21 Μαΐου 2021

Μια φορά κι έναν καιρό...


21 | 5 | 2 μ.Κ (Year ΙΙ AQ) | 2021

Απαραίτητη Μουσική Συνοδεία



...εννέα γενεές πριν από σήμερα, σε έναν κόσμο μακρινό, ζούσε μια βασίλισσα με τους τρεις γιους της.

Ας ξεκινήσω όμως την ιστορία μου από την εποχή που ήταν ακόμη πριγκίπισσα, η μικρότερη από τρεις αδερφές.

Μια μέρα, καθώς έτρωγαν όλες οι αδερφές μαζί γύρω από το τραπέζι, ο βασιλιάς και πατέρας τους απευθύνθηκε προς τις κόρες του...

Πόσο μ’ αγαπάς; ρώτησε τη μεγαλύτερη. Σ’ αγαπώ, πατέρα μου και βασιλιά μου, σαν το χρυσάφι και το ασήμι όλου του κόσμου, του αποκρίθηκε εκείνη.

Εσύ; ρώτησε τη δευτερότοκη κόρη του. Εγώ σ’ αγαπώ όπως αγαπώ τα κοσμήματα και τα νομίσματα όλων των χωρών, είπε με τσαχπινιά και γεμάτη νάζι η δεύτερη.

Κι εσύ; ρώτησε τη μικρότερη. Πατέρα, σ’ αγαπώ σαν το αλάτι της Γης, είπε η μικρή.

Ο βασιλιάς αποσύρθηκε στα διαμερίσματά του προβληματισμένος. Μετά από αρκετή ώρα που έμεινε απομονωμένος, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τη θέα του βασιλείου του, έδωσε εντολή να διώξουν από το βασίλειο τη μικρή του κόρη. 

Οι φρουροί ξαφνιάστηκαν, όμως υπάκουσαν. Οδήγησαν τη μικρή πριγκίπισσα στο δάσος, την άφησαν και επέστρεψαν στο παλάτι.

~ . ~

Η πριγκίπισσα απαρηγόρητη και φοβισμένη, έκλαιγε. Σκεφτόταν πως μόλις καλύψει τα πάντα το πέπλο της νύχτας, θα της επιτεθούν τα θηρία. Θα με κατασπαράξουν, έλεγε στον εαυτό της. Εξουθενωμένη από τα δάκρυα, κάθισε να ξαποστάσει κάτω από ένα δέντρο. Ήταν πλέον δειλινό. Τελικά, μετά από ώρες αγωνίας, βυθίστηκε σε έναν ονειρικό ύπνο... 

Μόλις ξύπνησε βρήκε δίπλα της λίγο νερό και ένα πιάτο φαΐ ― ξαφνιάστηκε με ό,τι είδε στο πιάτο και σκέφτηκε, ο Θεός θα πρέπει να το έστειλε. Έφαγε το φαΐ, ήπιε το νερό και αισθάνθηκε χαρούμενη για μια στιγμή. Βρίσκοντας κουράγιο μέσα της αποφάσισε να μαζέψει τη δύναμή της και είπε στον εαυτό της: αν δεν με κατασπαράξουν τα θηρία απόψε το βράδυ, θα προσπαθήσω αύριο το ξημέρωμα να φύγω από το δάσος και να πάω πέρα από τα όρια της χώρας του πατέρα μου

Το επόμενο πρωί, μέσα στη δροσιά της αυγής, η πριγκίπισσα ξεκίνησε να περπατά όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Μετά από αρκετή ώρα, και ενώ ένιωθε σαν ο ήλιος να μην κινείται και ο χρόνος να μην κυλά, βρέθηκε μπροστά σε μία μεγάλη πύλη. 

Το μυστικό!, σκέφτηκε.

~ . ~

Η πύλη ήταν κλειστή. Την άνοιξε και συνέχισε να περπατά. Μπροστά της φανερώθηκε ένας όμορφος κήπος. Σε ένα ξέφωτο, στο τέλος του κήπου, ξεπρόβαλε ένα παλάτι. Τα πάντα ήταν όμορφα, όμως δεν υπήρχαν πουθενά άνθρωποι. Όλα ήταν έρημα. 

Μπήκε μέσα στο παλάτι και περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο είδε μια σάλα. Στο τραπέζι είχε ένα πιάτο φαγητό, δίχως όμως να υπάρχει κανείς για να το φάει. Δεν έδωσε σημασία και προχώρησε στους υπόλοιπους χώρους του παλατιού. Στο τέλος έφτασε σε ένα ολοφώτεινο δωμάτιο με μεγάλο μπαλκόνι. Είδε έναν νεαρό να στέκεται με πλάτη προς αυτήν, κοιτάζοντας έξω. 

Γιατί δεν είναι κανείς εδώ;, ρώτησε.

Έχουν φύγει όλοι σε εκστρατεία με τον πατέρα μου, τον βασιλιά, απάντησε ο νεαρός δίχως να γυρίσει να την κοιτάξει.  

Και εσύ τι κάνεις εδώ μόνος;, συνέχισε.

Τους έδιωξα όλους. Πρέπει να φύγω και εγώ, να πάω να γυρέψω νέα από τον πατέρα μου, της αποκρίθηκε. Μπορείς να μείνεις εδώ αν θες, γύρισε και της είπε φεύγοντας.

~ . ~

Ο πρίγκιπας γύριζε από χώρα σε χώρα αλλά δεν μπορούσε να μάθει πουθενά νέα για την τύχη του βασιλιά-πατέρα του και του στρατού. Σα να εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Κουρασμένος από την αναζήτηση, αποφάσισε να ξαποστάσει κάτω από ένα δέντρο. Αποκοιμήθηκε. Μέσα στον ύπνο του είδε ένα όνειρο, και μέσα στο όνειρο είδε ένα δάσος, και μέσα στο δάσος είδε έναν μοναχό, ο οποίος του ψιθύρισε στο αυτί ένα μυστικό. 

Όταν ξύπνησε ζάλωσε το άλογό του και έφυγε γρήγορα. Στην επιστροφή του προς το παλάτι συνάντησε έναν ζητιάνο. Άνοιξε τα μάτια του σαν να μην πίστευε αυτό που έβλεπε.

Έλα μαζί μου, του είπε αποφασιστικά.

Πλησιάζοντας στο παλάτι, η πριγκίπισσα είδε τους δύο άνδρες να έρχονται από μακρυά. Καθόταν  στο μπαλκόνι. Μόλις έφτασαν ο πρίγκιπας πήγε και της είπε να ετοιμάσει ένα πιάτο φαγητό για τον ζητιάνο. 

Μετά από λίγο όλα ήταν έτοιμα. Όμως μόλις ο πρίγκιπας και ο ζητιάνος μπήκαν στη σάλα, ήταν άδεια. Η πριγκίπισσα δεν ήταν εκεί. 

Μόνο στο τραπέζι υπήρχαν τρία πιάτα.

Το ένα είχε χρυσό και ασήμι, το δεύτερο κοσμήματα και νομίσματα και το τελευταίο ψωμί και αλάτι.

Ο ζητιάνος κάθισε μπροστά από το πιάτο που είχε το ψωμί και το αλάτι και δακρυσμένος φώναξε, που είσαι κόρη μου; Συγχώρα με! Που είσαι;

~ . ~

Όλον αυτό τον καιρό στο βασίλειο είχε ξεσπάσει ταραχή μεγάλη. Πόλεμος. Οι δύο κόρες είχαν εκθρονίσει και εξορίσει τον βασιλιά, τον πατέρα τους, και μάχονταν μεταξύ τους για το ποια θα κατακτήσει τον Θρόνο.

Ο εκθρονισμένος και εξορισμένος βασιλιάς, η εκδιωγμένη από τον βασιλιά-ζητιάνο πατέρα της πριγκίπισσα, και ο πρίγκιπας που πλέον ήταν βασιλιάς σε ένα βασίλειο χωρίς υπηκόους, αποφάσισαν να συγκεντρώσουν στρατό από τις γειτονικές περιοχές και να βαδίσουν ενάντια στις δύο αδερφές που μάχονταν μεταξύ τους για το ποια θα γίνει βασίλισσα.

Πέρασε καιρός όμως τελικά τα κατάφεραν. 

Στη μάχη που έγινε οι δύο μεγαλύτερες κόρες του βασιλιά, που τώρα είχαν συνασπιστεί προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον πατέρα τους, τη μικρή τους αδερφή και τον πρίγκιπα, ηττήθηκαν. Όμως προτού κριθεί η μάχη ο βασιλιάς και πατέρας τους πέταξε το σπαθί του και βάδισε μπροστά τους. Σας συγχωρώ, τους είπε. Πετάξτε τα όπλα σας και ας τελειώσει εδώ η αιματοχυσία και η κατάρα του Οίκου μας. Οι δυο κόρες του απάντησαν με τα αιματοβαμμένα τους σπαθιά και τράπηκαν σε φυγή. Κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν.

Ο τάφος του βασιλιά βρίσκεται στο σύνορο μεταξύ των δύο πρώην χωρών, που πλέον έχουν γίνει ένα ηνωμένο βασίλειο, ακριβώς στο σημείο όπου η αίσθηση του χρόνου και της κίνησης είναι πάντοτε παράξενη. 

Κάθε φορά που η Σελήνη είναι γεμάτη η κόρη, η πριγκίπισσα που έγινε βασίλισσα, περνάει από τον τάφο του πατέρα της και αφήνει λίγο νερό και ένα πιάτο φαΐ.

~ . ~

Με το πέρασμα του χρόνου ο πρίγκιπας, που έγινε βασιλιάς και σύζυγός της, αρρώστησε και πέθανε, αφήνοντας μονάχη τη βασίλισσα με τους τρεις γιους της. 

Ένα πρωινό, η βασίλισσα αποφάσισε να καλέσει και τους τρεις γιους να καθίσουν γύρω από ένα τραπέζι προκειμένου να τους ανακοινώσει ποιος θα κληρονομήσει το Βασίλειο. 

Τους έκανε μόνο μια ερώτηση. 

Θέλω να μάθω τι αγαπάει περισσότερο ο καθένας σας;

Εγώ αγαπώ τον ήλιο, αποκρίθηκε περήφανα ο πρώτος γιος. Γιατί το φως και η ζεστασιά δίνουν ζωή

Εγώ αγαπώ τη ζωή μου, που θα την έδινα ευχαρίστως για σένα μητέρα και βασίλισσά μου, είπε ο δευτερότοκος γιος.

Ήταν η σειρά του μικρότερου να απαντήσει. Κι εκείνος είπε μόνο:

Μητέρα σ’ αγαπώ σαν το αλάτι της Γης.

Η βασίλισσα ανακοίνωσε πως στο Θρόνο θα ανέβαινε ο μικρότερος από τους τρεις γιους. 

Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι διαμαρτυρήθηκαν, εξεγέρθηκαν βίαια, δολοφόνησαν τον μικρότερο αδερφό τους, εκθρόνισαν και εξόρισαν τη μητέρα τους, την οποία παράτησαν ρακένδυτη να περιφέρεται στο δάσος. 

Κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η τύχη της. 

Οι χωρικοί όμως συνεχίζουν να περνούν κάθε βράδυ από το δέντρο που είχε ξαποστάσει και αποκοιμηθεί όταν ήταν μικρή πριγκίπισσα. Κάποιοι λένε πως τη βρήκαν νεκρή και την έθαψαν, κρατώντας την τοποθεσία που βρίσκεται κρυμμένος ο τάφος της Βασίλισσας επτασφράγιστο μυστικό. 

Εννέα γενεές έχουν περάσει από τότε.

Ο μύθος λέει πως εάν ξαποστάσεις κάτω από το συγκεκριμένο δέντρο και αποκοιμηθείς, θα δεις ένα όνειρο, και μέσα στο όνειρο θα έρθει ένας μοναχός, που θα σου ψιθυρίσει ένα μυστικό... 

Και μόλις ξυπνήσεις, θα βρεις δίπλα σου λίγο νερό, ψωμί και αλάτι ― και μέσα σου το κουράγιο και τη δύναμη για να συνεχίσεις... 



Αφιερωμένο

.~`~.


21 | 5 | 2 μ.Κ (Year ΙΙ AQ) | 2021