23 Νοεμβρίου 2024

Για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου 2024.


23 | 11 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024


Το μέρος I πρωτοδημοσιεύτηκε στο Νέο Πλανόδιον. Τα μέρη II και III δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην Κοσμοϊδιογλωσσία. Τα τρία κείμενα δεν περιορίζονται σε κρίσεις και συμπεράσματα παρά δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε στοιχεία και δεδομένα ― τα οποία μπορεί να χρησιμοποίησει κάθε αναγνώστης και κάθε αναγνώστρια προκειμένου να κάνουν τις δικές τους κρίσεις και να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα.

I

Αρχικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπάρχουν 120 εκατομμύρια γυναίκες και 113 εκατομμύρια άνδρες σε ηλικία ψήφου. Στις εκλογές του 2020 το 52.5% όσων ψήφισαν ήταν γυναίκες και το 47.5% ήταν άνδρες  (U.S. Census Bureau, Voting and Registration in the Election of November 2022, April 2024). Σε ό,τι αφορά τις εκλογές του 2024, η κύρια ποσοτική αντίθεση που προκύπτει από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών είναι ανάμεσα σε άνδρες (54-55% υπέρ Ρεπουμπλικανών) και γυναίκες (53% υπέρ Δημοκρατικών), με πυρήνα τους λευκούς άνδρες (59-60% υπέρ Ρεπουμπλικανών). Η κύρια ποιοτική αντίθεση που προκύπτει είναι μεταξύ λευκών (55-57% υπέρ Ρεπουμπλικανών) και μαύρων (83-85%  υπέρ Δημοκρατικών), με πυρήνα τις μαύρες γυναίκες (89-91% υπέρ Δημοκρατικών) (U.S. News,  NBC News). Αναφέρομαι σε επίπεδο κατηγορίας ψηφοφόρων, όχι πεποιθήσεων και ζητημάτων που καθορίζουν τη ψήφο (Δες παρακάτω III).

Παρόλα τα κέρδη των Ρεπουμπλικανών σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες (φυλής, φύλου, ηλικιακές, εισοδηματικές κ.λπ), η κύρια αντίθεση παραμένει σε επίπεδο φύλου (άνδρες-γυναίκες) και φυλής (λευκοί-μαύροι), ενώ τα προηγούμενα θα πρέπει πάντοτε να σταθμίζονται με φόντο το ζήτημα της αστικοποίησης (πόλεις-επαρχία).

Ποσοτικά κυριαρχούν οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της λευκής ψήφου, όχι μόνο επειδή υπάρχουν 155 εκατομμύρια λευκοί σε ηλικία ψήφου και 78 εκατομμύρια από τις υπόλοιπες φυλετικές κατηγορίες (U.S. Census Bureau, Voting and Registration in the Election of November 2022, April 2024), αλλά και επειδή στις εκλογές του 2020 το 73.3% όσων ψήφισαν ήταν λευκοί και το υπόλοιπο ποσοστό από άλλες φυλετικές κατηγορίες (10.9% Μαύροι, 9.7% Ισπανόφωνοι, 3.9 Ασιάτες και 2.3% άλλοι), οι οποίες υποεκπροσωπούνται συγκριτικά με τους λευκούς, καθώς συμμετέχουν σε μικρότερο βαθμό στην εκλογική διαδικασία: ακόμα και αν μειώνεται το ποσοστό των λευκών που βρίσκονται σε ηλικία ψήφου συνολικά, δηλαδή από δημογραφικής άποψης, αυξάνεται ο βαθμός συμμετοχής τους στις εκλογές, γεγονός που φανερώνει μια συσπείρωση της λευκής ψήφου συνολικά αλλά και μια πόλωση στο εσωτερικό της. 

Αν ορίσουμε δύο βασικούς ανθρωπολογικούς τύπους που ήρθαν σε αντίθεση στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, στο εσωτερικό της λευκής ψήφου, με βάση τα αποτελέσματα, αυτοί είναι ο λευκός άνδρας της επαρχίας ηλικίας 45-65 ετών με τη λευκή αστικοποιημένη γυναίκα ηλικίας 18-44 ετών.

Σε ό,τι αφορά τα εισοδήματα ανά νοικοκυριό, το Δημοκρατικό κόμμα τα πήγε καλύτερα από το Ρεπουμπλικανικό με τους πλουσιότερους παρά με τους φτωχότερους για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες (Financial Times). Κυκλοφορούν ορισμένα αποτελέσματα exit poll που μιλούν για επικράτηση των Δημοκρατικών σε νοικοκυριά με εισοδήματα άνω των 100.000 δολαρίων και των Ρεπουμπλικάνων κάτω από αυτό το ποσό, ενώ παρουσιάζεται κυριαρχία των πρώτων και στα εισοδήματα κάτω των 30.000 δολαρίων. Ωστόσο, οι ποσοστιαίες διαφορές μεταξύ των δύο κομμάτων σε όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες είναι μικρές, της τάξης του 5%, με εξαίρεση τα εισοδήματα από 30.000 μέχρι 50.000 δολάρια όπου η διαφορά αγγίζει το 8%. Και πάλι, όμως, το ποσοστό αυτό δεν εντυπωσιάζει αν σκεφτεί κανείς: (1) ένα υποθετικό εργατικό κόμμα να λαμβάνει μόλις 8% περισσότερες ψήφους στα εργατικά στρώματα συγκριτικά με ένα επιχειρηματικό κόμμα, και το τελευταίο να λαμβάνει μόλις 8% περισσότερες ψήφους στους επιχειρηματίες συγκριτικά με το πρώτο, σταθμίζοντας επιπλέον ότι (2) το Δημοκρατικό κόμμα λαμβάνει 80% περισσότερες ψήφους στις μαύρες γυναίκες συγκριτικά με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα (παρόλο που το τελευταίο είχε κέρδη και το πρώτο απώλειες στη συγκεκριμένη κατηγορία ψηφοφόρων συγκριτικά με τις εκλογές του 2020), και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα λαμβάνει 81% περισσότερες ψήφους συγκριτικά με το Δημοκρατικό κόμμα στο ζήτημα της μετανάστευσης ως θέματος μεγαλύτερης σημασίας στον καθορισμό ψήφου (Προσοχή: δεν αναφέρομαι στο ποσοστό όσων ψήφισαν το ένα ή το άλλο κόμμα, αλλά στη ποσοστιαία διαφορά ψήφων, π.χ. το 89% (U.S. News) ή το 91% (NBC News) των μαύρων γυναικών ψηφίζει Δημοκρατικούς και το 9% (U.S. News) ή το 7% (NBC News) Ρεπουμπλικάνους: Διαφορά υπέρ των Δημοκρατικών της Χάρις 80% ή 84%).

Αν δούμε τα αποτελέσματα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου μέσω ενός τέτοιου πρίσματος, ιεραρχώντας την ποσοστιαία διαφορά ψήφων και το χάσμα μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, διαμορφώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο ένα φάσμα από διάφορες σημαντικές κατηγορίες ψηφοφόρων και ορισμένα κομβικά ζητήματα που καθορίζουν τη ψήφο, τότε προκύπτουν τα εξής (U.S. News,  NBC News):

Διαφορά υπέρ των Δημοκρατικών της Χάρις

• Μαύρες γυναίκες: 80% (U.S. News) 84% (NBC News)
• Ομοφυλόφιλοι, λεσβίες, αμφιφυλόφιλοι, διεμφυλικοί ή διαφυλικοί (LGBT): 73%
• Μαύρη ψήφος: 67%
• Η κατάσταση της δημοκρατίας ως μεγαλύτερης σημασίας ζήτημα καθορισμού ψήφου: 62%   
• Ιουδαϊκού θρησκεύματος ψηφοφόροι: 56%
• Οι περισσότεροι μετανάστες χωρίς έγγραφα στις ΗΠΑ πρέπει: να έχουν ευκαιρία να υποβάλουν αίτηση για να αποκτήσουν νομικό καθεστώς: 53%
• Μαύροι άνδρες: 50%
• Η άμβλωση/έκτρωση ως μεγαλύτερης σημασίας ζήτημα καθορισμού ψήφου: 49%
• Κανένα θρήσκευμα: 45%
• Η άμβλωση/έκτρωση πρέπει να είναι νόμιμη: 39%
• Αστικοποιημένοι πληθυσμοί: 38% (U.S. News) 21% (NBC News)
• Η υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ: είναι πολύ ισχυρή 37%
• Γυναίκες ηλικίας 18-29: 24%
• Ισπανόφωνες ή Λατινοαμερικάνες γυναίκες: 22%
• Μεταπτυχιακός ή διδακτορικός τίτλος: 21%
• Οι καλύτερες μέρες της Αμερικής βρίσκονται στο μέλλον («ακμή, αισιοδοξία, ιδεαλισμός»): 18%
• Ισπανόφωνη ή Λατινοαμερικάνικη ψήφος: 14%
• Άλλη φυλετική ψήφος: 14%
• Άγαμοι/Ανύπαντροι: 12%
• Άτεκνες γυναίκες: 11%
• Νοικοκυριά με εισοδήματα πάνω από $200,000: 6%
• Ηλικίες 18-29: 6% (U.S. News) 11% (NBC News)
• Γυναίκες με παιδιά 5%
• Νοικοκυριά με εισοδήματα κάτω των $30,000 και από $100,000 μέχρι $200,000 (η τελευταία είναι η δεύτερη πολυπληθέστερη εισοδηματικά κατηγορία): 4%

Διαφορά υπέρ των Ρεπουμπλικάνων του Τραμπ 

• Νοικοκυριά με εισοδήματα κάτω από $100,000: 4% 
• Νοικοκυριά με εισοδήματα $50,000-$100,000 (η πολυπληθέστερη εισοδηματικά κατηγορία): 5% 
• Ηλικίες 45-65: 6% (U.S. News) 10% (NBC News)
• Λευκές γυναίκες: 7%
• Νοικοκυριά με εισοδήματα $30,000-$50,000: 8%
• Άτεκνοι άνδρες: 10% 
• Λευκή ψήφος: 12%
• Παντρεμένοι/Έγγαμοι: 13%
• Καθολικοί στο θρήσκευμα ψηφοφόροι: 18%
• Λευκοί άνδρες: 20% 
• Η εξωτερική πολιτική ως μεγαλύτερης σημασίας ζήτημα καθορισμού ψήφου: 20% 
• Άνδρες με παιδιά: 23%
• Πληθυσμοί της επαρχίας: 26% (U.S. News) 30% (NBC News)
• Προτεστάντες ή άλλοι Χριστιανοί: 27%
• Χωρίς κολεγιακή μόρφωση: 28%
• Υπηρέτησαν στον στρατό των ΗΠΑ: 31%
• Οι καλύτερες μέρες της Αμερικής βρίσκονται στο παρελθόν («παρακμή, απαισιοδοξία, ρεαλισμός»): 36%
• Λευκοί Προτεστάντες ή άλλοι Χριστιανοί: 46%
• Η οικονομία ως μεγαλύτερης σημασίας ζήτημα καθορισμού ψήφου: 61% 
• Λευκοί ευαγγελικοί Χριστιανοί: 65%
• Η υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ: δεν είναι αρκετά ισχυρή 65%
• Οι περισσότεροι μετανάστες χωρίς έγγραφα στις ΗΠΑ πρέπει: να απελαύνονται στις χώρες από τις οποίες προέρχονται: 76%
• Η μετανάστευση ως μεγαλύτερης σημασίας ζήτημα καθορισμού ψήφου: 81% 
• Η άμβλωση/έκτρωση πρέπει να είναι παράνομη: 83%

Από τα προηγούμενα μπορούν να αντληθούν απειράριθμες γόνιμες θέσεις, παρατηρήσεις και συμπεράσματα, όχι μόνο από τον γράφοντα αλλά κυρίως από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες. 

Προς το παρόν θα ολοκληρώσουμε με την εξής παρατήρηση. Στις εκλογές του 2020 το κόμμα των Δημοκρατικών υπό τον Μπάιντεν έλαβε 81 εκατομμύρια ψήφους (81,283,501) και το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων υπό τον Τραμπ 74 εκατομμύρια ψήφους (74,223,975). Μέσα σε τέσσερα χρόνια, μεταξύ 2020 και 2024, οι Δημοκρατικοί έχασαν περίπου 7 εκατομμύρια ψήφους ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν περίπου 2,5 εκατομμύρια (Περισσότερα στο II). 

Πιο συγκεκριμένα, το κόμμα των Δημοκρατικών υπό την Χάρις έλαβε περίπου 74 εκατομμύρια ψήφους και το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων υπό τον Τραμπ περίπου 76,5 εκατομμύρια ψήφους. Από ποσοτική σκοπιά δεν νίκησαν τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι του Τραμπ όσο ηττήθηκαν οι Δημοκρατικοί του Μπάιντεν και της Χάρις. 

Υπό καμία έννοια η προηγούμενη παρατήρηση δεν θέλει να μειώσει τη βαρύτητα και τη σημασία της θριαμβευτικής επικράτησης των Ρεπουμπλικανών του Τραμπ ή να χρυσώσει το χάπι της πανωλεθρίας των Δημοκρατικών της Χάρις. Ωστόσο, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, παρ όλες τις πολυεπίπεδες επιτυχίες σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες και παρ όλη τη συντριπτική επικράτηση σε επίπεδο ουσιαστικών και θεσμικών αποτελεσμάτων (πλειοψηφία και στα δυο σώματα του Κογκρέσου, στη Γερουσία και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, καθώς και στη λαϊκή ψήφο), παρά τον θρίαμβο του σχεδόν σε όλα τα ποιοτικά στοιχεία και στις μετακινήσεις ψηφοφόρων μεταξύ των δύο κομμάτων, με τη δυναμική της εναντίωσης στο κατεστημένο, τον αέρα της σύγκρουσης τόσο με τον πολιτικό καθωσπρεπισμό (political correctness) όσο και με την ασυγκράτητη ηθικιστική φρενίτιδα του λεγόμενου “woke” κινήματος, μέσω του οποίου γίνεται μια προσπάθεια να επιβληθεί από τα πάνω προς τα κάτω μια υπερφιλελεύθερη νεοπουριτανική ατζέντα (η εδαφική βάση και ο πυρήνας του κινήματος είναι τα κράτη της Αγγλόσφαιρας, με το κίνημα να είναι ισχυρότερο ακριβώς στις χώρες όπου ο κλασικός φιλελευθερισμός είναι ισχυρότερος), με τη μάχη με το βαθύ κράτος, τις ποινικές διώξεις και την προσπάθεια φίμωσης του Τραμπ, τα ΜΜΕ εναντίον του, και με δύο απόπειρες δολοφονίας εις βάρος της ζωής του (όλα τα προηγούμενα λειτουργούν υπέρ και όχι κατά του Τραμπ στη λαϊκή ψήφο), αλλά και με τη συγκέντρωση ανθρώπων από εντελώς διαφορετικούς χώρους να τον υποστηρίζουν ενεργά, από τον Έλον Μασκ μέχρι τον Ρόμπερτ Κέννεντυ, εξέλιξη που προσέδωσε έναν πραγματικά υπερκομματικό-πανεθνικό χαρακτήρα στο χειμαρρώδες κίνημα γύρω και πίσω από τον Τραμπ, με τους Δημοκρατικούς του Μπάιντεν να οδηγούν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στο καταστροφικότερο έτος στη μεταψυχροπολεμική τους ιστορία (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 159)  και με επιστροφή του διακρατικού χερσαίου πολέμου στην Ευρώπη για πρώτη φορά από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, παρ’ όλα αυτά λοιπόν, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα αύξησε τις δυνάμεις του κατά μόλις 2,5 εκατομμύρια ψήφους συγκριτικά με το 2020. Το αποτέλεσμα των εκλογών, ως καθαρό ποσοτικό μέγεθος, μπορεί να ερμηνευθεί με ανησυχητικό τρόπο για τους θριαμβευτές, ακριβώς λόγω της επιτυχίας τους σχεδόν σε όλα τα ποιοτικά στοιχεία, υπό την έννοια ότι φανερώνει τα πιθανά όρια του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό του εκλογικού αποτελέσματος είναι η κατάρρευση του Δημοκρατικού κόμματος. Το δεύτερο κυριότερο είναι η πιθανή φανέρωση των ορίων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. 

Θα ήταν σώφρον και φρόνιμο οι Ρεπουμπλικανοί να μην μεθύσουν μετά από το αποτέλεσμα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου και την πανωλεθρία των Δημοκρατικών, όπως μέθυσαν οι Αμερικανοί μετά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την αυτοδιάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και οι Ρωμαίοι μετά από το τέλος του Τρίτου Καρχηδονιακού Πολέμου και την ολοσχερή καταστροφή της Καρχηδόνας. Γεγονός που κατά τον Σαλλούστιο (τον «Ρωμαίο Θουκυδίδη») είχε ως αποτέλεσμα το ρωμαϊκό κράτος σταδιακά να μεταβληθεί «από το πιο όμορφο και καλύτερο στο χειρότερο και πιο διεφθαρμένο», σηματοδοτώντας το εναρκτήριο σημείο της παρακμής της Ρωμαϊκής Ρεπούμπλικας.

II

Μεταξύ 2000 και 2004, οι Ρεπουμπλικάνοι, υπό τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, σε μια συγκλονιστικά μεγάλη ποσοτική επέκταση της καθαρής ψήφου, αύξησαν τους ψηφοφόρους τους κατά περίπου 11,5 εκατομμύρια. Προκειμένου να γίνει αντιληπτό το μέγεθος εκείνης της επιτυχίας θυμίζω ότι το 2004 ο πληθυσμός των ΗΠΑ ήταν 293 εκατομμύρια και ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος έλαβε 62 εκατομμύρια ψήφους, σχεδόν όσες έλαβε ο Ντόναλτ Τραμπ το 2016 όταν ο πληθυσμός των ΗΠΑ ήταν 323 εκατομμύρια. Για τα επόμενα 12 χρόνια, από το 2004 μέχρι το 2016, οι Ρεπουμπλικάνοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να σταθούν στο ύψος αυτής της επιτυχίας (2 με 3 εκατομμύρια λιγότερες ψήφους), ουσιαστικά φυτοζωώντας πολιτικά. Την τετραετία μεταξύ 2016 και 2020, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, υπό τον Ντόναλτ Τραμπ αυτή τη φορά, κατάφερε να αυξήσει κατά περίπου 11,2 εκατομμύρια τους ψηφοφόρους του. Δηλαδή ο Τραμπ κατάφερε το 2020 στις ΗΠΑ των 330 εκατομμυρίων αυτό που είχε καταφέρει ο Μπους το 2004 σε ένα κράτος με 37 εκατομμύρια μικρότερο πληθυσμό, στις ΗΠΑ των 293 εκατομμυρίων. Τόσο μεγάλη και εμφατική ήταν η επιτυχία του Τζορτζ Μπους του νεότερου στις εκλογές του 2004, με τη μεγάλη αύξηση κατά 11,5 εκατομμύρια ψήφους, την οποία ακολούθησε 12ετή στασιμότητα. Θα δούμε ποια θα είναι η 12ετή πορεία των Ρεπουμπλικάνων μετά από το 2020, και τη μεγάλη αύξηση υπό την ηγεσία Τραμπ κατά 11,2 εκατομμύρια ψήφους. Η φετινή ανεμική αύξηση κατά 2,5 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους για τους Ρεπουμπλικάνους μπορεί να γίνει αντιληπτή ως προμήνυμα. Ιδίως αν σταθμιστεί η διαφορά ανάμεσα στους 293 εκατομμύρια κατοίκους στις ΗΠΑ του 2004 και στα 340-345 εκατομμύρια στις ΗΠΑ του 2024, τότε προκύπτει ότι η στασιμότητα είναι ήδη εδώ, απλά μέσα στην οχλοβοή, τις ιαχές, τη μέθη και τη ζάλη των πανηγυρισμών οι άνθρωποι ούτε βλέπουν ούτε ακούν.  

Στις αμερικανικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024 είχαμε τη δεύτερη μεγαλύτερη απώλεια και πτώση σε καθαρό αριθμό ψήφων στην ιστορία του Δημοκρατικού κόμματος, από την τετραετία 1964-1968, και σταθμίζοντας όσα επισημάναμε για τις τετραετίες 2000-2004 και 2016-2020, καθώς και την αύξηση του πληθυσμού των ΗΠΑ κατά 47-52 εκατομμύρια μεταξύ 2004 και 2024, είχαμε ανεμική αύξηση που ουσιαστικά αποτελεί στασιμότητα για το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Τέλος, να σημειωθεί ότι το ρεκόρ του Μπους ήρθε πριν, ενώ το ρεκόρ του Τραμπ μετά, από το τέλος της μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των ΗΠΑ.

Η τετραετία Τραμπ δεν θα είναι εύκολη. Η μάχη στο εσωτερικό της εκτελεστικής εξουσίας, μεταξύ της κυβέρνησης και μέρους της διοίκησης ή της γραφειοκρατίας, προσομοιάζει σε ενδοκρατικό εμφύλιο στο πλαίσιο των θεσμών του αμερικανικού κράτους. Αν είναι μεγάλη η ένταση της σύγκρουσης, ή αν ο Τραμπ στήσει ένα δικό του παράλληλο ή σκιώδες βαθύ κράτος, για να αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση με το «επίσημο» ή προκειμένου να υποκαταστήσει λειτουργίες του ή με σκοπό την ενίσχυση της εξουσίας και του ελέγχου που ασκεί η προεδρία (η οποία είναι εμφανώς αποδυναμωμένη ήδη από την περίοδο που άσπριζαν τα μαλλιά του Ομπάμα), το αμερικανικό κράτος συνολικά θα καταστεί περισσότερο δυσλειτουργικό.

Οι φίλοι, οι οπαδοί και οι ακόλουθοι του Τραμπ έχουν υπερβολικά μεγάλες προσδοκίες από την προεδρία του. Η διάψευση των προσδοκιών οδηγεί σε σε απώλεια αξιοπιστίας, η οποία, με τη σειρά της, καταλήγει σε κρίση εμπιστοσύνης. 

Ας προχωρήσουμε όμως σε κάτι διαφορετικό. Αν προσέξει ο αναγνώστης και η αναγνώστρια το φάσμα που διαμορφώσαμε νωρίτερα από σημαντικές κατηγορίες ψηφοφόρων και κομβικά ζητήματα που καθορίζουν τη ψήφο (I), θα παρατηρήσει ότι ο βασικός κορμός των ψηφοφόρων που στηρίζει το κίνημα γύρω και πίσω από τον Τραμπ, ως προς τα χαρακτηριστικά και τις ανησυχίες του, είναι αν όχι σχεδόν ίδιος τουλάχιστον παρόμοιος με αυτόν που στήριξε τον Μπους: και αυτός ο βασικός κορμός δεν είναι άλλος από τον λευκό χριστιανικό εθνικισμό, ο οποίος στον πυρήνα του παλαιότερα ήταν οι Λευκοί Αγγλοσάξονες Προτεστάντες (WASP) και τώρα είναι οι Λευκοί Ευαγγελικοί (65% διαφορά υπέρ των Ρεπουμπλικάνων του Τραμπ) με τον Χριστιανικό/Προτεσταντικό Σιωνισμό τους (Η υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ: δεν είναι αρκετά ισχυρή 65%). 

Επίσης, στα άκρα του φάσματος συναντάμε ορισμένα παραδοσιακά ζητήματα. Πρώτον, το ζήτημα της άρνησης της νομιμότητας της έκτρωσης (83% διαφορά υπέρ των Ρεπουμπλικάνων του Τραμπ), δηλαδή μια έκφανση του κοινωνικού συντηρητισμού (ο social concervatism είναι τόσο διάχυτο και εμφανές ζήτημα στις κοινωνίες που απορώ γιατί δεν εξετάζεται ως «ανεξάρτητη μεταβλητή»), μέσω του οποίου ενσωματώνεται μεγάλο μέρος της Ισπανόφωνης ή Λατινοαμερικάνικης ψήφου. Δεύτερον, συναντάμε τη σύνδεση των δύο κεντρικότερων και παραδοσιακότερων ζητημάτων, της φυλής και του φύλου, η σύνθεση των οποίων εκφράζεται στις μαύρες γυναίκες (80% διαφορά υπέρ των Δημοκρατικών της Χάρις), έχοντας δυναμοποιηθεί από τον μαύρο φεμινισμό και το κίνημα Black Lives Matter, το οποίο δεν υπήρχε την περίοδο Μπους. Επιπλέον, έχουμε την εμφατική και ενισχυμένη επιστροφή ενός ακόμα παραδοσιακού ζητήματος που έχει συνοδεύσει ολόκληρη την ιστορία των ΗΠΑ (μαζί με αυτό της φυλής), που δεν είναι άλλο από το ζήτημα της μετανάστευσης (81% διαφορά υπέρ των Ρεπουμπλικάνων του Τραμπ), το οποίο πάντοτε υπήρχε στις ΗΠΑ αλλά την περίοδο του Μπους του νεότερου, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, δεν είχε την έκταση και τη βαρύτητα που απέκτησε τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Επιπλέον, δύο «νέα» ζητήματα έχουν προστεθεί στην πλευρά των Δημοκρατικών: η κατάσταση της δημοκρατίας ως μεγαλύτερης σημασίας ζήτημα καθορισμού ψήφου και το LGBT κίνημα (62% και 73% διαφορά υπέρ των Δημοκρατικών της Χάρις αντίστοιχα). Για πολλούς φίλους και οπαδούς των Ρεπουμπλικάνων το ζήτημα της δημοκρατίας θεωρείται ότι αποτελεί απλώς μια πολεμική απέναντι στο κίνημα του Τραμπ. Διαφωνώ οριζοντίως και καθέτως. Μόνο τυφλοί δεν βλέπουν ότι υπάρχει ζήτημα δημοκρατίας όχι απλώς στις ΗΠΑ αλλά σε ολόκληρη τη «Δύση». 

Το φιλελεύθερο μεταψυχροπολεμικό καθεστώς της «Δύσης» με το πέρασμα του χρόνου ολοένα και περισσότερο μετατρέπει πολιτικές σε δικαιώματα, τα οποία θεσμοθετεί από πάνω προς τα κάτω (top-down), αφαιρώντας ολόκληρες θεματικές από την πολιτική αρένα και τον δημόσιο διάλογο, περιορίζοντας το πεδίο της πολιτικής παρέμβασης από κάτω προς τα πάνω (bottom-up), διευρύνοντας ουσιαστικά κατ' αυτόν τον τρόπο το πεδίο αρμοδιότητας των δικαστηρίων και τον νομικό χώρο των δικαιωμάτων και συρρικνώνοντας τον πολιτικό χώρο της δημοκρατίας. Υπό αυτή την έννοια και σε αυτό το πλαίσιο, ο λεγόμενος λαϊκισμός μπορεί να οριστεί ως η συνθήκη κατά την οποία οι πολίτες αξιώνουν να έχουν λόγο για θέματα που οι πολιτικοί και οι ειδικοί κρατούν ηθελημένα έξω από τη σφαίρα του δημοσίου διαλόγου. Διότι τα φιλελεύθερα καθεστώτα της «Δύσης», κατά κόσμον γνωστά ως φιλελεύθερες δημοκρατίες, στην πράξη λειτουργούν μη δημοκρατικά. Πολιτικοί και μη εκλεγμένα άτομα, από επιχειρηματίες μέχρι μέλη δεξαμενών σκέψης, καθορίζουν πολιτικές και παίρνουν αποφάσεις για τους ψηφοφόρους δίχως να τους ρωτούν ή να τους δίνουν λόγο. 

Πίσω από αυτές τις πρακτικές κρύβεται ο κλασικός φιλελεύθερος φόβος για τις πλειοψηφίες και τη λαϊκή κυριαρχία, ουσιαστικά για τη δημοκρατία. Απλά τώρα αυτές οι πρακτικές έχουν ενοχλήσει πολίτες, ιδίως του αγγλοαμερικανικού κόσμου, οι οποίοι έβλεπαν με επιφύλαξη ή ακόμα και αρνητικά τη δημοκρατία, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο ένα ιδεολογικό βραχυκύκλωμα. Έχουμε γεμίσει «δεξιούς» Ρουσσωϊκούς (Rousseau) και «αριστερούς» ντεΜαιστρικούς (Joseph de Maistre) (που ασφαλώς δεν αυτοκατανούνται ως τέτοιοι) ― Ναι, καλά διαβάσατε, δεν έκανα λάθος εκ παραδρομής, αρκεί να σταθμίσει κανείς τη διαφορά περιεχομένου και μορφής ή τη διάκριση ανάμεσα σε εννοιολογική δομή και περιεχόμενο. Οι μεγάλες ιδέες είναι σπουδαίες επειδή η «αριστερά» και η «δεξιά» κάνουν... κυβιστήσεις γύρω από αυτές και τους εκφραστές τους, όχι το αντίστροφο (Για να μην αναφέρω ιστορικές κυβιστήσεις που έχουν γίνει γύρω από ονόματα όπως ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Νίτσε, ο Χάιντεγκερ ή ο Καρλ Σμιτ). Να πούμε σε αυτό το σημείο ότι δίχως τον Μοντεσκιέ δεν θα υπήρχε ο Ρουσσώ, αλλά και κάτι ακόμα το οποίο παραδόξως δεν είναι ευρέως γνωστό, ή τέλος πάντων δεν τονίζεται αρκετά: ο Ρουσσώ παρέλαβε το εννοιολογικό θεμέλιο της θεωρίας του περί της λαϊκής κυριαρχίας, τη γενική βούληση, από τον Μοντεσκιέ. Ωστόσο, επειδή αυτά τα ζητήματα θα μας παρασύρουν μακριά από το κεντρικό μας θέμα, και επειδή δεν μπορούμε να περιγράψουμε σε δύο προτάσεις τι ακριβώς συνέβη και άνθρωποι που έβγαζαν φλύκταινες ακούγοντας τι λέξη επανάσταση πλέον αποζητούν, επικροτούν ή επιδιώκουν μια επανάσταση στις ΗΠΑ, ας επιστρέψουμε.

Επιπλέον, τα φιλελεύθεροδημοκρατικά μεταψυχροπολεμικά καθεστώτα της «Δύσης» ενισχύουν αρχές που διοικούνται από μη εκλεγμένους γραφειοκράτες, στις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης από τους πολίτες και οι οποίες είναι ανεξάρτητες ή και αδιάφορες προς μια πιθανή έκφραση ενός κοινού περί δικαίου αισθήματος, είναι επιφυλακτικά με τους πολλούς και με κάθε είδους πλειοψηφίες, μετατρέπουν εκφάνσεις της λαϊκής κυριαρχίας σε κενό γράμμα, με όλα τα προηγούμενα (τα οποία είναι απολύτως ενδεικτικά), να αποτελούν στοιχεία που σχετίζονται με τη δημοκρατία γενικά αλλά όχι απαραίτητα με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, η οποία αποτελεί απλώς μια ειδική ιστορική εκδοχή της δημοκρατίας παρόλο που αξιώνει για τον εαυτό της την αποκλειστικότητα να αποτελεί τη μια και μόνη υπαρκτή μορφή δημοκρατίας (Για περισσότερα διάβασε ιδίως στα μέρη III και IV του κείμενου Επακόλουθα και συμπτώματα της σταδιακής αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, από το οποίο ακολουθούν ενδεικτικά αποσπάσματα προκειμένου να γίνει και μια σύνδεση των ζητημάτων που παρουσιάζουμε στο παρόν κείμενο με όσα έχουμε παρουσιάσει παλαιότερα).

Η πολιτικοποίηση του ζητήματος της μετανάστευσης, η άνοδος του κοινωνικού συντηρητισμού, του εθνικισμού και του λαϊκισμού εκφράζουν την υποχώρηση της πολιτικής παγκοσμιοποίησης, ενώ  η άνοδος του AfD στη Γερμανία, αλλά και του κόμματος BSW της Σάρα Βάγκενκνεχτ, της Λεπέν στη Γαλλία και του Ντοναλτ Τραμπ στις ΗΠΑ αποτελούν συγκεκριμένες εκφράσεις που αποτυπώνουν την άνοδο της πολιτικής αντιπαγκοσμιοποίησης, κοιτάζοντας προς τα έξω, και την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κοιτάζοντας προς τα μέσα. (II)  
Όλες οι προηγούμενες εξελίξεις ναι μεν λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της «Δύσης» αλλά παράλληλα επιταχύνουν την υποχώρηση της επιρροής του φιλελευθερισμού διεθνώς... Δύο από τα κυριότερα αγκάθια στο σώμα του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού είναι η πολιτικοποίηση της οικονομίας και η άνοδος του λαϊκισμού... ο οποίος στην τρέχουσα μορφή του, αποτελεί ιδιαίτερο φαινόμενο των «δυτικών» φιλελεύθερων δημοκρατιών και πηγάζει από τις εσωτερικές αντιφάσεις και πιο συγκεκριμένα από το χάσμα και την ένταση μεταξύ δημοκρατίας και φιλελευθερισμού στο πλαίσιο της σύνθεσής τους, της φιλελεύθερης δημοκρατίας

Η συζήτηση γύρω από τον λαϊκισμό μπορεί να ερμηνευτεί, μεταξύ άλλων, και ως ένα είδος φιλελεύθερης αυτοκατανόησης, ως μια φιλελεύθερη έκφραση άμυνας και φόβου, ελιτίστικου χαρακτήρα, απέναντι στην πιθανότητα ανάδυσης μιας δημοκρατικής ή λαϊκής πλειοψηφίας, μιας αναδυόμενης τυραννικής δύναμης που θα εδράζεται σε τάξεις των σύγχρονων πληβείων: αξέχαστη και αξιομνημόνευτη είναι  σε αυτό το πλαίσιο η αναφορά της Χίλαρι Κλίντον στους οπαδούς του Ντόναλντ Τραμπ ως basket of deplorables το 2016. Πολλοί φιλελεύθεροι αποδίδουν τα αδιέξοδα του φιλελευθερισμού σε κρίση της δημοκρατίας ενώ στην πραγματικότητα αυτά προέρχονται από το χάσμα και την ένταση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Από το χάσμα μεταξύ των δύο πηγάζει όχι μόνο ο λαϊκισμός αλλά και ο αντισυστημισμός, οι δυνάμεις εναντίον του κατεστημένου κ.λπ. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτού του κατεστημένου και αυτού του συστήματος; Το φιλελεύθεροδημοκρατικό. (III) 
Η πολιτική ένταση που παραδοσιακά ενυπάρχει στη σχέση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας έχει υποτιμηθεί λόγω της κυριαρχίας του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, ιδίως στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, ιστορικά, ο φιλελευθερισμός ανέκαθεν ήταν φοβικός απέναντι στις δημοκρατικές αρχές και προσπαθούσε να ελέγξει, να περιορίσει και να φέρει στα φιλελεύθερα μέτρα του τη δημοκρατία. 

Ουσιαστικά, μετά από τις επαναστάσεις του 1848 η δημοκρατία έπαψε να αποτελεί πρωταρχικό εχθρό του φιλελευθερισμού και τη θέση του κύριου εχθρού κατέλαβε ο σοσιαλισμός. Οι φιλελεύθεροι πήραν στοιχεία από τη δημοκρατία που θεωρούσαν ότι ταιριάζουν στην ιδεολογία τους, βαφτίστηκαν δημοκράτες αντί για φιλελεύθεροι, δηλαδή αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το όνομα και την έννοια προκειμένου να διατηρήσουν την ουσία του πράγματος, και όσα στοιχεία από τη δημοκρατία δεν τους ταίριαζαν τα απέδωσαν στον σοσιαλισμό. Από τότε και μετά, ιστορικά, όποτε απειλείται ο φιλελευθερισμός φωνάζει «δημοκρατία». Το 1991 ο φιλελευθερισμός επικράτησε ιδεολογικά επί του σοσιαλισμού (εξέλιξη που δεν συνέπεσε τυχαία με την ολοκληρωτική αποδυνάμωση της Ευρώπης, αρχικά με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έναντι της Αγγλόσφαιρας), και τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά το 2008, επανήλθε η αρχική παραδοσιακή ένταση και αντιπαράθεση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, που αποσταθεροποιεί εσωτερικά φιλελεύθερες δημοκρατίες (IV)

Σε μια διαφορετική ιδεολογική γλώσσα: Δεν μπορεί ο ρεπουμπλικανισμός να αποτελεί απλή συνιστώσα ή παιχνιδάκι του φιλελευθερισμού. Η αναβίωση του ρεπουμπλικανισμού υποτίθεται ότι αξίωνε/αξιώνει να αμφισβητήσει την ηγεμονία του φιλελευθερισμού. Ο ρεπουμπλικανισμός απαιτεί πολιτική συμμετοχή, δέσμευση και πατριωτισμό, είναι περισσότερο περιοριστικός σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά των ατόμων συγκριτικά με τον φιλελευθερισμό, δεν μπορεί να αφήνει ούτε την πολιτική, ούτε τον καθορισμό της ζωής των πολιτών, ούτε το κοινό καλό σε ειδικούς ή σε μια εξουσία η οποία επικαλούμενη π.χ. έναν επιστημονικό λόγο αυθαιρετεί. Ωστόσο, είναι ρεαλιστική η πιθανότητα ο ρεπουμπλικανισμός να καταρρεύσει, για μια ακόμα φορά, σε πολιτικό φιλελευθερισμό βυθιζόμενος στη φιλελεύθερη ουδετερότητα, συνεχίζοντας να εδραιώνει αντί να αμφισβητεί την ηγεμονική θέση του φιλελευθερισμού. Πάντως, η μελέτη ιδίως της κλασικής ρεπουμπλικανικής σκέψης φανερώνει πόσο αντιρεπουμπλικανική και ηγεμονική έχει γίνει η σημερινή φιλελεύθερη δικαιωματοκρατία.

Σε ό,τι αφορά το LGBT κίνημα, ναι μεν αυτό έχει ιστορία πίσω του αλλά ο αντίκτυπος και η επιρροή του ήταν μηδαμινή στις αρχές της δεκαετίας του 2000 (περίοδος Μπους νεότερου), και με αυτό εννοώ ότι δεν έβλεπε κανείς αμερικανικές πρεσβείες να υψώνουν σημαίες rainbow/pride/LGBT, την αμερικανική αποστολή στο ΝΑΤΟ να γιορτάζει το Pride, το Αρχηγείο του ΝΑΤΟ να φιλοξενεί το πρώτο συνέδριο για τις προοπτικές LGBTQ+, και πρέσβεις φιλικών προς τις ΗΠΑ κρατών να κάνουν δηλώσεις του τύπου ‘trans rights are human rights’, ούτε ασφαλώς φωτιζόταν ο Λευκός Οίκος με τα χρώματα της rainbow/pride/LGBT flag, δηλαδή δεν είχαν αναλάβει την προώθηση του συγκεκριμένου ζητήματος ως μέρος της εξωτερικής τους πολιτικής οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ― όπως π.χ. το Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας έχει επίσημο τμήμα φεμινιστικής διπλωματίας προωθώντας μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική (Απλά φανταστείτε, για μια στιγμή, τι θα έλεγε η «δυτική κοινή γνώμη» αν τα συγκεκριμένα ζητήματα τα προωθούσε σε παγκόσμια κλίμακα το κράτος της Κίνας). 




Σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα ζητήματα, όπου παρατηρούνται εντονότατες διαφοροποιήσεις και μεγάλες αν όχι τεράστιες διαφορές υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος, σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα, για το οποίο έγινε μεγάλη φασαρία, τα υπάρχοντα δεδομένα ούτε υποστηρίζουν ούτε δικαιολογούν την επικοινωνιακή καταιγίδα. Τουναντίον, λοιπόν, όπως καταδεικνύουν οι μικρές διαφορές μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων (4-6% υπέρ των μεν, 4-8% υπέρ των δε) παρατηρούμε σύγκλυση και ομογενοποίηση της ταξικής εκλογικής συμπεριφοράς σε επίπεδο εισοδημάτων.

Βέβαια, θα πρέπει να τονιστεί ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα συνέβαλε σε αυτή την ομογενοποίηση και κατάφερε να έχει επιτυχίες σε εισοδηματικές κατηγορίες που συνήθως δεν είχε, μόνο αφού και οι Δημοκρατικοί έκαναν το ίδιο με τα υψηλότερα εισοδήματα, αλλά κυρίως από τη στιγμή που άρχισαν να υποχωρούν και να εξαϋλώνονται οι ελευθεραγορίτικες κενολογίες (πολεμικά απομεινάρια του ψυχροπολεμικού λόγου και παλαιότερα της βρετανικής αυτοκρατορικής ιδεολογίας), που μεταψυχροπολεμικά λειτούργησαν ως νομιμοποιητικό πλαίσιο της αμερικανοκινούμενης παγκοσμιοποίησης συνοδευόμενης από τη μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των ΗΠΑ, δηλαδή υπό Αμερικανική ηγεμονία, και μόνο αφού ήρθαν στο προσκήνιο ζητήματα επιβολής δασμών, εμπορικών πολέμων και εμπορικού προστατευτισμού, επαναβιομηχάνισης, οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης, δηλαδή ζητήματα οικονομικού εθνικισμού (Επακόλουθα και συμπτώματα της σταδιακής αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης). Η λογική του ελεύθερου εμπορίου είναι συμβατή περισσότερο με το εσωτερικό μεγάλων αυτοκρατορικών χώρων παρά μεταξύ κυρίαρχων κρατών. 

III

Παρακάτω έχω διαμορφώσει ένα φάσμα που βασίζεται στις ποσοστιαίες διαφορές και το χάσμα υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος, επιχειρώντας να καταδείξω ουσιαστικά τον βαθμό πόλωσης μεταξύ των ψηφοφόρων συγκεκριμένων κατηγοριών και των πεποιθήσεων τους. 

Παραδείγματος χάριν, στις ηλικίες 45-65 (υποτίθεται ότι) καταγράφηκε διαφορά υπέρ των Ρεπουμπλικανών του Τραμπ από 6% (U.S. News) μέχρι 11% (NBC News) (ΜΟ 8,5%)  ενώ στις ηλικίες 18-29 διαφορά υπέρ των Δημοκρατικών της Χάρις από 6% (U.S. News) μέχρι 10% (NBC News) (ΜΟ 8%). Εάν τοποθετήσουμε σε ζεύγος αυτές τις δύο ηλικιακές κατηγορίες βλέπουμε ότι το χάσμα μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών ψηφοφόρων και η ποσοστιαία διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων, μέσω των οποίων μπορεί να αποτυπωθεί ένας βαθμός πόλωσης, είναι 8+8,5=16,5 (Ας το αποτυπώσουμε έτσι: Χ, Δ ή Β Π: 16,5).

Όλες οι ιεραρχήσεις που ακολουθούν ξεκινούν από το μικρότερο προς το υψηλότερο ποσοστό (NBC NewsU.S. News). Αν υπάρξουν νέα δεδομένα, με διαφορετικά νούμερα ή περισσότερο αξιόπιστα στοιχεία, το συγκεκριμένο φάσμα μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανανεωθεί ή να αναπροσαρμοστεί.

Οικονομία: εισοδηματική διάσταση
• Νοικοκυριά με εισοδήματα • Πάνω από $200,000: 6% • Από $30,000 μέχρι $50,000: 8%  
Χάσμα, Διαφορά ή Βαθμός Πόλωσης: 14

Ηλικιακές ομάδες
• Ηλικίες 18-29: 8,5% • Ηλικίες 45-65: 8%
Χ, Δ ή Β Π: 16,5

Φύλο και παιδιά
• Άτεκνοι άνδρες: 10%  • Άτεκνες γυναίκες: 11%
Χ, Δ ή Β Π: 21
• Γυναίκες με παιδιά 5% • Άνδρες με παιδιά: 23%
Χ, Δ ή Β Π: 28
Μ.Ο Φύλο και παιδιά
Χάσμα, διαφορά ή βαθμός πόλωσης: 24,5

Γάμος
• Άγαμοι/Ανύπαντροι: 12% • Παντρεμένοι/Έγγαμοι: 13%
Χ, Δ ή Β Π: 25

Εκπαίδευση
• Μεταπτυχιακός ή διδακτορικός τίτλος: 21% • Χωρίς κολεγιακή μόρφωση: 28%
Χ, Δ ή Β Π: 49

Εδώ φανερώνονται τα όρια της ερμηνευτικής δύναμης μιας προσέγγισης που βασίζεται αν όχι αποκλειστικά τουλάχιστον πρωταρχικά στη διαφορά του οικονομικού (Χ, Δ ή Β Π: 14) και του μορφωτικού (Χ, Δ ή Β Π: 49) επιπέδου μεταξύ των ψηφοφόρων.

Ορίζοντας και προοπτική
Οι καλύτερες μέρες της Αμερικής βρίσκονται: 
• Στο μέλλον («ακμή, αισιοδοξία, ιδεαλισμός»): 18%  
• Στο παρελθόν («παρακμή, απαισιοδοξία, ρεαλισμός»): 36%
Χ, Δ ή Β Π: 54

Φύλο και φυλή
• Λευκές γυναίκες: 7% • Μαύροι άνδρες: 50%  
Χ, Δ ή Β Π: 57
• Λευκοί άνδρες: 20% • Μαύροι άνδρες: 50%   
Χ, Δ ή Β Π: 70
• Λευκές γυναίκες: 7% • Μαύρες γυναίκες: 80%   
Χ, Δ ή Β Π: 87
• Λευκοί άνδρες: 20% • Μαύρες γυναίκες: 80%  
Χ, Δ ή Β Π: 100
Μ.Ο Φύλο και φυλή
Χάσμα, διαφορά ή βαθμός πόλωσης: 78,5

Φυλή
• Λευκή ψήφος: 12% • Μαύρη ψήφος: 67% 
Χ, Δ ή Β Π: 79

Κανέναν αμερικανικό παράγοντα, από την πολιτική ηγεσία μέχρι τους θεσμούς και τα ΜΜΕ δεν συμφέρει να διατυμπανίζεται σε ευρεία κλίμακα ότι υπάρχει φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ, στην «παλαιότερη δημοκρατία του πλανήτη» (είναι χίλιες φορές προτιμότερο να αναδεικνύεται ότι υπάρχει ταξικό ζήτημα, όπως σε όλα τα κράτη), αλλά υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει. Μιλάμε για την «παλαιότερη δημοκρατία του πλανήτη», που συνδύαζε την «αυταπόδεικτη αλήθεια πως όλοι οι άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι» και το ιδεώδες της ελευθερίας με την πραγματικότητα της δουλείας, μια σχέση η οποία είχε ουσιαστικά φυλετική βάση (Η προσπάθεια ανάδειξης του γεγονότος ότι δουλεία υπήρχε και σε άλλα μέρη του πλανήτη έχει συγκεκριμένη στόχευση. Ασφαλώς και υπήρχε δουλεία και αλλού μόνο που η βάση της σχέσης δεν ήταν φυλετική, όπως στη χώρα των Λευκών Αγγλοσαξόνων Προτεσταντών. Σε άλλα μέρη του πλανήτη δούλοι κυβέρνησαν αυτοκρατορίες. Πίσω από τη σχετικοποίηση του ζητήματος της δουλειάς γίνεται προσπάθεια να σχετικοποιηθεί τόσο η ιστορία, δηλαδή το παρελθόν, όσο και το παρόν του φυλετικού ζητήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Θα μπορούσαν απλά να παραδεχθούν ότι οι ΗΠΑ υπήρξαν φυλετική δημοκρατία, αλλά κάτι τέτοιο προφανώς δεν συμφέρει μια χώρα που της αρέσει να αυτοπροβάλλεται ως δημοδιδάσκαλος της ανθρωπότητας, παγκόσμιος εισαγγελέας και πανανθρώπινος δικαστής για όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, ή ως αυτόκλητος εισαγγελέας και δικαστής των πάντων. Πολύ ορθά είχε επισημάνει ο Edward H. Carr την «υποκρισία ως ένα ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό γνώρισμα του αγγλοσαξονικού νου».

Υποστήριξη στο Ισραήλ
Η υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ: • είναι πολύ ισχυρή 37% • δεν είναι αρκετά ισχυρή 65%
Χ, Δ ή Β Π: 102

Θρησκεία
• Κανένα θρήσκευμα: 45% • Λευκοί ευαγγελικοί Χριστιανοί: 65%  
Χ, Δ ή Β Π: 110
• Ιουδαϊκού θρησκεύματος ψηφοφόροι: 56% • Λευκοί ευαγγελικοί Χριστιανοί: 65%  
Χ, Δ ή Β Π: 121

Το τελευταίο αποτέλεσμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν σταθμιστεί παράλληλα με όσα γράφονται στο κείμενο Ο Χριστιανικός Σιωνισμός και το Ισραήλ ως θρησκευτικό ιουδαϊκό και κοσμικό ισραηλινό κράτος.

Κοινωνικός συντηρητισμός: Διάσταση της έκτρωσης/άμβλωσης
Η άμβλωση/έκτρωση πρέπει να είναι: • νόμιμη: 39% • παράνομη: 83%
Χ, Δ ή Β Π: 122

Μετανάστευση
Οι περισσότεροι μετανάστες χωρίς έγγραφα στις ΗΠΑ πρέπει: 
• Να έχουν ευκαιρία να υποβάλουν αίτηση για να αποκτήσουν νομικό καθεστώς: 53% 
• Να απελαύνονται στις χώρες από τις οποίες προέρχονται: 76% 
Χ, Δ ή Β Π: 129

Τα ζητήματα που χωρίζουν και πολώνουν περισσότερο τους ψηφοφόρους των δύο κομμάτων είναι αυτά του συνδυασμού φυλής και φύλου, της φυλής, της υποστήριξης προς το Ισραήλ, της θρησκείας, των εκτρώσεων, δηλαδή του κοινωνικού συντηρητισμού (μέρος του οποίου είναι και η αντίθεση στο κίνημα LGBT), με αποκορύφωμα το ζήτημα της μετανάστευσης

Γιατί είναι τόσο μεγάλο το χάσμα, η διαφορά και ο βαθμός πόλωσης σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα; Διότι το ζήτημα της μετανάστευσης, εκτός του ότι έχει μεγάλη ιστορία στις ΗΠΑ συνοδεύοντάς τες από την ίδρυσή τους, είναι το πλέον πολυπλόκαμο ζήτημα καθώς δεν έχει μόνο εσωτερικές αλλά και εξωτερικές-διεθνείς διαστάσεις. Επιπλέον, όπως έχω σημειώσει (Με αφορμή τις επερχόμενες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) το μεταναστευτικό «συνενώνει εντός του το οικονομικό με το φυλετικό ζήτημα» ενώ «η πολιτικοποίηση του ζητήματος της μετανάστευσης συμπυκνώνει το δημογραφικό με το οικονομικό και το ταυτοτικό/φυλετικό ζήτημα». Όπως ο μαύρος φεμινισμός συνενώνει εντός του το ζήτημα του φύλου και της φυλής, ενισχύοντας τη δυναμική και των δύο (μαύρες γυναίκες 80% διαφορά υπέρ Δημοκρατικών, σε σύγκριση με τους μαύρους άνδρες: 50% διαφορά υπέρ Δημοκρατικών), έτσι και το μεταναστευτικό ζήτημα δυναμοποιείται περιλαμβάνοντας πολλαπλά ζητήματα (οικονομίας και δημογραφίας, που αποτελούν τη βάση του, φυλής, φύλου, ταυτότητας και, ασφαλώς, την ιστορία που έχει στις ΗΠΑ), εκβάλλοντας ουσιαστικά στο ερώτημα ποια θα είναι η Αμερική του μέλλοντος, και στο ζήτημα της ίδιας της φύσης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον 21ο αιώνα.

Βέβαια η σημαντικότερη διαφορά είναι αυτή που αναφέρω στην αρχή του πρώτου μέρους (I) και δεν περιλαμβάνεται στο φάσμα, δηλαδή μεταξύ ανδρών και γυναικών. Γιατί; Διότι, παρόλο που δεν είναι μεγάλη η ποσοστιαία διαφορά, η συγκεκριμένη κατηγορία ψηφοφόρων είναι η μεγαλύτερη ποσοτικά, καθώς σε αυτήν ανήκουν όλοι και όλες, ανεξάρτητα από εισόδημα, οικογενειακή κατάσταση, εκπαίδευση, φυλή, θρησκεία κ.λπ. Όσο μεγαλύτερη είναι μια κατηγορία ποσοτικά τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα έχει η ποσοστιαία διαφορά, ακόμα και αν δεν είναι ιδιαίτερα ευρεία. Ας την δούμε περισσότερο αναλυτικά. Οι άνδρες (υποτίθεται ότι) ψηφίζουν κατά 42% Δημοκρατικούς και κατά 55%  Ρεπουμπλικάνους (NBC News), ή 44% και 54% αντίστοιχα (U.S. News), δηλαδή στους άνδρες καταγράφεται διαφορά υπέρ των Ρεπουμπλικάνων του Τραμπ από 10% μέχρι 13% (ΜΟ 11,5%). Οι γυναίκες (υποτίθεται ότι) ψηφίζουν σε ποσοστό 45% Ρεπουμπλικάνους και 53% Δημοκρατικούς (NBC News) (U.S. News), δηλαδή καταγράφεται διαφορά υπέρ των Δημοκρατικών της Χάρις της τάξης του 8%.

• Άνδρες 11,5% • Γυναίκες 8%
Χ, Δ ή Β Π: 19,5

Ακριβώς επειδή αυτή είναι η μεγαλύτερη ποσοτικά κατηγορία, που περιλαμβάνει τους πάντες (με βάση το πιστοποιητικό γέννησης, ή το 97-98% με βάση το τι δηλώνει κατά βούληση κάθε άτομο), ανεξάρτητα από εισόδημα, οικογενειακή κατάσταση, εκπαίδευση, φυλή, θρησκεία, ή οτιδήποτε άλλο, η συγκεκριμένη ποσοστιαία διαφορά έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα.

Επίλογος

Τα προηγούμενα αποτελούν δεδομένα. Παρ' όλ' αυτά, η άνοδος του Ντοναλτ Τραμπ δεν προκύπτει μόνο από αυτά, αλλά αποτελεί και εσωτερίκευση μεταβολών που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές και παγκόσμιο περιβάλλον, επιπλέον δεν αποτελεί αίτιο αλλά σύμπτωμα μιας κατάστασης, ενώ συμβολίζει περισσότερο το τέλος μιας εποχής για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής παρά την αρχή μιας νέας εποχής. 

Το ίδιο το αμερικανικό κράτος, ανεξάρτητα από την εκάστοτε προεδρία, δεν είναι αυτονόητο ότι αποτελεί πλέον κάποιο είδος προδρόμου ή πρωτοπορίας, όπως συνέβαινε κάποτε, παρά φαντάζει περισσότερο ότι δίνει μάχες οπισθοφυλακής. Ακόμα και στο επίπεδο των προσώπων και των ηγεσιών, στη διατεινόμενη συνάφεια του Τραμπ με άλλους πολιτικούς, οι Όρμπαν, Ερντογάν και Πούτιν προηγούνται κατά πολλά έτη, ενώ η Χάρις αν εκλεγόταν η πρώτη Αμερικανίδα πρόεδρος θα ερχόταν δεκαετίες και τετραετίες μετά από τη Θάτσερ, τη Μέρκελ και τόσες άλλες (με παλαιότερη τη Σιριμάβο Μπανταρανάικε, την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό στον πλανήτη).

Ασφαλώς και η αλλαγή που λαμβάνει χώρα στις ΗΠΑ έχει κυρίαρχη εσωτερική διάσταση, όχι μόνο γιατί το αμερικανικό κράτος παραμένει, σε κάποιο βαθμό ακόμα, στην κορυφή της ιεραρχίας των κρατών σε πλανητικό επίπεδο, δηλαδή έχει από κάτω του όλα τα υπόλοιπα κράτη, και άρα το τι συμβαίνει στο εσωτερικό του επηρεάζει όλα τα κράτη, σε διαφορετικούς βαθμούς το καθένα αναλόγως τα επίπεδα κυριαρχίας τους, και οι μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό του διαχέονται επηρεάζοντας τη δομή του παγκόσμιου περιβάλλοντος (παρόλο που αυτό συμβαίνει πλέον σε μικρότερο βαθμό απ' ό,τι θα ήθελαν οι πολίτες, οι τοποτηρητές, οι ευρωπαίοι υποτακτικοί και τα κατά τόπους παραρτήματά του αμερικανικού κράτους ανά τον πλανήτη, και όσοι συγχέουν την ηγεμονική επιρροή που ασκεί εντός της Ευρώπης και της «Δύσης» υπερεκτιμώντας την επιρροή των ΗΠΑ σε πλανητική κλίμακα), αλλά επιπλέον και επειδή ο αμερικανικός λαός είναι ο πλέον αν όχι ο μόνος κυρίαρχος λαός στη «Δύση». 

Ωστόσο τα προηγούμενα έχουν τα όρια τους, καθώς προκειμένου να υπάρξει αλλαγή (ουσιαστικά του status quo) είναι απαραίτητη η ύπαρξη ικανών και αναγκαίων συνθήκων, που σχεδόν πάντοτε σχετίζονται ή αλληλοεπιδρούν με το εξωτερικό περιβάλλον, ή είναι εξωγενείς. Όλες οι μεγάλες μεταβολές και εξωγενείς πιέσεις εσωτερικεύονται στα εθνικά πολιτικά συστήματα (στην προκειμένη περίπτωση των ΗΠΑ, της «Δύσης» και των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), σε διαφορετικούς βαθμούς ανάλογα τα επίπεδα κυριαρχίας του κάθε κράτους, επηρεάζοντας κόμματα και ελίτ. 

Με βάση τα προηγούμενα μπορούν να διαβαστούν υπό νέο φως όσα είχα σημειώσει παλαιότερα:

Η άνοδος της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης αποτελεί πλέον βασικό χαρακτηριστικό στο εσωτερικό της «Δύσης» και κύριο σύμπτωμα της αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, μετά από την υπερέκτασή της στο πλαίσιο του «Τέλους της Ιστορίας». Η υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, η σταδιακή αποσύνθεση της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και η εξωτερική πίεση από κράτη όπως η Ρωσσία και η Κίνα, έχουν αρχίσει να εσωτερικεύονται στο περιβάλλον των εθνικών πολιτικών συστημάτων της «Δύσης», επηρεάζοντας κόμματα και ελίτ, μέσω της ανόδου της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης και της κρίσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας... 

Η άνοδος της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης και η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στο εσωτερικό της «Δύσης», και η υποχώρηση του φιλελευθερισμού, διεθνώς, αποτελούν τα κυριότερα επακόλουθα και τα σημαντικότερα σύμπτωμα της αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και της φθίνουσας ηγετικής ικανότητας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Όπως η άνοδος του Τραμπ προκύπτει και από την εσωτερίκευση μεταβολών που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές και παγκόσμιο περιβάλλον (και το ρεκόρ του Μπους του νεότερου το 2004 τροφοδοτήθηκε από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001), με παρόμοιο τρόπο, σε ένα κατώτερο ιεραρχικά επίπεδο, οι αποσταθεροποιήσεις ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που παρατηρούμε αυτή την περίοδο προκύπτουν από την εσωτερίκευση της μεταβολής που επιφέρει η εκλογή Τραμπ, η οποία επηρεάζει υπέρ του δέοντος το «δυτικό» διεθνές περιβάλλον, κυρίως λόγω της υπερεξάρτησης των ευρωπαϊκών κρατών από τις ΗΠΑ κατά την τελευταία φάση της περιόδου του ψυχρού πολέμου και τη μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των ΗΠΑ, όχι τόσο λόγω έλλειψης υλικών προϋποθέσεων όσο εξ αιτίας της ανυπαρξίας ισχυρής βούλησης και αποφασιστικότητας, αξιολόγων πολιτικών ηγεσιών, αυτοδυναμίας, κυριαρχίας και αυτονομίας και, σε κάποιο βαθμό πλέον, ικανοτήτων, σε ευρωπαϊκό επίπεδο ― Η χρήση της ισχύος εξαρτάται από τον βαθμό της βούλησης, και η βούληση συνδέεται με την κυριαρχία (Ουσιαστικά η Ρωσσία είναι το τελευταίο ευρωπαϊκό κράτος που παραμένει κυρίαρχο, με όλη τη σημασία της λέξεως, έχοντας δική του βούληση και μεγάλους βαθμούς αυτοδυναμίας και αυτονομίας. Όλα τα υπόλοιπα, με διαφορετικές αποχρώσεις, είναι «δυτικά»). Δίχως κυριαρχία η ισχυρή βούληση αποτελεί εν πολλοίς κενό γράμμα, θυμίζοντας παραφουσκωμένο παγόνι που κομπάζει, και καταλήγει σε καταστροφική βουλησιαρχία δίχως μέτρο και φρόνηση, αν όχι σε ύβρη, και σε γενικά σχήματα λόγου που διαψεύδονται παταγωδώς το ένα μετά το άλλο, μαζί με το Αμερικάνικο Όνειρο, όπως «αν θες κάτι πραγματικά, κανένας και τίποτα δεν μπορεί να σε σταματήσει», «αν δουλέψεις σκληρά μπορείς να καταφέρεις τα πάντα», ή σε διεθνές επίπεδο το Τέλος της Ιστορίας, η Σωστή Πλευρά της Ιστορίας κ.λπ. Με τα προηγούμενα δεν εκφράζεται η θέση ότι η βούληση δεν είναι καθοριστικής σημασίας παρά ότι η βούληση συνδέεται με την κυριαρχία

Ουσιαστικά ο αμερικανικός λαός ζει το τέλος των ψευδαισθήσεων. Αρχίζει αν όχι να αντιλαμβάνεται τουλάχιστον να διαισθάνεται ότι δεν αποτελεί εξαίρεση και ότι δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα που ακολούθησαν όλες οι κοινωνίες και όλα τα κράτη στην ιστορία. To Make America Great Again αποτελεί ―ως ξαναζεσταμένο σλόγκαν μάλιστα― το κύκνειο άσμα του αμερικανικού εξαιρετισμού: Το Τέλος της Ιστορίας ήταν η φιλελεύθερη-παγκόσμια έκφρασή του, το Make America Great Again είναι η ρεπουμπλικανική-εθνική. 

Έξοδος

Θα ολοκληρώσω θυμίζοντας μια θέση που έχω επαναλάβει πολλαπλές φορές όσα χρόνια γράφω στην Κοσμοϊδιογλωσσία (ενδεικτικά από το 2023 και το 2020): 

Ένα κράτος ζει επαναστατικές συνθήκες ή χαοτικές καταστάσεις, όχι επειδή ο λαός αντιτάσσεται ηθικά στην επιβολή ισχύος και στον αυταρχισμό ή εξαιτίας υλικής εξαχρείωσης και λόγω φτώχειας (τα πράγματα αυτά τα συναντά κανείς σε ποικιλία, ένταση και βάθος σε απειράριθμες πολιτικές κοινότητες μέσα στον ιστορικό χώρο και χρόνο) αλλά για τους εξής λόγους: είτε επειδή διεξάγεται εγχώριος πόλεμος στα ανώτερα στρώματα μεταξύ ελίτ, είτε εφόσον υφίσταται ήττα σε εξωτερικό πόλεμο ―ή αδυνατεί να αντέξει το υλικό ή/και το ηθικό κόστος του πολέμου, είτε γιατί η εξουσία βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης και σε διαδικασία διάλυσης. 

Όλες οι επαναστάσεις ξεκινούν από την αποδυνάμωση, την υποχώρηση και την παρακμή του κύρους και της υπεροχής της εξουσίας του κράτους.

Δημήτρης Β. Πεπόνης




.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~

Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com

Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


23 | 11 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024