20 | 2 | 4 μ.Κ ~ Year ΙV AQ | 2023
Μουσική Συνοδεία
Περιεχόμενα
Ευρώπη, Ευρασία, Ανατολική Ασία
Για την Ταϊβάν: I, II, III
Για την Ουκρανία: IV, V
Επιστροφή στο αρχικό πλαίσιο και ολοκλήρωση
~
Ευρώπη, Ευρασία, Ανατολική Ασία
Από την 24η Φεβρουαρίου 2022, ημερομηνία έναρξης της ρωσσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, μέσα σε μόλις ένα χρόνο, ο πλανήτης έχει ζήσει τις εξής μορφές αποκλεισμού κρατών:
1) την επιβολή από την Ομάδα των Επτά (G7) μερικού χρηματοοικονομικού αποκλεισμού της Ρωσσίας από το διεθνές σύστημα τραπεζικών συναλλαγών SWIFT,
2) τον ενεργειακό αποκλεισμό της Γερμανίας και την αποκοπή της από τη ρωσσική ενέργεια μέσω της δολιοφθοράς των αγωγών Northstream,
3) την προσπάθεια επιβολής τεχνολογικού αποκλεισμού της Κίνας από το κράτος των Η.Π.Α.
Τα προηγούμενα αποτελούν είδη πολέμου. Ό,τι είναι οι κυρώσεις και το εμπάργκο για το εμπόριο είναι ο αποκλεισμός για την τροφοδοσία, και ό,τι είναι η πολιορκία για μια πόλη είναι ο αποκλεισμός για ένα κράτος.
Με διαφορετικά λόγια, τα κράτη της Γερμανίας, της Ρωσσίας και της Κίνας σε Ευρώπη, Ευρασία και Ανατολική Ασία αντίστοιχα τελούν υπό πολιορκία. Ποιο κράτος δεν βρίσκεται υπό πολιορκία; Ασφαλώς το κράτος που διεξάγει τις πολιορκίες.
Αυτή η παρατήρηση θα πρέπει να ενταχθεί στο εξής σημαντικό πλαίσιο: της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των τριών αυτών περιοχών της παγκόσμιας ηπείρου, της Αφροευρασίας, που χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια και καταρρεύσεις περιφερειακών τάξεων και σφαιρών, όπως συνέβη σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία το 1945 και σε Ευρασία το 1991, σε αντίθεση με το βόρειο τμήμα της περιφερειακής ηπείρου, της Αμερικής, που χαρακτηρίζεται από συνεχής και αδιάκοπη εξέλιξη τουλάχιστον από το 1865 ή το 1912, ανάλογα με το σημείο οριοθέτησης που επιλέγει κανείς: π.χ το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1865) ή την εδαφική ολοκλήρωση του συνεχούς ενιαίου ηπειρωτικού εδάφους των Η.Π.Α (contiguous/conterminous United States) με την αποδοχή του Νέου Μεξικό και της Αριζόνα ως 47ης και 48ης πολιτείας αντίστοιχα (1912) και την αναδιοργάνωση της Αλάσκας, (η οποία θα γίνει η 49η πολιτεία των Η.Π.Α το 1959).
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου Βερολίνο και Τόκιο επιδίωξαν να οικοδομήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία αντίστοιχα. Η ήττα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας το 1945 είχε ως αποτέλεσμα αντί της οικοδόμησης δύο περιφερειακών τάξεων σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία, την υποβάθμιση αυτών των περιοχών στο διεθνές σύστημα και την οικοδόμηση δύο διηπειρωτικών τάξεων με πυρήνες τη Βόρεια Αμερική και την Ευρασία (από τις οποίες ετερο-καθορίστηκαν/προσδιορίστηκαν).
Ειδικότερα, η ήττα της Γερμανίας το 1945 είχε ως αποτέλεσμα τη σχεδόν ολοκληρωτική διχοτόμηση της ευρωπαϊκής ηπείρου σε μια Ευρωαμερικανική και μια Ευρασιατική Σφαίρα υπό τις Η.Π.Α και την Ε.Σ.Σ.Δ αντίστοιχα. Από την πολυδιάσπαση της Σοβιετικής Ευρασιατικής Σφαίρας το 1991 θα προκύψει η διαμόρφωση μιας εν συνόλω Ευρωπαϊκής Σφαίρας (έστω αμερικανικά ετεροκαθοριζόμενης) και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της Ουκρανίας.
Η ήττα της Ιαπωνίας το 1945 είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της Ανατολικής Ασίας στο διεθνές σύστημα για κάποιες δεκαετίες. Από την κατάρρευση της Ιαπωνικής Σφαίρας στην Ανατολική Ασία θα προκύψει μια μονοπολική ηγεμονική τάξη στον Ειρηνικό Ωκεανό με κέντρο τη Βόρεια Αμερική (η «Αγγλοσαξονική λίμνη» του MacArthur) και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της Ταϊβάν.
Η περίπτωση της Ταϊβάν είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της Ουκρανίας, καθώς το νησί αποτελεί μέρος της κινεζικής επικράτειας και οι σχέσεις ανάμεσα σε Πεκίνο και Ταϊπέι αποτελούν εσωτερικό ζήτημα της Κίνας. Ο λόγος (discourse) που επιδιώκει τη σύνδεση των δύο ζητημάτων προωθείται κυρίως από τις Η.Π.Α και στις περισσότερες περιπτώσεις εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα. Ωστόσο, υπάρχει μια αναλογία άξια αναφοράς που σχετίζεται όχι με τις σημερινές σχέσεις της Ρωσσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας αλλά με την κατάρρευση των τάξεων που είχαν ως κέντρο τους την αυτοκρατορική Ιαπωνία και τη σοβιετική Ρωσσία.
Δεν αναφερόμαστε σε παραλληλία ιδεολογικών περιεχομένων αλλά σε κατ' αναλογία ομοιότητα. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε την κατάρρευση μιας τάξης, ανατολικοασιατικής το 1945 ευρασιατικής το 1991. Η Σοβιετική Σφαίρα ήταν στο πλευρό των νικητών και αποτέλεσε τον ένα εκ των δύο πόλων του παγκόσμιου συστήματος μεταπολεμικά, η Ιαπωνική Σφαίρα ήταν στο πλευρό των ηττημένων και κατέρρευσε στον πόλεμο.
Με ανάλογο τρόπο που το ζήτημα της Ταϊβάν αποτελεί πολιτικό παράγωγο της κατάρρευσης της ισχύος της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας και της αποσύνθεσης της Μείζονας Σφαίρας Συνευημερίας της Ανατολικής Ασίας το 1945, και δευτερευόντως αποτέλεσμα του κινεζικού εμφυλίου, το ζήτημα της Ουκρανίας στη σημερινή του μορφή αποτελεί πρώτιστα αποτέλεσμα της κατάρρευσης της ισχύος της σοβιετικής Ρωσσίας και της πολυδιάσπασης της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών το 1991, και μετέπειτα ασφαλώς της επακόλουθης επέκτασης της Ευρωαμερικανικής Σφαίρας και του ΝΑΤΟ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Επιπλέον, η μη υπογραφή συνθήκης ειρήνης μεταξύ Ρωσσίας και Ιαπωνίας φανερώνει όχι μόνο ότι το 1945 δεν βρίσκεται τόσο μακριά, ή εκτός εποχής, όπως νομίζουν οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι η ιστορία τελείωσε το 1991, αλλά επιπλέον τη συνάφεια και τη σύνδεση μεταξύ της Ουκρανίας και της Ταϊβάν ως ζητημάτων που προκύπτουν από την κατάρρευση δύο διαφορετικών τάξεων σε Ευρασία και Ανατολική Ασία αντίστοιχα.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται απλώς στις σχέσεις της Μόσχας με το Κίεβο και του Πεκίνου με την Ταϊπέι, όπως ισχυρίζεται η Ουασινγκτον, αλλά στις σχέσεις της Ρωσσίας και της Κίνας με τις Η.Π.Α.
Όμως ποιο είναι το επίδικο των αμερικανό-ρωσσικών και των αμερικανό-κινεζικών σχέσεων στις περιοχές της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας αντίστοιχα;
Προτού απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στις σχέσεις της Ρωσσίας με την Ιαπωνία θα αναφερθούμε αναλυτικά στο μέλλον σε ειδικό κείμενο καθώς χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Λόγω της πρόσφατης κατάρρευσης της τάξης στην Ευρασία το 1991, του μεγέθους και της έκτασης του κράτους της Μόσχας, και της μη υπογραφής συνθήκης ειρήνης με την Ιαπωνία, η Ρωσσία είναι ενεργή και στα δύο μέτωπα, τόσο σε Ευρώπη όσο και σε Ανατολική Ασία.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο ερώτημα των σχέσεων της Κίνας και της Ρωσσίας με τις Η.Π.Α, ξεκινώντας την απάντησή μας κάπως ελλειπτικά. Άλλωστε από τότε που αναγγέλθηκε το Τέλος της Ιστορίας, διαμορφώθηκε ένας νέος ορισμός για το τι είναι αλήθεια;
Αλήθεια είναι αυτό που θέλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
~ I ~
• Τον Οκτώβριο του 1971, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στην 26η σύνοδό της ενέκρινε το ψήφισμα 2758 με τίτλο «Αποκατάσταση των νόμιμων δικαιωμάτων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη». Το περιεχόμενο του ψηφίσματος είχε ως εξής (Πηγή: Ψηφιακή Βιβλιοθήκη των Ηνωμένων Εθνών):
Η Γενική ΣυνέλευσηΛαμβάνοντας υπ' όψιν τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.Θεωρώντας ότι η αποκατάσταση των νόμιμων δικαιωμάτων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι απαραίτητη τόσο για την προστασία του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών όσο και για τον σκοπό που τα Ηνωμένα Έθνη πρέπει να υπηρετήσουν βάσει του Χάρτη.Αναγνωρίζοντας ότι οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι οι μόνοι νόμιμοι εκπρόσωποι της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη και ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.Αποφασίζει να αποκαταστήσει όλα τα δικαιώματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και να αναγνωρίσει τους εκπροσώπους της κυβέρνησής της ως τους μοναδικούς νόμιμους εκπροσώπους της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη και να εκδιώξει αμέσως τους εκπροσώπους του Τσιάνγκ Κάι-σεκ από τη θέση που κατέχουν παράνομα στα Ηνωμένα Έθνη και σε όλους τους οργανισμούς που σχετίζονται με αυτά.
Τα κράτη που ψήφισαν υπέρ με πράσινο, κατά με κόκκινο και η αποχή με μπλε. Κράτη άξια λόγου που ψήφισαν κατά: Ηνωμένες Πολιτείες, Ιαπωνία, Αυστραλία, Φιλιππίνες. Επιπλέον, δύο κράτη του αργότερα ονομασθέντος πλανητικού Νότου που σήμερα είναι μέλη των BRICS, Βραζιλία και Ν. Αφρική, και το μετέπειτα ενεργειακό θεμέλιο και στήριγμα της παγκόσμιας νομισματικής ηγεμονίας του δολαρίου, η Σαουδική Αραβία.
• Στις 29 Σεπτεμβρίου 1972, δηλαδή ένα χρόνο μετά, η κυβέρνηση της Ιαπωνίας και η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θα υπογράψουν Κοινό Ανακοινωθέν στο περιεχόμενο του οποίου, μεταξύ άλλων, δηλώνεται ότι «2. Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας αναγνωρίζει την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. 3. Η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επαναλαμβάνει ότι η Ταϊβάν είναι αναπαλλοτρίωτο τμήμα του εδάφους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.» (Πηγή: Υπουργείο Εξωτερικών της Ιαπωνίας). Η βασική στάση της Ιαπωνίας, σε ό,τι αφορά τη σχέση της με την Ταϊβάν, έκτοτε ορίζεται από αυτό το κοινό ανακοινωθέν, και το Τόκιο διατηρεί σχέσεις με το νησί σε μη κυβερνητικό επίπεδο. Με αυτό το ανακοινωθέν η κόκκινη Ιαπωνία του χάρτη γίνεται πράσινη.
• Την 1η Ιανουαρίου 1979, το Κοινό Ανακοινωθέν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας καθιέρωσε επίσημες σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Στο περιεχόμενό του αναφέρεται: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών θα διατηρήσει πολιτιστικές, εμπορικές και άλλες ανεπίσημες σχέσεις με τον λαό της Ταϊβάν.» (Πηγή: Taiwan Documents Project). Το ανακοινωθέν υπογράφηκε μετά από το τέλος, τη λήξη της επίσημης αμερικανικής αναγνώρισης της «Δημοκρατίας της Κίνας» (Republic of China, ROC), κοινώς της Ταϊβάν, από τις Η.Π.Α τον Δεκέμβριο του 1978. Ο τότε Πρόεδρος Κάρτερ ανακοίνωσε επίσης την απόσυρση όλου του στρατιωτικού προσωπικού των Η.Π.Α από την Ταϊβάν και το τέλος της Σινο-Αμερικανικής Συνθήκης Αμοιβαίας Άμυνας (1955-1980). Με αυτό το ανακοινωθέν οι κόκκινες Η.Π.Α του χάρτη γίνονται πράσινες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από το 1972 είχαν αναγνωρίσει ότι «όλοι οι Κινέζοι εκατέρωθεν του στενού της Ταϊβάν υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα» (Shanghai Communiqué). Ένα ανακοινωθέν που ήρθε μετά από την κορύφωση της Σινο-Σοβιετικής ρήξης και τις συνοριακές συγκρούσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας που αποτέλεσαν ουσιαστικά έναν ακήρυχτο πόλεμο χαμηλής έντασης περίπου επτά μηνών (η επίλυση του συνοριακού ζητήματος αποτέλεσε προϋπόθεση για τις σημερινές σχέσεις Πεκίνου και Μόσχας). Ωστόσο, από το 1972 και μέχρι το 1978 οι Αμερικανοί έκαναν χρήση του όρου "acknowledge" και όχι του όρου "recognize". Εκείνη την περίοδο οι Η.Π.Α επιδίωκαν τη σύγκλιση Ιαπωνίας-Κίνας εις βάρος της Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή να στρέψουν την Ανατολική Ασία εναντίον της Ευρασίας. Σωστά επισημαίνουν ορισμένοι Ρώσσοι ακαδημαϊκοί της μετασοβιετικής περιόδου ότι «ξέρετε, εμείς δεν είχαμε απέναντί μας μόνο τη Δύση αλλά και την Ανατολή». Τουλάχιστον για μια περίοδο αυτό είναι αληθές.
Ας το επαναλάβουμε: η ιστορία δεν κρίνεται στην περιφερειακή ήπειρο της Αμερικής ή σε όσα επιθυμεί να αναδεικνύει η Αγγλό-Αμερικανική ιστοριογραφία, αλλά στην παγκόσμια ήπειρο της Αφροευρασίας, δηλαδή στις σχέσεις Ευρώπης, Ευρασίας, Ανατολικής Ασίας (με τη Νότια Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική ως τμήματά της να ετερο-καθορίζονται/προσδιορίζονται ιστορικά. Αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Στις μέρες μας η Νότια Ασία και η Μέση Ανατολή αρχίζουν να φανερώνουν σημάδια αυτο-καθορισμού/προσδιορισμού).
Από κινεζικής πλευράς η Δημοκρατία της Κίνας/Republic of China (ROC) είχε διάρκεια ζωής 37 έτη (1912-1949), μέχρι την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας/People's Republic of China (PRC) στο σύνολο της ηπειρωτικής χώρας ως διάδοχο κράτος της Δημοκρατίας της Κίνας, η οποία θα περιοριστεί στο νησί της Ταϊβάν (διάδοχο κράτος της Σοβιετικής Ένωσης είναι η Ρωσσική Ομοσπονδία). Από βρετανικής πλευράς η διάρκεια ζωής της Republic of China (ROC) ήταν 38 έτη: στις 6 Ιανουαρίου 1950 «η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος» αφαιρεί την αναγνώριση από την «Δημοκρατία της Κίνας», δηλαδή από το καθεστώς του Chiang Kai-shek που εδρεύει πλέον στην Ταϊβάν. Το ίδιο ισχύει και για την Ινδονησία παρόλο που στη ψηφοφορία που φαίνεται στο χάρτη απείχε λόγω εντάσεων στις σχέσεις της με την Κίνα. Για ολόκληρο τον πλανήτη η διάρκεια ζωής της Republic of China (ROC) θα είναι 59 έτη (1912-1971) όπως είδαμε στη ψηφοφορία. Από ιαπωνικής πλευράς θα είναι 60 έτη (1912-1972) και από αμερικανικής 67 έτη (1912-1979).
• Το 1992, Πεκίνο και Ταϊπέι δηλώνουν ότι «οι δύο πλευρές του Στενού της Ταϊβάν ανήκουν σε μια Κίνα και θα συνεργαστούν για την εθνική επανένωση».
• Το 2015 έγινε η πρώτη συνάντηση και ο πρώτος άμεσος διάλογος μεταξύ του Προέδρου της Κίνας Xi Jinping και του ηγέτη της Ταϊβάν, Ma Ying-jeou, στη Σιγκαπούρη.
~ II ~
Η πολιτική της Ταϊβάν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ma Ying-jeou (2008-2016), προερχόμενου από το Εθνικιστικό Κόμμα Κίνας (Kuomintang) ήταν για μια ειρηνική επανένωση με την Κίνα σε βάθος χρόνου. Το 2016 θα εκλεγεί Πρόεδρος η Tsai Ing-wen, προερχόμενη από το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) το οποίο, σε αντίθεση με το Εθνικιστικό Κόμμα, απορρίπτει την αρχή της μίας Κίνας και υποστηρίζει τη θέση περί ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας της Ταϊβάν. Την ίδια χρονιά το DPP θα κερδίσει στις γενικές εκλογές για πρώτη φορά στην ιστορία του.
Έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι τόσο το Κομμουνιστικό (CCP) όσο και το Εθνικιστικό (Kuomintang, KMT) Κόμμα της Κίνας, δηλαδή τα δύο κόμματα που έχουν ως κοινή τους κοίτη την επανάσταση του 1911 (Xinhai Revolution), που σφυρηλατήθηκαν στον κινεζικό εμφύλιο (1927-1949) και πολέμησαν τον εισβολέα στον Β΄ Σινοϊαπωνικό Πόλεμο (1937-1945), δηλαδή τα κόμματα που έχουν πληρώσει φόρο αίματος, θεωρούν ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας και οι κάτοικοι του νησιού Κινέζοι.
Είναι το Κόμμα που ιδρύθηκε στην Ταϊβάν το 1986 (DPP), έχει τις ρίζες του στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και δεν έχει γνωρίσει κατάρρευση, πόλεμο, επανάσταση, εμφύλιο, εισβολή και κατοχή που απορρίπτει αυτές τις δύο κοινές θέσεις του Κομμουνιστικού (CPP) και του Εθνικιστικού (KMT) Κόμματος Κίνας. Είναι το κόμμα που η ατζέντα του είναι εξόφθαλμα «δυτικογενής»: η Ταϊβάν με το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) στην εξουσία και με Πρόεδρο την Tsai Ing-wen έγινε το 2019 το πρώτο μέρος σε ολόκληρη την Ασία που νομιμοποίησε τους γάμους ομοφυλοφίλων ― πανηγύρια ασφαλώς σε Washington Post, Forbes, World Economic Forum, Bloomberg, Time, Financial Times, CNN, BBC, France 24, Voice of America και γενικότερα «σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο», ο οποίος συνεχίζει ακάθεκτος την «εκπολιτιστική αποστολή» (civilizing mission) στην Ασία: τον ρόλο και τη λειτουργία που επιτελεί σήμερα η «δημοκρατία» τον 19ο αιώνα τον είχε η «αποστολή του εκπολιτισμού».
Η σταδιακή άνοδος της εθνικής Ταϊβάνέζικης ταυτότητας πάει χέρι-χέρι με το nation-building και τον «εκδημοκρατισμό», και με αλλαγές στη γλώσσα και το εκπαιδευτικό σύστημα επί προεδρίας Lee Teng-hui (1988-2000), που συμπίπτει με τη μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των Η.Π.Α, κατά τη διάρκεια της οποίας εκφράζονται αυτονομιστικές-αποσχιστικές θέσεις από τον συγκεκριμένο Πρόεδρο («η Ταϊβάν είναι ήδη ένα κράτος με ανεξάρτητη κυριαρχία») και καλλιεργούνται οι δυνάμεις που εκφράζουν την ανεξαρτησία του νησιού, υποστηριζόμενες από τις Η.Π.Α. Πάνω στη στάση που θα κρατήσει, τις θέσεις που θα εκφράσει και το κλίμα που θα καλλιεργήσει ο Lee Teng-hui θα οικοδομήσει το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα την ηγεμονία του.
~
Σύγκριση των θέσεων του Κομμουνιστικού (CCP) και του Εθνικιστικού (KMT) Κόμματος Κίνας από τη μια μεριά, και του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP) από την άλλη, σχετικά με το καθεστώς της Ταϊβάν.
~
Τέλος, το 2019, ιδρύθηκε ένα νέο κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα της Ταϊβάν (TPP), το οποίο ήρθε τρίτο στις πρόσφατες εκλογές. Το μόττο του κόμματος σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική είναι «Πραγματισμός και Ετοιμότητα» (περισσότερα εδώ).
Η Ταϊβάν έχει τρεις κυρίαρχες γλώσσες (Taiwanese Mandarin, Hokkien, Hakka) και δύο κυρίαρχες υποομάδες των Χαν, της πολυπληθέστερης εθνότητας στον πλανήτη, που αποτελούν το 95% των κατοίκων του νησιού και προέρχονται από την ηπειρωτική Κίνα: τους Hoklo/Hokkien και τους Hakka. Όλοι οι υπόλοιποι αυτόχθονες πληθυσμοί, δηλαδή όσοι δεν είναι Han, δεν ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο σε συνολικό πληθυσμό 24 εκατομμυρίων ανθρώπων που κατοικούν στο νησί.
Υπάρχουν περίπου 40 εκατομμύρια Hoklo/Hokkien και 80 εκατομμύρια Hakka στον πλανήτη, η πλειοψηφία των οποίων ζει στην Κίνα. Και οι δύο υποομάδες έχουν ως επίκεντρο τη νότια Κίνα και τις ηπειρωτικές ακτές μεταξύ Fujian, Χονγκ Κονγκ και Guangdong, απέναντι από τα νησιά Χαϊνάν και Ταϊβάν, αν και ιστορικά ξεκίνησαν από την ενδοχώρα και κάποια στιγμή ακολουθώντας τους ποταμούς έφτασαν παραθαλάσσια. Άνθρωποι και των δύο αυτών υποομάδων ζουν επίσης στην Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία, τη Σιγκαπούρη, την Ινδονησία και το Σουλτανάτο του Μπρουνέι.
Η προαναφερθείσα Tsai Ing-wen, ο Lee Hsien Loong πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης, όπως και ο αείμνηστος Lee Kuan Yew, καθώς και η πρώην πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης Yingluck Shinawatra, προέρχονται από την υποομάδα Hakka.
Από την υποομάδα Hokkien/Hoklo κατάγεται ο Andrew Yang, υποψήφιος για την προεδρία του Δημοκρατικού Κόμματος το 2020, για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης το 2021 και ιδρυτής του κόμματος Forward (FWD) το οποίο αξιώνει να αποτελέσει τρίτο πόλο ανάμεσα στο Ρεπουμπλικανικό και το Δημοκρατικό Κόμμα, καθώς και ο Yuan Tseh Lee που είναι ο πρώτος και o μόνος εξ όσων γνωρίζω Ταϊβάνεζος Χαν, δηλαδή Κινέζος από την Ταϊβάν, που έχει τιμηθεί με Βραβείο Νόμπελ.
Παραδοσιακά, το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) εμφανίζει καλύτερες επιδόσεις σε περιοχές, κομητείες και πόλεις της Ταϊβάν που μιλούν κυρίως Hokkien, και το Εθνικιστικό Κόμμα Κίνας (KMT) σε αυτές που μιλούν κυρίως Hakka και μανδαρίνικα (προφανώς έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πού αντλεί ψήφους το νέο τρίτο κόμμα, TPP, παρόλο που στις πρόσφατες εκλογές δεν κέρδισε κανένα «δήμο» (township-level).
Στην εικόνα αριστερά φαίνονται τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών στο νησί (με ανοιχτό πράσινο χρώμα οι δήμοι που επικράτησε το DPP και με θαλασσί οι δήμοι που επικράτησε το KMT). Στην εικόνα δεξιά αποτυπώνεται ένας γλωσσικός χάρτης της Ταϊβάν (με πράσινο χρώμα οι περιοχές όπου πλειοψηφούν οι ομιλούντες Hokkien, με μωβ οι ομιλούντες μανδαρίνικα και με ροζ οι ομιλούντες Hakka). Η επικάλυψη μεταξύ των δύο χαρτών είναι εντυπωσιακή.
Όλα τα προηγούμενα έχουν τη σημασία και τη βαρύτητά τους. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ρίζα του ζητήματος της Ταϊβάν βρίσκεται στην παρακμή της κινεζικής ισχύος και στην παράλληλη ανοδική πορεία της Ιαπωνίας ως παγκόσμιας δύναμης (1895-1945). Διαμορφώνεται, πρώτα και κύρια, ως μετα-αυτοκρατορικό απομεινάρι της κατάρρευσης της ιαπωνικής ισχύος και ως ιστορικό αποτέλεσμα και υποπροϊόν της ήττας της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς το νησί της Ταϊβάν ήταν υπό ιαπωνική κατοχή από το τέλος του Α΄ Σινοϊαπωνικού Πολέμου το 1895 μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, και μόνο δευτερευόντως ως αποτέλεσμα του κινεζικού εμφυλίου, πιο συγκεκριμένα των τελευταίων μεταπολεμικών του χρόνων (1945-1949). Από εκεί και ύστερα το θέμα εδράζεται κυρίως στο συσχετισμό ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (1949-1979) (περισσότερα στο βιβλίο μου «Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης»).
~ III ~
Οι προηγούμενες παρατηρήσεις που αφορούν το εσωτερικό της Ταϊβάν έχουν μικρότερη σημασία απ' ό,τι τους αποδίδεται. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι όσο πιο πολύ εμβαθύνει κανείς στην εσωτερική πολιτική του Κιέβου και της Ταϊπέι τόσο καλύτερη και πιο διαυγή εικόνα θα έχει για την Ουκρανία και την Ταϊβάν αντίστοιχα. Άραγε, μπορούν να απαντήσουν γιατί αποκτούν τα πράγματα μια δυναμική «τώρα» (θυμίζουμε πως το DPP υπάρχει από το 1986), ας πούμε την τελευταία δεκαετία, και ιδιαίτερα από το 2014-15 και μετά; Δεν υπάρχει πειστική απάντηση στο θέμα του χρονισμού.
Θα εξειδικεύσουμε μελλοντικά στον τρόπο με τον οποίο έχει μάθει ο αναγνώστης να σκέφτεται και αποτελεί κοινό τόπο: της αναγωγής της εξωτερικής στην εσωτερική πολιτική, δηλαδή της προσπάθειας ερμηνείας και κατανόησης του διεθνούς και παγκόσμιου περιβάλλοντος μέσω της αναγωγής των πάντων στην εσωτερική πολιτική και τη φύση του καθεστώτος των κρατών.
Βέβαια μια τέτοια δογματική στάση, απολύτως ηγεμονική και κυρίαρχη, δεν βασίζεται σε κάποια λογικώς ορθή και ανιχνεύσιμη διαδικασία μέσω της οποίας π.χ τα αποτελέσματα που προέρχονται από το συστημικό επίπεδο να μπορούν να αποδοθούν στα κράτη, ούτε εξηγεί τους ιστορικούς κύκλους ή τις επαναλήψεις που παρατηρούνται στην ιστορία. Επιπλέον, προϋποθέτει ότι οι προθέσεις των δρώντων αντιστοιχούν και συμβαδίζουν με τα ιστορικά και πολιτικά αποτελέσματα, ότι τα γεγονότα εξαρτώνται από τα λόγια και ότι τα λόγια ευθυγραμμίζονται με τις πράξεις. Προϋποθέτει, επιπροσθέτως, τη δύναμη ελέγχου όχι απλώς των γεγονότων αλλά και της ροής ή της εξέλιξής τους.
Αλλά ακόμη και αν αφήσουμε όλα τα προηγούμενα στην άκρη, το δόγμα αυτό δεν σταθμίζει δύο ακόμα σημαντικές παραμέτρους ή περιπτώσεις (με τη δεύτερη να έχει σαφώς μεγαλύτερη βαρύτητα από την πρώτη):
(1) την επιλογή της οικοδόμησης κράτους στο πλευρό των Η.Π.Α που βασίζεται πρώτα και κύρια σε υπολογισμό της εξωτερικής πολιτικής, και σε αυτή ακριβώς την επιλογή να ανταποκρίνεται μια ορισμένη ιδεολογική τάξη πραγμάτων και μια εξέλιξη στο εσωτερικό του κράτους με μέτρο το αμερικανικό πρότυπο (εξ ου και η ανάγκη να δίνονται διαπιστευτήρια στο εξωτερικό). Με λίγα λόγια, ένα κράτος μπορεί να επιλέγει να είναι «δημοκρατία» ακριβώς επειδή αυτό πιστεύει ότι χρειάζεται προκειμένου να εξυπηρετηθεί η εξωτερική πολιτική, δηλαδή να έχει τις Η.Π.Α στο πλευρό του (ή και τις επιχορηγήσεις της Ε.Ε στην τσέπη του), και όχι λόγω κάποιας πρωτοκαθεδρίας της εσωτερικής πολιτικής.
(2) την ιεραρχία των κρατών στο διεθνές σύστημα: όσο υψηλότερα βρίσκεται ένα κράτος στην παγκόσμια ιεραρχία τόσο περισσότερο επηρεάζει το περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον. Παραδείγματος χάριν, οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στις Η.Π.Α όχι μόνο επηρεάζουν το παγκόσμιο περιβάλλον περισσότερο από ό,τι επηρεάζει π.χ η εσωτερική πολιτική ζωή της Ουκρανίας και της Ταϊβάν, αλλά ετερο-καθορίζουν/προσδιορίζουν και το ίδιο το εσωτερικό περιβάλλον του Κιέβου και της Ταιπέι.
Η εσωτερική πολιτική ζωή στην Ουκρανία και την Ταϊβάν εξαρτάται και ετερο-καθορίζεται/προσδιορίζεται από το εξωτερικό. Παραδείγματος χάριν: (i) Το τωρινό καθεστώς στην Ουκρανία υπάρχει μόνο υπό την ανοχή και τη στήριξη των Η.Π.Α και της Ε.Ε, ακόμη και πριν από την έναρξη της εισβολής της Ρωσσίας. (ii) Στις τοπικές εκλογές που έλαβαν χώρα τον Νοέμβριο του 2022 στην Ταϊβάν το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) ηττήθηκε από το Εθνικιστικό Κόμμα Κίνας (KMT) χάνοντας 13 από τους 21 δήμους, μεταξύ των οποίων και τον κεντρικό-μητροπολιτικό δήμο της Ταϊπέι. Η κυρία Tsai Ing-wen παραιτήθηκε. «Ζήτω το Kuomintang! Ζήτω οι ιδεολογικοί απόγονοι του Chiang Kai-shek!», αναφωνούν στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας... «Ζήτω οι κοινοί μας αγώνες και η ολοκλήρωση της Σινικής Σφαίρας». Φυσικά, οι πιέσεις που ασκούνται από τον «πολιτισμένο κόσμο» στο Εθνικιστικό Κόμμα Κίνας (Kuomintang) προκειμένου να μετακινηθεί προς τη θέση της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν είναι ασφυκτικές.
Λίγους μήνες πριν από τις προαναφερθείσες εκλογές, και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2022, είχαμε την επίσκεψη της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών στην πρωτεύουσα της Ταϊβάν, που είχε ως αποτέλεσμα τον αεροναυτικό αποκλεισμό του νησιού από την Κίνα. Η επίσκεψη της Πελόζι είχε τριπλή στόχευση:
1. Να επικοινωνήσει και να προωθήσει το ψευδές ιδεολογικό δίπολο που επιχειρούν να επιβάλλουν οι Η.Π.Α σε ολόκληρο τον πλανήτη: Δημοκρατίες-Αυταρχίες (Με το ζήτημα έχουμε ασχοληθεί στο παρελθόν, όπως και με το παρεμφερές περί πολλαπλών νεωτερικοτήτων. Δεν θα επεκταθούμε εδώ σε λεπτομέρειες, απλώς σε επόμενο κείμενο θα χρησιμοποιήσουμε λόγια από πρόσφατη ομιλία του υπουργού εξωτερικών της Ινδίας σχετικά με το θέμα).
2. Να συνδέσει το ζήτημα της Ουκρανίας με αυτό της Ταϊβάν, παρουσιάζοντας την Κίνα ως επιθετική και να διαμορφώσει μια αίσθηση διεθνούς απονομιμοποίησης (Δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Μετά από την επίσκεψη της Πελόζι στην Ταϊβάν, ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε απλώς θα επαναλάβει ότι για τα Ηνωμένα Έθνη ισχύει η πολιτική της ενιαίας Κίνας και το προαναφερθέν ψήφισμα 2758 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών).
3. Να στηρίξει την Πρόεδρο Tsai Ing-wen και το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) στις δημοτικές εκλογές που θα γίνονταν μετά από λίγους μήνες, στις οποίες όπως είδαμε νωρίτερα τελικά το DPP ηττήθηκε.
Ας δώσουμε τώρα την απάντησή μας για το ζήτημα του χρονισμού σε ό,τι αφορά την Ταϊβάν.
Αυτό που πραγματικά συνέβη την περασμένη δεκαετία, και ειδικότερα από την τετραετία 2014-2018 και ύστερα, είναι η μεταστροφή στην Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική της κυβέρνησης Ομπάμα και στη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας και Άμυνας επί Τραμπ, που συνεχίστηκε και την περίοδο Μπάιντεν και επαναπροσδιόρισε τη συνολική εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτείων προσανατολίζοντάς την προς έναν ανανεωμένο ανταγωνισμό μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, με ανταγωνιστές την Κίνα και τη Ρωσσία.
Με διαφορετικά λόγια, αυτό που άλλαξε είναι το δόγμα εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Και μαζί του άλλαξε η ίδια η πραγματικότητα όχι απλώς της Ουκρανίας και της Ταϊβάν αλλά κρατών επιπέδου Γερμανίας. Άλλωστε όχι μόνο η αλήθεια, δυστυχώς, αλλά και η ίδια η πραγματικότητα εξαρτάται από τη βούληση και τα συμφέροντά των Αμερικανών (και όταν λέμε «Αμερικανών» προφανώς δεν εννοούμε τον Τζο από το Κεντάκι), και όχι ασφαλώς από την Tsai Ing-wen και τον Poroshenko που ετερο-καθορίζονται/προσδιορίζονται από το εξωτερικό.
Όμως ακόμη και αυτή η αναγωγή στο εσωτερικό των Η.Π.Α δεν μπορεί να «δει» π.χ ότι όπως η κατάρρευση των τάξεων σε Ευρώπη (Γερμάνια) και Ανατολική Ασία (Ιαπωνία) στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε στην υποβάθμιση και τον ετερο-καθορισμό/προσδιορισμό τους από τη Βόρεια Αμερική (Η.Π.Α) και την Ευρασία (Ε.Σ.Σ.Δ), έτσι και η κατάρρευση της Ευρασίας στον Ψυχρό Πόλεμο (Ρωσσία) οδήγησε σε υποβάθμιση και ετερο-καθορισμό/προσδιορισμό από την Ανατολική Ασία (Κίνα), και όχι ασφαλώς κάποια ομοιότητα στην εσωτερική φύση των καθεστώτων που γίνεται προσπάθεια να χωρέσουν όλα μέσα σε ένα τσουβάλι μέσω της αοριστίας συνθημάτων όπως «δημοκρατικός-αυταρχικός», που δικαιολογεί κάθε θεωρία και κάθε πολιτική απόφαση της στιγμής, εξαφανίζοντας από τις συνειδήσεις πραγματικότητες όπως αυτές που περιγράφουμε και εγκλωβίζοντας την σκέψη σε σχήματα εσωτερικής μόνο πολιτικής. Ούτε, επιπλέον, μπορεί να «δει» την επιστροφή των μετώπων του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου, την οποία έχουμε παρουσιάσει παλαιότερα μέσα από την Κοσμοϊδιογλωσσία (και μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο μου «Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης»).
Ολοκληρώνουμε με μια τελευταία παρατήρηση απέναντι στην οποία είναι τυφλό το δόγμα που ανάγει απόλυτα την εξωτερική στην εσωτερική πολιτική, προσπαθώντας κατά αυτόν τον τρόπο να ερμηνεύσει την παγκόσμια πολιτική.
Εάν τα έτη 1949 για την Κίνα, 1950 για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ινδονησία, 1971 για ολόκληρο τον πλανήτη, 1972 για την Ιαπωνία και 1979 για τις Ηνωμένες Πολιτείες σηματοδότησαν τη σταδιακή έκλειψη της αναγνώρισης της Republic Of China από το εξωτερικό, τότε τα έτη της ίδρυσης του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP) το 1986, του συνεδρίου του συγκεκριμένου κόμματος κατά τη διάρκεια του οποίου εγκρίθηκε ψήφισμα που διακηρυσσόταν ότι η Ταϊβάν είναι ανεξάρτητη χώρα το 1999, και της εκλογής του DPP για πρώτη φορά στη θέση του πρώτου κόμματος σχηματίζοντας κυβέρνηση το 2016, σηματοδότησαν την αμφισβήτηση της αναγνώρισης της Republic Of China από το εσωτερικό.
Δηλαδή έχουμε μια πορεία εμβάθυνσης της έκλειψης της αναγνώρισης του καθεστώτος του Chiang Kai-shek και του Εθνικιστικού Κόμματος Κίνας (Kuomintang, KMT) τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό. Αυτή η πορεία φανερώνει ότι ο ιστορικός χρόνος μετράει αντίστροφα για το συγκεκριμένο κόμμα. Εάν το KMT δεν προσχωρήσει πλήρως στη θέση περί ανεξαρτησίας (κάτι που θα σήμαινε την αυτοαναίρεση και αυτοκατάλυση του) η πορεία αυτή μπορεί να έχει μόνο την εξής κατάληξη για το νησί της Ταϊβάν:
Επανένωση με την Κίνα ή πλήρης ανεξαρτησία από αυτήν σε ό,τι αφορά το εξωτερικό, και διχοτόμηση ή εμφύλιος σε ότι αφορά το εσωτερικό.
~ IV ~
Αρκετοί ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία και η εισβολή της Ρωσσίας είναι αποτέλεσμα των προβλημάτων στις σχέσεις Κιέβου-Μόσχας, λόγω της ιδεολογικής φύσης του καθεστώτος της καθεμιάς χώρας. Δηλαδή προτάσσουν το ιδεολογικό στοιχείο της σύγκρουσης.
Η δική μας προσέγγιση, από την πρώτη στιγμή, είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί έκφανση μιας κολοσσιαίων διαστάσεων κρίσης στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσικής Ομοσπονδίας, που επωάζεται εδώ και χρόνια.
Την περίοδο των Νατοϊκών βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας, των μετασοβιετικών συγκρούσεων στο Βόρειο Καύκασο (πόλεμοι Τσετσενίας) και της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στην Κεντρική Ευρώπη (1999), η Ρωσσία ήταν υπερβολικά αδύναμη προκειμένου η ένταση στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Μόσχας να οδηγηθεί σε μια έκρηξη ηφαιστειακού τύπου.
Το 2002 οι Η.Π.Α θα αποχωρήσουν από τη Συνθήκη των Αντι-βαλλιστικών Πυραύλων (Anti-Ballistic Missile Treaty), απόφαση που αποτέλεσε τη ρίζα της στροφής της Ρωσσίας προς τα λεγόμενα υπερηχητικά ή πολυηχητικά όπλα (ή όπως αλλιώς θέλει να τα ονομάσει κανείς για λόγους μάρκετινγκ). Ένα χρόνο μετά, οι δυνάμεις που το 2021 υπέγραψαν το Τριμερές Σύμφωνο του Αγγλοσαξωνικού άξονα (AUKUS), εισβάλλουν στο Ιράκ (2003). Στην εισβολή αντιτάχθηκαν από κοινού Ρωσσία, Γαλλία, Κίνα και Γερμανία. Επιπλέον, την ίδια χρονιά είχαμε τη λεγόμενη «Επανάσταση των Ρόδων» στη Γεωργία και την επόμενη (2004) την «Πορτοκαλί Επανάσταση» στην Ουκρανία, η οποία συνοδεύτηκε και από τη μεγάλη επέκταση του ΝΑΤΟ σε Ανατολική Ευρώπη, Εύξεινο και Βαλτική. Ήδη από τότε, σχεδόν 20 χρόνια πριν από σήμερα, η Μόσχα αρχίζει να αναφέρεται στη διεύρυνση-επέκταση του ΝΑΤΟ και στις προσπάθειες των Η.Π.Α να αποκτήσουν πρόσβαση στην Κεντρική Ασία ως «δυνητικά εχθρικές πράξεις» και ως «καταπάτηση της σφαίρας ιστορικών συμφερόντων» της Ρωσσίας.
Το 2007, η Ουάσιγκτον ανακοινώνει σχέδια για την κατασκευή αντιβαλλιστικής πυραυλικής άμυνας στην Πολωνία και ενός σταθμού ραντάρ στην Τσεχία. Η Ρωσσία προειδοποιεί τις Η.Π.Α ότι αυτές οι κινήσεις θα μπορούσαν να μετατρέψουν την Ευρώπη σε πυριτιδαποθήκη, συγκρίνοντας τα αμερικανικά σχέδια για την εγκατάσταση του συστήματος με την κίνηση της Σοβιετικής Ένωσης να αναπτύξει πυραύλους στην Κούβα. Επιπλέον, η Μόσχα θα εξετάσει το ενδεχόμενο να στοχεύονται με πυραύλους η Βαρσοβία και η Πράγα και προειδοποιεί ότι μπορεί να αναγκαστεί να ανακατευθύνει τους πυραύλους της προς την Ουκρανία εάν αναπτυχθούν βάσεις του ΝΑΤΟ στη συγκεκριμένη χώρα (εκείνη την περίοδο το Κίεβο ήταν έτοιμο να εγκρίνει νομοθεσία που θα απαγόρευε την ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων του ΝΑΤΟ στο έδαφος της Ουκρανίας).
Τα προηγούμενα συμβαίνουν ενώ ήδη έχουμε περάσει στο 2008, έτος που θα γίνει η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία. Η Ρωσσία την καταδικάζει (αργότερα θα την επικαλεστεί ως προηγούμενο για την ανεξαρτησία της Κριμαίας). Την ίδια χρονιά έχουμε τη δέσμευση του τότε Αμερικανού Προέδρου Τζορτζ Μπους για την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Στις 7 Αυγούστου του ίδιου έτους ξεκινά ο πόλεμος στη Γεωργία.
Όλα αυτά μια 15ετία πριν από σήμερα. Δεν συνεχίζουμε για να μην κουραστεί ο αναγνώστης. Απλώς θα ολοκληρώσουμε με την πρώτη κορύφωση (πριν από την τωρινή) που έρχεται με την μονομερή κήρυξη ανεξαρτησίας της Κριμαίας το 2014, την προσάρτησή της από τη Ρωσσική Ομοσπονδία και την εκδίωξη-αποκλεισμό της Μόσχας από την ομάδα των Οκτώ (G8). Ένα χρόνο νωρίτερα, το 2013, είχε προηγηθεί ρήξη και απομόνωση της Ρωσσίας στο εσωτερικό της ομάδας (G8) σχετικά με τον πόλεμο στη Συρία, και διαδηλώσεις στο Κίεβο (Euromaidan) με αφορμή την μη υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης Ουκρανίας-Ε.Ε, που σηματοδοτούσε την περαιτέρω σύνδεση της Ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου με τις ευρωατλαντικές δομές στο πλαίσιο της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης (Μολδαβία, Ουκρανία, Λευκορωσία και Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν), για την οποία η Γαλλία και η Γερμανία εξέφραζαν επιφυλάξεις.
Συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα με τον Ρώσσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής των G8 στις 17 Ιουνίου 2013 (Lough Erne, Enniskillen, Βόρεια Ιρλανδία). |
Τα προηγούμενα γεγονότα φανερώνουν μια συνεχή πορεία κρίσης και κλιμάκωσης της έντασης στις αμερικανο-ρωσσικές σχέσεις, από τις οποίες επηρεάζεται άμεσα η κατάσταση των σχέσεων της Ρωσσίας με την Ε.Ε και το ΝΑΤΟ. Η κορύφωση, πριν μιλήσουν τα όπλα, δηλαδή πριν από την εισβολή, ήρθε την 15η Δεκεμβρίου 2021 με τα προσχέδια συμφωνίας και συνθήκης που έστειλε η Ρωσσία σε ΝΑΤΟ και Η.Π.Α τα οποία αφορούσαν μέτρα και εγγυήσεις ασφάλειας. Τα διαπραγματευτικά αυτά έγγραφα αγνοήθηκαν.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται απλώς στις ουκρανο-ρωσσικές σχέσεις του Κιέβου με τη Μόσχα, όπως ισχυρίζονται Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες, αλλά στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με το μετασοβιετικό κράτος της Ρωσσικής Ομοσπονδίας, οι οποίες τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι χειρότερες από την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης.
Και όλα αυτά δίχως να σταθμίσουμε τις εντάσεις και τις διαφωνίες σχετικά με τους πολέμους εκτός Ευρώπης: τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, τον πόλεμο του Ιράκ, τον πόλεμο της Λιβύης κ.λπ. Από το 2001, οι πόλεμοι και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που ξεκίνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, της προώθησης της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν στοιχίσει κάτι λιγότερο από 1.000.000 ανθρώπινες ζωές και έχουν δημιουργήσει 35-40 εκατομμύρια εκτοπισμένους στον πλανήτη.
~ V ~
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό της Ευρώπης, από το 1991 και τη διάλυση της Σοβιετικής Σφαίρας αρχίζει μια περίοδος σλαβικών «εμφυλίων» πολέμων που διαδραματίζονται στο πλαίσιο μιας ευρείας γεωπολιτικής αναδιάταξης η οποία λαμβάνει χώρα στην περιοχή της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης με την επέκταση του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.
Η πορεία αυτή ξεκινάει από την επανένωση της Γερμανίας, συνεχίζεται με την ανασύσταση της Κεντρικής Ευρώπης και την πολυδιάσπαση μέρους της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, διαμορφώνοντας ένα νέο περιφερειακό περιβάλλον και μεταβάλλοντας τη συνολική δομή ισχύος στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Αρχικά είχαμε τον εμφύλιο (από γλωσσική σκοπιά) πόλεμο μεταξύ των νότιων Σλάβων στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια μεταξύ των ανατολικών Σλάβων στη μετασοβιετική Ουκρανία. Εάν ο αναγνώστης διαφωνεί με μια έννοια περί «εμφυλίου» μπορεί να σκεφτεί με όρους πολυδιάσπασης του σλαβικού ημισφαιρίου. Η τωρινή στάση της Πολωνίας, η οποία επιδιώκει να καταστεί η σημαντικότερη συμβατική στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη, μέσω της προσπάθειας ανάπτυξης του ισχυρότερου ευρωπαϊκού στρατού ξηράς, καθιστά ρεαλιστική την πιθανότητα ενός γενικευμένου πανσλαβικού «εμφυλίου» πολέμου, δηλαδή της πλήρους και ολοκληρωτικής πολυδιάσπασης και αναδιοργάνωσης της σλαβόφωνης σφαίρας.
Μια τέτοια διαδικασία είναι σχεδόν αδύνατον να μην επηρεάσει κράτη όπως η Ουγγαρία και η Ρουμανία. Σε αυτήν εδώ την περιοχή της Ευρώπης του Δούναβη φαίνεται πως αντηχεί ακόμα όχι απλώς το 1991 ή το 1945 αλλά το 1918, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η πολυδιάσπαση της Αυστρο-Ουγγαρίας. Άραγε είναι τυχαίο ότι ενώ έχουν διαφορετικό χαρακτήρα και καθεστώς στο εσωτερικό τους, τόσο η Αυστρία όσο και η Ουγγαρία διαφοροποιούνται ως προς το ζήτημα της Ουκρανίας και τη στάση τους απέναντι στη Ρωσσία; Το ίδιο συμβαίνει και με την Τουρκία, τόσο για λόγους που σχετίζονται με το παρελθόν και τον Α΄ ΠΠ όσο και για απτούς και πραγματιστικούς λόγους που σχετίζονται με το παρόν.
Όπως έχουμε επισημάνει παλαιότερα τόσο ο Α΄ όσο και ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, στην ευρωπαϊκή τους διάσταση, κινούνται προς τους άξονες Βαλτική - Εύξεινος - Μεσόγειος, με κατεύθυνση από Δύση προς Ανατολή. Από αυτή την άποψη ζούμε μια ακόμα ιστορική επανάληψη, και δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα πρωτότυπο ή καινοφανές σε όσα συμβαίνουν στην Ανατολική Ευρώπη μεταξύ Βαλτικής και Εύξεινου: την πρώτη φορά η απειλή ήταν ο πανσλαβισμός, τη δεύτερη ο κομμουνισμός και σήμερα είναι ο αυταρχισμός, ή ο «Πουτινισμός». Στον Α΄ ΠΠ την κατεύθυνση προς Ανατολάς ακολούθησαν οι παγγερμανιστές, στον Β΄ ΠΠ οι εθνικοσοσιαλιστές και σήμερα οι ατλαντιστές, δηλαδή οι ΝΑΤΟϊκοί, ή οι «φιλελεύθεροι δημοκράτες». Το πρόβλημά τους ήταν και παραμένει η Ρωσσία, και όχι ασφαλώς οι ιδεολογίες, εξ ου και οι επαναλήψεις.
Το ζήτημα της Ουκρανίας στην πρόσφατη ιστορική του μορφή έχει τις ρίζες του στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στην ιδεολογική του στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και στην τωρινή πολιτική και στρατηγική του μορφή, που είναι και η σημαντικότερη, στην πολυδιάσπαση της Ε.Σ.Σ.Δ και τις μεταψυχροπολεμικές αμερικανό-ρωσσικές σχέσεις.
Η ιδιαιτερότητα της τωρινής μετα-σοβιετικής/ψυχροπολεμικής μονοπολικής πορείας προς Ανατολάς έγκειται στο ΝΑΤΟ. Ο Τζο Μπάιντεν στην πρόσφατη ομιλία στη Βαρσοβία, μεταξύ άλλων, είπε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται την Πολωνία και το ΝΑΤΟ όσο το ΝΑΤΟ χρειάζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες, γιατί... για την ικανότητά μας να λειτουργούμε οπουδήποτε αλλού στον κόσμο (και οι ευθύνες μας εκτείνονται πέρα από την Ευρώπη), πρέπει να έχουμε ασφάλεια στην Ευρώπη. Είναι τόσο βασικό, τόσο απλό».
Ωστόσο, αξίζει να αναφέρουμε τη θέση που εξέφρασε ο Zhou Bo: «όσο πιο δημοφιλές γίνεται το ΝΑΤΟ, τόσο λιγότερο ασφαλής γίνεται η Ευρώπη. Όλες οι στρατιωτικές συμμαχίες βασίζονται σε «απειλές» για να επιβιώσουν όπως οι βδέλλες βασίζονται στο αίμα. Το ΝΑΤΟ ελπίζει να διατηρήσει τη ζωτικότητά του μέσω της επέκτασής του, αλλά η επέκτασή του έχει ωθήσει την Ευρώπη στο χείλος των πυρηνικών απειλών» (μπορείτε να δείτε συνέντευξή του στη Deutsche Welle κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του Μονάχου).
Και πράγματι, ζήσαμε διάφορες απειλές τις τελευταίες δεκαετίες: ξεκινήσαμε από την απειλή του Ισλάμ (πόλεμος κατά της τρομοκρατίας), συνεχίσαμε με την απειλή της Ρωσσίας (πόλεμος κατά της αυταρχίας), και έχουμε περάσει στη φάση κατασκευής «κοινής γνώμης» και διαμόρφωσης κλίματος για την απειλή της Κίνας. Ξεκινήσαμε από τη λεγόμενη Ευρύτερη Μέση Ανατολή (Greater Middle East, που περιλαμβάνει την Κεντρική Ασία και τη Βόρεια Αφρική), περάσαμε στην Ευρασία για να καταλήξουμε μελλοντικά στην Ανατολική Ασία.
Η ευρωπαϊκή ασφάλεια ουσιαστικά είναι ζήτημα του τρόπου συμβιβασμού και διαχείρισης των σχέσεων και των σημείων επαφής της ΝΑΤΟϊκής και της Ρωσσικής Σφαίρας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι το σύμπτωμα της ασυμβατότητας τους, της αδυναμίας διαμόρφωσης μιας συναίνεσης και εύρεσης ενός κοινού τόπου και τρόπου συνύπαρξης παρά τις διαφορές τους. Και η ρίζα όλων των προηγούμενων, η ασθένεια, είναι η συνεχή πορεία κρίσης και κλιμάκωσης της έντασης στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Μόσχας. Γενικότερα, οι Αμερικανοί δεν συμβιβάζονται με τίποτα και με κανέναν (είναι τόσο βασικό, τόσο απλό, για να επαναλάβουμε τα λόγια του Μπάιντεν, και έχει τόσο τρομακτικές συνέπειες). Όμως η πραγματικότητα έχει το χαρακτηριστικό ότι, εν τέλει, προσγειώνει τους πάντες.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί την απαρχή της μετα-μονοπολικής/αμερικανικής εποχής στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όπως συμβαίνει και στον υπόλοιπο πλανήτη. Το είδαμε στην Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Το βλέπουμε στο ξεκίνημά του και στην Ανατολική Ευρώπη, με απείρως ισχυρότερες αντιστάσεις λόγω της σημασίας και της βαρύτητας που έχει η ευρωπαϊκή ήπειρος για την αμερικανική και «δυτική» ηγεμονία. Η Ουκρανία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτής της νέας εποχής.
Επιστροφή στο αρχικό πλαίσιο και ολοκλήρωση
Η Ουκρανία και η Ταϊβάν λειτουργούν ως πεδία βίαιου επανακαθορισμού των σχέσεων του μετασοβιετικού και μεταψυχροπολεμικού κράτους της Ρωσσίας και του μετεμφυλιακού και μεταπολεμικού κράτους της Κίνας με το ηγεμονικά κυρίαρχο μεταψυχροπολεμικά κράτος των Η.Π.Α. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται απλώς στις σχέσεις της Μόσχας με το Κίεβο και του Πεκίνου με την Ταϊπέι, αλλά στις ανταγωνιστικές σχέσεις της Ρωσσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Όμως ποιο είναι, τελικά, το επίδικο των αμερικανό-ρωσσικών και των αμερικανό-κινεζικών σχέσεων στις περιοχές της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας αντίστοιχα;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται από το πρίσμα που εξετάζει κανείς τις κρίσεις και τους πολέμους: από συστημική, περιφερειακή, διακρατική ή άλλη σκοπιά.
Προς το παρόν θα περιοριστούμε στην εξής απάντηση και μελλοντικά θα εξειδικεύσουμε. Όπως ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται (π.χ από την δολιοφθορά στους αγωγούς Nord Stream που αποτελεί de facto κήρυξη πολέμου επί της ουσίας μα όχι ονομαστικά, καθώς δεν υπάρχει ανάληψη ευθύνης εφόσον ο δράστης κρύβεται), και όπως θα φανεί ακόμη πιο καθαρά στο μέλλον, το πραγματικό επίδικο όσων συμβαίνουν στην Ουκρανία και όσων θα συμβούν στην Ταϊβάν είναι οι σχέσεις της Ρωσσίας με τη Γερμανία και της Κίνας με την Ιαπωνία, και η θέση που θα έχουν σε μια υπό διαμόρφωση νέα μετα-μονοπολική/αμερικανική τάξη πραγμάτων σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία αντίστοιχα.
~
Σκοπός είναι η απόλυτη εκμηδένιση της πιθανότητας τα προηγούμενα κράτη να πετάξουν εκτός Ευρώπης και Ανατολικής Ασίας τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στο πλαίσιο μιας ηπειρωτικής συνεννόησης σαν αυτή που επιδίωξε ο Yōsuke Matsuoka (1880-1946), διπλωμάτης και υπουργός εξωτερικών της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, ο οποίος υπέγραψε το Τριμερές Σύμφωνο μεταξύ Ιαπωνίας, Γερμανίας και Ιταλίας το 1940 και το Ιαπωνικό-Σοβιετικό Σύμφωνο Μη-Επίθεσης/Ουδετερότητας το 1941.
Οι Ιάπωνες, από κάποια περίοδο και ύστερα (που σχετιζόταν και σχετίζεται πάντοτε με την από βορρά απειλή), καταλάβαιναν καθαρότερα από όλα τα υπόλοιπα κράτη της Αφροευρασίας ποιος ήταν ο πραγματικός αντίπαλος: η Αγγλο-Αμερικανοκεντρική τάξη γενικά και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής συγκεκριμένα.
Το 1907, αμέσως μετά από τη νίκη της Ιαπωνίας επί της Ρωσσίας στον πόλεμο (1904-1905), δηλαδή μετά από την εξάλειψη του από βορρά κινδύνου, ο Matsuoka είχε εμπνευστεί μια συμμαχία που θα αποτελείτο από τη Βρετανία, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, τη Γαλλία και τη Γερμανία ως μέσο και τρόπο αποτροπής της εισχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στην ήπειρο της Ασίας.
Το ερώτημα θα πρέπει να τεθεί ξανά: Γιατί αποχώρησε η Ιαπωνία από την Κοινωνία των Εθνών; Η επίσημη ιστοριογραφία της «σωστής πλευράς της ιστορίας», δηλαδή της Αγγλο-Αμερικανικής, έχει ως επίκεντρο το πρόσχημα που χρησιμοποίησε η Ιαπωνία (Mukden Incident) προκειμένου να ξεκινήσει την εισβολή στη Μαντζουρία στις 18 Σεπτεμβρίου 1931.
Ωστόσο, η ιαπωνική οπτική έβλεπε τα πράγματα διαφορετικά πολύ πριν από αυτό το γεγονός, εστιάζοντας στην ανισότητα της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας με τις Άγγλο-Αμερικανικές δυνάμεις. Οι εντάσεις και η σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τους νόμους περί μετανάστευσης πλήγωσε ανεπανόρθωτα την υπερηφάνεια των Ιαπώνων που αδυνατούσαν να δεχτούν να αντιμετωπίζονται ως κατώτεροι (και ασφαλώς όσο περισσότερο συνειδητοποιούσαν ότι ζούσαν σε έναν κόσμο που διαμορφωνόταν από το δίπολο λευκός-μη λευκός και όσο περισσότερο αισθάνονταν υποτίμηση από τους Αγγλοσάξωνες τόσο περισσότερο υποτιμούσαν οι ίδιοι τους υπόλοιπους Ασιάτες). Η άρνηση των φιλελεύθερων δυνάμεων να δεχτούν την ενσωμάτωση μιας δήλωσης-ρήτρας για την ισότητα των φυλών στο προοίμιο του Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών οδήγησε τους Ιάπωνες να συνειδητοποιήσουν ότι λόγω του ρατσισμού, κυρίως του αγγλοσαξωνικού, δεν υπήρχε χώρος για την Ιαπωνία στο νομικό και πολιτιστικό σύμπαν των κανόνων μιας Αγγλο-Αμερικανοκεντρικής τάξης [Yukiko Koshiro, 2013] (Σε αυτό το τελευταίο σημείο μπορεί να διαπιστώσει κανείς μια συνάφεια μεταξύ μετασοβιετικών Ρώσσων και αυτοκρατορικών Ιαπώνων ως προς τις σχέσεις τους με τους Άγγλους και τους Αμερικανούς).
Η μονομερής αχαλίνωτη στρατιωτική επιθετικότητα ήταν η απάντηση που επέλεξε η αυτοκρατορική Ιαπωνία για να αμφισβητήσει και να αψηφήσει την Αγγλό-Αμερικανική υπεροχή, η οποία ασφαλώς παραμένει ίδια και απαράλαχτη μέχρι τις μέρες μας κάνοντας απλώς χρήση ενός διαφορετικού λεξιλογίου και λόγου (discourse) που έχει υποκαταστήσει τα φυλετικά-ρατσιστικά με διαφορετικά ιδεολογικά περιεχόμενα. Ωστόσο, εάν σηκώσει κανείς το ιδεολογικό πέπλο μπορεί να τα βρει. Αναφερθήκαμε προηγουμένως: τον ρόλο και τη λειτουργία που είχε η «αποστολή του εκπολιτισμού» τον 19ο αιώνα τον επιτελεί σήμερα η «δημοκρατία» Το βλέπουμε ήδη, και θα το δούμε ακόμα εντονότερα στο μέλλον. Πολύ καλά κάνουν και δείχνουν αντιστάσεις, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, οι Ινδοί. Έχουν πικρή πείρα και ιστορική εμπειρία.
Οι Ιάπωνες, λοιπόν, αμφισβήτησαν και αψήφησαν την Αμερικανική υπεροχή, και το αποτέλεσμα ήταν οι εικόνες που ακολουθούν οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ως λεζάντα τη φράση:
«Πως τόλμησες! Ποτέ ξανά!»
~
Δημήτρης Β. Πεπόνης
.~`~.
Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate, προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.
20 | 2 | 4 μ.Κ ~ Year ΙV AQ | 2023