...διαπιστώνουμε ότι το πράγμα καθ' αυτό του Καντ και η ιδέα του Πλάτωνα (το μοναδικό γι' αυτόν όντως ον), τα δύο μεγάλα αυτά σκοτεινά παράδοξα των δύο μέγιστων φιλοσόφων της Εσπερίας, μπορεί να μην ταυτίζονται, όμως συγγενεύουν μολαταύτα πολύ μεταξύ τους και δεν διαφέρουν παρά ως προς έναν και μόνο προσδιορισμό. Αμφότερα τα μεγάλα αυτά παράδοξα αποτελούν πράγματι το καθένα το άριστο υπόμνημα του άλλου, καθώς μοιάζουν με δύο εντελώς διαφορετικές διαδρομές που οδηγούν στον ίδιο προορισμό. Τούτο μπορεί να καταστεί σαφές με τα εξής ολίγα:
Εκείνο που λέει ο Καντ είναι, ως προς τα ουσιώδη, το ακόλουθο:
Ο χρόνος, ο χώρος και η αιτιότητα δεν είναι προσδιορισμοί του πράγματος καθ' αυτό, αλλά προσιδιάζουν μόνο στην εμφάνισή του, καθώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά μορφές που διέπουν την γνώση μας. Καθότι δε κάθε πολλαπλότητα, καθώς και η γένεση και ο αφανισμός των όντων είναι δυνατά χάρη και μόνο στον χρόνο, τον χώρο και την αιτιότητα, έπεται ότι κι αυτά επίσης ανήκουν μόνο στο φαινόμενο κι επουδενί στο πράγμα καθ' αυτό· κατά συνέπεια, οι νόμοι εκείνων δεν μπορούν να εφαρμοσθούν σε τούτο. Τα λεχθέντα ισχύουν ακόμα και για το δικό μας Εγώ, το οποίο και δεν γιγνώσκουμε παρά μόνον ως φαινόμενο και όχι όπως ενδέχεται να είναι καθ' αυτό.
Τούτο είναι, όσον αφορά το υπό θεώρηση σημαντικό ζήτημα, το νόημα και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Καντ.
Ο δε Πλάτων τώρα λέει:
Τα πράγματα αυτού του κόσμου, τα αντιληπτά από τις αισθήσεις μας, δεν έχουν απολύτως κανένα αληθές Είναι, είναι αεί γιγνόμενα και ουδέποτε όντα, δεν έχουν παρά σχετικό απλώς Είναι και δεν υπάρχουν στο σύνολό τους παρά μόνο στο πλαίσιο της μεταξύ τους σχέσης και χάρη σ' αυτήν· ολόκληρη άρα την ύπαρξή τους μπορεί κανείς να την ονομάσει κάλλιστα και "μη-Είναι". Δεν αποτελούν επομένως ούτε και αντικείμενα πραγματικής γνώσης (επιστήμης), καθότι τέτοια γνώση δεν είναι δυνατή παρά μόνον αναφορικά με τα όσα υπάρχουν καθ' αυτά και αυτοτελώς και πάντοτε με τον ίδιο τρόπο· εκείνα, αντιθέτως, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αντικείμενο δόξας βασιζόμενης στην αίσθηση (δόξα μετ' αισθήσεως αλόγου).
Όσο τώρα είμαστε δέσμιοι της κατ' αίσθησιν αντίληψης αυτών, μοιάζουμε με ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σ' ένα ζοφερό σπήλαιο και είναι τόσο σφιχτά δεμένοι ώστε να μην μπορούν να στρέψουν ούτε το κεφάλι τους, οι οποίοι έτσι δεν θα βλέπουν τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές πραγματικών αντικειμένων τις σχηματιζόμενες στον τοίχο απέναντί τους από το φως μιας φωτιάς πίσω τους (αντικειμένων μεταφερόμενων πέρα δώθε ανάμεσα στους ίδιους και την φωτιά) και οι οποίοι δεν θα μπορούν μάλιστα να δουν ούτε ο ένας τον άλλον, ούτε καν τον ίδιο τους τον εαυτό· το μοναδικό που θα βλέπουν θα είναι οι σκιές στον τοίχο εκείνο, η δε σοφία τους θα περιορίζεται στο να προβλέπουν εκ πείρας την σειρά με την οποία εμφανίζονται οι εν λόγω σκιές.
Το μοναδικό αντιθέτως που μπορεί εδώ να ονομάζεται "πραγματικά ον" (όντως ον), καθότι αεί ον, ουδέποτε γιγνόμενο και αφανιζόμενο, είναι τα πραγματικά αρχέτυπα των σκιών εκείνων, οι αιώνιες ιδέες, οι πρωταρχικές μορφές όλων των πραγμάτων. Αυτές δεν παρουσιάζουν καμία πολλαπλότητα, καθότι η καθεμιά τους δεν είναι κατά την ουσία της παρά μια και μόνο, όντας η ίδια το αρχέτυπο εκείνο είδωλα ή σκιές του οποίου είναι όλα τα επιμέρους, εφήμερα πράγματα του ίδιου μ' αυτήν ονόματος και είδους. Δεν υπόκεινται επίσης διόλου στην γένεση και τον αφανισμό, καθώς είναι αληθώς όντα, ουδέποτε γιγνόμενα και αφανιζόμενα, όπως είναι τα εφήμερα και αφανιζόμενα είδωλά τους (αμφότεροι δε οι αρνητικοί αυτοί καθορισμοί εμπεριέχουν κατ' ανάγκη την προϋπόθεση ότι ο χρόνος, ο χώρος και η αιτιότητα δεν έχουν καμία σημασία και ισχύ γι' αυτές και ότι άρα οι ίδιες δεν υπάρχουν εντός αυτών). Γι' αυτές και μόνο υπάρχει αυθεντική γνώση, καθώς αντικείμενο μιας τέτοιας δεν μπορεί να είναι παρά μόνο το αεί και το από πάσης απόψεως (ήτοι καθ' αυτό) ον, όχι εκείνο που ναι μεν είναι, όμως συγχρόνως επίσης δεν είναι, ανάλογα με το πως κανείς το θεωρεί.
Αυτή είναι η διδασκαλία του Πλάτωνα.
Είναι προφανές και δεν χρήζει περαιτέρω απόδειξης ότι το βαθύτερο νόημα των δύο θεωριών είναι ακριβώς το ίδιο: Αμφότερες αποφαίνονται ότι ο ορατός κόσμος δεν συνιστά παρά το φαινόμενο, το οποίο, είναι καθ' αυτό μηδαμινό, διαθέτει δε σημασία και αντλεί πραγματικότητα αποκλειστικά και μόνον από εκείνο του οποίου αποτελεί έκφραση (από το πράγμα καθ' αυτό για τον έναν φιλόσοφο, από την ιδέα για τον άλλον), με όλες τις μορφές του φαινομένου, ακόμα και τις πλέον καθολικές και ουσιώδεις, να είναι, σύμφωνα με τις δύο θεωρίες, παντελώς ξένες στο ίδιο το αληθώς ον. Ο Καντ, προκειμένου να άρει τις μορφές αυτές, τις εξέφρασε άμεσα τις ίδιες με αφηρημένους όρους και αποστέρησε ευθέως το πράγμα καθ' αυτό από τον χρόνο, τον χώρο και την αιτιότητα, καθότι πρόκειται για απλές μορφές του φαινομένου. Ο Πλάτωνας, από την άλλη πλευρά, δεν έφτασε έως την ύψιστη διατύπωση, αποστέρησε δηλαδή τις ιδέες του από τις εν λόγω μορφές μόνον έμμεσα, αφαιρώντας από τις μεν εκείνο που είναι δυνατόν χάρη και μόνο στις δε, τουτέστιν την πολλαπλότητα των ομοειδών, την γένεση και τον αφανισμό.
Θέλω ωστόσο, αν και εκ του περισσού, την παράδοξη και σημαντική αυτή συμφωνία να την καταστήσω παραστατική και μ' ένα επίσης παράδειγμα. Έστω ότι έχουμε μπροστά μας ένα ζώο, σε πλήρη δράση.
Ο Πλάτων θα έλεγε: «Το ζώο αυτό δεν έχει ύπαρξη αληθή, αλλά μόνο φαινομενική, αέναο γίγνεσθαι, ύπαρξη σχετική... Αληθώς ον είναι αποκλειστικά και μόνον η απεικονιζόμενη στο ζώο τούτο ιδέα ή το ζώο αυτό καθ' αυτό (αυτό το θηρίον), το οποίο δεν εξαρτάται από τίποτα, υπάρχει απεναντίας καθ' αυτό και αυτοτελώς, χωρίς αρχή και τέλος, πάντοτε κατά τον ίδιο τρόπο. Στο μέτρο δε που αναγνωρίζουμε στο ζώο αυτό την ιδέα του, είναι εντελώς αδιάφορο και άνευ σημασίας το αν έχουμε μπροστά μας αυτό το συγκεκριμένο ζώο ή τον προγονό του που ζούσε πριν από χίλια χρόνια, επίσης το αν αυτό βρίσκεται εδώ ή σε μια ξένη χώρα, το αν παρουσιάζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στην μια ή στην άλλη στάση, ενεργώντας έτσι ή αλλιώς, τέλος το αν είναι η τάδε ή δείνα ατομική οντότητα του είδους. Όλα τούτα είναι μηδενικής σημασίας και αφορούν αποκλειστικά το φαινόμενο. Η ιδέα του ζώου και μόνο διαθέτει αληθές Είναι και συνιστά αντικείμενο πραγματικής γνώσης». Αυτά θα έλεγε ο Πλάτων.
Ο Καντ θα έλεγε περίπου τα ακόλουθα: «το ζώο αυτό είναι ένα φαινόμενο μέσα στον χρόνο, τον χώρο και την αιτιότητα, τα οποία αυτά άπαντα αποτελούν τους ενυπάρχοντες στην γνωστική μας δυνατότητα απριόρι όρους της δυνατότητας της εμπειρίας και όχι προσδιορισμούς του πράγματος καθ' αυτό. Ως εκ τούτου, το ζώο αυτό, όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε στον ορισμένο αυτό χρόνο και τον δεδομένο αυτόν τόπο ως μια, στο πλαίσιο της εμπειρίας (ήτοι βάσει της αλυσίδας αιτίων και αιτιατών), γενόμενη και επίσης κατ' ανάγκη εφήμερη ατομική οντότητα, δεν είναι πράγμα καθ' αυτό, αλλά φαινόμενο, το οποίο δεν έχει εγκυρότητα παρά μόνο σε σχέση με τη γνώση μας. Προκειμένου να αποκτήσουμε γνώση του ως προς το τι ενδεχομένως είναι καθ' αυτό, ανεξάρτητα συνεπώς από όλους τους προσδιορισμούς που εμπεριέχονται στον χρόνο, τον χώρο και την αιτιότητα, απαιτείται ένας τρόπος γνώσης διαφορετικός από τον μοναδικό δυνατό σ' εμάς, ήτοι δια των αισθήσεων και της διάνοιας».
Για να φέρουμε τον τρόπο με τον οποίον το εκφράζει ο Καντ ακόμα πιο κοντά σ' εκείνον του Πλάτωνα, θα μπορούσαμε να πούμε επίσης το εξής: Ο χρόνος, ο χώρος και η αιτιότητα είναι η δομή εκείνη του νου μας δυνάμει της οποίας η, στην πραγματικότητα, μια και μοναδική υπαρκτή ουσία του κάθε είδους μας παρουσιάζεται ως πολλαπλότητα όντων ομοειδών, τα οποία γεννώνται και αφανίζονται διαρκώς εκ νέου, διαδεχόμενα το ένα το άλλο ατέρμονα. Η σύλληψη των πραγμάτων μέσω της εν λόγω δομής και σύμφωνα μ' αυτήν είναι η εμμενής· εκείνη αντιθέτως που συνειδητοποιεί το πως έχει το όλο αυτό ζήτημα είναι η υπερβατολογική. Αυτή την πορίζεται κανείς αφηρημένα με την Κριτική του καθαρού Λόγου...
Εάν είχαν ποτέ όντως συλλάβει και κατανοήσει την διδασκαλία του Καντ, καθώς επίσης έκτοτε και τον Πλάτωνα, εάν το βαθύτερο νόημα και περιεχόμενο των όσων διδάσκουν οι δύο μεγάλοι διδάσκαλοι το είχαν αναλογισθεί πιστά και σοβαρά, αντί να εκτοξεύουν προς πάσα κατεύθυνση του τεχνικούς όρους του ενός και να παρωδούν το ύφος του άλλου, θα είχαν αναπόφευκτα προ πολλού κατορθώσει να διαπιστώσουν το πόσο πολύ οι δύο μεγάλοι αυτοί σοφοί συμφωνούν μεταξύ τους και το ότι το αμιγές νόημα, ο στόχος αμφότερων των θεωριών μεταξύ τους είναι εντελώς ίδιος. Τότε, όχι μόνο δεν θα συνέκριναν διαρκώς τον Πλάτωνα με τον Λάιμπνιτς, ο οποίος ουδόλως διαπνέεται από το πλατωνικό πνεύμα, ή μάλιστα και μ' έναν εν ζωή ακόμη γνωστό κύριο [εννοεί τον Φ.Χ. Γιακόμπι]... αλλά και θα είχαν όλως προχωρήσει πολύ περισσότερο απ' ό,τι όντως έχουν - ή μάλλον, δεν θα είχαν οπισθοχωρήσει τόσο επονείδιστα πολύ όπως έχει συμβεί τα τελευταία σαράντα χρόνια και δεν θα επέτρεπαν να τους σέρνει από την μύτη σήμερα ο τάδε αύριο ο δείνα αερολόγος, ο δε 19ος αιώνας στην Γερμανία, ο οποίος προμηνυόταν τόσο σημαντικός, δεν θα είχε εγκαινιασθεί με φιλοοσοφικές φαρσοκωμωδίες σαν αυτές που διοργανώθηκαν πάνω στον τάφο του Καντ [πολεμική εναντίον, πρώτα και κύρια, του Χέγκελ και δευτερευόντως των Φίχτε και Σέλλινγκ, δηλαδή κατά των κύριων εκπροσώπων του Γερμανικού ιδεαλισμού]...
Τόσο όμως περιορισμένο είναι το πραγματικό κοινό των γνήσιων φιλοσόφων ώστε οι αιώνες είναι φειδωλοί ακόμα και με μαθητές που να διαθέτουν κατανόηση...
Ακολουθώντας και εξετάζοντας [απλώς] τις διατυπώσεις -διατυπώσεις όπως «παραστάσεις απριόρι, μορφές της εποπτείας και της νόησης συνειδητές ανεξάρτητα από την εμπειρία, πρωταρχικές έννοιες της καθαρής διάνοιας» κ.τ.λ-, έθεσαν τώρα το ερώτημα αν οι ιδέες του Πλάτωνα, οι οποίες, κατά τον ίδιον, είναι επίσης έννοιες πρωταρχικές, επιπλέον δε και αναμνήσεις μιας εποπτείας των αληθώς όντων πρότερης της ζωής, είναι περίπου το ίδιο με τις καντιανές μορφές της εποπτείας και της νόησης, τις ενυπάρχουσες στη συνείδηση μας απριόρι. Τις δύο αυτές εντελώς ετερογενείς θεωρίες, την καντιανή των μορφών, οι οποίες περιορίζουν τη γνώση του ατομικού ανθρώπου στα φαινόμενα, και την πλατωνική των ιδεών, των οποίων η γνώση σημαίνει ακριβώς την ρητή άρνηση των μορφών αυτών - τις δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες αυτές θεωρίες, επειδή μοιάζουν λίγο ως προς τις διατυπώσεις τους τις συνέκριναν μετά προσοχής, συνδιασκεπτόμενοι και αντιπαρατιθέμενοι μεταξύ τους για το κατά πόσο ταυτίζονται, κατέληξαν δε εν τέλει στην διατύπωση ότι όντως δεν ταυτίζονται και [από αυτό] εξήγαγαν το συμπέρασμα ότι η πλατωνική θεωρία των ιδεών και η καντιανή κριτική του Λόγου δεν συμφωνούν μεταξύ τους...
Η πλατωνική ιδέα αποτελεί κατ' ανάγκη αντικείμενο, κάτι το γιγνωσκόμενο, μια παράσταση, για δε τον λόγο αυτόν, και για κανέναν όμως άλλον, είναι διάφορη του πράγματος καθ' αυτό. Έχει απεκδυθεί όλες τις δευτερεύουσες μόνο μορφές του φαινομένου [δεν υπόκειται δηλαδή στον χρόνο, τον χώρο και την αιτιότητα], ή μάλλον δεν έχει ακόμα υπαχθεί σε αυτές· ωστόσο, την πρώτη και καθολική μορφή, εκείνη της παράστασης εν γένει, του αντικειμένου για ένα υποκείμενο, την διατηρεί.