13 | 9 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024
Μουσική Συνοδεία
I
2+1 Παγκόσμιες Τάξεις
Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ύστερα μπορούμε να μιλήσουμε για 2+1 παγκόσμιες τάξεις. Για μια και μόνη μεταπολεμική τάξη, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μπορούν να μιλήσουν μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου είχαμε μια διπολική τάξη στο εσωτερικό παγκόσμιου «Βορρά» που χαρακτηρίστηκε από ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στη λογική των μπλοκ, δηλαδή των σφαιρών επιρροής και συμφερόντων τους, ανάμεσα σε «Δύση» («Πρώτος» Κόσμος) και «Ανατολή» («Δεύτερος» Κόσμος), και από πολέμους δι' αντιπροσώπων και ιδεολογική επέκταση της «Δύσης» και της «Ανατολής», δηλαδή από αταξία, στον παγκόσμιο «Νότο» («Τρίτος» Κόσμος).
Υπό αυτή την έννοια, την περίοδο που διανύουμε, ο οργανισμός BRICS συμβολίζει μια προσπάθεια 1. μετάβασης από τη ψυχροπολεμική αταξία στον παγκόσμιο «Νότο» υπό την επικυριαρχία των δύο τμημάτων του παγκόσμιου «Βορρά» (της «Δύσης» και της «Ανατολής»), στην οικοδόμηση μιας τάξης στον παγκόσμιο «Νότο» με τη σύμπραξη του ηττημένου τμήματος του παγκόσμιου «Βορρά»: του διάδοχου κράτους της ΕΣΣΔ, της μετασοβιετικής Ρωσσίας, και 2. αύξησης της επιρροής των κρατών του παγκόσμιου «Νότου» στους θεσμούς του παγκόσμιου «Βορρά» στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, των θεσμών της μεταπολεμικής τάξης, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, και των θεσμικών οργάνων του Bretton Woods, δηλαδή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή μετά την πολυδιάσπαση του ενός εκ των δύο μπλοκ, της σοβιετικής σφαίρας επιρροής στο εσωτερικό του παγκόσμιου «Βορρά» (της «Ανατολής»), είχαμε μια μονοπολική τάξη που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την παγκοσμιοποίηση υπό Αμερικανική ηγεμονία και την επέκταση της αμερικανικής σφαίρας επιρροής, ή της «Δύσης», και της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, που συνοδεύτηκε από αυτοκρατορικούς πολέμους με στοιχεία κανονιστικότητας σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο: εξαγωγή φιλελεύθερης δημοκρατίας και προώθηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με κατεύθυνση από Δύση και Βορρά προς Ανατολή και Νότο (πόλεμος του Κόλπου, π. Γιουγκοσλαβία, πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας, Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη κ.λπ).
Συμπτώματα της υποχώρησης της επιρροής και της αποδυνάμωσης της κεντρικότητας των ΗΠΑ, της Ομάδας των Επτά (G7) και της ΕΕ στα παγκόσμια πράγματα, και γενικότερα της μείωσης της ελκτικής δύναμης της «Δύσης» και του «Βορρά» και της απώλειας βαρύτητας της μεταπολεμικής φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, είναι η Συνεργασία της Κίνας με Χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης (CEEC), η ένταξη της Αιγύπτου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην ομάδα των χωρών BRICS+ καθώς και το ενδιαφέρον της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας για ένταξη στον οργανισμό.
Παρόλο που τα κράτη της ομάδας BRICS+ έχουν μεγαλύτερο συνδυασμένο μερίδιο επί του παγκόσμιου ΑΕΠ (BRICS+ ≈ 35,5%-37,5%) από τα κράτη της Ομάδας των Επτά (G7 ≈ 30%) ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE ≈ 14,5%), η επιρροή τους παραμένει σημαντικά μικρότερη σε όργανα όπως η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (IBRD). Ενδεικτικά, η κατανομή της δύναμης ψήφου το 2023 για τα κράτη της ομάδας των Επτά (G7) με πληθυσμό 780 εκατομμύρια που αναλογεί περίπου στο 9,7% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν 39,7% των ψήφων, για την ΕΕ των 27 κρατών με πληθυσμό περίπου 450 εκατομμύρια που αναλογεί περίπου στο 5,8% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν 22,9% των ψήφων, και για τα κράτη των BRICS+ με πληθυσμό που προσεγγίζει τα 3.7 δισεκατομμύρια και αναλογεί περίπου στο 45% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν περίπου 19,3% των ψήφων. (European Parliament, European Parliamentary Research Service, Expansion of BRICS: A quest for greater global influence?).
Δηλαδή παρατηρείται μια ασυμμετρία μεταξύ της διεθνούς τάξης νομιμότητας και της πραγματικής τάξης ισχύος. Αυτή η ασυμμετρία βρίσκεται στη βάση διεκδικήσεων διόρθωσης ανισορροπιών και αξιώσεων μεταρρύθμισης της παγκόσμιας τάξης (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 140-145), όχι ο τάδε ή ο δείνα κακός μεμονωμένος ηγέτης, ή το τάδε ή το δείνα κακό μεμονωμένο καθεστώς.
Στις μέρες μας έχουμε ως κύριο χαρακτηριστικό την αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση στο εσωτερικό της «Δύσης», που συνοδεύεται από πόλεμο δι' αντιπροσώπων, δηλαδή αταξία, όχι μόνο στον παγκόσμιο «Νότο» (Παλαιστίνη-Ισραήλ-Λίβανος) αλλά πλέον και στο εσωτερικό του παγκόσμιου «Βορρά» (Ουκρανία).
Η άνοδος δυνάμεων εναντίον της παγκοσμιοποίησης και οι κρίσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης φανερώνουν ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα πολυδιάσπασης και της εναπομείνουσας αμερικανικής σφαίρας επιρροής στο εσωτερικό του παγκόσμιου «Βορρά», δηλαδή του ευρωπαϊκού τμήματος της «Δύσης». Η παγκοσμιοποίηση θεωρήθηκε ως λόγος ύπαρξης (raison d'être) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η αμερικανική ηγεμονία της προσέδιδε ένα ιδιαίτερο φιλελεύθερο περιεχόμενο. Πλέον, όλοι αντιλαμβάνονται ότι το ισχυρότερο συγκολλητικό στοιχείο της ΕΕ είναι η αδυναμία κεντρικών ευρωπαϊκών κρατών, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, να ανταγωνιστούν κράτη γίγαντες όπως η Κίνα και η Ινδία, αλλά και οι ΗΠΑ.
Η «Δύση» θυμήθηκε να γίνει antiglobalist κυρίως από τη στιγμή που κατέστη αδύνατη η συνέχιση της παγκοσμιοποίησης υπό Αμερικανική ηγεμονία, ή από τη στιγμή που ορισμένοι στις ΗΠΑ αποφάσισαν ότι πλέον δεν τους συμφέρει η παγκοσμιοποίηση, γεγονός που φανερώνει ένα στοιχείο υποκρισίας. Παρ' όλα αυτά, η άνοδος της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης αποτελεί πλέον βασικό χαρακτηριστικό στο εσωτερικό της «Δύσης» και κύριο σύμπτωμα της αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, μετά από την υπερέκτασή της στο πλαίσιο του «Τέλους της Ιστορίας».
II
Από την παγκοσμιοποίηση υπό Αμερικανική ηγεμονία στην άνοδο της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης και στην ολοκλήρωση της ηγεμονικής φάσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης
Τα κράτη είναι οι βασικοί φορείς των ιδεολογιών. Η παγκοσμιοποίηση, όπως ενσαρκώθηκε στις πρώτες μεταψυχροπολεμικές δεκαετίες, ήταν μια διαδικασία υποκινούμενη και προωθούμενη από το κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Η αμερικανοκινούμενη παγκοσμιοποίηση συνοδευόμενη από τη μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των ΗΠΑ αποτέλεσε την ηγεμονική φάση της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, η οποία έχει τις απαρχές της στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσω μιας αμερικανοκεντρικής ματιάς ήταν περιορισμένη αρχικά στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ως «Δύση» έναντι της «Ανατολής», στη συνέχεια επεκτάθηκε στα τρία κέντρα της Β. Αμερικής, της Δ. Ευρώπης και της Α. Ασίας, ως παγκόσμιος «Βορράς» έναντι του παγκόσμιου «Νότου», για να καταλήξει σε πλανητικό πανανθρώπινο «Τέλος της Ιστορίας» και σε ηγεμονική φάση της αμερικανοκεντρικής φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης «βασισμένης σε κανόνες», φτάνοντας μέχρι την Ανατολική Ευρώπη, στα σύνορα της Ρωσσίας, τη Μεσοποταμία, τον Καύκασο και τον Ινδοκαύκασο, στο Αφγανιστάν, στα σύνορα της Ινδίας και της Κίνας.
Στην ηγεμονική αυτή φάση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης η παγκοσμιοποίηση υπό την ηγεσία των ΗΠΑ (US-led globalization) είχε αρκετές διαστάσεις, αλλά η πολιτική και η οικονομική ήταν οι δύο κυριότερες. Πολιτική παγκοσμιοποίηση υπό Αμερικανική ηγεμονία σήμαινε την προσπάθεια των ΗΠΑ να διαπλάσουν τις υπόλοιπες χώρες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν τούς, με αυτές ως Θεό, διαμορφώνοντας τόσο τις ίδιες τις χώρες όσο και την παγκόσμια τάξη με βάση τις δικές τους αξίες και το δικό τους πολιτικό σύστημα, μέσω της εξαγωγής της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε στενή σύνδεση με την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (με επαναστάσεις, αλλαγές καθεστώτων ή πολέμους). Ως οικονομική παγκοσμιοποίηση μπορεί να οριστεί η διαδικασία υπερεθνικής οικονομικής οργάνωσης του πλανήτη ως ενιαίας οντότητας, ανεξάρτητα από τον πολιτισμό, την πολιτική οργάνωση και τα πολιτικά σύνορα, τη θρησκεία και τη γλώσσα οποιαδήποτε χώρας. Αυτό το επιδίωξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και επί Ρεπουμπλικανών, προωθώντας τον πολιτισμό της αγοράς, την πολιτική παγκοσμιοποίηση, η οποία συνένωνε τη φιλελεύθερη δημοκρατία με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία αποτελούν μια μορφή κοσμικής θρησκευτικότητας, και την αμερικανοποίηση των γλωσσών, στηρίζοντας μια υπερεθνική κυρίως νεοφιλελεύθερη αλλά και νεοσυντηρητική ελίτ. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση υπό Αμερικανική ηγεμονία συνοδευόταν από απορρύθμιση ή απελευθέρωση αγορών και ιδιωτικοποίηση πόρων, αγαθών και υπηρεσιών (με ή χωρίς έλεγχο και εκμετάλλευση από εξωεθνικά κέντρα), πολιτικούς όρους που συνδέονταν με προγράμματα ελάφρυνσης χρέους, επιβολή ανοίγματος αγορών και οικονομικούς εξαναγκασμούς (οι οποίοι έχουν μεγάλη ιστορία πίσω τους: π.χ. Plaza Accord ή πώς οι Αμερικανοί τελείωσαν τη «σύμμαχο» Ιαπωνία). Το κυριότερο ηγεμονικό γνώρισμα που παραμένει είναι ότι για κάτι που κοστίζει μόλις 15 σεντς του δολαρίου (0,15 $), δηλαδή για την παραγωγή ενός χαρτονομίσματος των 100 δολαρίων, όλες οι χώρες του πλανήτη πρέπει να διαθέτουν 100 δολάρια πραγματικών αγαθών (100 $), δηλαδή να χάνουν παραγόμενα αγαθά αξίας 99,85 $, προκειμένου να αποκτήσουν ένα τέτοιο χαρτονόμισμα με σκοπό να εμπορευτούν τα αγαθά και τα προϊόντα που παράγουν.
Ωστόσο το δολάριο από μόνο του δεν ήταν αρκετό. Με το πέρας της μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των ΗΠΑ, την υποχώρηση της αμερικανοκινούμενης παγκοσμιοποίησης και τη διάψευση του «Τέλους της Ιστορίας», ολοκληρώθηκε η ηγεμονική φάση της αμερικανικής ισχύος και της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, και άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια όλες οι αντιθέσεις σε παγκόσμια κλίμακα, μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής», «Βορρά» και «Νότου», αλλά κυρίως στο εσωτερικό της «Δύσης».
Έγιναν ολοένα συχνότερες και εντονότερες οι προσπάθειες εξαναγκασμού μέσω οικονομικών κυρώσεων, εισήχθη στο δημόσιο λεξιλόγιο η έννοια της οικονομικής ασφάλειας, άνοιξε η συζήτηση περί οικονομικής αποσύνδεσης, επανήλθε η αντίληψη περί εμπορικού πολέμου και ασφαλώς ο προστατευτισμός, εξελίξεις που όλες εκφράζουν όχι απλώς την υποχώρηση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης αλλά και την εντονότατη πολιτικοποίηση της οικονομίας. Επιπλέον, ο εντελώς διαφορετικός τρόπος πρόσληψης και αντιμετώπισης των πολέμων σε Ουκρανία και Γάζα, στο εσωτερικό της «Δύσης», φανέρωσε την αδιαμφισβήτητη πολιτικοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την υποκριτική à la carte ιδεολογική τους χρήση, σηματοδοτώντας αν όχι την απαξίωση και τον ευτελισμό τους τουλάχιστον την κρίση τους (επί Τραμπ οι ΗΠΑ είχαν αποχωρήσει από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ με δικαιολογίες την προκατάληψη του οργανισμού έναντι του Ισραήλ και την αποτυχία του να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, δηλαδή να τα πολιτικοποιήσει προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Επιπλέον, η πολιτικοποίηση του ζητήματος της μετανάστευσης, η άνοδος του κοινωνικού συντηρητισμού, του εθνικισμού και του λαϊκισμού εκφράζουν την υποχώρηση της πολιτικής παγκοσμιοποίησης, ενώ η άνοδος του AfD στη Γερμανία, αλλά και του κόμματος BSW της Σάρα Βάγκενκνεχτ, της Λεπέν στη Γαλλία και του Ντοναλτ Τραμπ στις ΗΠΑ αποτελούν συγκεκριμένες εκφράσεις που αποτυπώνουν την άνοδο της πολιτικής αντιπαγκοσμιοποίησης, κοιτάζοντας προς τα έξω, και την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κοιτάζοντας προς τα μέσα. Όλες οι προηγούμενες εξελίξεις ναι μεν λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της «Δύσης» αλλά παράλληλα επιταχύνουν την υποχώρηση της επιρροής του φιλελευθερισμού διεθνώς.
III
Ένταση μεταξύ δημοκρατίας και φιλελευθερισμού και κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στο εσωτερικό της «Δύσης», και υποχώρηση της επιρροής του φιλελευθερισμού διεθνώς
Η μέχρι πρότινος ηγεμονική επιρροή που ασκούσε ο φιλελευθερισμός, τόσο στην Ευρώπη όσο και στο διεθνές στερέωμα, οφειλόταν στην προώθηση της συγκεκριμένης ιδεολογίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αρχικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την περίοδο του διπολικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την ιδεολογική τους επέκταση, και στη συνέχεια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, κατά την περίοδο της μονοπολικής αμερικανικής κυριαρχίας που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την παγκοσμιοποίηση.
Η υποχώρηση του φιλελευθερισμού αποτελεί μια απολύτως ερμηνεύσιμη εξέλιξη και δεν ενέχει κανένα μυστήριο. Με την υποχώρηση της ισχύος του φορέα μιας ιδεολογίας υποχωρεί και η επιρροή της συγκεκριμένης ιδεολογίας: με την αποδυνάμωση της ισχύος των ΗΠΑ υποχωρεί και η επιρροή του φιλελευθερισμού, όπως συνέβη με την αποδυνάμωση της ισχύος της ΕΣΣΔ και την υποχώρηση της επιρροής του σοσιαλισμού (η μετασοβιετική νεοφιλελεύθερη δυτικογενής και ευρωκεντρική «αριστερά» εγκατέλειψε ιδεολογικά τον σοσιαλισμό αντικαθιστώντας τον με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η παράλληλη εξέλιξη της ανόδου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της παρακμής του σοσιαλισμού ούτε έχει μελετηθεί ούτε έχει αναδειχθεί αρκετά).
Δύο από τα κυριότερα αγκάθια στο σώμα του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού είναι η πολιτικοποίηση της οικονομίας και η άνοδος του λαϊκισμού. Η οικονομική ασφάλεια και το λεγόμενο friendshoring, που ουσιαστικά επαναφέρουν τη λογική του εμπορικού μπλοκ, και η πολιτικοποίηση της οικονομίας γενικότερα, υπονομεύουν την επιρροή του οικονομικού φιλελευθερισμού και ως πρακτικές είναι ασύμβατες με την ελεύθερη αγορά. Τα προηγούμενα προωθούν οι Δημοκρατικοί, αλλά και στο στρατόπεδο των Ρεπουπλικάνων τα πράγματα είναι εξίσου άσχημα για τον οικονομικό φιλελευθερισμό: όταν το πρώτο πράγμα που απαντάει ο Τραμπ σε ερώτηση για την αμερικανική οικονομία είναι We're doing tariffs on other countries, προφανώς η ελεύθερη αγορά έχει τελειώσει. Βέβαια αυτό δεν μπορούν να το παραδεχθούν ελευθεραγορίτες οπαδοί του Τραμπ, διότι αν το παραδέχονταν θα ομολογούσαν ότι τελικά αυτό που πραγματικά υποστήριζαν δεν ήταν η «ελεύθερη αγορά», αλλά κάτι διαφορετικό. Αυτό από μόνο του θα έπρεπε να τους υποψιάσει ότι στις μέρες μας τα πράγματα είναι διαφορετικά από τη ψυχροπολεμική περίοδο της αντιπαράθεσης καπιταλισμού-σοσιαλισμού (Δες και παρακάτω IV και V). Από την άλλη μεριά, η επιτάχυνση της παρακμής του πολιτικού φιλελευθερισμού σχετίζεται ευθέως με την άνοδο του λεγόμενου λαϊκισμού στο εσωτερικό των φιλελεύθερων κρατών. Αρκετοί φιλελευθεροδημοκράτες, οπαδοί του Μπάιντεν ή της Χάρις, διαπιστώνουν ιδεολογική εγγύτητα μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, ωστόσο ελάχιστοι χαρακτηρίζουν τον Πούτιν ως λαϊκιστή, και ακόμα λιγότεροι πείθουν ότι είναι τέτοιος. Ο λαϊκισμός, στην τρέχουσα μορφή του, αποτελεί ιδιαίτερο φαινόμενο των «δυτικών» φιλελεύθερων δημοκρατιών και πηγάζει από τις εσωτερικές αντιφάσεις και πιο συγκεκριμένα από το χάσμα και την ένταση μεταξύ δημοκρατίας και φιλελευθερισμού στο πλαίσιο της σύνθεσής τους, της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η δημοκρατία ιστορικά έχει υπάρξει χωρίς τον φιλελευθερισμό και ο φιλελευθερισμός χωρίς τη δημοκρατία. Διαφορετικά: η δημοκρατία διαμορφώθηκε ανεξάρτητα από τις φιλελεύθερες αρχές και δεν είχε ανάγκη τον φιλελευθερισμό ως προϋπόθεση προκειμένου να υπάρξει, να διαμορφωθεί και να παγιωθεί ως καθεστώς. Δημοκρατικές αρχές όπως αυτές της ισότητας, της αρχής της πλειοψηφίας και της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή της αρχής ότι η κυρίαρχη εξουσία ανήκει στον λαό, δεν προϋπέθεταν φιλελεύθερες αρχές, όπως αυτές της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και των μειονοτήτων, προκειμένου να υπάρξουν και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Η συζήτηση γύρω από τον λαϊκισμό μπορεί να ερμηνευτεί, μεταξύ άλλων, και ως ένα είδος φιλελεύθερης αυτοκατανόησης, ως μια φιλελεύθερη έκφραση άμυνας και φόβου, ελιτίστικου χαρακτήρα, απέναντι στην πιθανότητα ανάδυσης μιας δημοκρατικής ή λαϊκής πλειοψηφίας, μιας αναδυόμενης τυραννικής δύναμης που θα εδράζεται σε τάξεις των σύγχρονων πληβείων: αξέχαστη και αξιομνημόνευτη είναι σε αυτό το πλαίσιο η αναφορά της Χίλαρι Κλίντον στους οπαδούς του Ντόναλντ Τραμπ ως basket of deplorables το 2016. Πολλοί φιλελεύθεροι αποδίδουν τα αδιέξοδα του φιλελευθερισμού σε κρίση της δημοκρατίας ενώ στην πραγματικότητα αυτά προέρχονται από το χάσμα και την ένταση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Από το χάσμα μεταξύ των δύο πηγάζει όχι μόνο ο λαϊκισμός αλλά και ο αντισυστημισμός, οι δυνάμεις εναντίον του κατεστημένου κ.λπ. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτού του κατεστημένου και αυτού του συστήματος; Το φιλελεύθεροδημοκρατικό.
Η ένταση και η πόλωση μεταξύ των δημοκρατικών και των φιλελεύθερων αρχών στο εσωτερικό των φιλελεύθερων δημοκρατιών αυξάνεται συνεχώς, με τη μεγαλύτερη κλιμάκωση να παρατηρείται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με χαρακτηριστικά γεγονότα την εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021 οπαδών του πρώην Αμερικανού προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για την αμερικανική προεδρία Ντόναλντ Τραμπ, και τη δολοφονική απόπειρα εις βάρος του στις 13 Ιουλίου 2024.
Διαφαίνεται στον ορίζοντα η πιθανότητα μια εκ των δύο τάσεων, η φιλελεύθερη ή η δημοκρατική, δυνητικά να ηγεμονεύσει απόλυτα στο εσωτερικό μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, μετασχηματίζοντας το φιλελευθεροδημοκρατικό καθεστώς είτε προς μια αυταρχική αντιφιλελεύθερη κατεύθυνση, στην οποία θα ήταν παντοδύναμη μια δημοκρατική πλειοψηφία, είτε προς μια αυταρχική αντιδημοκρατική κατεύθυνση, στην οποία θα ήταν παντοδύναμη μια φιλελεύθερη μειοψηφία, διαφαίνεται δηλαδή η πιθανότητα να οδηγηθούμε είτε σε ένα φιλελεύθερο αντιδημοκρατικό είτε σε ένα δημοκρατικό αντιφιλελεύθερο καθεστώς (Ασφαλώς και μπορούν να υπάρξουν τόσο αυταρχικός φιλελευθερισμός όσο και αυταρχική δημοκρατία).
Η πολιτική ένταση που παραδοσιακά ενυπάρχει στη σχέση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας έχει υποτιμηθεί λόγω της κυριαρχίας του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, ιδίως στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, ιστορικά, ο φιλελευθερισμός ανέκαθεν ήταν φοβικός απέναντι στις δημοκρατικές αρχές και προσπαθούσε να ελέγξει, να περιορίσει και να φέρει στα φιλελεύθερα μέτρα του τη δημοκρατία.
Ουσιαστικά, μετά από τις επαναστάσεις του 1848 η δημοκρατία έπαψε να αποτελεί πρωταρχικό εχθρό του φιλελευθερισμού και τη θέση του κύριου εχθρού κατέλαβε ο σοσιαλισμός. Οι φιλελεύθεροι πήραν στοιχεία από τη δημοκρατία που θεωρούσαν ότι ταιριάζουν στην ιδεολογία τους, βαφτίστηκαν δημοκράτες αντί για φιλελεύθεροι, δηλαδή αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το όνομα και την έννοια προκειμένου να διατηρήσουν την ουσία του πράγματος, και όσα στοιχεία από τη δημοκρατία δεν τους ταίριαζαν τα απέδωσαν στον σοσιαλισμό. Από τότε και μετά, ιστορικά, όποτε απειλείται ο φιλελευθερισμός φωνάζει «δημοκρατία». Το 1991 ο φιλελευθερισμός επικράτησε ιδεολογικά επί του σοσιαλισμού (εξέλιξη που δεν συνέπεσε τυχαία με την ολοκληρωτική αποδυνάμωση της Ευρώπης, αρχικά με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια με το τέλους του Ψυχρού Πολέμου, έναντι της Αγγλόσφαιρας), και τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά το 2008, επανήλθε η αρχική παραδοσιακή ένταση και αντιπαράθεση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, που αποσταθεροποιεί εσωτερικά φιλελεύθερες δημοκρατίες, φανερώνοντας τις εσωτερικές του αντιφάσεις.
Από το 1848 μέχρι το 1991 ουσιαστικά ο φιλελευθερισμός ηγεμονεύει επί της δημοκρατίας, έχοντας μετατρέψει την τελευταία σε μέσο για τους σκοπούς και τη νομιμοποίησή του αλλά και για τη μαζικότητά του. Η προσπάθεια απόλυτης ταύτισης της σύγχρονης δημοκρατίας ως έννοιας γενικά με τη φιλελεύθερη δημοκρατία ειδικά, της αποκλειστικής χρήσης της έννοιας, σχετίζεται με το πώς ο φιλελευθερισμός επικράτησε ως πράγμα αλλά όχι ως έννοια.
IV
Ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία ως έννοιες και ως πράγματα
Ο φιλελευθερισμός είναι ο κερδισμένος τόσο από πλευράς κύρους όσο και από πλευράς αποδοχής και νομιμοποίησης από αυτή σχέση με τη δημοκρατία, διότι ουδέποτε υπήρξε τόσο δημοφιλής όσο νομίζουν ορισμένοι στο εσωτερικό της «Δύσης». Είναι γνωστό ότι η δημοκρατία ήταν αντιδημοφιλής μέχρι τον 18ο αιώνα, αλλά και ο φιλελευθερισμός δεν υπήρχε ως έννοια μέχρι τον 19ο αιώνα. Ως πράγμα μπορεί να υπήρχε παλαιότερα στην Αγγλία, ή και στις βρετανικές αποικίες της Αμερικής, όμως ως έννοια και άρα ως συνείδηση και ταυτότητα δεν υπήρχε. Σε ό,τι αφορά τον περίφημο Τζων Λοκ, αυτός βαφτίστηκε ιδρυτής πατέρας του φιλελευθερισμού και ενσωματώθηκε στον φιλελεύθερο κανόνα, πολύ αργά, μόλις τον 20ο αιώνα (οι ΗΠΑ έχουν χαρακτηριστεί ως “Lockean remnant”, ως «Λοκιανό απομεινάρι»). Η πεποίθηση ότι ο φιλελευθερισμός είναι εξίσου δημοφιλής με τη δημοκρατία, και άρα ότι ο φιλελευθερισμός μπορεί να βγει κερδισμένος μακροπρόθεσμα στρεφόμενος εναντίον της δημοκρατίας, είναι παρακινδυνευμένη αν όχι ανεδαφική.
Η δημοκρατία υπάρχει τόσο ως έννοια όσο και ως πράγμα τουλάχιστον δυόμισι χιλιετίες, ενώ ο φιλελευθερισμός ως και τα δύο μαζί, και ως έννοια και ως πράγμα, δεν υπάρχει πριν από το 1810-1820, δηλαδή ούτε δυόμισι αιώνες. Ο φιλελευθερισμός μόνο ως έννοια γεννιέται μετά από τη Γαλλική Επανάσταση. Ακόμη και στους Νέους Χρόνους η δημοκρατία ως έννοια είναι παλαιότερη από τον φιλελευθερισμό. Αυτή η διαφορά από μόνη της θα έπρεπε να αρκεί για να μην ταυτίζεται η δημοκρατία με τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αυτό που ονομάζουμε δημοκρατία στη «Δύση» σήμερα είναι ένα φιλελεύθερο καθεστώς με δημοκρατικά στοιχεία, όχι ένα δημοκρατικό καθεστώς με φιλελεύθερα στοιχεία (η διαφορά δεν αποτελεί παιχνίδισμα του λόγου, είναι υπαρκτή): είναι ο φιλελευθερισμός σε δημοκρατική μορφή, όχι η δημοκρατία σε φιλελεύθερη μορφή, διότι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι προφιλελεύθερα και θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό αντιφιλελεύθερα (εξ ου και οι φιλελεύθεροι τρέμουν μια μη φιλελεύθερη δημοκρατία και προσπαθούν να πείσουν ότι υπάρχει μια και μόνη δημοκρατία, η φιλελεύθερη δημοκρατία). Δεν αναφέρομαι εδώ στον κλασικό διαχωρισμό περί έμμεσης και άμεσης δημοκρατίας ή στα περί ατομικού και συλλογικού: η εκλογή σε αξίωμα με βάση την προσωπική αξία και ικανότητα, δηλαδή με βάση την ατομικότητα και όχι με βάση μια συλλογική κοινωνική τάξη, υπάρχει από την εποχή του Θουκυδίδη, ενώ οι Μοντεσκιέ και Ρουσσώ αποκλείουν την αντιπροσώπευση από τη δημοκρατία ο ένας και από την κυριαρχία ο άλλος. Από το πώς ερμηνεύεται η έννοια της κυριαρχίας εξαρτάται η σχέση της αντιπροσώπευσης με τη δημοκρατία. Αναφέρομαι σε κάτι βαθύτερο. Ο φιλελευθερισμός ορίζει τόσο την έννοια της ελευθερίας όσο και την έννοια της δημοκρατίας με εντελώς ιδιαίτερο και διαφορετικό τρόπο όχι μόνο από τους αρχαίους (κάτι που δεν είναι παράξενο καθώς μιλάμε για διαφορετικούς πολιτισμούς, παρά τις αφηγήσεις περί υπερδισχιλιετούς «Δύσης») αλλά και από νεότερους, όπως ο Μοντεσκιέ. Στον Αριστοτέλη ο σκοπός και το τέλος της δημοκρατίας είναι η ελευθερία ενώ στον δημοκρατικό προοδευτικό φιλελευθερισμό η δημοκρατία είναι το μέσο και η ελευθερία του ατόμου είναι ο σκοπός. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η ελευθερία και η ισότητα υφίστανται κατ’ εξοχήν στη δημοκρατία, αγγίζοντας το υψηλότερο σημείο τους, ενώ ο φιλελευθερισμός κατασκευάζει ένα τεχνητό δίπολο που είναι αμφίβολο κατά πόσο υπήρξε στην ιστορία της ανθρωπότητας, ως αντίθεση, πριν από την εμφάνιση του φιλελευθερισμού, τοποθετώντας την ισότητα σχεδόν στον αντίποδα της ελευθερίας. Κάτι τέτοιο είναι ακατανόητο από τον Αριστοτέλη μέχρι και τον Μοντεσκιέ, και τούτο δεν είναι τυχαίο γιατί προφανώς το συγκεκριμένο δίπολο αποτελεί απότοκο του σοκ και του δέους, του τρόμου που προκάλεσε η Γαλλική Επανάσταση. Οι Άγγλοι πουριτανοί προσκυνητές που έφτασαν στις όχθες της Αμερικής ως μετανάστες και ως έποικοι προκειμένου να λατρέψουν τον Θεό εν ελευθερία δεν θεωρούσαν ως ασύμβατες μεταξύ τους την ισότητα και την ελευθερία και, μιλώντας με σημερινούς όρους, οικοδόμησαν μια θρησκευτική και μια κοινωνική δημοκρατία. Η πολιτική δημοκρατία, π.χ. η πολιτική δημοκρατική διάσταση της λαϊκής κυριαρχίας, μπόρεσε να αναδυθεί μόνο από τη στιγμή που οι βρετανικές αποικίες από βρετανικές έγιναν αμερικανικές (λαός) και από αποικίες έγιναν ανεξάρτητες (κυριαρχία) (Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπήρξαν επίσης και φυλετική δημοκρατία όσο κι αν δεν αρέσει σε Αμερικανούς και φιλελεύθερους να το θυμούνται, προτιμώντας τη λήθη έναντι της μνήμης). Ολοκληρώνοντας για το σχεδόν αντιθετικό δίπολο ισότητα vs ελευθερία, γενικότερα η ισότητα είναι αρχαιότατη ως έννοια και ως πράγμα και μπορεί τη συναντήσει κανείς και σε μη δημοκρατικές πολιτείες.
Γέφυρα
Όμως ας επιστρέψουμε στο σήμερα. Πέραν όλων των άλλων, ο φιλελευθερισμός έχει πρόβλημα με την πλειοψηφία και με την κυριαρχία. Αυτό δεν παρατηρείται μόνο στο εσωτερικό, με τη λαϊκή κυριαρχία και την πλειοψηφία σε εγχώριο επίπεδο εθνικής πολιτικής, αλλά και στο εξωτερικό, με την κρατική κυριαρχία και τη σχέση μειοψηφίας και πλειοψηφίας σε επίπεδο διεθνούς και παγκόσμιας πολιτικής, στο πώς είναι δομημένη η παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη: η προώθηση παλαιότερα από τις ΗΠΑ του δόγματος ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι υπεράνω της κυριαρχίας των κρατών, σε συνδυασμό με τον παρεμβατισμό στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων, η σχέση της Ομάδας των Επτά (G7), της «Δύσης» ή και του παγκόσμιου «Βορρά» με τον υπόλοιπο πλανήτη, σε συνάφεια με οικουμενικές αξιώσεις ισχύος, το ζήτημα της νομιμοποίησης μιας μειοψηφίας του 9,67% του παγκόσμιου πληθυσμού και της αντιπροσώπευσης των συμφερόντων των υπολοίπων κ.λπ. Για εκδημοκρατισμό των διεθνών σχέσεων μιλάνε οι μεν, όσοι ασκούν κριτική στη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη, εννοώντας ως δημοκρατία την ισορροπία δυνάμεων (όχι την ηγεμονία), τον πλουραλισμό (όχι την ομογενοποίηση), την εκπροσώπηση (δες το προηγούμενο παράδειγμα ή την αναφορά στην ομάδα BRICS+ στην αρχή), την αναλογικότητα κ.λπ, και οι φιλελεύθεροι τους απαντάνε για ανθρώπινα δικαιώματα (δηλαδή για την οικουμενική διάσταση του πολιτικού φιλελευθερισμού), τα οποία ταυτίζουν με τη δημοκρατία στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η αμερικανική φιλελεύθερη ταύτιση της δημοκρατίας με τα ανθρώπινα δικαιώματα, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, μπορεί να ονομαστεί και ως νεοφιλελεύθερη δημοκρατία (Δες και Stephen Hopgood, στο The Endtimes of Human Rights, ο οποίος μεταξύ άλλων σημειώνει: «Παρά τις εσωτερικές διαφορές μεταξύ του επεκτατικού φιλελευθερισμού των νεοσυντηρητικών υπό τον Ρόναλντ Ρίγκαν και των φιλελεύθερων διεθνιστών του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν στενά συνδεδεμένα με την εξαγωγή της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας μέσω της χρήσης της αμερικανικής κρατικής ισχύος»).
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό της «Δύσης», το καίριο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Ζούμε, άραγε, τα αρχικά στάδια της διαμόρφωσης ενός αγεφύρωτου χάσματος μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας; Διαφορετικά: Βρισκόμαστε στην απαρχή μιας πορείας αποσύνδεσης και χωρισμού του φιλελευθερισμού από τη δημοκρατία; Το ερώτημα μπορεί να τεθεί περισσότερο προκλητικά κι ως εξής: Βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Αμερική;
V
Δημοκρατικοί και Ρεπουπλικάνοι απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσσία
Η υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, η σταδιακή αποσύνθεση της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και η εξωτερική πίεση από κράτη όπως η Ρωσσία και η Κίνα, έχουν αρχίσει να εσωτερικεύονται στο περιβάλλον των εθνικών πολιτικών συστημάτων της «Δύσης», επηρεάζοντας κόμματα και ελίτ, μέσω της ανόδου της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης και της κρίσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Μέχρι και πριν από την τετραετία 2018-2022, το Δημοκρατικό Κόμμα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήταν υπέρ τόσο της πολιτικής όσο και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Πλέον, είναι κατά της οικονομικής ενώ φαίνεται να παραμένει υπέρ της πολιτικής παγκοσμιοποίησης. Και το Ρεπουπλικανικό Κόμμα, επίσης, ήταν υπέρ της πολιτικής παγκοσμιοποίησης μέχρι την περίοδο Τράμπ: ο Μπους ο νεότερος εξήγαγε τη δημοκρατία και επέβαλε τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Μέση Ανατολή. Πλέον, φαίνεται πως είναι εναντίον τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής παγκοσμιοποίησης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας είναι υπέρ της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, τουλάχιστον της εμπορικής της διάστασης, και κατά της πολιτικής παγκοσμιοποίησης.
Η παγκοσμιοποίηση τελείωσε επίσημα για τις ΗΠΑ με τον χαρακτηρισμό της Κίνας ως στρατηγικού ανταγωνιστή (2018) και με την εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία (2022).
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της Κίνας, η διαφορά μεταξύ των δύο αμερικανικών κόμματων, των Ρεπουμπλικάνων (του Τραμπ) και των Δημοκρατικών (του Μπάινεν και της Χάρις) δεν είναι τόσο χαοτική όσο γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί για κλασικούς ψηφοθηρικούς λόγους. Υπό αυτή την έννοια και ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποιο από τα δύο κόμματα θα κερδίσει τις εκλογές. Και τα δύο κόμματα, τόσο το Ρεπουμπλικανικό όσο και το Δημοκρατικό, θα υιοθετήσουν μια νεοψυχροπολεμικού τύπου στρατηγική ανάσχεσης της Κίνας (Containment Strategy). Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της Ταϊβάν είναι μάλλον απίθανο Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι να πιστεύουν πραγματικά ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα κριθεί σε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων (Ωστόσο αποτελεί ένα δυνατό χαρτί που έχουν οι Αμερικανοί προκειμένου να καθηλώνουν την Κίνα και να ελέγχουν σε κάποιο βαθμό την εξέλιξη και την ανάπτυξή της. Αλλά το τελευταίο είναι διαφορετικό από τη θέση ότι εκεί που πραγματικά θα κριθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ στον 21ο αιώνα θα είναι στη Ταϊβάν. Πάντως οι Κινέζοι δεν πρόκειται κάνουν πίσω. Οπότε αν δεν κάνουν πίσω οι Αμερικανοί ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος). Η κυριότερη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων μάλλον θα είναι ότι μια κυβέρνηση Ρεπουμπλικανών θα επικεντρωθεί περισσότερο στην οικονομική διάσταση της ανάσχεσης ενώ μια κυβέρνηση των Δημοκρατικών στη διεθνοπολιτική διάσταση.
Όμως αυτά ισχύουν αν εξετάσει κανείς μόνο το θέμα της Κίνας, απομονωμένο και ξεκομμένο απ' οτιδήποτε άλλο. Όταν εισέλθει στην εξίσωση και η Ρωσσία αλλάζουν τα πράγματα. Ως γνωστόν, οι ρίζες της στρατηγικής ανάσχεσης βρίσκονται στη ψυχροπολεμική περίοδο και στον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Ωστόσο, και μεταψυχροπολεμικά οι ΗΠΑ εφάρμοσαν στρατηγική ανάσχεσης, διπλής μάλιστα, εναντίον τόσο του Ιράκ όσο και του Ιράν. Τώρα πως είναι δυνατόν να πετύχει μια στρατηγική διπλής ανάσχεσης, της Ρωσσίας και της Κίνας, όταν αυτή απέτυχε έναντι του Ιράκ και του Ιράν, σε μια περίοδο μάλιστα όπου οι ΗΠΑ ήταν πολύ ισχυρότερες απ’ ό,τι είναι σήμερα (κυβέρνηση Κλίντον), θα πρέπει να ρωτήσετε τους Δημοκρατικούς. Ένα μέρος των Ρεπουμπλικάνων υποτίθεται ότι επιθυμεί ανάσχεση μόνο της Κίνας και εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσσία, προφανώς με στόχο μια πλήρη περιφερειακή απομόνωση της Κίνας, και επειδή όλοι οι λογικοί άνθρωποι στον πλανήτη (πλην μια μερίδας αρειμάνιων φιλελεύθερων της Αγγλόσφαιρας και των ευρωπαϊκών περιχώρων της) δεν θέλουν να έχουν απέναντί τους τη Ρωσσία σε έναν μεγάλο παγκόσμιο ανταγωνισμό, όταν μάλιστα το αχανές αυτό κράτος δεν αποτελεί τον κύριο ανταγωνιστή τους. Το μέλλον θα δείξει κατά πόσον οι Ρώσσοι θα γίνουν, για μια ακόμα φορά στην ιστορία τους, τα κορόιδα των Αγγλοαμερικανών, και κατά πόσο οι Αμερικανοί θα καταφέρουν να παρουσιαστούν ως παντοκράτορες χάρη στις θυσίες των Ρώσσων (Υπάρχουν πραγματικά άνθρωποι που πιστεύουν σοβαρά ότι το ευρωπαϊκό μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το κέρδισε 1 νομοσχέδιο των ΗΠΑ που ψηφίστηκε στην Ουάσιγκτον και όχι 10.000.000 και πλέον νεκροί της ΕΣΣΔ που ξεψύχησαν στα πεδία των μαχών. Άβυσσος η ψυχή και η διάνοια των οπαδών του ηγεμόνα. Όμως τέτοιους και άλλους παρεμφερείς μύθους πρέπει να καλλιεργείς όταν καταφέρνεις να γίνεις ηγεμόνας με μόλις 500.000 ανθρώπινες απώλειες σε έναν παγκόσμιο πόλεμο).
Επίλογος
Η μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αποτέλεσε μια εξαιρετικά μικρή παρέκκλιση. Και δεν πρόκειται να επιστρέψει. Η άνοδος της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης και η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στο εσωτερικό της «Δύσης», και η υποχώρηση του φιλελευθερισμού, διεθνώς, αποτελούν τα κυριότερα επακόλουθα και τα σημαντικότερα σύμπτωμα της αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και της φθίνουσας ηγετικής ικανότητας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ενώ η πολιτικοποίηση της οικονομίας και η εναντίωση στα ανθρώπινα δικαιώματα ―είτε σε συγκεκριμένα περιεχόμενά τους είτε σε δεσμευτικές ερμηνείες συγκεκριμένων περιεχομένων τούς―, φαίνεται πως μετεξελίσσονται σε κύριους διαμορφωτικούς παράγοντες της τρέχουσας φάσης της «παγκόσμιας τάξης».
Δημήτρης Β. Πεπόνης
.~`~.
Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:
Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη
Δημήτρης Β. Πεπόνης
Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, Ιανός, Πρωτοπορία, Public κ.λπ.
~
Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com
Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.
13 | 9 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024