κοινωνικού υποβάθρου και του παρελθόντός του, προκειμένου να κερδίζει αξιοπιστία, αλλά και να δημιουργεί συναισθηματική σύνδεση με το κοινό, παράλληλα με τη χρήση ιδιαίτερων τεχνικών και αποδεικτικών στοιχείων στη ρητορική του λόγου τού.
Συνεχείς αναφορές στο δικό του κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο, σε αναλογίες μεταξύ προϋπολογισμού και νοικοκυριών, παράλληλα με την έμφαση στην οικογένεια, εξασφάλιζαν ότι ήταν σε θέση να έχει πρόσβαση σε μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος, να δημιουργεί συναισθηματικό δεσμό με το κοινό και να οικοδομεί ένα προφίλ αξιοπιστίας και ειλικρίνειας
• Έκανε χρήση μιας επιδεικτικής ρητορικής με έμφαση στο δράμα, δίνοντας μια σχεδόν θεατρική παράσταση. Ενσωματωμένη, μέσα σε αυτό το στυλ, υπήρχε η τάση για ψόγο και ειρωνεία.
• Χρησιμοποιούσε έναν συνδυασμό ρητορικών αντιθέσεων και απορριπτικού ύφους. Από τη μια μεριά απονομιμοποιούνταν οι πολιτικοί αντίπαλοι και από την άλλη η άποψη του συγκεκριμένου πολιτικού προσώπου παρουσιαζόταν ως σωστή.
Ο απλοϊκός τρόπος παρουσίασης του κόσμου σε άσπρο και μαύρο, γεμάτος από απόλυτα καλούς και απόλυτα κακούς όρους και ανθρώπους, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της κατασκευής δυαδικών αντιθέσεων και ψευδών διλημμάτων.
Ασφαλώς μιλάμε για την πολιτική ως σύγκρουση και όχι ως συναίνεση.
• Χρήση αλληγοριών προκειμένου να μετατρέπει το περίπλοκο σε απλοϊκό, με στόχο να γίνει προσβάσιμο και περισσότερο κατανοητό σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος. Επιπροσθέτως, έκανε συχνή χρήση βιβλικών αναφορών με στόχο τη δικαιολόγηση υποκειμενικών αξιών και την επικύρωση πολιτικών θέσεων.
Έτσι οι αλληγορίες, οι βιβλικές αναφορές και τα ψευδή διλήμματα και δίπολα, διαμόρφωναν ένα πλέγμα από ρητορικά κόλπα και όπλα.
• Η υπερβολή ως ρητορικό όπλο. Μετατροπή σε καρικατούρα των ιδεών και των αξιών των πολιτικών αντιπάλων μέσω της υπερβολής, η οποία συνοδευόμενη από ένα φλεγματικό χιούμορ, κατέληγε σε γελοιοποίησή τους.
Βέβαια, εδώ θα πρέπει να επισημανθεί το εξής σημαντικό: η υπερβολή αποτελεί κλάδο του ψεύδους και οδηγεί σε απώλεια αξιοπιστίας.
Η σύνθεση μιας επιδεικτικής και έντονα αντιθετικής-πολεμικής ρητορικής, σε συνδυασμό με δράμα και θεατρικότητα, υπερβολή και χιούμορ, ειρωνεία και απορριπτικό ύφος, ουσιαστικά οδήγησε τη Margaret Thatcher σε μια εξαιρετικά εκλεπτυσμένη μορφή λαϊκισμού, που ταίριαζε στο χαρακτήρα και το ήθος του συγκεκριμένου λαού, καθώς και στους οπαδούς και τους λάτρες του συγκεκριμένου κράτους και της συγκεκριμένης κουλτούρας. Περισσότερα, για όσους ενδιαφέρονται, στο βιβλίο The Political Rhetoric and Oratory of Margaret Thatcher (2016, Palgrave Macmillan UK).
Σε έναν λαό με διαφορετικό χαρακτήρα και ήθος, ο συνδυασμός της θεατρικότητας, της υπερβολής και του φλεγματικού χιούμορ, δεν θα ήταν δυνατόν να υπερκεράσει την απώλεια αξιοπιστίας.
Από τη Θάτσερ στον Ομπάμα. Εδώ και αν μπορεί κανείς να μιλήσει για απειρίες πραγμάτων, για ιστορικούς κύκλους, για νοήματα και συμβολισμούς. Όχι τώρα όμως. Ίσως σε ένα επόμενο κείμενο.
Ως προς την ουσία των πραγμάτων, τίποτα δεν έχει αλλάξει από την εποχή του Αριστοτέλη. Και τούτο διότι, πρώτον, είναι διαφορετικό πράγμα η υλική και τεχνολογική ανάπτυξη, την οποία ορισμένοι ονομάζουν πρόοδο συγχέοντάς τη σκόπιμα με κάποια ηθική και πνευματική «εξέλιξη και πρόοδο»· και επειδή, δεύτερον, ο άνθρωπος ως χαρακτήρας ή ως φύση, ή όπως αλλιώς θέλει ας το ονομάσει κανείς, δεν αλλάζει τόσο πολύ όσο ορισμένοι πιστεύουν ή θέλουν να αλλάζει.
Παρ' όλ' αυτά, μπορούμε να επισημάνουμε δύο χαρακτηριστικές διαφοροποιήσεις. Πρώτον, ο Αριστοτέλης δημιουργεί μια ηθική ρητορική τέχνη. Σε κανένα σημείο δεν παρακινεί σε υποτίμηση του αντιπάλου, σε επίθεση στον χαρακτήρα τού, σε λογικές πλάνες τύπου ad hominem κ.λπ. Αυτή αποτελεί μια διαφοροποίηση σε ηθικό επίπεδο. Σε υλικό επίπεδο, δεύτερον, υπάρχει διαφοροποίηση στο γεγονός ότι, πλέον, ανάμεσα στον λόγο που εκφέρει ο πολιτικός και στο κοινό του, διαμεσολαβούν μηχανισμοί (όπως τα τηλεοπτικά κανάλια, οι δημοσιογράφοι κ.λπ),
με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται, ή ακόμα και να υποκαθίσταται, ο λόγος του ρήτορα επί ενός θέματος,
από τον τρόπο με τον οποίο οι μηχανισμοί διαμεσολάβησης παρουσιάζουν το θέμα. Είμαι πεπεισμένος πως, αυτομάτως, σε αρκετούς ήρθαν στο μυαλό τα social media «που επαναφερούν την αμεσότητα, το αδιαμεσολάβητο» κ.λπ, κ.λπ. Όμως, σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά δίκτυα, τόσο η πολιτική όσο και οι πολιτικοί διατρέχουν διαφορετικούς κινδύνους,
ορισμένους από τους οποίους έχω επισημάνει σε παλαιότερο κείμενο.
Επιστρέφοντας στο θέμα προκειμένου να ολοκληρώσουμε. Ο πολιτικός πρέπει να φαίνεται αξιόπιστος (ανεξαρτήτως εάν όντως είναι) και πρέπει να δημιουργεί συναισθηματική σύνδεση και δεσμό με το κοινό, προκειμένου με τη σειρά του το κοινό να ταυτιστεί μαζί του, με τελικό στόχο ο πολιτικός να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Με διαφορετικά λόγια, ο πολιτικός ρήτορας, μέσω της πειθούς, πρέπει να κάνει το κοινό να αισθανθεί και να σκεφτεί: «φαίνεται αξιόπιστος», «τον εμπιστεύομαι», «μπορεί να με καταλάβει/να με νιώσει», «είναι δικός μας, ένας από εμάς», «τον γουστάρω/συμπαθώ».
Τέλος, ο ρήτορας, μας λέει ο Αριστοτέλης, πρέπει να είναι σε θέση να πείθει και για την αντίθετη θέση από αυτή που υποστηρίζει. Όχι, ασφαλώς, προκειμένου να μεταπηδά από κόμμα σε κόμμα, αλλά προκειμένου, πρώτον, να μη του διαφεύγει η πραγματική ουσία του θέματος και, δεύτερον, σε περίπτωση που κάποιος άλλος ρήτορας επιχειρηματολογεί αντίθετα προς το σωστό και το δίκαιο, το συμφέρον και το καλό, αυτός να είναι σε θέση να ανατρέψει τα επιχειρήματά του.
Ολοκληρώνοντας με κάτι ευρύτερο, πέρα από τον πολιτικό, θα πρέπει να τονιστεί πως στη ζωή οι άνθρωποι συναναστρέφονται με ιδεολογικά διαφορετικούς από τους ίδιους ανθρώπους, διότι υπάρχουν πολλά διαφορετικά επίπεδα, τόσο ταύτισης όσο και κοινότητας φρονημάτων, συμφερόντων και σκοπών: ως προς την ηλικία, ως προς τον χαρακτήρα, ως προς την κοινωνική θέση, ως προς την καταγωγή, ως προς το φύλο, ως προς την εργασιακή εμπειρία, ως προς τις αξίες, ως προς τα προσωπικά βιώματα, ακόμα-ακόμα και ως προς το γούστο πάνω σε ορισμένα ζητήματα κ.λπ. Τέλος, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν τα πάθη:
η εκδίκηση, ο φόβος, η οργή, το θάρρος, η αδικία κ.λπ.