23 Ιουλίου 2025

Ηχώ από τα βάθη των αιώνων I: Αθηναίοι, Αμερικανοί, Ισραηλινοί και Σύμμαχοι | Από την Ύβρη στη Νέμεση.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 23 | 7 | 2025 μ.Χ. | 1447 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)

Μουσική Συνοδεία


I

Τρεις, και μόνον τρεις, είναι οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν τους Αμερικανούς να συναντήσουν την ιστορική τους Νέμεση.
 
Ο πρώτος, βασικότερος και αμεσότερος, είναι ο ίδιος τους ο εαυτός: αν εξαιτίας της δικής τους Ύβρεως οι Αμερικανοί, ως δήμος, κοινωνία και έθνος, και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ως κράτος, δεν ακούσουν την ηχώ που αντηχεί από τα βάθη των αιώνων και συνεχίσουν να συμπεριφέρονται σαν αλαζόνες, αμετανόητοι και υπερόπτες «Αθηναίοι 2500 χρόνια μετά από τους Αθηναίους» (III-V). Ο δεύτερος είναι οι αντίπαλοί τους. O τρίτος, με τον οποίον θα ασχοληθώ στο παρόν κείμενο, είναι οι σύμμαχοί τους. 

Οι σύμμαχοι μπορούν να οδηγήσουν τις ΗΠΑ στην ιστορική τους Νέμεση με δύο τρόπους: είτε επειδή, λόγω της αδυναμίας τους, θα προσπαθήσουν να εμπλέξουν τις ΗΠΑ σε πόλεμο για λογαριασμό τους, μεσοπρόθεσμα, είτε επειδή, λόγω της αυθαιρεσίας, των εκβιασμών ή της αναξιοπιστίας των ΗΠΑ, θα ξεσηκωθούν εναντίον τους ή θα επιχειρήσουν να αποστατήσουν από τη συμμαχία, μακροπρόθεσμα.

Σε ό,τι αφορά την πρώτη περίπτωση, της αδυναμίας των συμμάχων, η οποία υπό τις τρέχουσες συνθήκες και τις παρούσες ηγεσίες είναι και η πιο πιθανή, οι Ευρωπαίοι θα επιδιώξουν να κάνουν με τη Ρωσσία ό,τι επιδίωξε, αποτυχημένα μέχρι στιγμής, να κάνει το Ισραήλ με το Ιράν: οι Ευρωπαίοι, και για να μιλάμε συγκεκριμένα, οι Πολωνοί, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί, θα επιδιώξουν να εμπλέξουν τις ΗΠΑ σε πόλεμο με τη Ρωσσία.

Αυτό, εφόσον συμβεί, θα συμβεί επειδή κανένα από τα συμμαχικά κράτη, όπως η Πολωνία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία, σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, και το Ισραήλ, σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή, δεν μπορούν από μονά τους, αποκλειστικά με τις δικές τους δυνάμεις, να φέρουν εις πέρας, δηλαδή να τελειώσουν, έναν πόλεμο με τη Ρωσσία και το Ιράν αντίστοιχα. Μπορούν να αρχίσουν έναν πόλεμο αλλά δεν μπορούν να τον τελειώσουν.

Ακόμα και οι ίδιες οι ΗΠΑ αδυνατούν, όπως είδαμε και με το πρόσφατο ξέσπασμα του Ντόναλντ Τραμπ έναντι του Βλαντίμιρ Πούτιν, να δώσουν ένα τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ φαίνεται να είναι πιο κοντά σε αυτόν τον στόχο σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Παλαιστίνη ― Εδώ θα πρέπει οι Ισραηλινοί να προσέξουν τη δική τους Ύβρη (II). Όμως και τούτο, πάλι, συμβαίνει όχι αποκλειστικά λόγω των ΗΠΑ, αλλά κυρίως λόγω της στάσης των συμμαχικών αραβικών κρατών. Ωστόσο, αυτό ισχύει μόνο σε ό,τι αφορά την Παλαιστίνη, όχι το Ιράν. Δηλαδή, ναι μεν οι Άραβες μπορούν, μέσω της στάσης τους, δηλαδή της ανοχής τους, να συμβάλλουν σε ένα τέλος στον πόλεμο στην Παλαιστίνη αλλά δεν μπορούν να βάλουν ένα τέλος σε περίπτωση πολέμου με το Ιράν. Με άλλα λόγια, σε ό,τι αφορά έναν ενδεχόμενο πόλεμο με το Ιράν οι Άραβες βρίσκονται σε ανάλογη θέση αδυναμίας με τους Ευρωπαίους σε ό,τι αφορά έναν πόλεμο με τη Ρωσσία.

Άλλωστε, μέχρι και πριν από την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, με τη διαμεσολάβηση της Κίνας, ο στόχος της Σαουδικής Αραβίας ήταν κοινός με αυτόν του Ισραήλ: να εμπλέξει τις ΗΠΑ σε έναν πόλεμο με το Ιράν. Βρετανοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Πολωνοί, Ουκρανοί, Ισραηλινοί, Άραβες, Ταϊβάνεζοι και Έλληνες, όλοι θα ήθελαν να εμπλέξουν τις ΗΠΑ σε πόλεμο προκειμένου οι Αμερικανοί να πολεμήσουν για λογαριασμό τους (όπως έκαναν οι Κερκυραίοι, πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, και οι Εγεσταίοι, πριν από την Εκστρατεία στη Σικελία, με τους Αθηναίους).

Προσοχή! Εδώ δεν μιλάμε για τις κακόμοιρες Ηνωμένες Πολιτείες και τους κακόμοιρους Αμερικανούς που πέφτουν θύματα των δόλιων συμμάχων τους (κάτι τέτοια λέει ο Τραμπ) παρά εξετάζουμε πώς είναι λογικά δυνατόν οι σύμμαχοι να αποτελέσουν παράγοντα που θα οδηγήσει τις ΗΠΑ και τους Αμερικανούς στη Νέμεσή τους.

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη περίπτωση, του ξεσηκωμού των συμμάχων εναντίον του ηγεμόνα ή της αποστασίας από τη συμμαχία, οι προϋποθέσεις είναι περισσότερες, πιο σύνθετες και ακόμη είναι νωρίς προκειμένου να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα περιεχόμενα και σε συγκεκριμένους τρόπους. Πάντως, η συμπεριφορά των ΗΠΑ απέναντι στους συμμάχους τους κινείται προς μια τέτοια κατεύθυνση: οι ΗΠΑ θα ζητούν ολοένα περισσότερα και θα εκβιάζουν ολοένα εντονότερα. Αυτό που είναι διαφορετικό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι είναι οι ίδιες οι ΗΠΑ που υποτίθεται ότι απειλούν τους συμμάχους τους, τουλάχιστον ρητορικά, με αποχώρηση από τη συμμαχία.

Όμως μην αποκλείετε την περίπτωση του ξεσηκωμού ή της αποστασίας των συμμάχων, ιδίως αν βλέπετε να προωθείται η αντίληψη ότι η διατλαντική κοινότητα, που ακούει στο όνομα «Δύση», και η Βορειοατλαντική Συμμαχία, θα υπάρχουν εις τον αιώνα τον άπαντα, διότι, πρώτον, συμμαχίες, αξίες και συμφέροντα που δεν αλλάζουν και παραμένουν σταθερά και αμετάβλητα στο πέρασμα του χρόνου δεν υπάρχουν (και αυτό δεν αλλάζει όσο υποτακτικός κι αν είσαι, επικαλούμενος χυδαία τον daddy σου, επιχειρώντας ουσιαστικά κατευνασμό), δεύτερον, δεν υπάρχει περίπτωση να υποτάσσεται ες αεί το συμφέρον των ΝΑΤΟϊκών συμμαχικών κρατών στο υπερεθνικό αυτοκρατορικό συμφέρον της «Δύσης» και τα δύο τελευταία, με τη σειρά τους, να μην έρθουν σε ένταση αν όχι σε σύγκρουση και σε ρήξη με το αμερικανικό εθνικό συμφέρον, και, τέλος, τρίτον, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αδυνατούν να κατανικήσουν τους αντιπάλους τους θα επιδιώξουν να υποδουλώσουν τους συμμάχους τους στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (όπως έκαναν οι Αθηναίοι με τους δικούς τους συμμάχους στο πλαίσιο της Δηλιακής Συμμαχίας): τα πρώτα στάδια αυτής της διαδικασίας τα βλέπουμε ήδη: Καναδάς, Γροιλανδία, αλλά και Γερμανία, η οποία μετά από το σαμποτάζ στους αγωγούς Nord Stream μεταβλήθηκε σε κράτος υπό πολιορκία (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 49, 90-91).

Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, είτε λόγω της αδυναμίας τους είτε λόγω του ξεσηκωμού ή της αποστασίας τους, οι σύμμαχοι θα είναι αυτοί που θα οδηγήσουν τις ΗΠΑ και τους Αμερικανούς στην ιστορική τους Νέμεση.


II


Πριν από την 7η Οκτωβρίου 2023, ημερομηνία που σηματοδότησε την κατάρρευση της ισραηλινής αποτρεπτικής ικανότητας, μέσω της ισραηλινής αποτυχίας αποτροπής της παλαιστινιακής επίθεσης υπό την ηγεσία της Χαμάς, η οποία ήρθε σε συνέχεια της αμερικανικής αποτυχίας αποτροπής της εισβολής της Ρωσσίας και της έναρξης του διακρατικού πολέμου στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, και της άτακτης αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και της πτώσης της Καμπούλ στους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου 2021 (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ.75-78, 88, 174-177, 182-187), η εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τη Σαουδική Αραβία, και η αναγνώριση του κράτους του Τελ Αβίβ από το κράτος του Ριάντ, βρισκόταν προς των πυλών. Ο πόλεμος στη Γάζα έχει εκτροχιάσει την προσπάθεια εξομάλυνσης και καθιέρωσης επίσημων διπλωματικών σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας.

Την ισραηλινή αποτυχία αποτροπής της παλαιστινιακής επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου 2023 και την εισβολή του ισραηλινού στρατού στη Γάζα, ακολούθησε η πρώτη άμεση επίθεση του Ιράν στο έδαφος του Ισραήλ στις 13 Απριλίου 2024, η οποία έσπασε ένα ταμπού μισού αιώνα (1973) ή μιας γενιάς (1991), διαμορφώνοντας μια νέα συνθήκη που κορυφώθηκε με το ξέσπασμα της δωδεκαήμερης σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν στις 13 Ιουνίου 2025.

Σε ό,τι αφορά το Ιράν, το Ισραήλ εξαπέλυσε μια επιχείρηση στο πλαίσιο ενός προληπτικού πολέμου (preemptive war), αν και μάλλον αυτό που συνέβη δεν θα το χαρακτήριζα ως πόλεμο, ενώ, σε ό,τι αφορά τη Γάζα, το Ισραήλ διεξάγει έναν πόλεμο εξόντωσης/εξολόθρευσης (war of annihilation/extermination). H διαφορά στο είδος του πολέμου φανερώνει τη διαφορά στο είδος των δυνατοτήτων του εχθρού, στο είδος της απειλής, και στο είδος της θεμελιώδους επιδιωκόμενης αλλαγής στο πλαίσιο πολιτικής. Ποια είναι αυτή η επιδιωκόμενη αλλαγή στο πλαίσιο πολιτικής και πώς εντάσσεται στη μεγάλη στρατηγική εικόνα;

Στην περίπτωση της λωρίδας της Γάζας επιδιώκεται ο βίαιος και άμεσος εκτοπισμός των Παλαιστινίων, βραχυ-μεσοπρόθεσμα, που έχει ως απώτερο στόχο τον πλήρη πολιτικό, γεωγραφικό και δημογραφικό διαχωρισμό Ισραηλινών-Παλαιστινίων, όχι μόνο στη Γάζα αλλά και στη Δυτική Όχθη, μεσομακροπρόθεσμα, στο πλαίσιο μιας συνολικής αραβοεβραϊκής σημιτικής ιουδαιοϊσλαμικής Αβρααμικής περιφερειακής συμφωνίας, που θα επισφραγιστεί από μια Αβρααμική συμμαχία, από τη δημιουργία ενός «Αβρααμιστάν», και θα έχει ως τελικούς στόχους, πρώτον, τη μεταπολεμική «αναδιαπαιδαγώγηση», ιδεολογική αναμόρφωση και ενσωμάτωση των Παλαιστινίων, δεύτερον, τον ορισμό των μόνιμων συνόρων του Ισραήλ (τα πλήρως οριοθετημένα και διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα αποτελούν προϋπόθεση ορισμού και ύπαρξης ενός κράτους: υπό αυτή την έννοια το Ισραήλ, μέχρι την πλήρη οριοθέτηση των συνόρων του, δεν τηρεί όλες τις προϋποθέσεις ενός κράτους) και, τρίτον, την αποτροπή κάθε μορφής ιρανικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το Ισραήλ (σε αυτό πλαίσιο εντάσσεται και η «Νέα Συρία»). Το τελευταίο μας φέρνει στην περίπτωση του Ιράν, όπου επιδιώκεται η αποτροπή της ανάδυσης ενός περιφερειακού ανταγωνιστή ή δυνητικού ηγεμόνα, η πλήρης περιφερειακή του απομόνωση αλλά και η διατήρηση του πυρηνικού μονοπωλίου του Ισραήλ. Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο σε αυτή της Παλαιστίνης όσο και σε αυτή του Ιράν, το Ισραήλ αντιμετωπίζει το δίλημμα «τώρα ή αργότερα» και πιέζεται ως προς τον χρονικό ορίζοντα (περισσότερα παρακάτω), ενώ, όπως είδαμε και προηγουμένως (I), το κλειδί για ένα στρατηγικό και οριστικό τέλος της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης δεν το κρατούν στα χέρια τους τόσο οι Αμερικανοί ή οι Ισραηλινοί όσο οι Άραβες, δηλαδή τα συμμαχικά προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ αραβικά κράτη.

Το προηγούμενο πλαίσιο φαντάζει, σε γενικές γραμμές, ευνοϊκό και αισιόδοξο για το Ισραήλ. Εντούτοις, όπως προείπαμε, ο πόλεμος στη Γάζα έχει εκτροχιάσει την προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, την ίδια στιγμή που έχει επιτευχθεί εξομάλυνση στις σχέσεις Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, με τη διαμεσολάβηση της Κίνας. Επίσης, η δωδεκαήμερη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, που ξεκίνησε στις 13 Ιουνίου 2025, φανέρωσε τα όρια της ισραηλινής ασφάλειας, άμυνας και ισχύος και οδήγησε αν όχι σε απομυθοποίηση το λιγότερο σε τραυματισμό του κύρους και του μύθου της στρατιωτικής ισραηλινής ισχύος. Επιπροσθέτως, η ισραηλινοϊρανική σύγκρουση, σε συνδυασμό με το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, είναι σχεδόν αδύνατον να μην οδηγήσει όχι απλώς στο άνοιγμα του ζητήματος του πυρηνικού οπλοστασίου αλλά και στην αμφισβήτηση του πυρηνικού μονοπωλίου του Ισραήλ σε μια τεράστια σε έκταση και πληθυσμό περιοχή

Το γεγονός ότι η λεγόμενη Δύση, οι Αγγλοαμερικανοί και οι Δυτικοευρωπαίοι, ανέχονται την κατοχή πυρηνικών όπλων από το Ισραήλ, κάνοντας τα στραβά μάτια, αλλά δεν μπορούν να ανεχθούν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, εφαρμόζοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά, δηλαδή ηθικές αρχές προς τους συμμάχους και αρχές ρεαλιστικής πολιτικής προς τους εχθρούς, ενώ παράλληλα αξιώνουν Οικουμενικότητα, φανερώνει την αναξιοπιστία και την υποκρισία τους και οδηγεί με εσωτερική λογική συνέπεια σε γενικευμένη κρίσης εξουσίας απέναντι στον υπόλοιπο πλανήτη, ο οποίος προφανώς δεν είναι τυφλός, έχει μάτια και βλέπει. 

Ο υπόλοιπος πλανήτης, επίσης, βλέπει ότι όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν μπόρεσαν ούτε να προασπίσουν το δίκαιο και να επιβάλλουν τον νόμο, ούτε να επιβεβαιώσουν την ισχύ τους, στην Ουκρανία και στο Αφγανιστάν (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 160, 166, 175), έτσι και το Ισραήλ δεν έχει καταφέρει ούτε να προασπίσει το ―κατά Ισραήλ― δίκαιο (π.χ. επιστροφή ομήρων) και να επιβάλλει τον νόμο στη λωρίδα της Γάζας, μετά από σχεδόν δύο χρόνια πολέμου (η Γάζα είναι μικροσκοπική, περίπου το ένα τρίτο της έκτασης της Μάνης, παρ' όλα αυτά, δύο σχεδόν χρόνια μετά από την έναρξη του πολέμου, ο μυθοποιημένος ισραηλινός στρατός αδυνατεί να επιβάλλει νόμο σε αυτή τη μικροσκοπική στενόμακρη αλλά και πυκνοκατοικημένη λωρίδα γης. Σκεφτείτε ο ελληνικός στρατός να διεξήγαγε ολοκληρωτικό πόλεμο εξολοθρευσης για σχεδόν δύο χρόνια και να μην μπορούσε να επιβάλλει νόμο, ή να κάνει κατοχή και να ασκεί πλήρη έλεγχο, σε μια περιοχή που έχει έκταση τρεις φορές μικρότερη από τη Μάνη, στο ένα τρίτο της Μάνης, ας πούμε στη Δυτική, Μεσσηνιακή ή Έξω Μάνη). Ωστόσο, το Ισραήλ έχει καταφέρει να επιβεβαιώσει την ισχύ του στο μεγαλύτερο μέρος της Γάζας, περίπου στα τρία τέταρτα, και να επιβάλλει, εκ νέου, αποτροπή σε ολόκληρη τη Γάζα. Αυτό το όχι ιδιαίτερα ζηλευτό αποτέλεσμα, το έχει καταφέρει μέσω τόσο της άρνησης των δυνατοτήτων του εχθρού, στην προκειμένη περίπτωση της Χαμάς, όσο και της συλλογικής τιμωρίας και του μαζικού θανάτου αμάχων, γυναικών και παιδιών, με την άσκηση υπέρμετρης, δυσανάλογης και αδιάκριτης βίας, γεγονός που έχει επιπτώσεις και συνέπειες για το ισραηλινό κράτος καθώς συμβάλλει στην απώλεια ηθικής νομιμοποίησης, στην απαξίωση και στη δραματική μείωση της ήπιας ισχύος του Ισραήλ.

Επιπλέον, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις αδυνατούν να οδηγήσουν στην επίτευξη μακροπρόθεσμων στρατηγικών στόχων και σε πολιτική νίκη, όπως είναι η διάλυση της Χαμάς, η αδυναμία στρατολόγησης νέων μελών και η εξαΰλωση της πολιτικής της επιρροής, δίχως τη συναίνεση τρίτων: δηλαδή το τέλος του πολέμου, η πολιτική νίκη, δεν βρίσκεται στα χέρια του Ισραήλ παρά στα χέρια τρίτων, εν προκειμένω των συμμάχων του Ισραήλ. Μην ξεχνάμε το ευρύτερο πλαίσιο που εξετάσαμε νωρίτερα, του οποίου συνέχεια και εμβάθυνση αποτελεί το παρόν κείμενο, όχι από αμερικανική αλλά από ισραηλινή σκοπιά: ότι οι σύμμαχοι μπορούν να είναι αυτοί που θα οδηγήσουν κάποιον στην ιστορική του Νέμεση (I).

Αλλά ακόμη κι αν επιτευχθεί η διάλυση και η  εξαΰλωση της Χαμάς θα είναι μέχρι την επόμενη φορά, καθώς πριν από την «ισλαμιστική» Χαμάς, τρομοκρατική οργάνωση ή απόλυτο κακό, ήταν η «κοσμικιστική» PLO. Δηλαδή, η προσπάθεια μεταπολεμικής «αναδιαπαιδαγώγησης» και ιδεολογικής αναμόρφωσης των Παλαιστινίων, με άλλα λόγια μια αντιγραφή και επανάληψη του τρόπου που «αναδιαπαιδαγωγήθηκαν» μεταπολεμικά οι ηττημένοι Γερμανοί, δεν φαντάζει ούτε βέβαιη ούτε ασφαλής, ως προς την επιτυχία της, καθώς, όσο και να μην θέλουν να το παραδεχθούν Ισραηλινοί και Αμερικανοί, το να ταυτίζεις τους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές, που επιδίωξαν πανευρωπαϊκή ηγεμονία, και τους τρόπους με τους οποίους προσπάθησαν να επιβάλουν αυτή την ηγεμονία, με τους Παλαιστίνιους της Γάζας ή της Δυτικής Όχθης είναι κάπως... αχαρακτήριστο (πραγματικά, δεν θα ήθελα να το χαρακτηρίσω). Εδώ έχουμε μια ψυχολογική και ιδεολογική αντιστροφή της πραγματικότητας. Αλλά ακόμη και αν δεχθούμε ότι δεν υπάρχει μια τέτοια αντιστροφή, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει, το λιγότερο, μια ιδεολογική στρέβλωση, η οποία ασφαλώς προκύπτει επειδή στο επίκεντρο μιας τέτοιας ματιάς, που ταυτίζει την παλαιστινιακή Χαμάς με το γερμανικό Ναζιστικό κόμμα, βρίσκεται ο αντισημιτισμός. Ωστόσο, ακόμη κι αν δεχτούμε μια τέτοια ταύτιση, δεν είναι το ίδιο πράγμα ο αντισημιτισμός ενός κράτους που έχει τις δυνατότητες π.χ. να επιδιώξει παγκόσμια ηγεμονία, όπως οι ΗΠΑ, με τον αντισημιτισμό μιας οργάνωσης π.χ. όπως ο ΙΡΑ ή η ΕΤΑ παλαιότερα. Διαφορετικά: πολλούς ανθρώπους στη Δύση μπορεί να τους απασχολεί να μην υπάρχει αντισημιτισμός (το οποίο, ασφαλώς, είναι θεμιτό και ευκταίο), όμως τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στον πλανήτη απασχολεί να μην επιβληθεί μια παγκόσμια ηγεμονία. Με απλά λόγια, ο αντισημιτισμός δεν είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Βέβαια, ιδίως οι Αμερικανοί έχουν παράδοση στις ιδεολογικές στρεβλώσεις και στα ιδεολογικά ακροβατικά: Πριν από τους «ισλαμοφασίστες» Μουλάδες της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν υπήρχε ο παραλληλισμός του Μπααθικού Ιράκ με τη Ναζιστική Γερμανία και ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν ο «Χίτλερ των Αράβων» (η δε κατηγορία για κατοχή πυρηνικού οπλοστασίου και όπλων μαζικής καταστροφής, γενικότερα, εξυπηρέτησε τη νομιμοποίηση μιας παράνομης αμερικανικής εισβολής, και, αργότερα, ο λόγος περί δημοκρατίας εξυπηρέτησε τη νομιμοποίηση της κατοχής). Ενώ με παρόμοιο τρόπο που οι Ταλιμπάν έπρεπε να είναι «ισλαμοφασίστες», για τους Αμερικανούς, και στο Ιράκ έπρεπε να γίνει «απομπααθοποίηση» (De-Ba'athification), κατά την «αποναζιστικοποίηση» (DeNazification) (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 47-48), στη Γάζα πρέπει να γίνει «αποχαμασοποίηση» (DeHamasification). Μέχρι την επόμενη φορά, ασφαλώς, μέχρι το επόμενο απόλυτο κακό.

Μέχρι τότε, πάντως, το Ισραήλ θα βρίσκεται αντιμέτωπο με την κατηγορία της γενοκτονίας ενώπιον του διεθνούς δικαστηρίου, μετά από την απόφαση της Νότιας Αφρικής να στραφεί εναντίον του.

Συν τοις άλλοις, η έντονη πολιτικοποίηση του ζητήματος της υποστήριξης του Ισραήλ στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας αποτελεί ίσως το σημαντικότερο τίμημα που πληρώνει το ισραηλινό κράτος από πρακτική άποψη ― οι Ηνωμένες Πολιτείες το πληρώνουν άμεσα αλλά έμμεσα το πληρώνει και το Ισραήλ, καθώς μεταβάλλεται το κλίμα και το περιβάλλον μέσα στα οποία διαμορφώνονται οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων στις ΗΠΑ, εφόσον στο εσωτερικό του αμερικανικού κράτους και της αμερικανικής κοινωνίας έχει ξεκινήσει η εντονότατη πολιτικοποίηση του ζητήματος της στήριξης του Ισραήλ, τόσο από κάτω προς τα πάνω (bottom-up) όσο και από πάνω προς τα κάτω (top-down), ανεξάρτητα από το αν αυτή η πολιτικοποίηση συμβαίνει σε πανεπιστήμια, στο διαδίκτυο και σε δεξαμενές σκέψεις, ή την εκφράζουν πρώην διπλωμάτες, βετεράνοι του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών και υψηλόβαθμα στελέχη στο εσωτερικό των αμερικανικών θεσμών. Επιπλέον, αναπτύσσεται αντιϊσραηλινό κλίμα σε μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας, η στήριξη και η συμπάθεια προς το Ισραήλ μειώνεται, καθώς οι νεότερες γενιές τείνουν να συμπαθούν λιγότερο τους Ισραηλινούς σε σύγκριση με τις παλαιότερες (I), και σαν να μην έφταναν τα προηγούμενα έχουμε τη σταδιακή αλλά σαφή (επ)άνοδο του αμερικανικού αντισημιτισμού, εξελίξεις, ωστόσο, που συμβαίνουν παράλληλα με την ενίσχυση του αμερικανικού χριστιανικού/ευαγγελικού σιωνισμού.

Εκτός αυτών, αναπτύσσονται ολοένα και εντονότερες αντιδράσεις εναντίον του Ισραήλ σε κοινωνίες της Ευρώπης ενώ, ευρύτερα, παρατηρείται όξυνση στις σχέσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και σε ορισμένα ΝΑΤΟϊκά, ευρωπαϊκά και δυτικά κράτη.

Το Ισραήλ πληρώνει υψηλότατο τίμημα στο επίπεδο της διεθνούς κοινωνικοποίησης/απομόνωσης, καθώς μετά από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα έχει αυξηθεί ο αριθμός των κρατών που αναγνωρίζουν το κράτος της Παλαιστίνης: σε αυτά τα κράτη έχουν προστεθεί η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Νορβηγία, η Σλοβενία, η Αρμενία και το Μεξικό, ενώ, όπως ανακοίνωσε ο Emmanuel Macron, τον Σεπτέμβριο πρόκειται να αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης και η Γαλλία. 

Επίσης, η Γαλλία και η Σαουδική Αραβία, από κοινού, θα ηγηθούν προσπάθειας για την αναβίωση μιας λύσης δύο κρατών στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση, δηλαδή της επίσημης πρότασης του ΟΗΕ που αποτελεί και επίσημη θέση όλων των κρατών του πλανήτη, η οποία έχει παγώσει λόγω της απόρριψής της από το Ισραήλ του Νετανιάχου και την έμμεση στήριξή του από τις ΗΠΑ του Τραμπ (Ναι μεν, επίσημα, η Ουάσιγκτον δεν έχει δηλώσει ότι απορρίπτει μια λύση των δύο κρατών αλλά, άτυπα, αφήνει να διαφανεί ότι μπορεί να είναι πρόθυμη να αποδεχτεί μια λύση ενός κράτους. Αυτή η αντιφατικότητα, μεταξύ επίσημης θέσης και άτυπης συμπεριφοράς, χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ και στο ζήτημα της Ταϊβάν).

Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσω του Keir Starmer, απείλησε ότι θα αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο, εκτός εάν η ισραηλινή κυβέρνηση «λάβει ουσιαστικά μέτρα για να τερματίσει την αποτρόπαια κατάσταση στη Γάζα, συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός και δεσμευτεί για μια μακροπρόθεσμη, βιώσιμη ειρήνη, αναζωογονώντας την προοπτική μιας λύσης δύο κρατών». Και τα προηγούμενα περιλαμβάνουν «να επιτραπεί στα Ηνωμένα Έθνη να επανεκκινήσουν την παροχή βοήθειας και τη σαφή δήλωση ότι δεν θα υπάρξουν προσαρτήσεις στη Δυτική Όχθη».

Τέλος, ο Mark Carney, πρωθυπουργός του Καναδά, ανακοίνωσε ότι και ο Καναδάς σκοπεύει να αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης στην 80ή Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο του 2025.

Τα προηγούμενα δεν εμπλουτίζουν απλώς όσα επισημαίνουμε στο παρόν κείμενο αλλά, επιπλέον, έρχονται σε συνέχεια και προς επιβεβαίωση όσων έχουμε τονίσει παλαιότερα στο κείμενο Η διαίρεση στο εσωτερικό της Αγγλόσφαιρας παγιώνεται, όπου είχαμε θέσει, μεταξύ άλλων, το ερώτημα κατά πόσο οι εξελίξεις στο εσωτερικό του αγγλόφωνου κόσμου αποτελούν απλές αντισυσπειρώσεις ή προμηνύματα μελλοντικών εξελίξεων (η διαφοροποίηση σε ό,τι αφορά την αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης αποτελεί την τέταρτη συνεχόμενη περίπτωση διαίρεσης της Αγγλόσφαιρας μέσα σε μόλις λίγους μήνες), και, κυρίως όσων παρατηρήσαμε, πριν από σχεδόν πέντε μήνες, στο κείμενο Τι φανερώνουν τα ψηφίσματα για την Ουκρανία της Γενικής Συνέλευσης (ES-11/7) και του Συμβουλίου Ασφαλείας (2774) του ΟΗΕ; όπου, μεταξύ άλλων διαιρέσεων (Παγκόσμιος Βορράς, Αγγλόσφαιρα, κράτη πρώην Βρετανικής Κοινοπολιτείας), επισημάνθηκε και μια διαίρεση της Δύσης, η οποία, πλέον, με αφορμή το ζήτημα της αναγνώρισης του κράτους της Παλαιστίνης, και τη στάση που τηρούν δυτικά κράτη απέναντι στο ισραηλινό κράτος, δηλαδή το ζήτημα της διεθνούς κοινωνικοποίησης/απομόνωσης του Ισραήλ, φαίνεται ολοένα και πιο καθαρά.


Στον χάρτη αποτυπώνονται με πράσινο χρώμα τα κράτη που μέχρι τα τέλη Ιουλίου 2025 έχουν αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης. Τα κράτη που απομένουν, δίχως να έχουν αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης, μπορούν να χωριστούν στις εξής κατηγορίες: Κράτη της Αγγλόσφαιρας (Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία, Καναδάς, Ν. Ζηλανδία), τα οποία είναι όλα προϊόν αποικιακού εποικισμού (settler colonialism) πλην του Ηνωμένου Βασιλείου. Κράτη του Τριμερούς Συμφώνου του Άξονα, δηλαδή των ηττημένων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Γερμανία, Ιαπωνία, Ιταλία), και κράτη που ήταν σχετιζόμενα με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Κροατία) και είτε παρέμεναν ουδέτερα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (Φινλανδία) είτε παραμένουν ουδέτερα μέχρι και σήμερα (Αυστρία). Πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις (Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Πορτογαλία). Διάφορα εξαρτημένα από τις ΗΠΑ κράτη-πελάτες ή προτεκτοράτα (Ν. Κορέα, Ταϊβάν κ.λπ). Κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της π. Γιουγκοσλαβίας (Κροατία, Β. Μακεδονία και το μερικώς αναγνωρισμένο κράτος του Κοσόβου) και της ΕΣΣΔ, που είτε αποτελούν μέλη της ΕΕ (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία) είτε είναι υποψήφια προς ένταξη μέλη (Μολδαβία). Τέλος, η Ελλάδα, η Β. Μακεδονία και η Μολδαβία είναι τα μόνα πλειοψηφικά Ορθόδοξα χριστιανικά κράτη που δεν έχουν αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης (η Κύπρος το αναγνώρισε το 1988), ενώ, επιπλέον, η Ελλάδα είναι το μόνο πλειοψηφικά Ορθόδοξο χριστιανικό κράτος μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που δεν έχει αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης.


Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, είναι αμφίβολο κατά πόσο η ισραηλινή κοινωνία μπορεί να αντέξει το υλικό και το ηθικό κόστος όλων των προηγούμενων, τόσο ως προς τις οικονομικές συνέπειες, τις διεθνείς πιέσεις και την εξάρτηση σε πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική στήριξη από το εξωτερικό, όσο και ως προς την αποξένωση τμημάτων του ισραηλινού πληθυσμού από την ηγεσία και το κράτος, τη νομιμοφροσύνη και την δυνατότητα κινητοποίησης εφέδρων, και την κόπωση του πληθυσμού λόγω της αυξημένης πολιτικής πόλωσης και της παρατεταμένης συνθήκης πολέμου στο εσωτερικό.

Αποτελεί στρατηγική απελπισία για το Ισραήλ να παλεύει ―με τόσες απώλειες ως προς τη διεθνή θέση, την αποδοχή και τον σεβασμό, την κοινωνικοποίηση/απομόνωση, το κύρος, τη φήμη και την εξουσία (authority: η εξουσία και η ισχύς είναι δύο διαφορετικά πράγματα παρόλο που και τα δύο αποτελούν συστατικά της επιρροής: ένα κράτος μπορεί να αυξάνει την ισχύ του και παράλληλα να μειώνεται η εξουσία του), καθώς και την ηθική νομιμοποίηση του ισραηλινού κράτους σε παγκόσμιο επίπεδο―, προκειμένου να βρεθεί εκεί που ήταν επί 38 συναπτά έτη: από το 1967, όταν και κατέλαβε τη λωρίδα της Γάζας στο πλαίσιο του πολέμου των έξι ημερών, ή του Γ΄ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου, μέχρι το 2005, όταν ο ισραηλινός στρατός αποχώρησε από τη Γάζα. Το Ισραήλ πληρώνει υπερβολικά υψηλό τίμημα προκειμένου να επιστρέψει εκεί που βρισκόταν πριν από 20 χρόνια: το 2005.

Αυτό σημαίνει πως ο χρόνος έχει μεταβληθεί σε αντίπαλο του Ισραήλ, εξ ου και αναγκάζεται να δώσει αγώνα εναντίον του, διότι κινδυνεύει να ηττηθεί στο πεδίο του χρονικού και ιστορικού ορίζοντα: οι πολιτικοί και ιστορικοί δρώντες επιλέγουν μια στρατηγική συνεργασίας ή ανταγωνισμού, ειρήνης ή πολέμου, ανάλογα την αλληλεπίδραση των χρονικών οριζόντων τόσο των ηγεσιών όσο και των κρατών (Αυτός είναι, μεταξύ άλλων, ένας από τους λόγους που οι ΗΠΑ και το Ισραήλ είναι εξόχως επιθετικά κράτη συγκριτικά π.χ. με την Κίνα και το  Ιράν). Τα συνεργατικά ή ανταγωνιστικά αποτελέσματα αποτελούν προϊόν της αλληλεπίδρασης των χρονικών οριζόντων των κρατών, ενώ η αντίληψη των απειλών δεν αποτελεί απλώς προϊόν των δυνατοτήτων και των προθέσεων του ανταγωνιστή, του αντιπάλου ή του εχθρού, παρά έχει, επιπροσθέτως, μια ιστορική και χρονική συνιστώσα (Εξ ου και το «Βυζάντιο» είναι πιο σημαντικό και πιο σπουδαίο απ' ό,τι έχουν μάθει να πιστεύουν οι άνθρωποι για λόγους που ούτε έχουν αντιληφθεί ούτε έχουν διδαχθεί). Γενικότερα, η σκιά του μέλλοντος βαραίνει υπερβολικά το Ισραήλ.

Κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν «ναι, καλά είναι όλα αυτά, αλλά το Ισραήλ θα έχει πετύχει τον πραγματικό του στόχο: τον εκτοπισμό και την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων από τη λωρίδα της Γάζας και τον εποικισμό των εδαφών από Ισραηλινούς». Και οι αρχαίοι Αθηναίοι, το 431 π.Χ. εκδίωξαν, εκτοπίζοντας βίαια, τους κατοίκους της Αίγινας (III), άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και εγκατέστησαν Αθηναίους εποίκους προς αντικατάσταση του εκδιωχθέντα πληθυσμού (η Γάζα έχει περίπου τέσσερις φορές την έκταση της Αίγινας). Ο εκτοπισμός των Αιγινητών, ο εποικισμός από Αθηναίους και η επιβολή νέου αθηναϊκού νόμου (κληρουχία) διήρκεσε 27 χρόνια, κάτι λιγότερο από τρεις δεκαετίες. Το 404 π.Χ, με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι εκτοπισμένοι Αιγινήτες και τα παιδιά τους, που είχαν γίνει πλέον άνδρες και γυναίκες, επέστρεψαν στο νησί τους. Δεν ήταν οι μόνοι που επέστρεψαν στην πατρίδα τους: τους ακολούθησαν και οι Μήλιοι.

Δίκη δ' υπέρ ύβριος ίσχει ές τέλος εξελθούσα
Ησίοδος

Ο Νόμος υπήρξε, πράγματι, αμείλικτος. Ο ισχυρός επέβαλε ό,τι του επέτρεπε η δύναμή του και ο αδύναμος υποχώρησε όσο του επέβαλε η αδυναμία του (III): μόνο που ο ισχυρός, εν τέλει, δεν ήταν οι Αθηναίοι που έλεγαν αυτά τα λόγια στους αδύναμους Μηλίους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος ο Νόμος αποτέλεσε τη Νέμεση για την Ύβρη που διέπραξε αυτός που επικαλέστηκε τον Νόμο, προκειμένου να δικαιολογήσει τις πράξεις του.

Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι, καθώς είμαστε φορείς μιας παράδοσης που διδάσκει ότι πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν ασύλληπτα περισσότερο ειλικρινείς, αληθινοί, αυθεντικοί και έντιμοι, σε σύγκριση με τους σύγχρονους Αμερικανούς και Ισραηλινούς, με τις ακατάσχετες ηθικολογίες αυτοδικαίωσής τους, τα παρανοϊκά τους ιδεολογήματα, τους δίχως μέτρο εξαιρετισμούς τους, τη δίχως όρια αλαζονεία τους ―που θεμελιώνεται στην ασέβεια τους: δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος ὡς ἐτύμως, και ενισχύεται από την ατιμωρησία τους― και την απροσμέτρητη υποκρισία τους.

Γι' αυτό ας έχουν κατά νου τα εξής:

Δεν είναι ούτε τόσο ισχυροί ούτε τόσο ανώτεροι, όσο νομίζουν, ούτε υπεράνθρωποι: ο Αισχύλος προειδοποιούσε: ὡς οὐχ ὑπέρφευ θνητὸν ὄντα χρὴ φρονεῖν. ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ᾽ ἐκάρπωσεν στάχυν ἄτης.

Ο Νόμος ισχύει ες αεί και επιβεβαιώνεται μέσω της συντριβής αυτού που τολμά να επικαλείται ή να πράττει με βάση τον συγκεκριμένο Νόμο ― του Υβριστή.

Η πραγματική Νέμεση για κάθε Ύβρη είναι ο Χρόνος.


III


Επειδή άνθρωποι που όχι μόνο δεν έχουν μελετήσει, πόσο μάλλον στοχαστεί, αλλά ούτε καν διαβάσει την Ιστορία του Θουκυδίδη, παπαγαλίζουν ad nauseam μια συγκεκριμένη φράση από έναν συγκεκριμένο διάλογο του έργου (ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του), μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων, δίχως καν να συνειδητοποιούν ότι οι Αθηναίοι συνάντησαν τη Νέμεση τους ως τιμωρία για την Ύβρη τους, αφού ηττήθηκαν, κατά καιρούς θα παρουσιάζω φράσεις και αποσπάσματα από αυτό το μνημειώδες έργο που αποτελούν διδάγματα ες αεί (μήπως και διασωθεί καμία ψυχή και κανένας νους από την διανοητική και ηθική αμερικανοποίηση η οποία είναι απολύτως ταυτόσημη με την κατάπτωση, την παρακμή και τον εκφυλισμό που κυριαρχεί σε ηθικό και διανοητικό επίπεδο στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τη «Δύση»).

Ας αρχίσουμε το ιστορικό μας ταξίδι με τα πρώτα αποσπάσματα από την Ιστορία του Θουκυδίδη που αντηχούν σαν ηχώ από τα βάθη των αιώνων.


1. Οι αρχαίοι Κορίνθιοι (για τη φιλία, την εχθρότητα και τη νίκη) προς όλους: 

αυτά έγιναν σε περιστάσεις που οι άνθρωποι, επιτιθέμενοι κατά των εχθρών τους, είναι αδιάφοροι για οτιδήποτε άλλο εκτός της νίκης, διότι θεωρούν φίλο εκείνον που τους βοηθά, κι ας ήταν πριν εχθρός, πολέμιο εκείνον που τους εναντιώνεται, κι ας ήταν πριν φίλος, αφού και τα ατομικά τους συμφέροντα θυσιάζουν για τη νίκη.

2. Οι αρχαίοι Κορίνθιοι προς τους Αμερικανούς:

Τις συνθήκες αθετούν όχι εκείνοι, οι όποιοι αφού τους έχουν εγκαταλείψει στρέφονται προς άλλους συμμάχους, αλλά αυτοί που εγκαταλείπουν τους συμμάχους, τους οποίους ορκίστηκαν να βοηθούν.

3. Οι αρχαίοι Αθηναίοι (μιλώντας στους εχθρούς τους για την ηγεμονία τους και τους συμμάχους τους) προς τους Αμερικανούς:

Ασκώντας την αρχηγία αυτή, αναπτύξαμε, από την ανάγκη των πραγμάτων, την ηγεμονία μας στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, στην αρχή από φόβο (των συμμάχων για τον κοινό εχθρό), έπειτα για την δόξα και τελευταία για το συμφέρον. Και από τότε, επειδή δεν αισθανόμαστε ασφαλείς, εξαιτίας της έχθρας πολλών —μερικοί μάλιστα απ᾽ τους συμμάχους μας είχαν αποστατήσει και τους είχαμε υποτάξει— κι επειδή δεν μας θεωρούσατε φίλους όπως πριν... δεν μπορούσαμε πια να χαλαρώσουμε την επιβολή μας χωρίς να εκτεθούμε σε κίνδυνο, γιατί όσοι θ᾽ αποστατούσαν από μας θα γίνονταν σύμμαχοί σας.

4. Οι αρχαίοι Μυτιληναίοι (σύμμαχοι των Αθηναίων στην προσπάθεια τους να πείσουν τους μέχρι πρότινος εχθρούς τους να τους βοηθήσουν στην αποστασία τους) προς τους Αμερικανούς.

Γίναμε για πρώτη φορά σύμμαχοι των Αθηναίων όταν εσείς αποσυρθήκατε από τον μηδικό πόλεμο, ενώ εκείνοι έμειναν στη θέση τους για να τον τελειώσουν. Δεν γίναμε, λοιπόν, σύμμαχοι με τους Αθηναίους για να υποδουλώσομε τους Έλληνες στην Αθήνα, αλλά για να απελευθερώσομε όλους τους Έλληνες από τους Μήδους. Και όσο ασκούσαν την αρχηγία με ισονομία, τους ακολουθούσαμε πρόθυμα. Όταν όμως καταλάβαμε ότι η έχθρα τους εναντίον των Μήδων μετριαζόταν και ότι άρχισαν να επιδιώκουν την υποδούλωση των συμμάχων τους, αρχίσαμε ν᾽ ανησυχούμε... Εμείς, φαινομενικά ανεξάρτητοι και ελεύθεροι, αναγκαστήκαμε να πάρουμε μέρος στις εκστρατείες τους, αλλά βλέποντας τα όσα γίνονταν δεν τους θεωρούσαμε πια σαν αρχηγούς στους οποίους μπορούσαμε να έχουμε εμπιστοσύνη, γιατί ήταν απίθανο οι ίδιοι αυτοί που είχαν υποτάξει εκείνους με τους οποίους είχαν κάνει, όπως και μαζί μας, συμμαχία, να μην επιχειρήσουν να κάνουν το ίδιο με όσους έμεναν ελεύθεροι, αν τους παρουσιαζόταν ευκαιρία.

5. Οι αρχαίοι Κορίνθιοι (μιλώντας, τότε, για τους Αθηναίους, προς τους συμμάχους τους, σήμερα, για τους Αμερικανούς) προς ποιους αποφασίστε εσείς:

Με τον πόλεμο εξασφαλίζετε σταθερότερη/μονιμότερη ειρήνη... Ας σκεφθούμε και ότι η πολιτεία που στην Ελλάδα έχει γίνει τύραννος (η Αθήνα) είναι απειλή για όλες ανεξαίρετα τις πολιτείες, γιατί πολλές τις έχει κιόλας κυριέψει και τις άλλες προσπαθεί να τις υποδουλώσει. Πρέπει να την χτυπήσουμε και να την νικήσουμε για να ζούμε ακίνδυνα στο μέλλον και για ν᾽ απελευθερώσουμε τους υπόδουλους (στην Αθήνα) Έλληνες.

Ύβρις φυτεύει τύραννον. Τελικά, όντως, ο ισχυρός επεβάλε ό,τι του επέτρεπε η δύναμή του, και ο αδύναμος υποχώρησε όσο του το επεβάλε η αδυναμία του (βασικά υποτάχθηκε άνευ όρων), μόνο που ο ισχυρός δεν ήταν, εν τέλει, οι Αθηναίοι, καθώς ο Νόμος επιβεβαιώνεται, πάντοτε, μέσω της καταστροφής του φορέα και του εκφραστή του συγκεκριμένου Νόμου. Γι' αυτό μην είσαι αμετανόητος, μην υπερεκτιμάς τις δυνάμεις σου και μην διαπράττεις Ύβρη (III), διότι, εκτός του ότι υπάρχει η Νέμεση, στην οποία μπορεί να μην πιστεύεις, υπάρχει και ο Χρόνος, που κανείς δεν μπορεί να νικήσει: ο ισχυρός του παρελθόντος είναι ο ανίσχυρος του παρόντος ενώ ο ισχυρός του παρόντος είναι ο ανίσχυρος του μέλλοντος. 

Ο Χρόνος είναι η Νέμεση για κάθε Ύβρη

― Δίκη δ' υπέρ ύβριος ίσχει ές τέλος εξελθούσα, Ησίοδος


Δημήτρης Β. Πεπόνης


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~


Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 23 | 7 | 2025 μ.Χ. | 1447 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)

21 Ιουλίου 2025

Πολιτισμικά I: Μια θέση του Carroll Quigley και ορισμένες παρατηρήσεις.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 21 | 7 | 2025 μ.Χ. | 1447 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)

Μουσική Συνοδεία



Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τις αντιλήψεις, τις θέσεις και τις προσεγγίσεις των μελετητών πολιτισμών, αλλά απλώς ή κυρίως την ιδεολογία, την ιστοριογραφία και την ερμηνευτική που επιβλήθηκε στο πλαίσιο των νικητών των δύο παγκοσμίων πολέμων (από Αμερικανούς, Ρώσσους/Σοβιετικούς και Άγγλους, δευτερευόντως και Γάλλους, με κυρίαρχο το πλαίσιο καπιταλισμός-σοσιαλισμός, Δύση-Ανατολή κ.λπ), κατά καιρούς θα παρουσιάζω θέσεις αυτών των μελετητών πολιτισμών, δίχως αυτό να σημαίνει ότι συμφωνώ μαζί τους ή ότι ενστερνίζομαι τις θέσεις τους (διότι εγώ έχω διαμορφώσει το δικό μου ιδιαίτερο αναλυτικό, συνθετικό και ερμηνευτικό πλαίσιο, τη δική μου προσέγγιση και θέση). 

Το κείμενο αποτελεί μέρος μιας σειράς κειμένων περί πολιτισμών, με γενικό τίτλο «Πολιτισμικά», που ξεκίνησε με το κείμενο: Ελλάδα και «Δύση» | Ζητήματα ιδεολογίας, ιστοριογραφίας και ερμηνευτικής.

Ας αρχίσουμε το πολιτισμικό μας ταξίδι με το πρώτο απόσπασμα από τον πρώτο μελετητή:

Από τα ερείπια της Ρώμης, που ήταν η παγκόσμια/οικουμενική αυτοκρατορία του κλασικού πολιτισμού, αναδύθηκαν τέσσερις νέοι πολιτισμοί. Αυτοί ήταν: ο Βυζαντινός πολιτισμός, 300-1453. Ο Ισλαμικός πολιτισμός, από το 600 περίπου έως και μετά από την καταστροφή της παγκόσμιας/οικουμενικής αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής Τουρκίας, το 1922. Ο Σλαβικός πολιτισμός, από το 800 περίπου, που συνεχίζεται ακόμη και μετά από την καταστροφή της τσαρικής αυτοκρατορίας το 1917. Και ο δυτικός πολιτισμός, από το 500 περίπου, που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Και οι τέσσερις είναι απόγονοι (offspring) του κλασικού πολιτισμού, αν και ο Σλαβικός πολιτισμός δεν είχε τη Μεσόγειο Θάλασσα ως σύνορο.

Η μεταμόρφωση της Μεσογείου από πυρήνα ενός πολιτισμού σε περιοχή διαμάχης μεταξύ πολιτισμών, της έδωσε ένα ξεχωριστό χαρακτήρα που καθιστά αδύνατο να την αποδώσουμε ως πολιτιστική περιοχή σε οποιονδήποτε πολιτισμό.

Τη συγκεκριμένη θέση εξέφρασε ο Carroll Quigley.


Πρώτη Παρατήρηση

Η θέση ότι από τον κλασικό (ελληνορωμαϊκό) πολιτισμό και την οικουμενική αυτοκρατορία του, τη ρωμαϊκή, αναδύθηκαν όχι μόνο ένας (ο δυτικός) αλλά τέσσερις πολιτισμοί, είναι ιδιαίτερη. Μια ενδεχόμενη σύνδεση μεταξύ Βυζαντινού και Σλαβικού πολιτισμού, την οποία ο μελετητής αρνείται, εξηγεί το σημείο όπου αναγκάζεται να επισημάνει ο ίδιος όταν ορίζει τον Σλαβικό ως ξεχωριστό πολιτισμό παρόλο που «δεν είχε τη Μεσόγειο Θάλασσα ως σύνορο», και οδηγεί σε μια θέση ότι από τον κλασικό πολιτισμό μπορεί να αναδύθηκαν τρεις και όχι τέσσερις νέοι πολιτισμοί.

Δεύτερη Παρατήρηση

Εάν ενταχθεί στο πλαίσιο των τεσσάρων πολιτισμών που αναδύονται από τον κλασικό πολιτισμό ο πόλεμος στην Ουκρανία, και η στάση των κρατών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας ή της «Δύσης» έναντι της Ρωσσίας, τότε αυτός ο πόλεμος αποκτά διάσταση πολιτισμικού πολέμου μεταξύ Δυτικού και Σλαβικού πολιτισμού που αποσκοπεί είτε στην ήττα και την υποταγή του μόνου εναπομείναντος κυρίαρχου, ανεξάρτητου και αυτοδύναμου κράτους του Σλαβικού πολιτισμού είτε στο οριστικό τέλος του Σλαβικού πολιτισμού (Δες και την παρατήρησή μου ότι «Η μεταψυχροπολεμική εποχή στην Ευρώπη υπήρξε η περίοδος των σλαβικών εμφυλίων». Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 68). 

Εάν ενταχθεί στο πλαίσιο των τριών πολιτισμών, με τον τρίτο να είναι ο Βυζαντινός-Σλαβικός με τη Μεσόγειο Θάλασσα ως σύνορο, φανερώνει την άλωση του συγκεκριμένου πολιτισμού από τον Δυτικό, τον προσηλυτισμό και την ενσωμάτωση ή ακόμα και την αφομοίωση μεγάλου μέρους του Βυζαντινού-Σλαβικού στον Δυτικό πολιτισμό. 

Επίσης μπορεί να ερμηνεύσει μια συνθήκη ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ Βυζαντινού-Σλαβικού, Ισλαμικού και Δυτικού πολιτισμού (Περισσότερα στην Έβδομη παρατήρηση).

Τρίτη Παρατήρηση

Σε κάθε περίπτωση, η θέση που εκφράζει ο Quigley δεν αποδέχεται σχέση αποκλειστικότητας μεταξύ κλασικού και δυτικού πολιτισμού. Η δε «συνέχεια» απορρίπτεται διότι αναφέρεται σε νέους πολιτισμούς, πόσο μάλλον η αποκλειστική «συνέχεια» μόνο μεταξύ κλασικού (ελληνορωμαϊκού) και δυτικού πολιτισμού.

Τέταρτη Παρατήρηση

Από την προσέγγιση του Quigley μπορεί να προκύψει μια εξαιρετική κεντρικότητα του Βυζαντινού πολιτισμού (ως ξεχωριστού πολιτισμού όπως τον ορίζει ο ίδιος), καθώς είναι ο  μ ό ν ο ς  που έχει  ά μ ε σ η  σχέση, τόσο ιστορική όσο και γεωγραφική, όχι απλώς με τον κλασικό (ελληνορωμαϊκό) πολιτισμό αλλά και με τους υπόλοιπους τρεις πολιτισμούς: τον Δυτικό, τον Ισλαμικό και τον Σλαβικό πολιτισμό. Δηλαδή, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ο Βυζαντινός πολιτισμός είναι ο συνδετικός πολιτισμικός κρίκος μεταξύ όλων των πολιτισμών, πριν και μετά από αυτόν.

Πέμπτη Παρατήρηση

Με βάση τη θέση του Quigley περί τεσσάρων νέων πολιτισμών (Βυζαντινός, Ισλαμικός, Σλαβικός, Δυτικός) που αναδύονται από τα ερείπια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της παγκόσμιας/οικουμενικής αυτοκρατορίας του κλασικού πολιτισμού, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, με την ΕΣΣΔ στον πυρήνα του, μπορεί να θεωρηθεί ως η οικουμενική αυτοκρατορική φάση του Σλαβικού πολιτισμού καθώς περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, όλα τα έθνη και τα κράτη των Σλάβων (τους Ανατολικούς Σλάβους στον πυρήνα, στην αυτοκρατορία: ΕΣΣΔ, και τους Δυτικούς Σλάβους στην περιφέρεια: εκτός ΕΣΣΔ αλλά εντός Συμφώνου της Βαρσοβίας), πλην των Νότιων Σλάβων της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Στο ίδιο πλαίσιο, η Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ), ιδίως κατά τη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, της μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των ΗΠΑ και της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, μπορεί να θεωρηθεί ως η αυτοκρατορική οικουμενική φάση του δυτικού πολιτισμού, με τον Α΄ ΠΠ (1914-1918) και τον Β΄ ΠΠ (1939-1945) στην Ευρώπη να αποτελούν το ιστορικό ανάλογο των Μακεδονικών (214-148 π.Χ.) και των Καρχηδονιακών (264-146 π.Χ.) πολέμων στη Μεσόγειο (IV-V), πριν από την ανάδυση της παγκόσμιας/οικουμενικής αυτοκρατορίας του κλασικού πολιτισμού: της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Με βάση την παρούσα πέμπτη και την δεύτερη παρατήρηση, ο πόλεμος στην Ουκρανία, ως πολιτισμικός πόλεμος μεταξύ Δυτικού και Σλαβικού πολιτισμού, που αποσκοπεί είτε στην ήττα και την υποταγή του μόνου εναπομείναντος κυρίαρχου, ανεξάρτητου και αυτοδύναμου κράτους του Σλαβικού πολιτισμού είτε στο οριστικό τέλος του Σλαβικού πολιτισμού, λαμβάνει χώρα μετά από την υποχώρηση, αποθεσμοποίηση και πολυδιάσπαση του Σλαβικού πολιτισμού με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, και την επέκταση του Δυτικού πολιτισμού μέσω της διεύρυνσης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής σφαίρας και του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, δηλαδή με το τέλος της οικουμενικής αυτοκρατορικής φάσης του Σλαβικού πολιτισμού, την οποία ακολούθησαν οι Σλαβικοί εμφύλιοι πόλεμοι της μεταψυχροπολεμικής εποχής (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 68), οι οποίοι συνεχίζονται, υποδαυλιζόμενοι, μέχρι και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές.

Έκτη Παρατήρηση

Ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ μπορεί να γίνει αντιληπτός ως το ιστορικό ανάλογο της πρώτης φάσης των πολέμων μεταξύ της Ρωμαϊκής Ρεπούμπλικας (και μετέπειτα Αυτοκρατορίας) και της Παρθικής Αυτοκρατορίας από το 54 π.Χ μέχρι το 27 π.Χ. Έχει ενδιαφέρον ότι ο επόμενος πόλεμος, που διήρκεσε από το 58 μ.Χ μέχρι το 63 μ.Χ, είχε ως επίδικο την Αρμενία (η οποία, γενικότερα, ήταν το κεντρικό επίδικο) και ότι αργότερα, από το 66 μ.Χ μέχρι το 135 μ.Χ, είχαμε ευρείας κλίμακας ιουδαϊκές εξεγέρσεις εναντίον του λατινόγλωσσου ρωμαϊκού κράτους με αποτέλεσμα ο ιουδαϊκός λαός να χάσει το Ναό του Σολομώντα, την Ιερουσαλήμ, και να εκδιωχθεί από την Ιουδαία, εξέλιξη που σήμανε το ουσιαστικό τέλος της ιουδαϊκής ανεξαρτησίας και την αρχή της ιουδαϊκής διασποράς. 

Αυτή η παρατήρηση μας οδηγεί στο ζήτημα που αφορά τις ομοιότητες και τις επαναλήψεις στην ανθρώπινη ιστορία και στους παράγοντες που συμβάλουν σε αυτές τις ομοιότητες και τις επαναλήψεις (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 257-261 και Σελ. 231-261) 

Οι τωρινοί Αμερικανοί Ευαγγελικοί και Χριστιανοί Σιωνιστές είναι φανερό ότι θεωρούν ως ιδεολογικούς τους προγόνους τους Ιουδαίους και όχι τους Ρωμαίους. Η αντίληψη ή το ιδεολόγημα περί «Αθήνας, Ρώμης, Ιερουσαλήμ», που διαμορφώνεται τον 19ο αιώνα, αποτελεί κενό γράμμα για την προσέγγιση του Carroll Quigley (αλλά και του Oswald Spengler) καθώς καμία από αυτές τις πόλεις δεν αποτελεί αποκλειστικό ιστορικό και συμβολικό μέρος του δυτικού πολιτισμού παρά διαφορετικών πολιτισμών: η Αθήνα και η Ρώμη του κλασικού πολιτισμού, η Ιερουσαλήμ των πολιτισμών της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής (Ancient Near East), του Βυζαντινού, του Δυτικού και του Ισλαμικού πολιτισμού (Για τον Spengler καμία από αυτές τις τρεις πόλεις, η Αθήνα, η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ, δεν αποτελεί έμμεσα ή άμεσα ιστορικό και συμβολικό μέρος του Φαουστιανού/Φαουστικού πολιτισμού).

Πρώτη προειδοποίηση: η συμβολική αναβάθμιση της Ιερουσαλήμ, μέσω του Ευαγγελικού Χριστιανισμού, του Προτεσταντικού Σιωνισμού και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, έρχεται σε μια περίοδο κρίσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας (III-IV) και οδηγεί σε συμβολική υποβάθμιση της Αθήνας, πιο συγκεκριμένα, σε υποβάθμιση της δημοκρατικής Αθήνας και σε όλα όσα αυτή συμβολίζει.

Αυτή η μετατόπιση, μετακίνηση και αλλαγή συνοδεύεται από την άνοδο και την επιστροφή ενός εθνοθρησκευτικού ορισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, που βασίζεται στον Λευκό Αγγλοσαξονικό Προτεσταντισμό, και την υποχώρηση ενός ιδεαλιστικού ορισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, που βασίζεται στις αρχές της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, καθώς και στην ένταση που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο: των ΗΠΑ που έχουν ως σύμβολο και μύθο την Ιερουσαλήμ και των ΗΠΑ που έχουν ως σύμβολο και μύθο την Αθήνα (Για τη λειτουργία του Μύθου διαβάστε συμπληρωματικά το μέρος IV του κειμένου Πολιτισμικά: Ελλάδα και «Δύση» | Ζητήματα ιδεολογίας, ιστοριογραφίας και ερμηνευτικής). 

Επιπλέον, στο πλαίσιο της αντίληψης ή του ιδεολογήματος του 19ου αιώνα περί «Αθήνας, Ρώμης, Ιερουσαλήμ», η Ρώμη, σε αντίθεση με την Αθήνα, δεν έχει ανάγκη, διότι η Κωνσταντινούπολη, δηλαδή η Νέα Ρώμη, μαζί με τη Μόσχα, την υποτιθέμενη Τρίτη Ρώμη, αποτελούν τις πολυπληθέστερες πόλεις της Ευρώπης στον 21ο αιώνα. 

Όπως έχω επισημάνει στο βιβλίο μου «η γέννηση της Ελλάδας ως κράτους έγινε την εποχή που το Λονδίνο και το Παρίσι ήταν οι δύο πολυπληθέστερες πόλεις της Ευρώπης. Σήμερα ζούμε σε μια εποχή που στη θέση τους βρίσκονται η Κωνσταντινούπολη και η Μόσχα» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 279).

Δεύτερη προειδοποίηση: Συμβολικά, η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ αναβαθμίζονται. Η Ρώμη αναβαθμίζεται από Ρωσσία και Τουρκία, εκπροσώπους του Σλαβικού και του Ισλαμικού πολιτισμού, κατά Quigley, η Ιερουσαλήμ από τις ΗΠΑ, εκπρόσωπο του δυτικού πολιτισμού, την ίδια στιγμή που η Αθήνα υποβαθμίζεται.

Αυτά παθαίνεις όταν επιλέγεις να είσαι αντικείμενο της ιστορίας των άλλων και όχι υποκείμενο της δικής σου ιστορίας.

Έβδομη Παρατήρηση

Στην περίπτωση του Βυζαντινού πολιτισμού, ο Quigley κάνει κάτι περίεργο: ταυτίζει την αυτοκρατορία με τον πολιτισμό ενώ πάντοτε οι πολιτισμοί έχουν μεγαλύτερη χρονική διάρκεια από τις αυτοκρατορίες, με τις τελευταίες να αποτελούν, δυνητικά, τις παγκόσμιες/οικουμενικές φάσεις των πολιτισμών. Αυτό είναι ένα τυφλό σημείο στην προσέγγισή του και μπορεί να συμβαίνει για διάφορους λόγους. 

Πρώτον, συμβάλλει σε μια τέτοια ταύτιση η διάρκεια της Βυζαντινής, κατά τους δυτικούς, αυτοκρατορίας, καθώς αυτή ήταν αν όχι η μακροβιότερη τουλάχιστον μία από τις μακροβιότερες αυτοκρατορίες στην ανθρώπινη ιστορία, που διήρκεσε, με ασυνέχειες, περίπου 1100 χρόνια.

Δεύτερον, επειδή ο Quigley γράφει κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπου κυριαρχεί η ενότητα σχεδόν όλων των Σλάβων (πλην Νότιων της πρώην Γιουγκοσλαβίας) υπό το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, δίνει αυτοδύναμη υπόσταση στον Σλαβικό πολιτισμό, διαχωρίζοντάς τον από τον Βυζαντινό, παρόλο που ο ίδιος τονίζει ότι «ο Σλαβικός πολιτισμός» είναι ο μόνος ―σε αντίθεση με όλους τους άλλους, τον κλασικό ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και τους μετακλασικούς πολιτισμούς: τον Βυζαντινό, τον Ισλαμικό και τον Δυτικό―, «που δεν είχε τη Μεσόγειο Θάλασσα ως σύνορο». Αυτό είναι ένα δεύτερο τυφλό σημείο του Quigley, που όμως ερμηνεύεται εύκολα καθώς η ενότητα Βυζαντινού-Σλαβικού πολιτισμού την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου είναι κίνδυνος-θάνατος για τον Δυτικό πολιτισμό.

Άλλωστε, ο παλιός κεντρικός και πλέον εθνοκρατικός πυρήνας της Βυζαντινής, κατά Quigley, αυτοκρατορίας, αποτελείται πλέον από δύο ΝΑΤΟϊκά κράτη: την Ελλάδα και την Τουρκία, που λειτουργούν συμπληρωματικά το ένα με το άλλο ως φράγμα και εμπόδιο της καθόδου της Ρωσσίας προς τη Μεσόγειο Θάλασσα. Τούτο, μάλιστα, ισχύει πολύ πριν από την ίδρυση του ΝΑΤΟ και αποτελεί όχι μόνο στρατηγικό δόγμα της Δύσης αλλά και προϋπόθεση της ίδιας της ιστορικής σύλληψης της «ανεξάρτητης» Ελλάδας (προφανώς από τους δυτικούς): «Διότι η ιστορική σύλληψη ήταν ότι η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρισθεί ως ανεξάρτητο κράτος μέλος, το 1827, για να συνεργαστεί με την Οθωμανική αυτοκρατορία, ώστε να περιορίζεται η κάθοδος της ρωσικής αυτοκρατορίας στη Μεσόγειο, αυτή ήταν η λογική

Στο πλαίσιο αυτής της δυτικής ιστορικής σύλληψης, η Ελλάδα αποτελεί καταστατικά και ιδρυτικά ένα κράτος που έχει ως σκοπό και λόγο ύπαρξης την ανάσχεση της Ρωσσίας και τη συνεργασία με την Τουρκία. 

Με διαφορετικά λόγια, σε επίπεδο πόλεων-συμβόλων, ο λόγος ύπαρξης της Αθήνας είναι η αντίθεση αν όχι η εναντίωση προς τη Μόσχα/Τρίτη Ρώμη ως συμπλήρωμα της Κωνσταντινούπολης/Νέας Ρώμης. 

Αυτός είναι ο λόγος, από δυτική σκοπιά, που δεν μπορεί να έχει ο Έλληνας την Κωνσταντινούπολη, αλλά μπορεί να έχει ο Τούρκος την Κωνσταντινούπολη ως Ιστανμπούλ: καθώς, αν το θέσουμε εθνοκεντρικά, στα χέρια της ελληνικής χριστιανικής ρωμαϊκότητας η Κωνσταντινούπολη/Νέα Ρώμη εμπεριέχει, εν σπέρματι, τη δυνατότητα σύγκλισης με τη Μόσχα/Τρίτη Ρώμη ή, αν το θέσουμε υπερθενικά και μη εθνοκεντρικά, επειδή τα τέσσερα πρεσβυγενή πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως (Οικουμενικό), της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων, δυνητικά, εμπεριέχουν το σπέρμα της σύγκλισης με τα νεοπαγή πατριαρχεία της Μόσχας, του Βελιγραδίου, του Βουκουρεστίου, της Σόφιας και της Τιφλίδας, δηλαδή, για να το θέσουμε με γεωπολιτικούς και στρατηγικούς και όχι με θρησκευτικούς ή πολιτισμικούς όρους, την ένωση του Εύξεινου Πόντου (Νεοπαγή) με την Ανατολική Μεσόγειο (Πρεσβυγενή) μέσω των Στενών (Οικουμενικό). 

Η Αθήνα αποτελεί δικλείδα ασφαλείας για το Αιγαίο σε περίπτωση που η Ιστανμπούλ μετατραπεί ξανά σε Κωνσταντινούπολη ―Κωνστανιιέ την έλεγαν και οι σουλτάνοι και τη λένε ακόμη οι Άραβες: η al-Qusṭanṭīnīyah του Κορανίου (ةينيطنطسقلا) (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 278-282)― και συγκλίνουν η Μόσχα με την Κωνσταντινούπολη, η Τρίτη με τη Νέα Ρώμη, ο Εύξεινος με τα Στενά. Με ανάλογο τρόπο η Ιστανμπουλ αποτελεί δικλείδα ασφαλείας για τα Στενά σε περίπτωση που συγκλίνουν η Αθήνα με τη Μόσχα. 

Ωστόσο, η σχέση δεν είναι συμμετρική γιατί τα Στενά μπορούν να συγκλίνουν με τον Εύξεινο δίχως το Αιγαίο ενώ το Αιγαίο δεν μπορεί να συγκλίνει με τον Εύξεινο παρά μόνο μέσω των Στενών. Αυτός είναι μόνο ένας από τους πολλούς λόγους της ανωτερότητας και της μεγαλύτερης στρατηγικής σημασίας και βαρύτητας των Στενών. Όλη η ιστορία από τους Ατρείδες μέχρι τους Παλαιολόγους συμπυκνώνεται στα Στενά (IV).

Ο λόγος που υπάρχει μια ΝΑΤΟϊκή Ορθοδοξία είναι η αποξένωση όλων των προηγούμενων πατριαρχείων από το πατριαρχείο της Μόσχας και η απομόνωση του πατριαρχείου της Μόσχας απ' όλα τα προηγούμενα πατριαρχεία, με τον απώτερο στόχο να μην είναι, ασφαλώς, θρησκευτικός ή δογματικός αλλά στρατηγικός: η πολυδιάσπαση της περιοχής Εύξεινος-Στενά-Μεσόγειος και ο έλεγχός της από εξωτερικούς γεωγραφικά, ιστορικά και πολιτισμικά ως προς την περιοχή δρώντες (Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία). 

Επιπλέον, αποφεύγεται ο κίνδυνος ή η απειλή μιας πιθανής αλλαγής στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Σλαβικού, Ισλαμικού και Δυτικού πολιτισμού, διότι, η Ορθοδοξία και το Ισλάμ μπορούν, δυνητικά, να καταστήσουν απάτητες την Ανατολική Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και τη Μέση Ανατολή για τον Δυτικό πολιτισμό. Όμως αυτό είναι, ασφαλώς, ανεπίτρεπτο διότι, όπως έχω σημειώσει στο βιβλίο: «η Δυτική Ευρώπη, για όσο θα υπάρχει ο κόσμος όπως τον ξέρουμε, πάντα θα εξαρτάται για την επιβίωσή της από τη Μεσόγειο (και δευτερευόντως από τον έλεγχο της Βαλτικής). Άλλωστε, αυτή είναι η ιστορική ουσία των Σταυροφοριών (συμπεριλαμβανομένων των βόρειων)» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 33, 244, 281).

Όποιος νομίζει ότι η στρατηγική και η γεωπολιτική δεν έχουν πνευματικές προϋποθέσεις (εκτός του ότι έχει προσηλυτιστεί στον δυτικό πολιτισμό) απλά παπαγαλίζει όσα έγραψαν Άγγλοι, Αμερικανοί, Γερμανοί και Σουηδοί «γεωπολιτικοί» δίχως να καταλαβαίνει τη σύνδεση της ιστορίας και της πολιτικής με τη γεωγραφία, γενικά, και την πολιτική σύνδεση των ιστορικών νοημάτων με τα γεωφυσικά δεδομένα, ειδικότερα (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 95, 117).

Το δόγμα ασφάλειας της Δύσης, δηλαδή η Ρωσσία ως κίνδυνος και απειλή, υπάρχει προτού ακόμα η Δύση μετατραπεί από ευρωπαϊκή σε διατλαντική και ευρωαμερικανική, δηλαδή πριν πατήσουν πόδι οι Αμερικανοί στην Ευρώπη το 1917, και πριν ακόμη από τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), ήδη από την ιστορική σύλληψη της Ελλάδας από τους δυτικούς ως συμπλήρωμα της παρακμάζουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 

Ας το επαναλάβουμε. Αυτά παθαίνεις όταν επιλέγεις να είσαι αντικείμενο της ιστορίας των άλλων και όχι υποκείμενο της δικής σου ιστορίας.

Τελευταία Παρατήρηση

Όπως είναι ευρέως γνωστό, ουδέποτε υπήρξε Βυζαντινή αυτοκρατορία: Ρωμαίων ηγεμονία, βασιλεία ή πολιτεία (επίσης Ρωμανία), ήταν το όνομα της ονομαζόμενης από τους δυτικούς Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ρωμαίους ονόμαζαν τους εαυτούς τους οι κάτοικοι του κράτους, και ως Ρωμαίοι που μιλούσαν ελληνικά και πίστευαν στον Χριστό αυτοκατανοούνταν οι άνθρωποι (το όνομα Έλληνας είναι εθνικός και θρησκευτικός προσδιορισμός, αναλόγως την περίοδο, ενώ το όνομα Ρωμαίος είναι πολιτικός προσδιορισμός). Ως γνωστόν, ο νεολογισμός «βυζαντινός» έρχεται μόνο μετά από την πτώση της Κωνσταντινούπολης και σχεδόν έναν αιώνα μετά από το τέλος της ηγεμονίας των Ρωμαίων και πρωτοδιατυπώνεται, καθιερώνεται και προωθείται από ανθρώπους που ανήκουν στον δυτικό πολιτισμό, κατά Quigley, ο οποίος είναι ο μόνος πολιτισμός που ενστερνίζεται και προωθεί τον συγκεκριμένο όρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι άλλοι δύο πολιτισμοί που είχαν άμεση ιστορική και γεωγραφική σχέση με τη Βυζαντινή, κατά τους δυτικούς, αυτοκρατορία, ο Σλαβικός και ο Ισλαμικός πολιτισμός, δεν ενστερνίζονται τον όρο «βυζαντινός», ούτε κάνουν χρήση του, και συνεχίζουν να μιλούν για Ρωμαίους (μέχρι τουλάχιστον τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν και σε αυτούς η μεταβολή στην ονομασία θα έρθει μέσω των δυτικών).

Αν απορριφθεί η έννοια του Βυζαντινού πολιτισμού ως ανεξάρτητου και διαφορετικού πολιτισμού, όπως τον ορίζει ο Quigley, τότε η εξαιρετική και μοναδική κεντρικότητα του Βυζαντινού πολιτισμού (Τέταρτη Παρατήρηση) μεταφέρεται στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, που υπήρξε η  μ ό ν η  αυτοκρατορία που είχε  ά μ ε σ η  σχέση, τόσο ιστορική όσο και γεωγραφική, όχι απλώς με τον κλασικό (ελληνορωμαϊκό) πολιτισμό αλλά και με τον Σλαβικό, τον Ισλαμικό και τον Δυτικό πολιτισμό. Δηλαδή, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η Βυζαντινή αυτοκρατορία ή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η Ρωμαίων ηγεμονία που μιλούσε, στοχαζόταν και θεωρούσε τα πράγματα ελληνικά πιστεύοντας στον Χριστό, ήταν ο συνδετικός αυτοκρατορικός κρίκος μεταξύ όλων των πολιτισμών, πριν και μετά από αυτήν, αποτελώντας μοναδικό παράδειγμα στην ανθρώπινη ιστορία. 

Τέλος, η κατά δυτικόν κόσμον «Βυζαντινή αυτοκρατορία» υπήρξε η  μ ό ν η  αυτοκρατορία που είχε  ά μ ε σ η  και  α π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ή  σχέση με την οικουμενική φάση του κλασικού (ελληνορωμαϊκού) πολιτισμού, αποτελώντας οργανική του συνέχεια, μετά από την κρίση του 3ου αιώνα: 235–284 μ.Χ., τη σταδιακή αποσύνθεση και στη συνέχεια την τελική πτώση: 395–476 μ.Χ. (II) και κατάρρευση του δυτικού τμήματός της παγκόσμιας/οικουμενικής αυτοκρατορίας του κλασικού ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.


Δημήτρης Β. Πεπόνης


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~


Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 21 | 7 | 2025 μ.Χ. | 1447 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)

13 Ιουλίου 2025

Προς μια αντι-ΝΑΤΟϊκή/ευρωπαϊκή, αντι-Ισραηλινή και αντιφιλελεύθερη Αμερική;


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 14 | 7 | 2025 μ.Χ. | 1447 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)

Μουσική Συνοδεία


I

Η αμερικανική κοινωνία βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού, γεγονός που καθρεφτίζεται στη στάση της αμερικανικής κοινής γνώμης σε ό,τι αφορά δύο κομβικά ζητήματα: την υποστήριξη προς το ΝΑΤΟ (Pew, Brookings) και το Ισραήλ (Brookings, Pew). Οι μεταβολές που λαμβάνουν χώρα αποκαλύπτουν έντονες διαχωριστικές γραμμές σε επίπεδο κομμάτων αλλά κυρίως μεταξύ γενεών (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 257-261), σηματοδοτώντας όχι απλώς πιθανές αλλαγές στην πορεία της μελλοντικής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και στην ίδια τη φύση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον 21ο αιώνα.

Σε ό,τι αφορά την υποστήριξη προς το ΝΑΤΟ, αυτή είναι πλειοψηφική και τείνει να παραμένει ισχυρή συνολικά στην αμερικανική κοινωνία (γύρω στο 60-65% θετική και γύρω στο 30% αρνητική γνώμη), με τη διαφορά υπέρ να κινείται σε ποσοστά 30-35%. Κομματικά και παραταξιακά, η πλειοψηφία των Δημοκρατικών βλέπει τη Βορειοατλαντική Συμμαχία θετικά, με τη διαφορά υπέρ να κινείται σε ποσοστά άνω του 50% (≈75% θετική και 25% αρνητική γνώμη) ενώ στην πρωτοπορία της υπεράσπισης του ΝΑΤΟ βρίσκονται οι προοδευτικοί Φιλελεύθεροι Δημοκράτες. Η βάση των Ρεπουμπλικάνων είναι διαιρεμένη (≈50% θετική και 50% αρνητική γνώμη), με την κυρία υποστήριξη προς το ΝΑΤΟ να έρχεται από τους γηρασμένους Ρεπουμπλικάνους της περιόδου Ρήγκαν, και τους ιδεολογικούς τους απογόνους, ενώ οι νεότεροι οπαδοί των Ρεπουμπλικάνων και του κινήματος MAGA έχουν καθαρά και πλειοψηφικά αρνητική γνώμη για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Η ακραία πόλωση, σε ό,τι αφορά την υποστήριξη προς το ΝΑΤΟ, είναι ανάμεσα σε Φιλελεύθερους Δημοκράτες μεταπτυχιακής εκπαίδευσης και νέους ηλικιακά, κυρίως κάτω των 30 ετών, οπαδούς των Ρεπουμπλικάνων. 

Είναι φανερό ότι η υποστήριξη σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία και η τοποθέτηση ενάντια στη Ρωσσία είναι υπόθεση κυρίως των Δημοκρατικών και των γενεών που έχουν ζήσει τον Ψυχρό Πόλεμο.

Σε ό,τι αφορά τη θετική στάση απέναντι στο Ισραήλ, αυτή παραμένει πλειοψηφική αλλά τείνει να αποδυναμώνεται συνολικά στην αμερικανική κοινωνία, καθώς στην προκειμένη περίπτωση το θέμα έχει εντονότερο διαγενεακό χαρακτήρα, εφόσον οι γηραιότερες γενεές των Αμερικανών τείνουν να βλέπουν πιο θετικά το Ισραήλ ενώ οι νεότερες τους Παλαιστίνιους, με το ένα τρίτο περίπου (άνω του 30%) στις ηλικίες κάτω των 30 ετών να συμπαθεί περισσότερο τους Παλαιστίνιους και το ένα έκτο περίπου (≈15%) τους Ισραηλινούς. Σε ό,τι αφορά το κομματικό-παραταξιακό επίπεδο, πάνω από το 50% των Ρεπουμπλικάνων στέκεται στο πλευρό των Ισραηλινών, ενώ οι Δημοκρατικοί σε ποσοστό 40% δηλώνουν ότι τοποθετούνται εξίσου και με τους δύο και σε ποσοστό 25% υπέρ των Παλαιστινίων. Ωστόσο και στο κομματικό-παραταξιακό επίπεδο παρατηρείται έντονη διαγενεακή διαφοροποίηση καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι κάτω των 30 ετών συμπαθούν περισσότερο τους Ισραηλινούς σε ποσοστό κάτω του 30% συγκριτικά με τους Ρεπουμπλικάνους άνω των 65 ετών όπου το ποσοστό συμπάθειας προς τους Ισραηλινούς κινείται γύρω στο 70% (Για το ζήτημα των γενεών δες: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 257-261). Στην πρωτοπορία της θετικής γνώμης υπέρ των Ισραηλινών και της αρνητικής γνώμης κατά των Παλαιστινίων βρίσκονται οι Λευκοί Ευαγγελικοί (Διαβάστε: Ο Χριστιανικός Σιωνισμός και το Ισραήλ ως θρησκευτικό ιουδαϊκό και κοσμικό ισραηλινό κράτος). Η ακραία πόλωση, λοιπόν, σε ό,τι αφορά την υποστήριξη προς το Ισραήλ, είναι ανάμεσα σε Λευκούς Ευαγγελικούς και νέους ηλικίας κάτω των 30 ετών. 

Εδώ η υποστήριξη σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στη Γάζα αλλά και τις ισραηλινές ενέργειες στη Δυτική Όχθη, και η τοποθέτηση υπέρ των Ισραηλινών, είναι υπόθεση κυρίως των Ρεπουμπλικάνων και των γενεών που έχουν ζήσει τον Ψυχρό Πόλεμο.

Αν δούμε το Όλον, από τη μια μεριά έχουμε τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες και τους Λευκούς Ευαγγελικούς ή τους Χριστιανούς Σιωνιστές (που είναι θετικά προσκείμενοι οι μεν στο ΝΑΤΟ οι δε στο Ισραήλ) και από την άλλη τους νέους Αμερικανούς κάτω των 30 ετών. Δηλαδή, ως Όλον, ανεξάρτητα από την κομματική και παραταξιακή μερικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής του μέλλοντος κινούνται προς μια κατεύθυνση μικρότερης δέσμευσης απέναντι στο ΝΑΤΟ και στο Ισραήλ ή, αν το θέσουμε πιο επιθετικά, οι ΗΠΑ των επόμενων γενεών κινούνται προς μια περισσότερο αντι-ΝΑΤΟϊκή/ευρωπαϊκή και αντι-Ισραηλινή κατεύθυνση.

Το κατά πόσο είναι δυνατόν να συνυπάρξουν στο ίδιος κράτος οι νέοι και οι νέες που εναντιώνονται στο ΝΑΤΟ με τους νέους και τις νέες που εναντιώνονται στο Ισραήλ είναι θέμα διαφορετικού κειμένου.

Οι εμπειρίες που έχουν διαμορφώσει την ερχόμενη αμερικανική γενιά, που θα αναλάβει τα ηνία της χώρας, περιλαμβάνουν τους πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, την οικονομική κρίση του 2008, την εκλογή του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου μετά από 232 χρόνια ιστορίας του αμερικανικού κράτους, την πόλωση έναντι του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, την πανδημία, τα κινήματα Tea Party, Occupy Wall Street και MAGA, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις δύο κυβερνήσεις Τραμπ. Η επόμενη γενιά Αμερικανών ηγετών και διαμορφωτών πολιτικής θα είναι διαφορετική από εκείνη που έχουν συνηθίσει Ευρωπαίοι και Ισραηλινοί: λιγότερο ευρωφιλική και ατλαντιστική (κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει με χυδαιότητες περί Αμερικανού daddy) και περισσότερο πολωμένη σε ό,τι αφορά το Ισραήλ. 

II

Ας δούμε τι είπε ο νεοσυντηρητικός οπαδός του φιλελεύθερου παρεμβατισμού/ιμπεριαλισμού, Robert Kagan, σκληρός πολέμιος και επικριτής του Ντόναλτ Τραμπ, των Τζέι Ντι Βανς και Ιλόν Μασκ, και του κινήματος MAGA, σε πρόσφατη ομιλία του, και στη συνέχεια ας κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις.

Η αμερικανική εξωτερική πολιτική ήταν πάντα ένα παράδοξο μεταξύ της επιθυμίας να παραμείνει αποστασιοποιημένη από τον υπόλοιπο κόσμο και της επιθυμίας να ασκήσει επιρροή. Και θα έλεγα ότι αυτό που ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από τα οικονομικά συμφέροντα και άλλα, ήταν στην πραγματικότητα ο φιλελευθερισμός. Αν με ρωτήσετε γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους, τελικά, ήταν για την υπεράσπιση μιας φιλελεύθερης τάξης ή για την υπεράσπιση των φιλελεύθερων δυνάμεων ενάντια στην απειλή των επιθετικών αυταρχικών καθεστώτων. Ο Walter Lipman πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αναφερόταν σε αυτό ως την «Ατλαντική κοινότητα», επειδή προφανώς εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δεν θεωρούσαν τις ασιατικές χώρες μέρος αυτής. Νομίζω ότι όταν οι Αμερικανοί σκέφτονται γιατί μπήκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σκέφτονται το Περλ Χάρμπορ, αλλά το Περλ Χάρμπορ δεν θα είχε συμβεί αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ήδη ασκήσει πίεση στην Ιαπωνία, προσπαθώντας να την ελέγξουν. Νομίζω ότι το ίδιο ίσχυε και για τη Γερμανία. Ήταν απολύτως σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αντίπαλος της Γερμανίας. Και έτσι ήταν πραγματικά ο αμερικανικός φιλελευθερισμός και η επιθυμία να διαμορφωθεί ένας φιλελεύθερος κόσμος που οδήγησε τους Αμερικανούς εκεί έξω. [...]

Μια από τις πολυτέλειες που πάντα απολάμβαναν οι Αμερικανοί είναι η πεποίθηση, και όχι εντελώς λανθασμένη, ότι είναι τόσο απομονωμένοι και τόσο αυτάρκεις που δεν τους ενδιαφέρει πραγματικά τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο. Και όπως έχω υποστηρίξει, πιστεύω ότι είναι περισσότερο η φιλελεύθερη τάση που έχει αντιταχθεί σε αυτό. Έτσι, όταν χάνεις τον φιλελευθερισμό και έχεις την παραδοσιακή αδιαφορία, καταλήγεις στον απομονωτισμό. Αλλά αυτό είναι κάτι διαφορετικό, γιατί η Αμερική, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, δεν είναι μια αδιάφορη (απομονωτική) υπερδύναμη. Είναι μια αντιφιλελεύθερη υπερδύναμη. [...]

Αυτό που νομίζω ότι δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι από τη δεκαετία του 1930 μέχρι πρόσφατα, ήταν μια περίοδος κυριαρχίας του φιλελευθερισμού στην Αμερική. Ο συντηρητισμός διαφόρων ειδών απαξιώθηκε, πρώτα από την οικονομική ύφεση και στη συνέχεια από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τα φυλετικά στοιχεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και από την αίσθηση ότι οι Αμερικανοί έπρεπε να πολεμήσουν για τον φιλελευθερισμό. Αυτό διήρκεσε 80 χρόνια και νομίζω ότι στήριξε σε μεγάλο βαθμό την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Σήμερα, όμως, έχουμε στην εξουσία μια αντιφιλελεύθερη κυβέρνηση. Και αυτό σημαίνει, φοβάμαι, ότι η κυβέρνηση δεν νομίζω ότι αρκείται στην αδιαφορία της για την Ευρώπη, επειδή η αντιφιλελεύθερη αποστολή της έχει ένα διεθνές στοιχείο. Αυτό είναι προφανές στην ομιλία του Βανς στο Μόναχο, αλλά ακόμη περισσότερο στην άμεση παρέμβαση του Τζέι Ντι Βανς και του Ίλον Μασκ στην πολιτική της Γερμανίας και άλλων χωρών της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αυτή δεν είναι η απομονωτική Αμερική της δεκαετίας του 1920 και του 1930. Τότε δεν τους ενδιέφερε τι συνέβαινε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αυτή η κυβέρνηση... διαλύει αυτό που ορισμένοι θεωρούν παρεμβατικούς θεσμούς, όπως το National Endowment for Democracy και το Voice of America, που ανακατεύονταν στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών με σκοπό την προώθηση του φιλελευθερισμού. Θα ήταν ένα πράγμα για μια καλή ρεαλιστική απομονωτική κυβέρνηση να πει ότι δεν την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο πια. Αντ' αυτού, κατέστρεψαν τους φιλελεύθερους (παρεμβατικούς θεσμούς) και τους αντικαθιστούν με μια αντιφιλελεύθερη παρεμβατική εξωτερική πολιτική. Και αυτό μας φέρνει στο σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα. [...]

Στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπάρχει ένα επίπεδο παράνοιας για την Κίνα, θα έλεγα. Και το λέω αυτό ως κάποιος που έχει περάσει πολλά χρόνια προειδοποιώντας για την ανάπτυξη της Κίνας. Ήμουν αντίθετος στην ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ. Έχω λοιπόν όλο αυτό το μαύρο ιστορικό πίσω μου. Αλλά ακόμα και εγώ πιστεύω ότι ―και είναι αυτό που με ανησυχεί για τους Ρεπουμπλικάνους―, ότι πρόκειται για μια παράνοια που στοχεύει κυρίως στο εσωτερικό. Θα ακουστούν πολλά για την κινεζική κατασκοπεία και τους συμπαθούντες την Κίνα. Χρησιμοποιούν ακόμη και τον όρο «κομμουνιστές, κόκκινοι κομμουνιστές» («commies, red commies») ή κάτι παρόμοιο. Τον έβγαλαν από την εποχή του Μακάρθι και τώρα επανήλθε. Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη πολιτική ανάγκη να θεωρηθεί η Κίνα εχθρός αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, ο Τραμπ θα μπορούσε να αλλάξει γνώμη αύριο και να υπογράψει εμπορική συμφωνία με την Κίνα, και τότε όλοι οι υποστηρικτές και υπηρέτες του θα υποστηρίξουν ό,τι κι αν γίνει. [...]

Αυτό μας φέρνει στην ασυνέπεια που βρίσκεται στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ καθώς, από τη μία πλευρά, είναι κάπως απομονωτικοί. Δεν πιστεύουν ότι πρέπει να εμπλεκόμαστε με τον υπόλοιπο κόσμο. Από την άλλη πλευρά, υποτίθεται ότι χτίζουν ολόκληρη την αμυντική τους στρατηγική γύρω από την υπεράσπιση της Ταϊβάν. Ξέρετε, οι άνθρωποι του «Αμερική πρώτα» της δεκαετίας του 1930 θα θεωρούσαν ότι αυτό ήταν κάτι απολύτως τρελό, ακόμα και να το σκεφτεί κανείς. Και έτσι, ξέρετε, είναι μια απομονωτική υπερδύναμη που της αρέσει το κομμάτι της υπερδύναμης. [...]

Ο Τραμπ έχει πει ότι θέλει τη Γροιλανδία. Αν ο Τραμπ πάρει τη Γροιλανδία, αυτό θα είναι μια πράξη επιθετικότητας εναντίον ενός Ευρωπαίου συμμάχου. Δεν ξέρω ποια θα είναι η αντίδραση των Ευρωπαίων, εκτός από το να πουν «κρίμα, λυπούμαστε που συνέβη αυτό», αλλά δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να υπάρξει μεγάλη αναταραχή, συμπεριλαμβανομένων των Δανών, που είναι Ευρωπαίοι σύμμαχοι, και σε αυτό το σημείο η Ευρώπη θα είναι ακόμη πιο απρόθυμη να υιοθετήσει κάποια θέση στον κόσμο που θα μπορεί να την υπερασπιστεί σε αυτό το θέμα, συμμετέχοντας στην αμερικανική προσπάθεια να απομονώσει και να αποδυναμώσει την Κίνα. Από ευρωπαϊκή άποψη, σε έναν πολυπολικό κόσμο, δεν μου φαίνεται προφανές ότι αυτό είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης... Θέλω να πω... από όσο καταλαβαίνω, αυτό που κάνει η Κίνα στην Ασία έχει προφανώς αντίκτυπο σε όλους, αλλά ποτέ η Ευρώπη δεν έχει θεωρήσει ―όχι ποτέ, αλλά τουλάχιστον από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου―, την Ανατολική Ασία ως ένα μέρος όπου ήθελε να αναπτύξει δυνάμεις, για παράδειγμα, άφηνε τις Ηνωμένες Πολιτείες να το αναλάβουν αυτό, και μου φαίνεται ότι η Ευρώπη έχει υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό αυτό που θέλουν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες έναντι της Κίνας, περισσότερο από ό,τι θα είχε κάνει από μόνη της. Με όλο το σεβασμό, πρέπει να πω ότι είστε στην πλευρά των σκληροπυρηνικών. Μου φαίνεται ότι στην ευρωπαϊκή συζήτηση, δεν εκπροσωπείτε την επικρατούσα άποψη στην Ευρώπη [Δ`~.: Απευθύνεται σε κάποιον από τους κλασικούς φιλελεύθερους ατλαντιστές υποτακτικούς, που είναι βασιλικότερος του βασιλέως και ισχυρίζεται ότι Ευρώπη και Κίνα ποτέ δεν θα μπορούσαν να έχουν ισχυρές σχέσεις κ.λπ.]. [...]

Δεν προτείνω να δημιουργηθεί μια συμμαχία (μεταξύ Ευρώπης και Κίνας), αλλά δεν θα ήταν πραγματικά προς το συμφέρον της Ευρώπης να έχει μια επιθετική, εχθρική Αμερική, ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να είναι περισσότερο απασχολημένες στην Ασία παρά λιγότερο; [...]

Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που μια δύναμη θα ενωνόταν με έναν ιδεολογικό αντίπαλο ενάντια σε μια κοινή απειλή, όπως για παράδειγμα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση ή οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα. Επομένως, η ιδέα ότι είναι αδιανόητο η Ευρώπη να κινηθεί προς μια κατεύθυνση που έχουν ακολουθήσει όλες οι άλλες μεγάλες δυνάμεις στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένων των Ευρωπαίων, μου φαίνεται μια αρκετά ακραία θέση εκ μέρους σας, στην πραγματικότητα [Δ`~.: Ομοίως, απευθύνεται στον ίδιο αρειμάνιο φιλελεύθερο «Δυτικιστή»].

Όσον αφορά τις πηγές του αντιφιλελευθερισμού, είμαι βέβαιος ότι υπήρξε μια οικονομική διάσταση στην άνοδο του αντιφιλελευθερισμού, αλλά... γνωρίζω ποιες είναι οι παραδόσεις του αντιφιλελευθερισμού στην Αμερική και αφορούν πρώτα απ' όλα στη φυλή, δεύτερον στη θρησκεία και τρίτον, πιο πρόσφατα, στο φύλο. Πιστεύω ότι σε αυτές τις εκλογές υπήρξε σε μεγάλο βαθμό μια ανδρική αντίδραση στην άνοδο των δικαιωμάτων των γυναικών. Και, ξέρετε... αν δείτε έναν λευκό άνδρα να περπατάει στο δρόμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχετε σχεδόν 60-70% πιθανότητα ότι αυτός ο άνθρωπος ψήφισε τον Ντόναλντ Τραμπ. Και ξέρω ότι και οι μαύροι ψήφισαν τον Τραμπ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, αλλά ήταν ακόμα ένα απειροελάχιστο ποσοστό. Και έτσι νομίζω ότι, αν με ρωτήσετε με μία λέξη τι ήταν αυτό που οι άνθρωποι καταψήφισαν, θα απαντούσα το “woke” Αυτές ήταν οι εκλογές του “woke”. Και γι' αυτό ο Τραμπ κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη ανθρώπων που κανονικά δεν νομίζω ότι θα τον είχαν υποστηρίξει, γιατί άγγιξε κάτι πολύ βαθύ μέσα τους, κάτι που τους είχαν πει ότι δεν μπορούσαν να πουν και δεν μπορούσαν να κάνουν, και είχαν κουραστεί... Ξέρετε, λυπάμαι που το λέω αυτό... αλλά σας λέω ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν η οικονομία. Ναι, πρόσεξαν ότι υπήρχε πληθωρισμός. Ναι, βρισκόμασταν σε μια μεταπανδημική κατάσταση, αλλά κοιτάξτε τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν. Ξέρετε, οι υποστηρικτές του Τραμπ έχουν αντιδράσει τώρα και αυτός χάνει την υποστήριξη αυτών των περιθωριακών ανθρώπων. Αλλά το γεγονός είναι ότι αυτό είναι το κίνημά του, και αν ακούσεις τι είπε ο Τζέι Ντι Βανς στην ομιλία αποδοχής του, που είναι πολύ σημαντικό, γιατί αυτή είναι μια μάχη στις Ηνωμένες Πολιτείες που πάλι μας γυρίζει πίσω στην ίδρυση, μεταξύ ενός εθνοθρησκευτικού ορισμού των Ηνωμένων Πολιτειών και ενός ιδεαλιστικού ορισμού των Ηνωμένων Πολιτειών. Είτε οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίζονται σε μια ιδέα που είναι οι αρχές της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, είτε βασίζονται στον Λευκό Αγγλοσαξονικό Προτεσταντισμό. Και όταν ο Τζέι Ντι Βανς είπε ότι τώρα περιλαμβάνουν και τους καθολικούς, για κάποιο λόγο το είπε, αν και ποτέ δεν το έκαναν στο παρελθόν. Όταν ο Τζέι Ντι Βανς είπε ότι η Αμερική δεν είναι απλώς μια ιδέα, αυτό εννοούσε. Και όταν μιλάει για το γεγονός ότι η οικογένειά του είναι θαμμένη για επτά γενιές στο Κεντάκι, ή σε όποια πολιτεία είναι, αυτό έχει να κάνει με τον εθνικισμό του αίματος και του εδάφους. Αυτό είναι που πουλάνε. Πουλάνε τον λευκό εθνικισμό. Πρόκειται κυρίως για ένα λευκό χριστιανικό εθνικιστικό κίνημα που βρίσκεται στον πυρήνα. Και απλά δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με την οικονομία. [...]

Αν πάτε πίσω, αυτό συνέβη και στο παρελθόν. Η Αμερική ήταν πολύ πιο ρατσιστική, πολύ πιο περιοριστική, πολύ πιο γεμάτη προκαταλήψεις στη δεκαετία του 1920 και του 1930, ειδικά στη δεκαετία του 1920, από ό,τι είναι σήμερα. Και τι το άλλαξε αυτό; Δύο πράγματα το άλλαξαν. Το ένα ήταν η ύφεση, που δυσφήμησε μια συγκεκριμένη συντηρητική ρεπουμπλικανική προσέγγιση των πραγμάτων, και αυτοί ήταν το προπύργιο των λευκών προτεσταντών χριστιανών, είχαν τις ψήφους. Και το δεύτερο, και ακόμα πιο σημαντικό, ήταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, που τελικά μετατράπηκε σε πόλεμο κατά του ρατσισμού και δυσφήμησε κάθε είδους ρατσιστικές θεωρίες που ήταν πολύ κυρίαρχες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη δεκαετία του 1930, η ευγονική ήταν κάτι πολύ σεβαστό. Ο πατέρας του Σαμ Χάντινγκτον [Δ`~.: ο γνωστός, που έγραψε, μεταξύ άλλων, το βιβλίο «η σύγκρουση των πολιτισμών»], για παράδειγμα, ήταν πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Ευγονικής, και όλα αυτά τα έχουμε ξεχάσει. Έχουμε, για να το πούμε έτσι, κουκουλώσει, συγκαλύψει, διαστρεβλώσει, ξεπλύνει (whitewashing) την ιστορία μας. Και έτσι ξεχνάμε πόσο συχνά ο αντιφιλελευθερισμός ήταν κυρίαρχος. Και, παρεμπιπτόντως, ανέβηκε τη δεκαετία του 1920, σε μια περίοδο οικονομικής άνθησης που οι Αμερικανοί δεν είχαν ξαναδεί. 
III

Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνεί κανείς με όλα τα σημεία της ομιλίας του Robert Kagan προκειμένου να αναγνωρίσει ότι στα προηγούμενα έχουμε να κάνουμε με μια πλημμυρίδα αληθειών (παρόλη την πολεμική και την αίσθηση συναγερμού ή υπερβολής που καλλιεργεί ο λόγος του). Και τούτο διότι ο  Kagan εκτός από νεοσυντηρητικός είναι και ειλικρινής φιλελεύθερος ιμπεριαλιστής από ρεαλιστική σκοπιά: ο ρεαλισμός, όχι φιλοσοφικά αλλά διεθνοπολιτικά, ξεκίνησε ως μια γερμανική παράδοση επιδιόρθωσης ιδεαλιστικών τάσεων, τακτικών και μεθόδων του φιλελευθερισμού. Δηλαδή μπορούμε να μιλήσουμε για ρεαλιστικό από τη μια και ιδεαλιστικό από την άλλη φιλελευθερισμό, και για για τον ρεαλισμό ως μια μη ιδεαλιστική τακτική και μέθοδο επίτευξης φιλελεύθερων στόχων. Με διαφορετικά λόγια, για φιλελεύθερους στόχους που επιτυγχάνονται με ρεαλιστικά μέσα. Επίσης, ο Kagan είναι αμερικανοκεντρικός από πεποίθηση αλλά δεν πιστεύει τα ιδεολογικά οικουμενιστικά παραμύθια που προωθούν οι ΗΠΑ, και τα αποδομεί. Επιπλέον, δεν πιστεύει σε μια ανοδική ιστορική πορεία προς το καλύτερο, ή στην πρόοδο, ως νομοτέλεια. Επιπροσθέτως, δεν χρησιμοποιεί τον όρο «Δύση», και τούτο διότι μιλάει έχοντας στο επίκεντρο την ουσία του πράγματος: τον φιλελευθερισμό, και όχι την πολιτισμική του επικάλυψη: τη «Δύση». Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Robert Kagan (ο οποίος έχει εβραϊκές ρίζες που τον συνδέουν με τη Λιθουανία) γεννήθηκε στην Αθήνα, και είναι γιός του γνωστού κλασικιστή ιστορικού, Donald Kagan, που ειδικεύεται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ίσως τα προηγούμενα να του έχουν προσδώσει μια έντονη ρεαλιστική βάση και παιδεία.

Ας περάσουμε τώρα σε ορισμένες παρατηρήσεις με αφορμή σημεία της ομιλίας του.

Πρώτη πολυεπίπεδη παρατήρηση. 

Σε γενικές γραμμές συμφωνώ με την προσέγγιση του Robert Kagan σχετικά με τις αμερικανικές εκλογές. Δεν με έπεισε η κυρίαρχη μετεκλογική ερμηνεία, που αποτέλεσε ρεπουμπλικανική επιχείρηση δημοσίων σχέσεων, για τη νίκη του Ντόναλτ Τραμπ. Την προσέγγισή μου την έχω παρουσιάσει στην ανάλυση με τίτλο Για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου 2024, όπου καταδεικνύω καθαρά τον βαθμό πόλωσης μεταξύ των ψηφοφόρων συγκεκριμένων κατηγοριών και των πεποιθήσεων τους. Προφανώς, κανέναν αμερικανικό παράγοντα, από την πολιτική ηγεσία μέχρι τους θεσμούς και τα ΜΜΕ δεν συμφέρει να διατυμπανίζεται σε ευρεία κλίμακα ότι υπάρχει φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ, στην «παλαιότερη δημοκρατία του πλανήτη» (είναι χίλιες φορές προτιμότερο να αναδεικνύεται ότι υπάρχει ταξικό ζήτημα, όπως σε όλα τα κράτη), αλλά υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει. Ούτε συμφέρει σε μια χώρα που της αρέσει να αυτοπροβάλλεται ως δημοδιδάσκαλος της ανθρωπότητας, παγκόσμιος εισαγγελέας και πανανθρώπινος δικαστής για όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, ή ως αυτόκλητος εισαγγελέας και δικαστής των πάντων, να θυμάται κανείς ότι οι ΗΠΑ υπήρξαν φυλετική δημοκρατία. Επίσης, ο βασικός κορμός των ψηφοφόρων που στήριξε το κίνημα γύρω και πίσω από τον Τραμπ, ως προς τα χαρακτηριστικά και τις ανησυχίες του, ήταν αν όχι σχεδόν ίδιος τουλάχιστον παρόμοιος με αυτόν που στήριξε τον Μπους: και αυτός ο βασικός κορμός δεν είναι άλλος από τον λευκό χριστιανικό εθνικισμό, ο οποίος στον πυρήνα του παλαιότερα είχε τους Λευκούς Αγγλοσάξονες Προτεστάντες (WASP) και τώρα έχει τους Λευκούς Ευαγγελικούς (65% διαφορά υπέρ των Ρεπουμπλικάνων του Τραμπ) με τον Χριστιανικό/Προτεσταντικό Σιωνισμό τους. Τέλος, είναι απολύτως ξακάθαρο ποια είναι τα ζητήματα που χωρίζουν και πολώνουν περισσότερο τους ψηφοφόρους των δύο κομμάτων. Και τα ζητήματα αυτά είναι ο συνδυασμός φυλής και φύλου, το ζήτημα της φυλής, της υποστήριξης προς το Ισραήλ, της θρησκείας, των εκτρώσεων, δηλαδή του κοινωνικού συντηρητισμού (μέρος του οποίου είναι και η αντίθεση στο κίνημα LGBT και στο κίνημα “woke”), με αποκορύφωμα το ζήτημα της μετανάστευσης ― και, ασφαλώς, το ζήτημα του φύλου, δηλαδή της πόλωσης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την ανάλυση εδώ.

Επιπλέον, ποτέ δεν κατάφερε να με πείσει ο οικονομισμός του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού, γενικά, αλλά και η αναγωγή του πολέμου, ειδικότερα, σε οικονομικά αίτια και σε εμπειρικά αναπόδεικτες νομοτέλειες, με διαφορετικά λόγια σε οικονομικό ντετερμινισμό, δηλαδή σε μια μεταφυσική αιτιοκρατία την οποία χαρακτηρίζει μια οικονομίστικη νομοτέλεια (Περισσότερα για το τελευταίο μπορείτε να βρείτε στο κείμενο: Για τη φύση του πολέμου ― μέρος α΄, και στο βιβλίο: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 182-188). Επιπροσθέτως, έχω εκφράσει σε πολλές περιπτώσεις (2024, 2023, 2020) ποια είναι η θέση μου για τη ρίζα των επαναστάσεων:

Ένα κράτος ζει επαναστατικές συνθήκες ή χαοτικές καταστάσεις, όχι επειδή ο λαός αντιτάσσεται ηθικά στην επιβολή ισχύος και στον αυταρχισμό ή εξαιτίας υλικής εξαχρείωσης και λόγω φτώχειας (τα πράγματα αυτά τα συναντά κανείς σε ποικιλία, ένταση και βάθος σε απειράριθμες πολιτικές κοινότητες μέσα στον ιστορικό χώρο και χρόνο) αλλά για τους εξής λόγους: είτε επειδή διεξάγεται εγχώριος πόλεμος στα ανώτερα στρώματα μεταξύ ελίτ, είτε εφόσον υφίσταται ήττα σε εξωτερικό πόλεμο ―ή αδυνατεί να αντέξει το υλικό ή/και το ηθικό κόστος του πολέμου―, είτε γιατί η εξουσία βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης και σε διαδικασία διάλυσης

Όλες οι επαναστάσεις ξεκινούν από την αποδυνάμωση, την υποχώρηση και την παρακμή του κύρους και της υπεροχής της εξουσίας του κράτους.

Θεωρώ ότι η ήττα της Γαλλίας στον Επταετή Πόλεμο θέτει τα θεμέλια της Γαλλικής Επανάστασης και της αγγλόφωνης ηγεμονίας (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 34), πρώτα και κύρια, και δευτερευόντως οι εσωτερικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Γαλλία. Επίσης, θεωρώ, ότι στις ρίζες της Πρώτης Ρωσσικής Επανάστασης βρίσκεται η ήττα στον Ρωσσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1904 (Πρόσφατα με ενημέρωσαν ότι παρόμοια θέση εξέφρασε ο Emmanuel Todd, γεγονός που με χαροποίησε διότι δε γνωρίζω κανέναν άλλον που να έχει εκφράσει παρόμοια θέση). Επιπλέον, είναι οι αποικιακοί πόλεμοι των Πορτογάλων (1960-1975) που οδηγούν στην πτώση του Σαλαζάρ, στην Επανάσταση των Γαρυφάλλων και στην πολιτειακή μεταβολή, και όχι η Επανάσταση των Γαρυφάλλων και η πολιτειακή μεταβολή που οδηγούν στην παραχώρηση ανεξαρτησίας στις πρώην αποικιακές κτίσεις. Είναι η ήττα ή μη αντοχή του ηθικού ή υλικού κόστους του πολέμου που οδηγεί στις μεταβολές, όχι η γενναιοδωρία ή οι αποφάσεις των κατοίκων του μητροπολιτικού κέντρου. Η μέθοδος που χρησιμοποιούν οι κοινωνικές επιστήμες, με την οποία διαφωνώ, λειτουργεί ως εξής: εσωτερικεύει το αίτιο και το μεταθέτει από το στρατιωτικό στο πολιτικό, κοινωνικό ή οικονομικό πεδίο, προσφέροντας, φυσικά, μια ευρωκεντρική ερμηνεία. Κατά αυτόν τον τρόπο εξαφανίζεται η ήττα. Πως είναι δυνατόν να «νίκησαν» οι Γάλλοι στον πόλεμο της Αλγερίας όταν είχαμε την κατάρρευση της Τέταρτης Δημοκρατίας και την Ανεξαρτησία της Αλγερίας; 

Υπό αυτό το πρίσμα, η δεύτερη εκλογή του Ντόναλτ Τραμπ στην εξουσία των ΗΠΑ μπορεί να ερμηνευτεί, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα της ήττας των ΗΠΑ στον πόλεμο στο Αφγανιστάν και της αμερικανικής αποτυχίας αποτροπής (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 75-79), της ανεπιτυχούς διαχείρισης, εξέλιξης και έκβασης του πολέμου στην Ουκρανία (η συνέχιση και ο μη τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία αποτελεί αποτυχία και φανερώνει αδυναμία της κυβέρνησης Τραμπ).

Δεύτερη γενική παρατήρηση. 

Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Ευρώπης με την Κίνα. Δεν θέλω να επεκταθώ στο ειδικό ζήτημα της μεταξύ τους σχέσης: έχω αναφέρει ότι η Ουάσιγκτον προσπαθεί να διασφαλίσει ότι η Ευρώπη δεν θα αποκτήσει αυτονομία μέσω της οικοδόμησης στενότερων σχέσεων με την Κίνα (VII). Θέλω να σταθώ στο γενικό ζήτημα της σχέσης που έχει η γεωγραφική εγγύτητα και γειτνίαση με τον καθορισμό μιας απειλής ή μιας αντιπαλότητας. Παραδείγματος χάριν, η «Ευρώπη» δεν έχει κοινά σύνορα με την Κίνα αλλά με τη Ρωσσία. Οι ΗΠΑ και η Ρωσσία δεν έχουν εδαφικά παρά μόνο θαλάσσια κοινά σύνορα. Η Ελλάδα (και η Ρώμη) ήταν σε ανταγωνισμό με την Περσία όταν είχαν κοινά σύνορα, όχι σήμερα που και οι δύο χώρες έχουν ανάμεσά τους την Τουρκία, με την οποία έχουν κοινά σύνορα. Με παρόμοιο τρόπο, η Γαλλία (Ελλάδα) ήταν φυσικός σύμμαχος της Ρωσσικής αυτοκρατορίας (Ιράν) εναντίον της Γερμανικής αυτοκρατορίας (Τουρκίας), ενώ η Ρωσσία και η Γερμανία μπορούσαν να είναι φυσικοί σύμμαχοι εναντίον της Πολωνίας ―και μόνο εφόσον αποκτούσαν κοινά σύνορα, ή συγκρούονταν οι σφαίρες επιρροής τους, μετατρέπονταν σε βασικούς ανταγωνιστές― όπως η Γαλλία και η Πολωνία εναντίον της Γερμανίας, και με παρόμοιο τρόπο που η Ιταλία και η Τουρκία μπορούν να είναι φυσικοί σύμμαχοι εναντίον της Ελλάδας (η Ιταλία έχει κάνει μεγαλύτερο κακό στο σύγχρονο ελληνικό κράτος απ' ό,τι έχει κάνει η Τουρκία, αλλά αυτό δεν αποτελεί συνείδηση στην Ελλάδα καθώς αυτός είναι ένας από τους λόγους που υπάρχει η ιδεολογία περί «Δύσεως». Αν μάλιστα προσθέσετε στην «δυτική» ιδεολογία και το δίπολο «αριστερά-δεξιά» τότε ο κατεχόμενος πολιτισμικά και διανοητικά ελληνόφωνος «Δυτικός» είναι τυφλός απέναντι στην Ιταλία της Μελόνι). Η Γαλλία και η Γερμανία, ως γείτονες, ήταν φυσικοί ανταγωνιστές, και μόνο μετά από τις ήττες των Γερμανών, στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπόρεσαν να γίνουν «πολιτισμένοι γείτονες». Τα προηγούμενα είναι απολύτως ενδεικτικά, υπάρχουν εκατοντάδες ιστορικά παραδείγματα. Προφανώς, η γεωγραφική εγγύτητα δεν είναι ο μόνος παράγοντας που καθορίζει τις συμμαχίες ή τις απειλές αλλά είναι ένας καθοριστικός παράγοντας που τον συναντάμε πάντοτε και δεν πρέπει να αγνοείται λόγω της ιδεολογικοποίησης της εξωτερικής πολιτικής. 

Τρίτη παρατήρηση.

Προφανώς η Ιαπωνία δεν ξύπνησε μια μέρα και αποφάσισε να επιτεθεί στις ΗΠΑ, και προφανώς το ζήτημα της Ταϊβάν συνδέεται με την ήττα της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Όπως έχω επισημάνει παλαιότερα:

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου Βερολίνο και Τόκιο επιδίωξαν να οικοδομήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία αντίστοιχα. Η ήττα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας το 1945 είχε ως αποτέλεσμα αντί της οικοδόμησης δύο περιφερειακών τάξεων σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία, την υποβάθμιση αυτών των περιοχών στο διεθνές σύστημα και την οικοδόμηση δύο διηπειρωτικών τάξεων με πυρήνες τη Βόρεια Αμερική και την Ευρασία (από τις οποίες ετερο-καθορίστηκαν/προσδιορίστηκαν).

Ειδικότερα, η ήττα της Γερμανίας το 1945 είχε ως αποτέλεσμα τη σχεδόν ολοκληρωτική διχοτόμηση της ευρωπαϊκής ηπείρου σε μια Ευρωαμερικανική και μια Ευρασιατική Σφαίρα υπό τις Η.Π.Α και την Ε.Σ.Σ.Δ αντίστοιχα. Από την πολυδιάσπαση της Σοβιετικής Ευρασιατικής Σφαίρας το 1991 θα προκύψει η διαμόρφωση μιας εν συνόλω Ευρωπαϊκής Σφαίρας (έστω αμερικανικά ετεροκαθοριζόμενης) και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της Ουκρανίας (παρόλο που έχει προϊστορία πίσω του). 

Η ήττα της Ιαπωνίας το 1945 είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της Ανατολικής Ασίας στο διεθνές σύστημα για κάποιες δεκαετίες. Από την κατάρρευση της Ιαπωνικής Σφαίρας στην Ανατολική Ασία θα προκύψει μια μονοπολική ηγεμονική τάξη στον Ειρηνικό Ωκεανό με κέντρο τη Βόρεια Αμερική (η «Αγγλοσαξονική λίμνη» του MacArthur) και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της Ταϊβάν.

Η περίπτωση της Ταϊβάν είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της Ουκρανίας, καθώς το νησί αποτελεί μέρος της κινεζικής επικράτειας και οι σχέσεις ανάμεσα σε Πεκίνο και Ταϊπέι αποτελούν εσωτερικό ζήτημα της Κίνας. Ο λόγος (discourse) που επιδιώκει τη σύνδεση των δύο ζητημάτων προωθείται κυρίως από τις Η.Π.Α και στις περισσότερες περιπτώσεις εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα. Ωστόσο, υπάρχει μια αναλογία άξια αναφοράς που σχετίζεται όχι με τις σημερινές σχέσεις της Ρωσσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας αλλά με την κατάρρευση των τάξεων που είχαν ως κέντρο τους την αυτοκρατορική Ιαπωνία και τη σοβιετική Ρωσσία.

Δεν αναφερόμαστε σε παραλληλία ιδεολογικών περιεχομένων αλλά σε κατ' αναλογία ομοιότητα. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε την κατάρρευση μιας τάξης, ανατολικοασιατικής το 1945 ευρασιατικής το 1991. Η Σοβιετική Σφαίρα ήταν στο πλευρό των νικητών και αποτέλεσε τον ένα εκ των δύο πόλων του παγκόσμιου συστήματος μεταπολεμικά, η Ιαπωνική Σφαίρα ήταν στο πλευρό των ηττημένων και κατέρρευσε στον πόλεμο.

Με ανάλογο τρόπο που το ζήτημα της Ταϊβάν αποτελεί πολιτικό παράγωγο της κατάρρευσης της ισχύος της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας και της αποσύνθεσης της Μείζονας Σφαίρας Συνευημερίας της Ανατολικής Ασίας το 1945, και δευτερευόντως αποτέλεσμα του κινεζικού εμφυλίου (καθώς η Ταϊβάν τελούσε υπό ιαπωνική κατοχή από το 1895 μέχρι το 1945), το ζήτημα της Ουκρανίας, στη σημερινή του μορφή, αποτελεί πρώτιστα αποτέλεσμα της κατάρρευσης της ισχύος της σοβιετικής Ρωσσίας και της πολυδιάσπασης της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών το 1991, και μετέπειτα ασφαλώς της επακόλουθης επέκτασης της Ευρωαμερικανικής Σφαίρας και του ΝΑΤΟ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. 

Επιπλέον, η μη υπογραφή συνθήκης ειρήνης μεταξύ Ρωσσίας και Ιαπωνίας φανερώνει όχι μόνο ότι το 1945 δεν βρίσκεται τόσο μακριά, ή εκτός εποχής, όπως νομίζουν οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι η ιστορία τελείωσε το 1991, αλλά και τη συνάφεια και τη σύνδεση μεταξύ της Ουκρανίας και της Ταϊβάν ως ζητημάτων που προκύπτουν από την κατάρρευση δύο διαφορετικών τάξεων σε Ευρασία και Ανατολική Ασία αντίστοιχα. 

Τέταρτη γενική παρατήρηση. 

Σχετικά με την επισήμανση του Kagan ότι τη μια μέρα μπορεί να παρουσιάζεται η Κίνα ως απειλή ή εχθρός, και την επομένη ο Τραμπ θα μπορούσε να αλλάξει γνώμη και να υπογράψει εμπορική συμφωνία με το Πεκίνο, και τότε όλοι οι υπηρέτες του θα υποστηρίξουν ό,τι και αν γίνει, και τη γενικότερη ένταση μεταξύ απομονωτισμού και παρεμβατισμού. 

Εδώ τίθενται τρία ζητήματα. Το πρώτο είναι η προσωπολατρία του Τραμπ, το δεύτερο είναι ο απομονωτισμός και το τρίτο είναι η ασυνέπεια και η αντιφατικότητα των ΗΠΑ του Τραμπ (το είδαμε και πρόσφατα όταν πολλοί οπαδοί του από εκεί που ήταν εναντίον των ατελείωτων πολέμων ξαφνικά έγιναν θερμοί υπέρμαχοι ενός πολέμου με το Ιράν).

Και τα τρία ζητήματα τα έχω θίξει, μεταξύ άλλων, στο κείμενο ΗΠΑ προ και μετά Τραμπ, Ευρώπη, Ρωσσία, Ουκρανία και παγκόσμιος Βορράς

Το πρώτο στο μέρος «ΙΙΙ. Προσωπολατρία ή On the Cult of Personality: Ο Τραμπ ως ηγέτης και φωνή του Λαού και ο Μασκ ως προφήτης και τεχνολογικός Μεσσίας»: ο τίτλος είναι τόσο χαρακτηριστικός που δεν θέλω να προσθέσω κάτι. 

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα του απομονωτισμού, το οποίο θίγω έμμεσα στο μέρος «VII. Μονοπολικός, διπολικός ή τριπολικός παγκόσμιος Βορράς;», είναι φανερό ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση απομονωτιστών, καθώς οι ΗΠΑ απεργάζονται την αναδόμηση της υπάρχουσας και τη δημιουργία μιας νέας Ευρώπης. Σε αυτή την προσπάθεια αναπτύσσουν δίκτυα συμμάχων, παραρτημάτων και τοποτηρητών, ακριβώς όπως οι ΗΠΑ προ Τραμπ με τα δίκτυα που πολεμούν και εκθέτουν τώρα οι ΗΠΑ του Τραμπ (National Endowment for Democracy, Voice of America, USAID). Πολλά από αυτά τα «εθνικιστικά» κόμματα μοιάζουν ειδικά κατασκευασμένα (made in USA) προκειμένου το εθνικό συμφέρον να είναι πάνω μόνο από το «ευρωπαϊκό» αλλά όχι πάνω από το «δυτικό» ή το αμερικανικό συμφέρον (η ιστορία θα δείξει τι πραγματικά είναι). Η όλη στάση των ΗΠΑ του Τραμπ υποδηλώνει ότι παρά τα όσα ισχυρίζονται επιθυμούν την Ευρώπη εξαρτημένη, αποδυναμωμένη και ελεγχόμενη προκειμένου να παραμείνει στη σφαίρα επιρροής τους με αποικιακούς όρους. Επίσης, ο τρόπος που χειρίζονται το ζήτημα της Ταϊβάν δεν έχει καμία σχέση με απομονωτισμό. 

Τέλος, σχετικά με το τρίτο, γράφοντας για τις «II. Συνέχειες και ασυνέχειες στις Ηνωμένες Πολιτείες προ και μετά Τραμπ», έχω τονίσει, μεταξύ άλλων, τόσο το ζήτημα της ασυνέπειας, που σχετίζεται ευθέως με την αξιοπιστία των ΗΠΑ, όσο και αυτό της αντιφατικότητας. Και τα δύο δεν προμηνύουν τίποτα καλό για τις ΗΠΑ.

Σε ό,τι αφορά την ασυνέπεια και την αξιοπιστία:

Το επίπεδο της αξιοπιστίας ενός ηγετικού κράτους σχετίζεται άμεσα με τη διεθνή του θέση και με τη διάρκεια ζωής της ηγεσίας του. Διότι η εξουσία και το κύρος σε διεθνή κλίμακα δεν μπορούν να επιβληθούν με εξαναγκασμό επί όλων των υπολοίπων κρατών, παρά απαιτείται η εθελοντική αποδοχή τους [...] Η δε απώλεια αξιοπιστίας οδηγεί σε περαιτέρω περιορισμό της ηγετικής επιρροής και δύναμης στην περίπτωση που το ηγετικό κράτος εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά [...] Ο συνδυασμός της αναξιοπιστίας με την εφαρμογή της αρχής δύο μέτρα και δύο σταθμά οδηγεί με εσωτερική λογική συνέπεια στην υποκρισία, και αν συνοδευτεί επιπλέον από ανευθυνότητα, ασυνέπεια ή και μη προβλεψιμότητα, μπορεί να καταλήξει σε γενικευμένη κρίση κύρους και αξιοπιστίας, δηλαδή σε κρίση εμπιστοσύνης, και εν τέλει σε κρίση εξουσίας.

Σε ό,τι αφορά την αντιφατικότητα:

Η «αντίφαση» δεν είναι απαραίτητα ανερμήνευτη: προκύπτει από την ένταση μεταξύ αυτοκρατορίας (imperium) και ρεπάμπλικ (republic)... σε αυτή τη φάση, είτε επειδή είναι ακόμα νωρίς είτε επειδή όσα λέγονται έχουν ρητορική, δηλαδή ψυχολογική, αξία, με αποτέλεσμα να είναι διαφορετικά από την πράξη, δηλαδή να κυριαρχεί υποκρισία, διακρίνω μια τριχοτόμηση στη συμπεριφορά των ΗΠΑ (εξ ου και δεν πείθομαι από τις διακηρύξεις ότι δεν επιθυμούν ούτε την εξάρτηση και την υποτέλεια των συμμαχικών κρατών ούτε κράτη-πελάτες και προτεκτοράτα): Στο εσωτερικό του κράτους επιδιώκουν να είναι ρεπάμπλικ, στο εσωτερικό της σφαίρας επιρροής τους, δηλαδή στη «Δύση», συμπεριφέρονται στους συμμάχους τους σαν αυτοκρατορία... και στoν εξωτερικό κόσμο, στη διεθνή και παγκόσμια σκηνή κινούνται σαν μεγάλη παγκόσμια δύναμη, η οποία (υποτίθεται ότι) πλέον έχει εγκαταλείψει τα όνειρα για  παγκόσμια ηγεμονία

Η τριχοτόμηση και η σχέση μεταξύ του εσωτερικού των ΗΠΑ, της συμμαχικής επικράτειας και της πλανητικής κλίμακας είναι εκ των ουκ άνευ, και θεωρώ ότι ο τρόπος που θα συμπεριφερθούν απέναντι στους συμμάχους τους θα αποτελέσει κλειδί όχι μόνο για την ερμηνεία των αποφάσεων των ΗΠΑ αλλά για την ίδια την πορεία τους στην πράξη από εδώ και στο εξής. 

Και αυτό με φέρνει στην τελευταία μου παρατήρηση.

Όπως έχω επισημάνει στο βιβλίο: Ο Διατλαντισμός ή Ευρωατλαντισμός δεν αποτελεί μια «λογική» θέση, αλλά ένα συναισθηματικό κατάλοιπο των δεκαετιών αυτών και του Ψυχρού Πολέμου. Η ιδέα της διατλαντικής κοινότητας δεν αποτελεί κάποια «υπεριστορική» ιδέα, ούτε είναι αιώνια. Στην πραγματικότητα δεν είναι καν αρκετά παλιά: μόλις το 1917 ο Walter Lippmann έγραψε το κείμενο «Η Άμυνα του Ατλαντικού Κόσμου» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 162). Σε αυτό το πλαίσιο, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτέλεσε την τελευταία προσπάθεια αναβίωσης του Ατλαντισμού και επανασυσπείρωσης της διατλαντικής κοινότητας (γνωστής ως «Δύση») αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να αποδειχθεί το κύκνειο άσμα τους. Η ιδεολογία του Ατλαντισμού αποτελεί έναν αναχρονισμό που συντηρείται ―πέρα από την αυτονόητη κυριαρχία και απόλυτη ιδεολογική ηγεμονία του φιλελευθερισμού στις ΗΠΑ, στην οποία αναφέρεται ο Kagan―, λόγω της αδράνειας του όγκου συμφερόντων που συσσωρεύτηκαν κατά τη ψυχροπολεμική περίοδο, της αδυναμίας κεντρικών ευρωπαϊκών κρατών έναντι των ΗΠΑ κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, και της αδυναμίας των ίδιων των ΗΠΑ να αποτινάξουν από πάνω τους τα δεσμά του αμερικανικού αυτοκρατορισμού και του «δυτικού» ηγεμονισμού (εδώ, προφανώς, διαφωνώ με τον Kagan, διότι σε αντίθεση με αυτόν εγώ θεωρώ ως πηγή δεινών για τις ΗΠΑ, αλλά και για ολόκληρο τον πλανήτη, τον φιλελεύθερο παρεμβατισμό/ιμπεριαλισμό, και θεωρώ ότι): η αδυναμία να κόψουν αυτά τα δεσμά, να λύσουν αυτόν τον γόρδιο δεσμό, θα οδηγήσει τους Αμερικανούς, ως δήμο, κοινωνία και έθνος, και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ως κράτος, στη Νέμεση τους. 


Δημήτρης Β. Πεπόνης


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~

Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com

Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 14 | 7 | 2025 μ.Χ. | 1447 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)