Ι
Μέχρι πριν από περίπου μια πενταετία (2020) το 60-65% των αμερικανικών νοικοκυριών, δηλαδή περίπου δύο στα τρία νοικοκυριά στις ΗΠΑ, δεν είχαν 500 δολάρια στην άκρη για μια έκτακτη ανάγκη. Φέτος, το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών έφτασε σε ιστορικό υψηλό, αγγίζοντας επίπεδα ρεκόρ σχεδόν 18 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Επιπλέον, το μέσο εισόδημα για το κάτω 50%, ή το φτωχότερο μισό, του αμερικανικού πληθυσμού μειώνεται για μια συνεχή περίοδο περίπου 30 ετών. Συν τοις άλλοις, από το 1980 μέχρι το 2015, ο λόγος του μέσου εισοδήματος του υψηλότερου-πλουσιότερου 1% προς το μέσο εισόδημα του χαμηλότερου-φτωχότερου 50% εκτοξεύθηκε από 41 (το 1980) σε 138 (το 2015), ο υψηλότερος στον πλανήτη.
Τα προηγούμενα αποτελούν ενδεικτικά δείγματα διάσπασης και σήψης του κοινωνικού ιστού, που χαρακτηρίζουν κρατικές κοινωνίες οι οποίες βρίσκονται σε φάση αποσύνθεσης της εσωτερικής τους συνοχής, αν όχι προχωρημένης παρακμής. Δείγματα τα οποία οι περισσότεροι Αμερικανοί, αλλά και πολλοί άνθρωποι σε Ευρώπη, Ελλάδα και «Δύση», δεν γνωρίζουν.
Παρόμοια, λίγοι αντιλαμβάνονται πραγματικά πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, από τη δεκαετία του 1980, περίοδο αποδυνάμωσης, σταδιακής αποσύνθεσης και τελικά διάλυσης της ΕΣΣΔ και έναρξης της μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1990, που συνοδεύτηκε από την κορύφωση της παγκοσμιοποίησης, μέχρι την οικονομική κρίση προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000 και την εκλογή του Τραμπ στην αμερικανική προεδρία λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2010.
Το 1980 το οικονομικό μερίδιο των ΗΠΑ, ως ποσοστό επί της παγκόσμιας οικονομίας, με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (δηλαδή ΑΕΠ με όρους PPP), ήταν περίπου 22%, ενώ της Κίνας γύρω στο 3%. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το 2017 τα αντίστοιχα ποσοστά είχαν μεταβληθεί σε 15,3% για τις ΗΠΑ και 18,2% για την Κίνα (
Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 26).
Το ίδιος έτος (1980) ο πληθυσμός των κρατών που αποτελούν την ομάδα των Επτά (G7) ήταν περίπου 618 εκατομμύρια, σε συνολικό πλανητικό πληθυσμό 4,45 δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Φέτος, ο πληθυσμός των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και του Καναδά εκτιμήθηκε σε 788 εκατομμύρια, ενώ στον πλανήτη ζουν περίπου 8,162 δισεκατομμύρια άνθρωποι.
Δηλαδή, τα προαναφερθέντα κράτη, της ομάδας των Επτά (G7) και των τριών κέντρων του παγκόσμιου Βορρά (σε Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και Ασία του Ειρηνικού), αντιπροσωπεύουν περίπου το 9,67% του παγκόσμιου πληθυσμού. Και μάλιστα το ποσοστό αυτό περιλαμβάνοντας την ηττημένη, δηλαδή εξημερωμένη και καλή Ιαπωνία, η οποία ως κακή Ιαπωνία πολέμησε, μεταξύ άλλων, τις μεγάλες φιλελεύθερες δυνάμεις της εποχής της, τη μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη (ΗΠΑ) και τις δύο μεγαλύτερες αποικιοκρατικές δυνάμεις (γαλλική και βρετανική αυτοκρατορία), επιδιώκοντας να πετάξει εκτός Ανατολικής Ασίας κάθε «δυτική» και ευρωπαϊκή δύναμη και επιρροή και να εγκαθιδρύσει μια νέα αυτοδύναμη και ανεξάρτητη περιφερειακή ασιατική τάξη: εξ ου και μια τέτοια Ιαπωνία ήταν μια κακή Ιαπωνία, η οποία έπρεπε να εξημερωθεί (Η διαδικασία μέσω της οποίας εξημερώνεσαι και γίνεσαι καλός μετά από συντριπτική ήττα μπορεί να ονομαστεί, πιο κομψά, και φιλελευθεροποίηση). Όμως, ακόμα κι έτσι, δηλαδή και με τη συμπερίληψη μιας ηττημένης/καλής/εξημερωμένης ασιατικής δύναμης, κράτη που αντιπροσωπεύουν μόλις το 9,67% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορούν να κυβερνούν τον πλανήτη: υπάρχει ζήτημα νομιμοποίησής τους, και τίθεται ζήτημα αντιπροσώπευσης των συμφερόντων και των αντιλήψεων των υπολοίπων κρατών, τα οποία θέλουν να συμμετέχουν και να έχουν ουσιαστικό λόγο στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Η διεθνής φιλελεύθερη τάξη «βασισμένη σε κανόνες» φαίνεται πως δεν έχει καταφέρει να πείσει σε διεθνές επίπεδο.
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό του αμερικανικού κράτους, σε πολλά μέρη της Ασίας αποτελεί σχεδόν κοινό τόπο η άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποτελούν πλέον δημοκρατία αλλά πλουτοκρατία, καθώς ιστορικά ένα από τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας ήταν ότι προσπαθούσε μέσω της δύναμης των πολλών να αποσυνδέσει την ολιγαρχική δύναμη του πλούτου από την πολιτική ισχύ. «Ναι, αλλά εμείς στη Δύση έχουμε LGBT rights», θα απαντήσουν Αμερικανοί, «ενώ εσείς στην Ασία όχι». Και κάπου εκεί θα τελειώσει η όποια συζήτηση. Παρ' όλ' αυτά, σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο περιβάλλον, το ζήτημα της νομιμοποίησης των κρατών που αποτελούν μια μειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού (9,67%, με το ποσοστό να βαίνει συνεχώς μειούμενο) και καθορίζουν τους κανόνες και τις νόρμες για όλους τους υπόλοιπους, και το ζήτημα της ουσιαστικής συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και της αντιπροσώπευσης των κρατών που αποτελούν μια συντριπτική πλειοψηφία σε πλανητική κλίμακα θα παραμείνει, με ή χωρίς δημοκρατία.
ΙΙ
Η ερμηνεία των πολιτικών φαινομένων μέσω μιας οικονομικής προσέγγισης είναι κυρίαρχη, έχει ηγεμονικό χαρακτήρα, και εν πολλοίς έχει μετατραπεί σε προσέγγιση του συρμού. Εκείνο το στοιχείο που υποτιμάται συστηματικά, όσον αφορά μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στην αμερικανική κοινωνία, είναι το φυλετικό ζήτημα, το οποίο υπάρχει από τη σύσταση του αμερικανικού κράτους, έχει μεγάλη ιστορία πίσω του, και δίχως το οποίο σχεδόν καμία πτυχή και εξέλιξη της αμερικανικής ιστορίας δεν μπορεί να ερμηνευτεί.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι το ζήτημα της φυλής συνόδευσε, έμμεσα ή άμεσα, κάθε σημαντική καμπή της ιστορίας του αμερικανικού κράτους, ότι ως μέλη της λευκής φυλής θεωρούνταν αρχικά μόνο οι Λευκοί Αγγλοσάξονες Προτεστάντες (WASP) και ότι η αμερικανική κοινωνία διαμορφώθηκε ως μια κοινωνία εποίκων στη βάση μιας πολιτικής οντότητας αποικιακού χαρακτήρα (settler colonialism), όπως συνέβη με όλα τα εξωευρωπαϊκά αγγλόφωνα κράτη, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο αποτελεί το κράτος γεννήτορά τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Νότια Αφρική, η Αυστραλία, όλα αυτά τα κράτη είναι παιδιά της Αγγλίας, των πολιτικών και των ανταγωνισμών της (ο Καναδάς και της Γαλλίας, η Ν. Αφρική και της Ολλανδίας): settler colonial states. Το ίδιο ισχύει και για το Ισραήλ. Η κοινότητα αποικιακού χαρακτήρα εποικισμού μεταξύ των κρατών της αγγλόσφαιρας και του Ισραήλ είναι ένας από τους λόγους που το υποστηρίζουν τόσο σθεναρά, από ρεαλιστική σκοπιά και ανεξάρτητα από γεωπολιτικές σκοπιμότητες και ιδεολογικούς ή άλλους λόγους. Την ίδια τους την ύπαρξη στηρίζουν και δικαιώνουν (
Ο Χριστιανικός Σιωνισμός και το Ισραήλ ως θρησκευτικό ιουδαϊκό και κοσμικό ισραηλινό κράτος). Από τα κράτη αυτού του είδους, που δημιουργήθηκαν μέσω αποικιακής κυριαρχίας εποίκων, το κράτος της Αυστραλίας έχει περισσότερο εξασφαλισμένη μακροπρόθεσμα την επιβίωσή του και το κράτος του Ισραήλ λιγότερο. Επίσης, μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ένα από αυτά τα κράτη, η Ν. Αφρική, πρωτοστάτησε εναντίον του Ισραήλ κατηγορώντας το εβραϊκό κράτος για γενοκτονία. Ασφαλώς, η εμπειρία του απαρτχάιντ, δηλαδή της πολιτικής φυλετικού διαχωρισμού, συνέβαλε στην επιλογή μιας τέτοιας απόφασης και στάσης, αλλά είναι και μια οικογενειακή διαμάχη σε διεθνές επίπεδο μεταξύ κρατών που διαμορφώθηκαν ως αποικίες εποίκων. Όμως και στο εσωτερικό των ΗΠΑ,
η πολιτικοποίηση του ζητήματος της υποστήριξης του Ισραήλ επηρεάζει τόσο τον μετασχηματισμό του Δημοκρατικού κόμματος όσο και τη σχέση μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών.
Παρ' όλ' αυτά, δεν αρκεί η έντονη πολιτικοποίηση του οικονομικού ζητήματος ή του ζητήματος της υποστήριξης του Ισραήλ, προκειμένου να ερμηνευτούν οι πολιτικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ερμηνεία πολιτικών φαινομένων που αναπτύσσονται σε κρατικές κοινωνίες οι οποίες έχουν διαμορφωθεί στη βάση εποικισμού με αποικιακό χαρακτήρα είναι αδύνατη δίχως τη φυλετική διάσταση.
Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, η
αγγλοπροτεσταντική ηγεμονία στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πολύ πιο ολοκληρωμένη απ' ό,τι ήταν στην Αυστραλία και στον Καναδά, ή συγκριτικά με τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη. Όμως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αυτή η κυρίαρχη ηγεμονική θέση άρχισε να δέχεται πιέσεις. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1920, οι Λευκές Αγγλοσαξονικές Προτεσταντικές (WASP) Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αντεπιτέθηκαν εδραιώνοντας τον αγγλοπροτεσταντικό εθνοτικό-θρησκευτικό φυλετικό τους χαρακτήρα με μια σειρά από νόμους (π.χ. Volstead Act το 1920, Johnson-Reed Act το 1924) που αποσκοπούσαν στη διατήρηση της κυριαρχίας των WASP, ενώ ο Alfred Emanuel Smith,
ο πρώτος ρωμαιοκαθολικός υποψήφιος για την αμερικανική προεδρία με ιρλανδικές ρίζες, ηττήθηκε στις εκλογές του 1928. Μέχρι εκείνη την περίοδο η WASP Αμερική έδειχνε να αντέχει.
Προτεσταντικές ομάδες, αδελφότητες και ενώσεις, όπως η Κου Κλουξ Κλαν, οι Μασόνοι,
οι Κόρες της Αμερικανικής Επανάστασης, και ιδεολογικοί απόγονοι μυστικών εταιρειών όπως η American Protective Association και πολιτικών κινημάτων όπως το Know Nothing, που στρέφονταν εναντίον της μετανάστευσης, του Ρωμαιοκαθολικισμού, των Ιρλανδών και των Γερμανών, πρέσβευαν τον αυτοχθονισμό/νατιβισμό (όχι των ιθαγενών, βέβαια, αλλά των εποίκων που θεωρούνταν πλέον ιθαγενείς και αυτόχθονες) και είχαν ρεπουμπλικανικό και ασφαλώς
προτεσταντικό χαρακτήρα, συνέχιζαν να καλλιεργούν τους δεσμούς μεταξύ της λευκής προτεσταντικής εθνοφυλετικής Αμερικής και επαναβεβαίωναν την αγγλοαμερικανική ηγεμονία στις ΗΠΑ (The rise and fall of Anglo-America, 2004).
Εντούτοις, η πόρτα για την είσοδο στη λευκή φυλετική εθνότητα είχε αρχίσει να ανοίγει, και το διαβατήριο έγραφε «Νορδισμός». Πρώτοι πήραν σειρά οι Σκανδιναβοί, και οι Γερμανοί και Ιρλανδοί ρωμαιοκαθολικοί, ως Βόρειοι-Νορδικοί λαοί. Αυτή η μεταβολή σηματοδότησε την υποβάθμιση της θρησκείας στον ορισμό της (πάλαι ποτέ λευκής αγγλοσαξονικής προτεσταντικής) φυλής. Έτσι οι βορειοδυτικοί Ευρωπαίοι, μεταξύ των οποίων και οι ρωμαιοκαθολικοί Ιρλανδοί, οι οποίοι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα θεωρούνταν βδελύγματα και συγκρίνονταν με πιθήκους από Άγγλους, μέσω του Νορδισμού βαφτίστηκαν λευκοί. Γύρω στη δεκαετία του 1930, άρχισαν να παίρνουν σειρά
ρωμαιοκαθολικοί ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του Νότου (Μεσογειακοί) και της Ανατολής (Σλάβοι), αν και πατήθηκε φρένο στη μετανάστευσή τους για τις επόμενες δύο δεκαετίες, με το ποσοστό όσων μετανάστευαν από αυτές τις περιοχές της Ευρώπης να μειώνεται από σχεδόν 80% σε μόλις 20% μέχρι τη δεκαετία του 1950. Τη δεκαετία του Β΄ ΠΠ (1940) άρχισε να ανοίγει η πόρτα για τους Εβραίους. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι είχαν βαφτιστεί λευκοί (ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των λευκών προτεσταντών, ρωμαιοκαθολικών και ιουδαίων εξακολουθούσαν να παντρεύονται μέλη της δικής τους πίστης, δηλαδή εφάρμοζαν πρακτικές θρησκευτικής ενδογαμίας), το Άγαλμα της Ελευθερίας είχε επανερμηνευθεί συμβολικά συνδεόμενο σχεδόν αποκλειστικά με τη μετανάστευση και το αμερικανικό έθνος είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτό ως έθνος μεταναστών, ενώ είχε εκλεγεί και ο πρώτος
μη προτεστάντης Αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος βέβαια δολοφονήθηκε. Εξήντα πέντε χρόνια μετά από τη δολοφονία του, το 2008, θα εκλεγεί ο πρώτος
μη λευκός Αμερικανός πρόεδρος. Πιθανώς, ο μόνος σύνδεσμος που παραμένει μεταξύ της λευκής ταυτότητας του παρόντος και της παλιάς αγγλοπροτεσταντικής ηγεμονίας είναι ένα μέρος του κινήματος της χριστιανικής ταυτότητας με αναφορές στον
βρετανικό ισραηλιτισμό του 19ου αιώνα (The rise and fall of Anglo-America, 2004).
Αφήνοντας την αμερικανική ιστορία του παρελθόντος και επιστρέφοντας στο παρόν, σήμερα μια από τις εσωτερικές διαστάσεις του μεταναστευτικού, το οποίο είναι πολυπλόκαμο και πολυδιάστατο ζήτημα με μεγάλη ιστορία στις ΗΠΑ, είναι ότι συνενώνει εντός του το οικονομικό με το φυλετικό ζήτημα. Προς επίρρωση της πολυπλοκότητας του ζητήματος, θα ολοκληρώσουμε αυτό το μέρος με μια αναφορά στις εξωτερικές-διεθνείς διαστάσεις του μεταναστευτικού.
Έλεγχος μεταναστευτικών ροών σημαίνει έλεγχος συνόρων, και σαφώς οριοθετημένα σύνορα σημαίνουν καθορισμένη ταυτότητα. Η σχέση συνόρου-ταυτότητας είναι σημαντική: το βλέπουμε μεταξύ «Δύσης», Ευρώπης και Ρωσσίας, Ισραήλ και Παλαιστίνης, Ινδίας και Πακιστάν κ.λπ. Η Κίνα και η Ρωσσία δεν θα είχαν φτάσει στα επίπεδα των σημερινών τους σχέσεων δίχως την επίλυση των Σινο-Σοβιετικών συνοριακών τους διαφορών, ούτε η Γαλλία με τη Γερμανία. Η σχέση της Ρωσσίας με την Ιαπωνία καθορίζεται από τη διαμάχη για τις Κουρίλες νήσους, η σχέση της Κίνας με την Ινδία και την Ιαπωνία επίσης από συνοριακές και νησιωτικές διαφορές κ.λπ. Αλλά και πέρα από τη σχέση κράτους, συνόρων και ταυτότητας, η εξωτερική διάσταση του μεταναστευτικού σχετίζεται και με τις αντιφάσεις του φιλελευθερισμού: η λογική ανοιχτότητας του οικονομικού φιλελευθερισμού έρχεται σε σύγκρουση με τη λογική αν όχι κλειστότητας τουλάχιστον ελέγχου του πολιτικού φιλελευθερισμού. Η διεθνής μετανάστευση αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, και τα φιλελεύθερα «δυτικά» συμμαχικά κράτη ενέκριναν τα ίδια ένα φιλελεύθερο διεθνές νομικό μεταναστευτικό καθεστώς, προκειμένου να εξυπηρετήσουν οικονομικούς σκοπούς.
Για τις μετακινήσεις πληθυσμών έχω γράψει παλαιότερα αποκλειστικό κείμενο με συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της μετανάστευσης τα τελευταία 50 χρόνια σε παγκόσμια και περιφερειακή κλίμακα, για τα μερίδια επί της παγκόσμιας μετανάστευσης ανά γεωγραφική περιοχή και ήπειρο, για τις μετακινήσεις από κράτος σε κράτος και για τα κράτη προορισμούς (εισαγωγείς) και τα κράτη προέλευσης (εξαγωγείς), για τις sui generis ευρωπαϊκές συνθήκες, την αποσταθεροποίηση κρατών και περιοχών, τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και τις προϋποθέσεις ξεσπάσματος της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης, για την Ευρώπη και τη σχέση Νότου-Βορρά και Ανατολής-Δύσης, την ευρωπαϊκή δημογραφία και την εξω-ευρωπαϊκή μετανάστευση. Όμως ας επιστρέψουμε στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
ΙΙΙ
Παρόλο που η κυρίαρχη αντίληψη και συμβατική σοφία έχει προσδιορίσει το πολιτικό ρεύμα γύρω από τον Ντόναλτ Τραμπ ως ένα κίνημα που ο κύριος όγκος του προέρχεται κατά βάση από εργατικά στρώματα με χαμηλό εισόδημα και χωρίς κολεγιακή μόρφωση, και ως αποτέλεσμα κυρίως της αποβιομηχανοποίησης και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, εντούτοις υπάρχουν αρκετοί που ισχυρίζονται ότι το πραγματικό ζήτημα που έφερε στο προσκήνιο τον Τραμπ δεν ήταν, και δεν παραμένει, απλώς οικονομικό και μορφωτικό αλλά κυρίως φυλετικό και πολιτειακό (εδώ δεν μας απασχολεί κατά πόσο ισχύουν όλα αυτά αντικειμενικά αλλά κατά πόσο γίνονται πιστευτά υποκειμενικά): ισχυρίζονται ότι το κίνημα γύρω και πίσω από τον Τραμπ δεν πιστεύει πλέον στις φιλελεύθερες αρχές που διέπουν το αμερικανικό συνταγματικό καθεστώς και το σύστημα διακυβέρνησης, και ότι επιδιώκει την ανατροπή της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, την εγκαθίδρυση ενός ριζικά διαφορετικού μεταφιλελεύθερου καθεστώτος και την οικοδόμηση μιας νέας Αμερικής.
Πάντως τα στοιχεία λένε ότι στις αμερικανικές εκλογές το 2016 οι ψηφοφόροι με τα χαμηλότερα εισοδήματα ψήφισαν υπέρ της Κλίντον, ενώ μεταξύ όσων είχαν ετήσια εισοδήματα πάνω από 100.000 δολάρια Τραμπ και Κλίντον ήρθαν ουσιαστικά ισόπαλοι. Στους ψηφοφόρους που δήλωναν ότι η οικονομία ήταν το σημαντικότερο ζήτημα, η Κλίντον επικράτησε με σχετική άνεση, ενώ σε αυτούς που δήλωναν ότι η μετανάστευση ήταν το πιο σημαντικό ζήτημα, ο Τραμπ κέρδισε με μεγάλη διαφορά. Αυτή ήταν η πρώτη φορά μεταπολεμικά που το μεταναστευτικό ιεραρχήθηκε ως σημαντικότερο ζήτημα από την οικονομία από ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος και από μια πλειοψηφία των ψηφοφόρων ενός κόμματος.
Μέσα σε μια πενταετία από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008, το μεταναστευτικό ζήτημα στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε να κατατάσσεται ως κορυφαία προτεραιότητα, αρχικά, για ένα ποσοστό περίπου 15-20% των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, διαμορφώνοντας τη βάση για την επιτυχημένη προκριματική υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανών το 2015. Στη συνέχεια, η διεύρυνση αυτής της βάσης οδήγησε στο να ιεραρχείται το μεταναστευτικό ως σημαντικότερο ζήτημα από την οικονομία για την πλειοψηφία όσων ψήφιζαν το Ρεπουμπλικανικό κόμμα.
Το γεγονός ότι ένας υποψήφιος που ήρθε εκτός του ρεπουμπλικανικού κομματικού κατεστημένου, ο Ντόναλτ Τραμπ, μετετράπη αρχικά σε de facto και στη συνέχεια σε de jure ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, σε συνδυασμό με το πώς η μετανάστευση ιεραρχήθηκε ως κορυφαία προτεραιότητα μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, αυτός ο συνδυασμός σε επίπεδο ηγεσίας και βάσης, αποτέλεσε καταλύτη για τον μετασχηματισμό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Ένα στοιχείο που φανερώνει την πορεία μετασχηματισμού του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, συγκριτικά με το παρελθόν του, είναι ότι σχεδόν όλες οι κατηγορίες λευκών Αμερικανών ψήφισαν σε μεγαλύτερο αριθμό υπέρ του Τραμπ το 2016 από ό,τι υπέρ του Μπους το 2000: όχι απλώς η λευκή εργατική τάξη, οι λευκοί ψηφοφόροι χωρίς κολεγιακή μόρφωση και οι λευκοί χριστιανοί (τόσο καθολικοί όσο και ευαγγελικοί και προτεστάντες), αλλά τόσο οι λευκοί άνδρες όσο και οι λευκές γυναίκες. Από την άλλη, οι μη λευκοί ψηφοφόροι (Αφροαμερικανοί, Ισπανόφωνοι ή Λατινοαμερικανοί και Ασιάτες Αμερικανοί) χωρίς κολεγιακή μόρφωση ψήφισαν συντριπτικά υπέρ της Κλίντον.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η φυλή και όχι η μόρφωση αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα στο σύνολο της αμερικανικής κοινωνίας, και ότι ο μορφωτικός παράγοντας υπήρξε καθοριστικός μόνο σε ένα μέρος της, μεταξύ λευκών Αμερικανών.
Η επιτυχία του Τραμπ μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων, σχεδόν όλων των κατηγοριών, υπήρξε το πολιτικό αποκορύφωμα μιας μακροπρόθεσμης δημογραφικής τάσης (αν αυτό το αποτέλεσμα σε επίπεδο ψήφων ήταν παροδικό και άρα αναστρέψιμο ή όχι, θα το φανερώσουν οι επερχόμενες εκλογές. Πάντως η δημογραφική τάση είναι μόνιμη και μη αναστρέψιμη). Η τάση αυτή εκβάλλει σε δύο καθοριστικές αλληλοσυνδεόμενες μεταβολές:
Πρώτον, στο συνεχώς μειούμενο ποσοστό των λευκών ψηφοφόρων επί του συνόλου τόσο του εκλογικού σώματος όσο και όσων ψηφίζουν, οι οποίοι σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες (πλην ίσως του ανώτατου επιπέδου πλούτου και μόρφωσης), ταυτίζονται ολοένα και εντονότερα με το Ρεπουμπλικανό κόμμα.
Στις εκλογές του 2000 ο Μπους κέρδισε τον Αλ Γκορ με περίπου 13 μονάδες στο σύνολο των λευκών ψηφοφόρων, σε αυτές του 2012 ο Ρόμνεϊ κέρδισε τον Ομπάμα με περίπου 20 μονάδες στο σύνολο της λευκής ψήφου, ενώ με την ίδια σχεδόν διαφορά κέρδισε ο Τραμπ την Κλίντον το 2016. Στις εκλογές του 2020 ο Τραμπ επικράτησε επί του Μπάιντεν με 17 μονάδες στη λευκή ψήφο, δηλαδή σε ένα μέρος των ψηφοφόρων, παρόλο που στο σύνολο των ψηφισάντων ηττήθηκε με περίπου 4,5 μονάδες.
Στις εκλογές του 2000, οι λευκοί ψηφοφόροι αποτελούσαν το 81% του συνόλου των ψηφοφόρων, σε αυτές του 2012 το ποσοστό επί του συνόλου είχε μειωθεί στο 72%, ενώ στις εκλογές του 2020 η λευκή ψήφος μειώθηκε στο 67%, σηματοδοτώντας μια πτώση 14% (από το 81% στο 67%), μέσα σε δύο δεκαετίες, και μια άνοδο 11% (από το 19% στο 30%) της μη λευκής ψήφου.
Όσο μειώνεται το πληθυσμιακό μερίδιο των λευκών Αμερικανών στο σύνολο του εκλογικού και κοινωνικού σώματος, τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα αποκτά το ταυτοτικό ζήτημα σε ένα μέρος της αμερικανικής κοινωνίας και το φυλετικό ζήτημα στο σύνολο της αμερικανικής πολιτικής.
Η δεύτερη μεγάλη μεταβολή είναι
η αλλαγή των πληθυσμιακών ισορροπιών μεταξύ μιας λευκής πλειοψηφίας και μιας μη λευκής μειοψηφίας: το 2012 το Αμερικανικό Γραφείο Απογραφής προέβλεψε ότι το 2043 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα αποτελούν χώρα με πλειοψηφικά μειονοτικό πληθυσμό (minority-majority population), για πρώτη φορά στην ιστορία τους, 267 χρόνια μετά από την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Αυτή η μεταβολή θα έρθει σε συνέχεια της εκλογής του Μπαράκ Ομπάμα, στις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου του 2008, ως του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου μετά από 232 χρόνια ιστορίας του αμερικανικού κράτους (
Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 165-166).
Σας θυμίζει κάτι η σχέση μεταξύ λευκής και μη λευκής μειοψηφίας και πλειοψηφίας; Στο διεθνές και παγκόσμιο περιβάλλον τα πράγματα είναι αντίστροφά (I): από τη μια μεριά τίθεται ζήτημα νομιμοποίησης μιας λευκής μειοψηφίας σε πλανητική κλίμακα (που αντιπροσωπεύει το 9,67% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχοντας ενσωματώσει ως υποτελές ένα ηττημένο/καλό/εξημερωμένο ασιατικό κράτος, την Ιαπωνία), και από την άλλη τίθεται ζήτημα αντιπροσώπευσης και συμμετοχής στα κέντρα λήψης αποφάσεων μιας μη λευκής πλανητικής πλειοψηφίας. Οι κακές σχέσεις μεταξύ Δύσης και Ρωσσίας, και οι καλές σχέσεις της Ρωσσίας με την Κίνα, την Ινδία αλλά και με χώρες της Ανατολής και του παγκόσμιου Νότου, σώζει την ανθρωπότητα από έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό που θα μπορούσε δυνητικά να αποκτήσει εντονότατο φυλετικό χαρακτήρα, μεταξύ λευκού παγκόσμιου Βορρά και μη λευκού παγκόσμιου Νότου.
ΙV
Οι Λευκοί Αγγλοσάξονες Προτεστάντες (WASP) Αμερικανοί δεν ηττήθηκαν από κάποιον εξωτερικό εχθρό. Από την περίοδο της εισόδου των ΗΠΑ στον Α΄ ΠΠ και τη συμμέτοχή τους στον ρωσσικό εμφύλιο, δηλαδή από τη στιγμή που πάτησαν πόδι στην Ευρώπη θέτοντας τα γεωπολιτικά θεμέλια της
διατλαντικής ευρωαμερικανικής «Δύσης» (
Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 125-133), μέχρι και την περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ και της εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων, χονδρικά από τη δεκαετία του 1920 μέχρι αυτή του 1960, οι WASP Αμερικανοί ενεπλάκησαν σε έναν εγχώριο ιδεολογικό και πολιτισμικό εμφύλιο πόλεμο που οδήγησε στην επικράτηση της φιλελεύθερης και στην ήττα της συντηρητικής πτέρυγας της WASP Αμερικής. Ουσιαστικά, οι συντηρητικοί WASP Αμερικανοί
αναγκάστηκαν να εκφράζουν τις αντιρρήσεις και τις ενστάσεις τους και να κινούνται μέσα σε ένα φιλελεύθερο πλαίσιο, δηλαδή να εξημερωθούν (το ίδιο συνέβη σχεδόν με όλους και εκτός ΗΠΑ: μοναρχικούς και δημοκρατικούς, συντηρητικούς και προοδευτικούς, μεταφασίστες «δεξιούς» και μετασοβιετικούς «αριστερούς» κ.λπ, όλοι τους εξημερώθηκαν), καθώς, όπως σημειώσαμε νωρίτερα, ως
φιλελευθεροποίηση μπορεί να ονομαστεί η διαδικασία εξημέρωσης μετά από την ήττα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ζήσει κατά τα παρελθόν τη μετάβαση από μια αγγλοπροτεσταντική προς μια πλουραλιστική θρησκευτικά Αμερική, η οποία συνοδεύτηκε από τη διεύρυνση της έννοιας της λευκής φυλής (μέσω της συμπερίληψης στη «λευκότητα» Ιταλών, Πολωνών, Εβραίων κ.λπ). Τώρα βρίσκονται μπροστά σε μια μελλοντική μετάβαση από μια λευκή πλειοψηφικά Αμερική προς μια μη λευκή πλειοψηφικά ή πλουραλιστική φυλετικά Αμερική, η οποία συνοδεύεται από την ενίσχυση της λευκής ταυτότητας.
Η κρίση και η πολιτικοποίηση της λευκής ταυτότητας (White identity politics) και του ζητήματος της φυλής (Critical race theory), αλλά ακόμα και της σεξουαλικότητας (LGBT politics), αποτελούν συμπτώματα της μακροπρόθεσμης και μη αναστρέψιμης δημογραφικής τάσης που εκβάλλει στην αλλαγή των πληθυσμιακών ισορροπιών μεταξύ της λευκής πλειοψηφίας και της μη λευκής μειοψηφίας, και στο μειούμενο ποσοστό της λευκής καθώς και στο αυξανόμενο ποσοστό της μη λευκής ψήφου επί του συνόλου τόσο του εκλογικού σώματος όσο και όσων ψηφίζουν. Είναι φανερό ότι αυτή η έντονη πολιτικοποίηση (π.χ. της σεξουαλικότητας) οδηγεί σε μια τεράστια ένταση μεταξύ νόμων και ηθών στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας, η οποία εξάγεται και στο εξωτερικό, ιδίως στις υπόλοιπες «δυτικές» κοινωνίες.
Εκτός από οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις, και πληθωρισμό, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εξάγουν και κρίσεις ηθών και αξιών, θεσμικές κρίσεις, και ό,τι άλλο χωρά ο ανθρώπινος νους, και στους συμμάχούς τους. Παλαιότερα, οι ΗΠΑ δεν άφηναν σε ησυχία τον πλανήτη, γενικά, και τους αντιπάλούς τους, ειδικά, με την εξωτερική τους πολιτική, τις πολεμικές τους περιπέτειες, τον παρεμβατισμό τους στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων κρατών και με τις οικουμενικές αξιώσεις ισχύος τους. Τώρα δεν αφήνουν τον πλανήτη σε ησυχία, τόσο τους συμμάχους όσο και τους ανταγωνιστές τους, με τις πολλαπλές εσωτερικές τους κρίσεις και την εξαγωγή αυτών των κρίσεων σε διεθνές επίπεδο.
Επιστρέφοντας στο εγχώριο επίπεδο, η ένταση στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας μεταξύ νόμων και ηθών ενισχύεται ακόμα περισσότερο τόσο από τη σχέση όσο και από τη διαφορά περιεχομένου μεταξύ των νόμων στο ομοσπονδιακό επίπεδο και σε αυτό της πολιτείας. Τραμπ και Ρεπουμπλικανοί επιθυμούν τη μεταφορά πολλών ζητημάτων και αρμοδιοτήτων (π.χ. της παιδείας) από το ομοσπονδιακό επίπεδο στο επίπεδο της πολιτείας όχι μόνο για λόγους αρχής, όπως είναι η αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αλλά και λόγω του διαφορετικού περιεχομένου των νόμων στο επίπεδο της πολιτείας, συγκριτικά με το ομοσπονδιακό επίπεδο, καθώς και της διαφορετικής σχέσης μεταξύ νόμων και ηθών: δηλαδή το κατά πόσο οι νόμοι μεταβάλλουν τα ήθη ή τα ήθη καθορίζουν τους νόμους. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, τόσο όταν τα ήθη ακολουθούν τους νόμους όσο και όταν οι νόμοι ακολουθούν τα ήθη, ανεξάρτητα από το συντηρητικό ή προοδευτικό τους περιεχόμενο, προκύπτει μεγάλη ένταση μεταξύ νόμων και ηθών εξ αιτίας της πολιτικοποίησης αυτών των ζητημάτων.
Δηλαδή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έχουμε ένταση μεταξύ νόμων και ηθών, που συνοδεύεται και από ένταση μεταξύ ομοσπονδιακής κυβέρνησης και κεντρικής εξουσίας από τη μια μεριά και πολιτειακής κυβέρνησης και εξουσίας από την άλλη, πρωτεύουσας και επαρχιακής πόλης, κέντρου-περιφέρειας. Προφανώς, τα ήθη είναι διαφορετικά στις πρωτεύουσες πόλεις συγκριτικά με τις επαρχιακές, όπως επίσης στις παραθαλάσσιες περιοχές συγκριτικά με τις ορεινές, ή τις περιοχές της ενδοχώρας. Επιπλέον, τα ήθη είναι διαφορετικά εκεί όπου κυριαρχεί ο πλούτος και η πολυτέλεια, εξ ου Μοντεσκιέ και Ρουσσώ τόνιζαν τη σχέση δημοκρατίας και λιτότητας, πολυτέλειας και μοναρχίας.
Ο Ρουσσώ μιλά για ελάχιστη πολυτέλεια σε μια δημοκρατία, καθώς ο πλούτος και η πολυτέλεια διαφθείρουν τόσο τους πλούσιους όσο και τους φτωχούς. Ο πλούτος, γράφει «πουλά την πατρίδα στη μαλθακότητα και τη ματαιοδοξία». Οι πολίτες ενός ελεύθερου κράτους, σημειώνει, κάνουν τα πάντα με τον προσωπικό τους μόχθο και όχι πληρώνοντας με χρήμα, δηλαδή μεταβάλλοντας την προσωπική τους προσφορά σε χρηματική, διότι αν υποκαθιστούν την προσωπική τους παρουσία με το πορτοφόλι τους, π.χ., αν οι πολίτες πληρώνουν άλλους για να πολεμήσουν γι’ αυτούς, και διορίζουν βουλευτές αντί να πάνε οι ίδιοι στις συνελεύσεις, θα καταλήξουν οι μεν μισθοφόροι να υποδουλώνουν την πατρίδα τους οι δε βουλευτές να την ξεπουλούν (Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, σ. 158-159, Εκδ. Πόλις). Επίσης, διατείνεται ότι σε μια κακοδιοικούμενη πολιτεία κανένας δεν θέλει να κάνει ούτε βήμα, καθώς διαβλέπει ότι η γενική βούληση δεν θα επικρατήσει, και καθένας απορροφάται πλήρως από τις ιδιωτικές του υποθέσεις (Σκεφτείτε και την αποχή από τις εκλογές). Αν οι νόμοι εκφράζουν την αρμονία συμφερόντων και την κατάσταση της κοινής γνώμης, των ηθών και των εθίμων, όπως πιστεύει ο Ρουσσώ, τότε δεν είναι παράξενο που η κοινωνική συνθήκη στις «Ηνωμένες» Πολιτείες της Αμερικής είναι αυτή που είναι. Ο Μοντεσκιέ θεωρεί ως θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας τη λιτότητα, μαζί με την ισότητα και την πολιτική αρετή, με την τελευταία να ορίζεται ως αγάπη για τους νόμους και την πατρίδα, να απαιτεί συνεχώς την επιλογή του δημοσίου έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος, και να συνδέεται ιδιαίτερα με τις δημοκρατίες. Σε ό,τι αφορά τη λιτότητα, εκτιμά πως όταν κυριαρχεί η πολυτέλεια λόγω του πλούτου το πνεύμα στρέφεται προς το ατομικό συμφέρον, η ψυχή αποκτά πολλαπλές επιθυμίες και μετατρέπεται σε εχθρό των νόμων που περιορίζουν την ικανοποίηση αυτών των επιθυμιών.
Ο συνδυασμός της πίστης στην πρόοδο και της λατρείας της τεχνολογίας καλλιεργεί τον μύθο ότι οι άνθρωποι έχουν αλλάξει ριζικά συγκριτικά με το παρελθόν. Όποιος μελετά τους κλασικούς γνωρίζει ότι
η ανθρώπινη συμπεριφορά έχει αλλάξει ελάχιστα στο πέρασμα των αιώνων (
Το τέλος της μεγάλης παρέκκλισης, Σελ. 328-336).
V
Η πολιτικοποίηση του ζητήματος της μετανάστευσης συμπυκνώνει το δημογραφικό με το οικονομικό και το ταυτοτικό/φυλετικό ζήτημα. Η δημογραφική και μη αναστρέψιμη τάση αποτελεί την μακροπρόθεσμη βάση του φυλετικού/ταυτοτικού ζητήματος, ενσωματώνοντας και την ιστορική διάσταση, ενώ η οικονομική εκπτώχευση/φτωχοποίηση αποτελεί τη βραχυπρόθεσμη και καταλυτική αλλά πολιτικά αναστρέψιμη βάση, περιλαμβάνοντας την κοινωνική διάσταση.
Η εκλογή του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από 232 χρόνια ιστορίας του αμερικανικού κράτους (1776-2008), είναι ασύγκριτα σημαντικότερο, καθοριστικότερο και πιο φορτισμένο συμβολικά ιστορικό γεγονός σε σχέση με την οικονομική κρίση του 2008, τα αποτελέσματα της οποίας όμως όντως λειτουργούν ως καταλύτης. Η ιστορικότητα του γεγονότος ενισχύεται επιπλέον αν συνυπολογιστεί ο ιστορικός ορίζοντας της μετατροπής των ΗΠΑ σε μια χώρα με πλειοψηφικά μειονοτικό πληθυσμό σε μόλις 19 χρόνια από φέτος.
Σε ένα τέτοιο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία το 2008, του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, η εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021 οπαδών του πρώην Αμερικανού προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για την αμερικανική προεδρία, καθώς και η απόπειρα δολοφονίας του λίγους μήνες πριν από τις επερχόμενες εκλογές, φαντάζουν ως σημεία καμπής που παραπέμπουν σε προ και μετά Ομπάμα και Τραμπ εποχή για τη Δημοκρατία στην Αμερική.
Και αν για ορισμένους είναι αληθοφανής ο ισχυρισμός ότι το κίνημα γύρω και πίσω από τον Τραμπ επιδιώκει την ανατροπή της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων και την εγκαθίδρυση ενός ριζικά διαφορετικού μεταφιλελεύθερου καθεστώτος στις ΗΠΑ, τότε, υπό το φως μιας τέτοιας ερμηνευτικής ματιάς, οι επερχόμενες εκλογές δεν αποτελούν μια ακόμα εκλογική αναμέτρηση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, αλλά ένα δημοψήφισμα με επίδικο τη συνέχιση της ύπαρξης της παλαιότερης φιλελεύθερης δημοκρατίας στον πλανήτη και τη διασφάλιση της δημόσιας φιλελεύθεροδημοκρατικής κοινωνικής, πολιτικής και συνταγματικής τάξης, που γεννήθηκε από την Αμερικανική Επανάσταση.
Πράγμα που, με τη σειρά του, θα σημαίνει ότι η πολιτική μάχη που ξεκίνησε με την εκλογή των Ομπάμα και Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, όχι μόνο δεν πρόκειται να τερματιστεί με το πέρας των εκλογών, παρά θα συνεχιστεί και θα ριζοσπαστικοποιηθεί μετά από αυτές. Γιατί το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών 5ης Νοεμβρίου 2024 δεν θα είναι π.χ. η οικονομία, όπως διατείνονται πολλοί, αλλά οι ίδιες οι αρχές του πολιτεύματος, οι θεσμοί της πολιτείας, οι νόμοι του κράτους, τα ήθη και ο χαρακτήρας της αμερικανικής κοινωνίας, εν τέλει η ίδια η φύση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον 21ο αιώνα.
Δημήτρης Β. Πεπόνης