7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 14 | 7 | 2025 μ.Χ. | 1446 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)
Μουσική Συνοδεία
I
Η αμερικανική κοινωνία βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού, γεγονός που καθρεφτίζεται στη στάση της αμερικανικής κοινής γνώμης σε ό,τι αφορά δύο κομβικά ζητήματα: την υποστήριξη προς το ΝΑΤΟ (Pew, Brookings) και το Ισραήλ (Brookings, Pew). Οι μεταβολές που λαμβάνουν χώρα αποκαλύπτουν έντονες διαχωριστικές γραμμές σε επίπεδο κομμάτων αλλά κυρίως μεταξύ γενεών (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 257-261), σηματοδοτώντας όχι απλώς πιθανές αλλαγές στην πορεία της μελλοντικής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και στην ίδια τη φύση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον 21ο αιώνα.
Σε ό,τι αφορά την υποστήριξη προς το ΝΑΤΟ αυτή είναι πλειοψηφική και τείνει να παραμένει ισχυρή συνολικά στην αμερικανική κοινωνία (γύρω στο 60-65% θετική και γύρω στο 30% αρνητική γνώμη). Κομματικά και παραταξιακά, η πλειοψηφία των Δημοκρατικών βλέπει τη Βορειοατλαντική Συμμαχία θετικά, με τη διαφορά υπέρ να κινείται σε ποσοστά άνω του 50% (≈75% θετική και 25% αρνητική γνώμη) ενώ στην πρωτοπορία της υπεράσπισης του ΝΑΤΟ βρίσκονται οι προοδευτικοί Φιλελεύθεροι Δημοκράτες. Η βάση των Ρεπουμπλικάνων είναι διαιρεμένη (≈50% θετική και 50% αρνητική γνώμη), με την κυρία υποστήριξη προς το ΝΑΤΟ να έρχεται από τους γηρασμένους Ρεπουμπλικάνους της περιόδου Ρέιγκαν, και τους ιδεολογικούς τους απογόνους, ενώ οι νεότεροι οπαδοί των Ρεπουμπλικάνων και του κινήματος MAGA έχουν καθαρά και πλειοψηφικά αρνητική γνώμη για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Η ακραία πόλωση, σε ό,τι αφορά την υποστήριξη προς το ΝΑΤΟ, είναι ανάμεσα σε Φιλελεύθερους Δημοκράτες μεταπτυχιακής εκπαίδευσης και νέους ηλικιακά, κυρίως κάτω των 30 ετών, οπαδούς των Ρεπουμπλικάνων.
Είναι φανερό ότι η υποστήριξη σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία και η τοποθέτηση ενάντια στη Ρωσσία είναι υπόθεση κυρίως των Δημοκρατικών και των γενεών που έχουν ζήσει τον Ψυχρό Πόλεμο.
Σε ό,τι αφορά τη θετική στάση απέναντι στο Ισραήλ αυτή παραμένει πλειοψηφική αλλά τείνει να αποδυναμώνεται συνολικά στην αμερικανική κοινωνία, καθώς στην προκειμένη περίπτωση το θέμα έχει εντονότερο διαγενεακό χαρακτήρα, εφόσον οι γηραιότερες γενεές των Αμερικανών τείνουν να βλέπουν πιο θετικά το Ισραήλ ενώ οι νεότερες τους Παλαιστίνιους, με το ένα τρίτο περίπου (άνω του 30%) στις ηλικίες κάτω των 30 ετών να συμπαθεί περισσότερο τους Παλαιστίνιους και το ένα έκτο περίπου (≈15%) τους Ισραηλινούς. Σε ό,τι αφορά το κομματικό-παραταξιακό επίπεδο, πάνω από το 50% των Ρεπουμπλικάνων στέκεται στο πλευρό των Ισραηλινών, ενώ οι Δημοκρατικοί σε ποσοστό 40% δηλώνουν ότι τοποθετούνται εξίσου και με τους δύο και σε ποσοστό 25% υπέρ των Παλαιστινίων. Ωστόσο και στο κομματικό-παραταξιακό επίπεδο παρατηρείται έντονη διαγενεακή διαφοροποίηση καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι κάτω των 30 ετών συμπαθούν περισσότερο τους Ισραηλινούς σε ποσοστό κάτω του 30% συγκριτικά με τους Ρεπουμπλικάνους άνω των 65 ετών όπου το ποσοστό συμπάθειας προς τους Ισραηλινούς κινείται γύρω στο 70% (Για το ζήτημα των γενεών δες: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 257-261). Στην πρωτοπορία της θετικής γνώμης υπέρ των Ισραηλινών και της αρνητικής γνώμης κατά των Παλαιστινίων βρίσκονται οι Λευκοί Ευαγγελικοί (Διαβάστε: Ο Χριστιανικός Σιωνισμός και το Ισραήλ ως θρησκευτικό ιουδαϊκό και κοσμικό ισραηλινό κράτος). Η ακραία πόλωση, λοιπόν, σε ό,τι αφορά την υποστήριξη προς το Ισραήλ, είναι ανάμεσα σε Λευκούς Ευαγγελικούς και νέους ηλικίας κάτω των 30 ετών.
Εδώ η υποστήριξη σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στη Γάζα αλλά και τις ισραηλινές ενέργειες στη Δυτική Όχθη, και η τοποθέτηση υπέρ των Ισραηλινών, είναι υπόθεση κυρίως των Ρεπουμπλικάνων και των γενεών που έχουν ζήσει τον Ψυχρό Πόλεμο.
Αν δούμε το Όλον, από τη μια μεριά έχουμε τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες και τους Λευκούς Ευαγγελικούς ή τους Χριστιανούς Σιωνιστές (που είναι θετικά προσκείμενοι οι μεν στο ΝΑΤΟ οι δε στο Ισραήλ) και από την άλλη τους νέους Αμερικανούς κάτω των 30 ετών. Δηλαδή, ως Όλον, ανεξάρτητα από την κομματική και παραταξιακή μερικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής του μέλλοντος κινούνται προς μια κατεύθυνση μικρότερης δέσμευσης απέναντι στο ΝΑΤΟ και στο Ισραήλ ή, αν το θέσουμε πιο επιθετικά, οι ΗΠΑ των επόμενων γενεών κινούνται προς μια περισσότερο αντι-ΝΑΤΟϊκή/ευρωπαϊκή και αντι-Ισραηλινή κατεύθυνση.
Το κατά πόσο είναι δυνατόν να συνυπάρξουν στο ίδιος κράτος οι νέοι και οι νέες που εναντιώνονται στο ΝΑΤΟ με τους νέους και τις νέες που εναντιώνονται στο Ισραήλ είναι θέμα διαφορετικού κειμένου.
Οι εμπειρίες που έχουν διαμορφώσει την ερχόμενη αμερικανική γενιά, που θα αναλάβει τα ηνία της χώρας, περιλαμβάνουν τους πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, την οικονομική κρίση του 2008, την πόλωση έναντι του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, την πανδημία, τα κινήματα Tea Party, Occupy Wall Street και MAGA, αλλά και τις δύο κυβερνήσεις Τραμπ. Η επόμενη γενιά Αμερικανών ηγετών και διαμορφωτών πολιτικής θα είναι διαφορετική από εκείνη που έχουν συνηθίσει Ευρωπαίοι και Ισραηλινοί: λιγότερο ευρωφιλική και ατλαντιστική (κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει με χυδαιότητες περί Αμερικανού daddy) και περισσότερο πολωμένη σε ό,τι αφορά το Ισραήλ.
II
Ας δούμε τι είπε ο νεοσυντηρητικός οπαδός του φιλελεύθερου παρεμβατισμού/ιμπεριαλισμού, Robert Kagan, σκληρός πολέμιος και επικριτής του Ντόναλτ Τραμπ, των Τζέι Ντι Βανς και Ιλόν Μασκ, και του κινήματος MAGA, σε πρόσφατη ομιλία του, και στη συνέχεια ας κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις.
Η αμερικανική εξωτερική πολιτική ήταν πάντα ένα παράδοξο μεταξύ της επιθυμίας να παραμείνει αποστασιοποιημένη από τον υπόλοιπο κόσμο και της επιθυμίας να ασκήσει επιρροή. Και θα έλεγα ότι αυτό που ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από τα οικονομικά συμφέροντα και άλλα, ήταν στην πραγματικότητα ο φιλελευθερισμός. Αν με ρωτήσετε γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους, τελικά, ήταν για την υπεράσπιση μιας φιλελεύθερης τάξης ή για την υπεράσπιση των φιλελεύθερων δυνάμεων ενάντια στην απειλή των επιθετικών αυταρχικών καθεστώτων. Ο Walter Lipman πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αναφερόταν σε αυτό ως την «Ατλαντική κοινότητα», επειδή προφανώς εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δεν θεωρούσαν τις ασιατικές χώρες μέρος αυτής. Νομίζω ότι όταν οι Αμερικανοί σκέφτονται γιατί μπήκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σκέφτονται το Περλ Χάρμπορ, αλλά το Περλ Χάρμπορ δεν θα είχε συμβεί αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ήδη ασκήσει πίεση στην Ιαπωνία, προσπαθώντας να την ελέγξουν. Νομίζω ότι το ίδιο ίσχυε και για τη Γερμανία. Ήταν απολύτως σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αντίπαλος της Γερμανίας. Και έτσι ήταν πραγματικά ο αμερικανικός φιλελευθερισμός και η επιθυμία να διαμορφωθεί ένας φιλελεύθερος κόσμος που οδήγησε τους Αμερικανούς εκεί έξω. [...]Μια από τις πολυτέλειες που πάντα απολάμβαναν οι Αμερικανοί είναι η πεποίθηση, και όχι εντελώς λανθασμένη, ότι είναι τόσο απομονωμένοι και τόσο αυτάρκεις που δεν τους ενδιαφέρει πραγματικά τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο. Και όπως έχω υποστηρίξει, πιστεύω ότι είναι περισσότερο η φιλελεύθερη τάση που έχει αντιταχθεί σε αυτό. Έτσι, όταν χάνεις τον φιλελευθερισμό και έχεις την παραδοσιακή αδιαφορία, καταλήγεις στον απομονωτισμό. Αλλά αυτό είναι κάτι διαφορετικό, γιατί η Αμερική, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, δεν είναι μια αδιάφορη (απομονωτική) υπερδύναμη. Είναι μια αντιφιλελεύθερη υπερδύναμη. [...]Αυτό που νομίζω ότι δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι από τη δεκαετία του 1930 μέχρι πρόσφατα, ήταν μια περίοδος κυριαρχίας του φιλελευθερισμού στην Αμερική. Ο συντηρητισμός διαφόρων ειδών απαξιώθηκε, πρώτα από την οικονομική ύφεση και στη συνέχεια από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τα φυλετικά στοιχεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και από την αίσθηση ότι οι Αμερικανοί έπρεπε να πολεμήσουν για τον φιλελευθερισμό. Αυτό διήρκεσε 80 χρόνια και νομίζω ότι στήριξε σε μεγάλο βαθμό την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Σήμερα, όμως, έχουμε στην εξουσία μια αντιφιλελεύθερη κυβέρνηση. Και αυτό σημαίνει, φοβάμαι, ότι η κυβέρνηση δεν νομίζω ότι αρκείται στην αδιαφορία της για την Ευρώπη, επειδή η αντιφιλελεύθερη αποστολή της έχει ένα διεθνές στοιχείο. Αυτό είναι προφανές στην ομιλία του Βανς στο Μόναχο, αλλά ακόμη περισσότερο στην άμεση παρέμβαση του Τζέι Ντι Βανς και του Ίλον Μασκ στην πολιτική της Γερμανίας και άλλων χωρών της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αυτή δεν είναι η απομονωτική Αμερική της δεκαετίας του 1920 και του 1930. Τότε δεν τους ενδιέφερε τι συνέβαινε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αυτή η κυβέρνηση... διαλύει αυτό που ορισμένοι θεωρούν παρεμβατικούς θεσμούς, όπως το National Endowment for Democracy και το Voice of America, που ανακατεύονταν στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών με σκοπό την προώθηση του φιλελευθερισμού. Θα ήταν ένα πράγμα για μια καλή ρεαλιστική απομονωτική κυβέρνηση να πει ότι δεν την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο πια. Αντ' αυτού, κατέστρεψαν τους φιλελεύθερους (παρεμβατικούς θεσμούς) και τους αντικαθιστούν με μια αντιφιλελεύθερη παρεμβατική εξωτερική πολιτική. Και αυτό μας φέρνει στο σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα. [...]Στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπάρχει ένα επίπεδο παράνοιας για την Κίνα, θα έλεγα. Και το λέω αυτό ως κάποιος που έχει περάσει πολλά χρόνια προειδοποιώντας για την ανάπτυξη της Κίνας. Ήμουν αντίθετος στην ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ. Έχω λοιπόν όλο αυτό το μαύρο ιστορικό πίσω μου. Αλλά ακόμα και εγώ πιστεύω ότι ―και είναι αυτό που με ανησυχεί για τους Ρεπουμπλικάνους―, ότι πρόκειται για μια παράνοια που στοχεύει κυρίως στο εσωτερικό. Θα ακουστούν πολλά για την κινεζική κατασκοπεία και τους συμπαθούντες την Κίνα. Χρησιμοποιούν ακόμη και τον όρο «κομμουνιστές, κόκκινοι κομμουνιστές» («commies, red commies») ή κάτι παρόμοιο. Τον έβγαλαν από την εποχή του Μακάρθι και τώρα επανήλθε. Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη πολιτική ανάγκη να θεωρηθεί η Κίνα εχθρός αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, ο Τραμπ θα μπορούσε να αλλάξει γνώμη αύριο και να υπογράψει εμπορική συμφωνία με την Κίνα, και τότε όλοι οι υποστηρικτές και υπηρέτες του θα υποστηρίξουν ό,τι κι αν γίνει. [...]Αυτό μας φέρνει στην ασυνέπεια που βρίσκεται στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ καθώς, από τη μία πλευρά, είναι κάπως απομονωτικοί. Δεν πιστεύουν ότι πρέπει να εμπλεκόμαστε με τον υπόλοιπο κόσμο. Από την άλλη πλευρά, υποτίθεται ότι χτίζουν ολόκληρη την αμυντική τους στρατηγική γύρω από την υπεράσπιση της Ταϊβάν. Ξέρετε, οι άνθρωποι του «Αμερική πρώτα» της δεκαετίας του 1930 θα θεωρούσαν ότι αυτό ήταν κάτι απολύτως τρελό, ακόμα και να το σκεφτεί κανείς. Και έτσι, ξέρετε, είναι μια απομονωτική υπερδύναμη που της αρέσει το κομμάτι της υπερδύναμης. [...]Ο Τραμπ έχει πει ότι θέλει τη Γροιλανδία. Αν ο Τραμπ πάρει τη Γροιλανδία, αυτό θα είναι μια πράξη επιθετικότητας εναντίον ενός Ευρωπαίου συμμάχου. Δεν ξέρω ποια θα είναι η αντίδραση των Ευρωπαίων, εκτός από το να πουν «κρίμα, λυπούμαστε που συνέβη αυτό», αλλά δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να υπάρξει μεγάλη αναταραχή, συμπεριλαμβανομένων των Δανών, που είναι Ευρωπαίοι σύμμαχοι, και σε αυτό το σημείο η Ευρώπη θα είναι ακόμη πιο απρόθυμη να υιοθετήσει κάποια θέση στον κόσμο που θα μπορεί να την υπερασπιστεί σε αυτό το θέμα, συμμετέχοντας στην αμερικανική προσπάθεια να απομονώσει και να αποδυναμώσει την Κίνα. Από ευρωπαϊκή άποψη, σε έναν πολυπολικό κόσμο, δεν μου φαίνεται προφανές ότι αυτό είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης... Θέλω να πω... από όσο καταλαβαίνω, αυτό που κάνει η Κίνα στην Ασία έχει προφανώς αντίκτυπο σε όλους, αλλά ποτέ η Ευρώπη δεν έχει θεωρήσει ―όχι ποτέ, αλλά τουλάχιστον από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου―, την Ανατολική Ασία ως ένα μέρος όπου ήθελε να αναπτύξει δυνάμεις, για παράδειγμα, άφηνε τις Ηνωμένες Πολιτείες να το αναλάβουν αυτό, και μου φαίνεται ότι η Ευρώπη έχει υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό αυτό που θέλουν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες έναντι της Κίνας, περισσότερο από ό,τι θα είχε κάνει από μόνη της. Με όλο το σεβασμό, πρέπει να πω ότι είστε στην πλευρά των σκληροπυρηνικών. Μου φαίνεται ότι στην ευρωπαϊκή συζήτηση, δεν εκπροσωπείτε την επικρατούσα άποψη στην Ευρώπη [Δ`~.: Απευθύνεται σε κάποιον από τους κλασικούς φιλελεύθερους ατλαντιστές υποτακτικούς, που είναι βασιλικότερος του βασιλέως και ισχυρίζεται ότι Ευρώπη και Κίνα ποτέ δεν θα μπορούσαν να έχουν ισχυρές σχέσεις κ.λπ.]. [...]Δεν προτείνω να δημιουργηθεί μια συμμαχία (μεταξύ Ευρώπης και Κίνας), αλλά δεν θα ήταν πραγματικά προς το συμφέρον της Ευρώπης να έχει μια επιθετική, εχθρική Αμερική, ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να είναι περισσότερο απασχολημένες στην Ασία παρά λιγότερο; [...]Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που μια δύναμη θα ενωνόταν με έναν ιδεολογικό αντίπαλο ενάντια σε μια κοινή απειλή, όπως για παράδειγμα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση ή οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα. Επομένως, η ιδέα ότι είναι αδιανόητο η Ευρώπη να κινηθεί προς μια κατεύθυνση που έχουν ακολουθήσει όλες οι άλλες μεγάλες δυνάμεις στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένων των Ευρωπαίων, μου φαίνεται μια αρκετά ακραία θέση εκ μέρους σας, στην πραγματικότητα [Δ`~.: Ομοίως, απευθύνεται στον ίδιο αρειμάνιο φιλελεύθερο «Δυτικιστή»].Όσον αφορά τις πηγές του αντιφιλελευθερισμού, είμαι βέβαιος ότι υπήρξε μια οικονομική διάσταση στην άνοδο του αντιφιλελευθερισμού, αλλά... γνωρίζω ποιες είναι οι παραδόσεις του αντιφιλελευθερισμού στην Αμερική και αφορούν πρώτα απ' όλα στη φυλή, δεύτερον στη θρησκεία και τρίτον, πιο πρόσφατα, στο φύλο. Πιστεύω ότι σε αυτές τις εκλογές υπήρξε σε μεγάλο βαθμό μια ανδρική αντίδραση στην άνοδο των δικαιωμάτων των γυναικών. Και, ξέρετε... αν δείτε έναν λευκό άνδρα να περπατάει στο δρόμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχετε σχεδόν 60-70% πιθανότητα ότι αυτός ο άνθρωπος ψήφισε τον Ντόναλντ Τραμπ. Και ξέρω ότι και οι μαύροι ψήφισαν τον Τραμπ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, αλλά ήταν ακόμα ένα απειροελάχιστο ποσοστό. Και έτσι νομίζω ότι, αν με ρωτήσετε με μία λέξη τι ήταν αυτό που οι άνθρωποι καταψήφισαν, θα απαντούσα το “woke” Αυτές ήταν οι εκλογές του “woke”. Και γι' αυτό ο Τραμπ κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη ανθρώπων που κανονικά δεν νομίζω ότι θα τον είχαν υποστηρίξει, γιατί άγγιξε κάτι πολύ βαθύ μέσα τους, κάτι που τους είχαν πει ότι δεν μπορούσαν να πουν και δεν μπορούσαν να κάνουν, και είχαν κουραστεί... Ξέρετε, λυπάμαι που το λέω αυτό... αλλά σας λέω ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν η οικονομία. Ναι, πρόσεξαν ότι υπήρχε πληθωρισμός. Ναι, βρισκόμασταν σε μια μεταπανδημική κατάσταση, αλλά κοιτάξτε τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν. Ξέρετε, οι υποστηρικτές του Τραμπ έχουν αντιδράσει τώρα και αυτός χάνει την υποστήριξη αυτών των περιθωριακών ανθρώπων. Αλλά το γεγονός είναι ότι αυτό είναι το κίνημά του, και αν ακούσεις τι είπε ο Τζέι Ντι Βανς στην ομιλία αποδοχής του, που είναι πολύ σημαντικό, γιατί αυτή είναι μια μάχη στις Ηνωμένες Πολιτείες που πάλι μας γυρίζει πίσω στην ίδρυση, μεταξύ ενός εθνοθρησκευτικού ορισμού των Ηνωμένων Πολιτειών και ενός ιδεαλιστικού ορισμού των Ηνωμένων Πολιτειών. Είτε οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίζονται σε μια ιδέα που είναι οι αρχές της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, είτε βασίζονται στον Λευκό Αγγλοσαξονικό Προτεσταντισμό. Και όταν ο Τζέι Ντι Βανς είπε ότι τώρα περιλαμβάνουν και τους καθολικούς, για κάποιο λόγο το είπε, αν και ποτέ δεν το έκαναν στο παρελθόν. Όταν ο Τζέι Ντι Βανς είπε ότι η Αμερική δεν είναι απλώς μια ιδέα, αυτό εννοούσε. Και όταν μιλάει για το γεγονός ότι η οικογένειά του είναι θαμμένη για επτά γενιές στο Κεντάκι, ή σε όποια πολιτεία είναι, αυτό έχει να κάνει με τον εθνικισμό του αίματος και του εδάφους. Αυτό είναι που πουλάνε. Πουλάνε τον λευκό εθνικισμό. Πρόκειται κυρίως για ένα λευκό χριστιανικό εθνικιστικό κίνημα που βρίσκεται στον πυρήνα. Και απλά δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με την οικονομία. [...]Αν πάτε πίσω, αυτό συνέβη και στο παρελθόν. Η Αμερική ήταν πολύ πιο ρατσιστική, πολύ πιο περιοριστική, πολύ πιο γεμάτη προκαταλήψεις στη δεκαετία του 1920 και του 1930, ειδικά στη δεκαετία του 1920, από ό,τι είναι σήμερα. Και τι το άλλαξε αυτό; Δύο πράγματα το άλλαξαν. Το ένα ήταν η ύφεση, που δυσφήμησε μια συγκεκριμένη συντηρητική ρεπουμπλικανική προσέγγιση των πραγμάτων, και αυτοί ήταν το προπύργιο των λευκών προτεσταντών χριστιανών, είχαν τις ψήφους. Και το δεύτερο, και ακόμα πιο σημαντικό, ήταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, που τελικά μετατράπηκε σε πόλεμο κατά του ρατσισμού και δυσφήμησε κάθε είδους ρατσιστικές θεωρίες που ήταν πολύ κυρίαρχες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη δεκαετία του 1930, η ευγονική ήταν κάτι πολύ σεβαστό. Ο πατέρας του Σαμ Χάντινγκτον [Δ`~.: ο γνωστός, που έγραψε, μεταξύ άλλων, το βιβλίο «η σύγκρουση των πολιτισμών»], για παράδειγμα, ήταν πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Ευγονικής, και όλα αυτά τα έχουμε ξεχάσει. Έχουμε, για να το πούμε έτσι, κουκουλώσει, συγκαλύψει, διαστρεβλώσει, ξεπλύνει (whitewashing) την ιστορία μας. Και έτσι ξεχνάμε πόσο συχνά ο αντιφιλελευθερισμός ήταν κυρίαρχος. Και, παρεμπιπτόντως, ανέβηκε τη δεκαετία του 1920, σε μια περίοδο οικονομικής άνθησης που οι Αμερικανοί δεν είχαν ξαναδεί.
III
Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνεί κανείς με όλα τα σημεία της ομιλίας του Robert Kagan προκειμένου να αναγνωρίσει ότι στα προηγούμενα έχουμε να κάνουμε με μια πλημμυρίδα αληθειών (παρόλη την πολεμική και την αίσθηση συναγερμού ή υπερβολής που καλλιεργεί ο λόγος του). Και τούτο διότι ο Kagan εκτός από νεοσυντηρητικός είναι και ειλικρινής φιλελεύθερος ιμπεριαλιστής από ρεαλιστική σκοπιά: ο ρεαλισμός, όχι φιλοσοφικά αλλά διεθνοπολιτικά, ξεκίνησε ως μια γερμανική παράδοση επιδιόρθωσης ιδεαλιστικών τάσεων, τακτικών και μεθόδων του φιλελευθερισμού. Δηλαδή μπορούμε να μιλήσουμε για ρεαλιστικό από τη μια και ιδεαλιστικό από την άλλη φιλελευθερισμό, και για για τον ρεαλισμό ως μια μη ιδεαλιστική τακτική και μέθοδο επίτευξης φιλελεύθερων στόχων. Με διαφορετικά λόγια, για φιλελεύθερους στόχους που επιτυγχάνονται με ρεαλιστικά μέσα. Επίσης, ο Kagan είναι αμερικανοκεντρικός από πεποίθηση αλλά δεν πιστεύει τα ιδεολογικά οικουμενιστικά παραμύθια που προωθούν οι ΗΠΑ, και τα αποδομεί. Επιπλέον, δεν πιστεύει σε μια ανοδική ιστορική πορεία προς το καλύτερο, ή στην πρόοδο, ως νομοτέλεια. Επιπροσθέτως, δεν χρησιμοποιεί τον όρο «Δύση», και τούτο διότι μιλάει έχοντας στο επίκεντρο την ουσία του πράγματος: τον φιλελευθερισμό, και όχι την πολιτισμική του επικάλυψη: τη «Δύση».
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Robert Kagan (ο οποίος έχει εβραϊκές ρίζες που τον συνδέουν με τη Λιθουανία) γεννήθηκε στην Αθήνα, και είναι γιός του γνωστού κλασικιστή ιστορικού, Donald Kagan, που ειδικεύεται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ίσως τα προηγούμενα να του έχουν προσδώσει μια έντονη ρεαλιστική βάση και παιδεία.
Ας περάσουμε τώρα σε ορισμένες παρατηρήσεις με αφορμή σημεία της ομιλίας του.
Πρώτη πολυεπίπεδη παρατήρηση.
Σε γενικές γραμμές συμφωνώ με την προσέγγιση του Robert Kagan σχετικά με τις αμερικανικές εκλογές. Δεν με έπεισε η κυρίαρχη μετεκλογική ερμηνεία, που αποτέλεσε ρεπουμπλικανική επιχείρηση δημοσίων σχέσεων, για τη νίκη του Ντόναλτ Τραμπ. Την προσέγγισή μου την έχω παρουσιάσει στην ανάλυση με τίτλο Για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου 2024, όπου καταδεικνύω καθαρά τον βαθμό πόλωσης μεταξύ των ψηφοφόρων συγκεκριμένων κατηγοριών και των πεποιθήσεων τους. Προφανώς, κανέναν αμερικανικό παράγοντα, από την πολιτική ηγεσία μέχρι τους θεσμούς και τα ΜΜΕ δεν συμφέρει να διατυμπανίζεται σε ευρεία κλίμακα ότι υπάρχει φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ, στην «παλαιότερη δημοκρατία του πλανήτη» (είναι χίλιες φορές προτιμότερο να αναδεικνύεται ότι υπάρχει ταξικό ζήτημα, όπως σε όλα τα κράτη), αλλά υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει. Ούτε συμφέρει σε μια χώρα που της αρέσει να αυτοπροβάλλεται ως δημοδιδάσκαλος της ανθρωπότητας, παγκόσμιος εισαγγελέας και πανανθρώπινος δικαστής για όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, ή ως αυτόκλητος εισαγγελέας και δικαστής των πάντων, να θυμάται κανείς ότι οι ΗΠΑ υπήρξαν φυλετική δημοκρατία. Επίσης, ο βασικός κορμός των ψηφοφόρων που στήριξε το κίνημα γύρω και πίσω από τον Τραμπ, ως προς τα χαρακτηριστικά και τις ανησυχίες του, ήταν αν όχι σχεδόν ίδιος τουλάχιστον παρόμοιος με αυτόν που στήριξε τον Μπους: και αυτός ο βασικός κορμός δεν είναι άλλος από τον λευκό χριστιανικό εθνικισμό, ο οποίος στον πυρήνα του παλαιότερα είχε τους Λευκούς Αγγλοσάξονες Προτεστάντες (WASP) και τώρα έχει τους Λευκούς Ευαγγελικούς (65% διαφορά υπέρ των Ρεπουμπλικάνων του Τραμπ) με τον Χριστιανικό/Προτεσταντικό Σιωνισμό τους. Τέλος, είναι απολύτως ξακάθαρο ποια είναι τα ζητήματα που χωρίζουν και πολώνουν περισσότερο τους ψηφοφόρους των δύο κομμάτων. Και τα ζητήματα αυτά είναι ο συνδυασμός φυλής και φύλου, το ζήτημα της φυλής, της υποστήριξης προς το Ισραήλ, της θρησκείας, των εκτρώσεων, δηλαδή του κοινωνικού συντηρητισμού (μέρος του οποίου είναι και η αντίθεση στο κίνημα LGBT και στο κίνημα “woke”), με αποκορύφωμα το ζήτημα της μετανάστευσης ― και, ασφαλώς, το ζήτημα του φύλου, δηλαδή της πόλωσης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την ανάλυση εδώ.
Επιπλέον, ποτέ δεν κατάφερε να με πείσει ο οικονομισμός του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού, γενικά, αλλά και η αναγωγή του πολέμου, ειδικότερα, σε οικονομικά αίτια και σε εμπειρικά αναπόδεικτες νομοτέλειες, με διαφορετικά λόγια σε οικονομικό ντετερμινισμό, δηλαδή σε μια μεταφυσική αιτιοκρατία την οποία χαρακτηρίζει μια οικονομίστικη νομοτέλεια (Περισσότερα για το τελευταίο μπορείτε να βρείτε στο κείμενο: Για τη φύση του πολέμου ― μέρος α΄, και στο βιβλίο: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 182-188). Επιπροσθέτως, έχω εκφράσει σε πολλές περιπτώσεις (2024, 2023, 2020) ποια είναι η θέση μου για τη ρίζα των επαναστάσεων:
Ένα κράτος ζει επαναστατικές συνθήκες ή χαοτικές καταστάσεις, όχι επειδή ο λαός αντιτάσσεται ηθικά στην επιβολή ισχύος και στον αυταρχισμό ή εξαιτίας υλικής εξαχρείωσης και λόγω φτώχειας (τα πράγματα αυτά τα συναντά κανείς σε ποικιλία, ένταση και βάθος σε απειράριθμες πολιτικές κοινότητες μέσα στον ιστορικό χώρο και χρόνο) αλλά για τους εξής λόγους: είτε επειδή διεξάγεται εγχώριος πόλεμος στα ανώτερα στρώματα μεταξύ ελίτ, είτε εφόσον υφίσταται ήττα σε εξωτερικό πόλεμο ―ή αδυνατεί να αντέξει το υλικό ή/και το ηθικό κόστος του πολέμου―, είτε γιατί η εξουσία βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης και σε διαδικασία διάλυσης.Όλες οι επαναστάσεις ξεκινούν από την αποδυνάμωση, την υποχώρηση και την παρακμή του κύρους και της υπεροχής της εξουσίας του κράτους.
Θεωρώ ότι η ήττα της Γαλλίας στον Επταετή Πόλεμο θέτει τα θεμέλια της Γαλλικής Επανάστασης και της αγγλόφωνης ηγεμονίας (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 34), πρώτα και κύρια, και δευτερευόντως οι εσωτερικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Γαλλία. Επίσης, θεωρώ, ότι στις ρίζες της Πρώτης Ρωσσικής Επανάστασης βρίσκεται η ήττα στον Ρωσσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1904 (Πρόσφατα με ενημέρωσαν ότι παρόμοια θέση εξέφρασε ο Emmanuel Todd, γεγονός που με χαροποίησε διότι δε γνωρίζω κανέναν άλλον που να έχει εκφράσει παρόμοια θέση). Επιπλέον, είναι οι αποικιακοί πόλεμοι των Πορτογάλων (1960-1975) που οδηγούν στην πτώση του Σαλαζάρ, στην Επανάσταση των Γαρυφάλλων και στην πολιτειακή μεταβολή, και όχι η Επανάσταση των Γαρυφάλλων και η πολιτειακή μεταβολή που οδηγούν στην παραχώρηση ανεξαρτησίας στις πρώην αποικιακές κτίσεις. Είναι η ήττα ή μη αντοχή του ηθικού ή υλικού κόστους του πολέμου που οδηγεί στις μεταβολές, όχι η γενναιοδωρία ή οι αποφάσεις των κατοίκων του μητροπολιτικού κέντρου. Η μέθοδος που χρησιμοποιούν οι κοινωνικές επιστήμες, με την οποία διαφωνώ, λειτουργεί ως εξής: εσωτερικεύει το αίτιο και το μεταθέτει από το στρατιωτικό στο πολιτικό, κοινωνικό ή οικονομικό πεδίο, προσφέροντας, φυσικά, μια ευρωκεντρική ερμηνεία. Κατά αυτόν τον τρόπο εξαφανίζεται η ήττα. Πως είναι δυνατόν να «νίκησαν» οι Γάλλοι στον πόλεμο της Αλγερίας όταν είχαμε την κατάρρευση της Τέταρτης Δημοκρατίας και την Ανεξαρτησία της Αλγερίας; Υπό αυτό το πρίσμα, η δεύτερη εκλογή του Ντόναλτ Τραμπ στην εξουσία των ΗΠΑ μπορεί να ερμηνευτεί, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα της ήττας των ΗΠΑ στον πόλεμο στο Αφγανιστάν και της αμερικανικής αποτυχίας αποτροπής (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 75-79), της ανεπιτυχούς διαχείρισης, εξέλιξης και έκβασης του πολέμου στην Ουκρανία (η συνέχιση και ο μη τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία αποτελεί αποτυχία και φανερώνει αδυναμία της κυβέρνησης Τραμπ).
Δεύτερη γενική παρατήρηση.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Ευρώπης με την Κίνα. Δεν θέλω να επεκταθώ στο ειδικό ζήτημα της μεταξύ τους σχέσης: έχω αναφέρει ότι η Ουάσιγκτον προσπαθεί να διασφαλίσει ότι η Ευρώπη δεν θα αποκτήσει αυτονομία μέσω της οικοδόμησης στενότερων σχέσεων με την Κίνα (VII). Θέλω να σταθώ στο γενικό ζήτημα της σχέσης που έχει η γεωγραφική εγγύτητα και γειτνίαση με τον καθορισμό μιας απειλής ή μιας αντιπαλότητας. Παραδείγματος χάριν, η «Ευρώπη» δεν έχει κοινά σύνορα με την Κίνα αλλά με τη Ρωσσία. Οι ΗΠΑ και η Ρωσσία δεν έχουν εδαφικά παρά μόνο θαλάσσια κοινά σύνορα. Η Ελλάδα (και η Ρώμη) ήταν σε ανταγωνισμό με την Περσία όταν είχαν κοινά σύνορα, όχι σήμερα που και οι δύο χώρες έχουν ανάμεσά τους την Τουρκία, με την οποία έχουν κοινά σύνορα. Με παρόμοιο τρόπο, η Γαλλία (Ελλάδα) ήταν φυσικός σύμμαχος της Ρωσσικής αυτοκρατορίας (Ιράν) έναντι της Γερμανικής αυτοκρατορίας (Τουρκίας), ενώ η Ρωσσία και η Γερμανία μπορούσαν να είναι φυσικοί σύμμαχοι εναντίον της Πολωνίας ―και μόνο εφόσον αποκτούσαν κοινά σύνορα, ή συγκρούονταν οι σφαίρες επιρροής τους, μετατρέπονταν σε βασικούς ανταγωνιστές― όπως η Γαλλία και η Πολωνία εναντίον της Γερμανίας, και με παρόμοιο τρόπο που η Ιταλία και η Τουρκία μπορούν να είναι φυσικοί σύμμαχοι εναντίον της Ελλάδας (η Ιταλία έχει κάνει μεγαλύτερο κακό στο σύγχρονο ελληνικό κράτος απ' ό,τι έχει κάνει η Τουρκία, αλλά αυτό δεν αποτελεί συνείδηση στην Ελλάδα καθώς αυτός είναι ένας από τους λόγους που υπάρχει η ιδεολογία περί «Δύσεως». Αν μάλιστα προσθέσετε στην «δυτική» ιδεολογία και το δίπολο «αριστερά-δεξιά» τότε ο κατεχόμενος πολιτισμικά και διανοητικά ελληνόφωνος «Δυτικός» είναι τυφλός απέναντι στην Ιταλία της Μελόνι). Η Γαλλία και η Γερμανία, ως γείτονες, ήταν φυσικοί ανταγωνιστές, και μόνο μετά από τις ήττες των Γερμανών, στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπόρεσαν να γίνουν «πολιτισμένοι γείτονες». Τα προηγούμενα είναι απολύτως ενδεικτικά, υπάρχουν εκατοντάδες ιστορικά παραδείγματα. Προφανώς, η γεωγραφική εγγύτητα δεν είναι ο μόνος παράγοντας που καθορίζει τις συμμαχίες ή τις απειλές αλλά είναι ένας καθοριστικός παράγοντας που τον συναντάμε πάντοτε και δεν πρέπει να αγνοείται λόγω της ιδεολογικοποίησης της εξωτερικής πολιτικής.
Τρίτη παρατήρηση.
Προφανώς η Ιαπωνία δεν ξύπνησε μια μέρα και αποφάσισε να επιτεθεί στις ΗΠΑ, και προφανώς το ζήτημα της Ταϊβάν συνδέεται με την ήττα της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Όπως έχω επισημάνει παλαιότερα:
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου Βερολίνο και Τόκιο επιδίωξαν να οικοδομήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία αντίστοιχα. Η ήττα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας το 1945 είχε ως αποτέλεσμα αντί της οικοδόμησης δύο περιφερειακών τάξεων σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία, την υποβάθμιση αυτών των περιοχών στο διεθνές σύστημα και την οικοδόμηση δύο διηπειρωτικών τάξεων με πυρήνες τη Βόρεια Αμερική και την Ευρασία (από τις οποίες ετερο-καθορίστηκαν/προσδιορίστηκαν).Ειδικότερα, η ήττα της Γερμανίας το 1945 είχε ως αποτέλεσμα τη σχεδόν ολοκληρωτική διχοτόμηση της ευρωπαϊκής ηπείρου σε μια Ευρωαμερικανική και μια Ευρασιατική Σφαίρα υπό τις Η.Π.Α και την Ε.Σ.Σ.Δ αντίστοιχα. Από την πολυδιάσπαση της Σοβιετικής Ευρασιατικής Σφαίρας το 1991 θα προκύψει η διαμόρφωση μιας εν συνόλω Ευρωπαϊκής Σφαίρας (έστω αμερικανικά ετεροκαθοριζόμενης) και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της Ουκρανίας (παρόλο που έχει προϊστορία πίσω του).Η ήττα της Ιαπωνίας το 1945 είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της Ανατολικής Ασίας στο διεθνές σύστημα για κάποιες δεκαετίες. Από την κατάρρευση της Ιαπωνικής Σφαίρας στην Ανατολική Ασία θα προκύψει μια μονοπολική ηγεμονική τάξη στον Ειρηνικό Ωκεανό με κέντρο τη Βόρεια Αμερική (η «Αγγλοσαξονική λίμνη» του MacArthur) και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της Ταϊβάν.Η περίπτωση της Ταϊβάν είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της Ουκρανίας, καθώς το νησί αποτελεί μέρος της κινεζικής επικράτειας και οι σχέσεις ανάμεσα σε Πεκίνο και Ταϊπέι αποτελούν εσωτερικό ζήτημα της Κίνας. Ο λόγος (discourse) που επιδιώκει τη σύνδεση των δύο ζητημάτων προωθείται κυρίως από τις Η.Π.Α και στις περισσότερες περιπτώσεις εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα. Ωστόσο, υπάρχει μια αναλογία άξια αναφοράς που σχετίζεται όχι με τις σημερινές σχέσεις της Ρωσσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας αλλά με την κατάρρευση των τάξεων που είχαν ως κέντρο τους την αυτοκρατορική Ιαπωνία και τη σοβιετική Ρωσσία.Δεν αναφερόμαστε σε παραλληλία ιδεολογικών περιεχομένων αλλά σε κατ' αναλογία ομοιότητα. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε την κατάρρευση μιας τάξης, ανατολικοασιατικής το 1945 ευρασιατικής το 1991. Η Σοβιετική Σφαίρα ήταν στο πλευρό των νικητών και αποτέλεσε τον ένα εκ των δύο πόλων του παγκόσμιου συστήματος μεταπολεμικά, η Ιαπωνική Σφαίρα ήταν στο πλευρό των ηττημένων και κατέρρευσε στον πόλεμο.Με ανάλογο τρόπο που το ζήτημα της Ταϊβάν αποτελεί πολιτικό παράγωγο της κατάρρευσης της ισχύος της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας και της αποσύνθεσης της Μείζονας Σφαίρας Συνευημερίας της Ανατολικής Ασίας το 1945, και δευτερευόντως αποτέλεσμα του κινεζικού εμφυλίου (καθώς η Ταϊβάν τελούσε υπό ιαπωνική κατοχή από το 1895 μέχρι το 1945), το ζήτημα της Ουκρανίας, στη σημερινή του μορφή, αποτελεί πρώτιστα αποτέλεσμα της κατάρρευσης της ισχύος της σοβιετικής Ρωσσίας και της πολυδιάσπασης της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών το 1991, και μετέπειτα ασφαλώς της επακόλουθης επέκτασης της Ευρωαμερικανικής Σφαίρας και του ΝΑΤΟ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.Επιπλέον, η μη υπογραφή συνθήκης ειρήνης μεταξύ Ρωσσίας και Ιαπωνίας φανερώνει όχι μόνο ότι το 1945 δεν βρίσκεται τόσο μακριά, ή εκτός εποχής, όπως νομίζουν οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι η ιστορία τελείωσε το 1991, αλλά και τη συνάφεια και τη σύνδεση μεταξύ της Ουκρανίας και της Ταϊβάν ως ζητημάτων που προκύπτουν από την κατάρρευση δύο διαφορετικών τάξεων σε Ευρασία και Ανατολική Ασία αντίστοιχα.
Τέταρτη γενική παρατήρηση.
Σχετικά με την επισήμανση του Kagan ότι τη μια μέρα μπορεί να παρουσιάζεται η Κίνα ως απειλή ή εχθρός, και την επομένη ο Τραμπ θα μπορούσε να αλλάξει γνώμη και να υπογράψει εμπορική συμφωνία με το Πεκίνο, και τότε όλοι οι υπηρέτες του θα υποστηρίξουν ό,τι και αν γίνει, και τη γενικότερη ένταση μεταξύ απομονωτισμού και παρεμβατισμού.
Εδώ τίθενται τρία ζητήματα. Το πρώτο είναι η προσωπολατρία του Τραμπ, το δεύτερο είναι ο απομονωτισμός και το τρίτο είναι η ασυνέπεια και η αντιφατικότητα των ΗΠΑ (το είδαμε και πρόσφατα όταν πολλοί οπαδοί του Τραμπ από εκεί που ήταν εναντίον των ατελείωτων πολέμων ξαφνικά έγιναν θερμοί υπέρμαχοι ενός πολέμου με το Ιράν).
Και τα τρία ζητήματα τα έχω θίξει, μεταξύ άλλων, στο κείμενο ΗΠΑ προ και μετά Τραμπ, Ευρώπη, Ρωσσία, Ουκρανία και παγκόσμιος Βορράς. Το πρώτο στο μέρος «ΙΙΙ. Προσωπολατρία ή On the Cult of Personality: Ο Τραμπ ως ηγέτης και φωνή του Λαού και ο Μασκ ως προφήτης και τεχνολογικός Μεσσίας»: ο τίτλος είναι τόσο χαρακτηριστικός που δεν θέλω να προσθέσω κάτι. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα του απομονωτισμού, το οποίο θίγω έμμεσα στο μέρος «VII. Μονοπολικός, διπολικός ή τριπολικός παγκόσμιος Βορράς;», είναι φανερό ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση απομονωτιστών, καθώς οι ΗΠΑ απεργάζονται την αναδόμηση της υπάρχουσας και τη δημιουργία μιας νέας Ευρώπης. Σε αυτή την προσπάθεια αναπτύσσουν δίκτυα συμμάχων, παραρτημάτων και τοποτηρητών, ακριβώς όπως οι ΗΠΑ προ Τραμπ με τα δίκτυα που πολεμούν και εκθέτουν τώρα οι ΗΠΑ του Τραμπ (National Endowment for Democracy, Voice of America, USAID). Πολλά από αυτά τα «εθνικιστικά» κόμματα μοιάζουν ειδικά κατασκευασμένα (made in USA) προκειμένου το εθνικό συμφέρον να είναι πάνω μόνο από το «ευρωπαϊκό» αλλά όχι πάνω από το «δυτικό» ή το αμερικανικό συμφέρον (η ιστορία θα δείξει τι πραγματικά είναι). Η όλη στάση των ΗΠΑ του Τραμπ υποδηλώνει ότι παρά τα όσα ισχυρίζονται επιθυμούν την Ευρώπη εξαρτημένη, αποδυναμωμένη και ελεγχόμενη προκειμένου να παραμείνει στη σφαίρα επιρροής τους με αποικιακούς όρους. Τέλος, σχετικά με το τρίτο ζήτημα, γράφοντας για τις «II. Συνέχειες και ασυνέχειες στις Ηνωμένες Πολιτείες προ και μετά Τραμπ», έχω τονίσει, μεταξύ άλλων, τόσο το ζήτημα της ασυνέπειας, που σχετίζεται ευθέως με την αξιοπιστία των ΗΠΑ, όσο και αυτό της αντιφατικότητας. Και τα δύο δεν προμηνύουν τίποτα καλό για τις ΗΠΑ.
Σε ό,τι αφορά την ασυνέπεια και την αξιοπιστία:
Το επίπεδο της αξιοπιστίας ενός ηγετικού κράτους σχετίζεται άμεσα με τη διεθνή του θέση και με τη διάρκεια ζωής της ηγεσίας του. Διότι η εξουσία και το κύρος σε διεθνή κλίμακα δεν μπορούν να επιβληθούν με εξαναγκασμό επί όλων των υπολοίπων κρατών, παρά απαιτείται η εθελοντική αποδοχή τους [...] Η δε απώλεια αξιοπιστίας οδηγεί σε περαιτέρω περιορισμό της ηγετικής επιρροής και δύναμης στην περίπτωση που το ηγετικό κράτος εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά [...] Ο συνδυασμός της αναξιοπιστίας με την εφαρμογή της αρχής δύο μέτρα και δύο σταθμά οδηγεί με εσωτερική λογική συνέπεια στην υποκρισία, και αν συνοδευτεί επιπλέον από ανευθυνότητα, ασυνέπεια ή και μη προβλεψιμότητα, μπορεί να καταλήξει σε γενικευμένη κρίση κύρους και αξιοπιστίας, δηλαδή σε κρίση εμπιστοσύνης, και εν τέλει σε κρίση εξουσίας.
Σε ό,τι αφορά την αντιφατικότητα:
Η «αντίφαση» δεν είναι απαραίτητα ανερμήνευτη: προκύπτει από την ένταση μεταξύ αυτοκρατορίας (imperium) και ρεπάμπλικ (republic)... σε αυτή τη φάση, είτε επειδή είναι ακόμα νωρίς είτε επειδή όσα λέγονται έχουν ρητορική, δηλαδή ψυχολογική, αξία, με αποτέλεσμα να είναι διαφορετικά από την πράξη, δηλαδή να κυριαρχεί υποκρισία, διακρίνω μια τριχοτόμηση στη συμπεριφορά των ΗΠΑ (εξ ου και δεν πείθομαι από τις διακηρύξεις ότι δεν επιθυμούν ούτε την εξάρτηση και την υποτέλεια των συμμαχικών κρατών ούτε κράτη-πελάτες και προτεκτοράτα): Στο εσωτερικό του κράτους επιδιώκουν να είναι ρεπάμπλικ, στο εσωτερικό της σφαίρας επιρροής τους, δηλαδή στη «Δύση», συμπεριφέρονται στους συμμάχους τους σαν αυτοκρατορία... και στoν εξωτερικό κόσμο, στη διεθνή και παγκόσμια σκηνή κινούνται σαν μεγάλη παγκόσμια δύναμη, η οποία (υποτίθεται ότι) πλέον έχει εγκαταλείψει τα όνειρα για παγκόσμια ηγεμονία.
Η τριχοτόμηση και η σχέση μεταξύ του εσωτερικού των ΗΠΑ, της συμμαχικής επικράτειας και της πλανητικής κλίμακας είναι εκ των ουκ άνευ, και θεωρώ ότι ο τρόπος που θα συμπεριφερθούν απέναντι στους συμμάχους τους θα αποτελέσει κλειδί όχι μόνο για την ερμηνεία των αποφάσεων των ΗΠΑ αλλά για την ίδια την πορεία τους στην πράξη από εδώ και στο εξής.
Και αυτό με φέρνει στην τελευταία μου παρατήρηση.
Όπως έχω επισημάνει στο βιβλίο: Ο Διατλαντισμός ή Ευρωατλαντισμός δεν αποτελεί μια «λογική» θέση, αλλά ένα συναισθηματικό κατάλοιπο των δεκαετιών αυτών και του Ψυχρού Πολέμου. Η ιδέα της διατλαντικής κοινότητας δεν αποτελεί κάποια «υπεριστορική» ιδέα, ούτε είναι αιώνια. Στην πραγματικότητα δεν είναι καν αρκετά παλιά: μόλις το 1917 ο Walter Lippmann έγραψε το κείμενο «Η Άμυνα του Ατλαντικού Κόσμου» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 162). Σε αυτό το πλαίσιο, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτέλεσε την τελευταία προσπάθεια αναβίωσης του Ατλαντισμού και επανασυσπείρωσης της διατλαντικής κοινότητας (γνωστής ως «Δύση») αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να αποδειχθεί το κύκνειο άσμα τους. Η ιδεολογία του Ατλαντισμού αποτελεί έναν αναχρονισμό που συντηρείται ―πέρα από την αυτονόητη κυριαρχία και απόλυτη ιδεολογική ηγεμονία του φιλελευθερισμού στις ΗΠΑ, στην οποία αναφέρεται ο Kagan―, λόγω της αδράνειας του όγκου συμφερόντων που συσσωρεύτηκαν κατά τη ψυχροπολεμική περίοδο, της αδυναμίας κεντρικών ευρωπαϊκών κρατών έναντι των ΗΠΑ κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, και της αδυναμίας των ίδιων των ΗΠΑ να αποτινάξουν από πάνω τους τα δεσμά του αμερικανικού αυτοκρατορισμού και του «δυτικού» ηγεμονισμού (εδώ, προφανώς, διαφωνώ με τον Kagan, διότι σε αντίθεση με αυτόν εγώ θεωρώ ως πηγή δεινών για τις ΗΠΑ, αλλά και για τον πλανήτη, τον φιλελεύθερο παρεμβατισμό/ιμπεριαλισμό, και πιστεύω ότι): η αδυναμία να αποκόψουν αυτά τα δεσμά, να λύσουν αυτόν τον γόρδιο δεσμό, θα οδηγήσει τους Αμερικανούς, ως δήμο, κοινωνία και έθνος, και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ως κράτος, στη Νέμεση τους.
Δημήτρης Β. Πεπόνης
.~`~.
Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:
Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη
Δημήτρης Β. Πεπόνης
Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, Ιανός, Πρωτοπορία, Public κ.λπ.
~
Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com
Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.
7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 14 | 7 | 2025 μ.Χ. | 1446 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)