1 Σεπτεμβρίου 2025

Αμερικανορωσσικές σχέσεις, Ευρώπη, Γερμανία και «Δύση» υπό το φως του πολέμου στην Ουκρανία.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 1 | 9 | 2025 μ.Χ. | 1447 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)

Μουσική Συνοδεία


Περιεχόμενα

Εισαγωγή

1. Τίνος πράγματος έκφανση είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής

Η σκιά του Παρελθόντος στο Παρόν I

2. Προϊστορία της κρίσης των αμερικανορωσσικών σχέσεων και το επίδικο του πολέμου στην Ουκρανία στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής 

3. Γιατί η διαπραγμάτευση ήταν πρωταρχικά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσσικής Ομοσπονδίας

Επιστροφή στο Παρόν

4. Η Σύνοδος Κορυφής της Αλάσκας μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στην πράξη, εκτός εάν υποθέσει κανείς...

5. Η ταπείνωση των ευρωπαϊκών συμμαχικών ΝΑΤΟϊκών κρατών ως εκδίκηση του Τραμπ και ως αποτέλεσμα γεγονότων και εξελίξεων της τελευταίας οκταετίας (2017-2025)

6. Ο Τραμπ εκπέμπει μια εικόνα ηγεμονικής ισχύος μόνο ή κυρίως έναντι των συμμάχων, των υποτακτικών και των αντιπροσώπων των ΗΠΑ, όχι έναντι κυρίαρχων κρατών. 
- Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ινδία. 
- Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης δεν είναι απλώς Σινοκεντρικό
- Η σύγκρουση Ινδίας-Πακιστάν και η μανιώδης επιδίωξή του Τραμπ για το Νόμπελ ειρήνης. 
- Από τον «θεατρικό μιλιταρισμό» των ΗΠΑ του Μπους, του Ομπάμα και του Μπάιντεν στη «θεατρική διπλωματία» των ΗΠΑ του Τραμπ (και ο Μύθος του Απαραίτητου Έθνους).

7. Τι σηματοδοτεί η επιστροφή της διπλωματίας;
- Τέλος της πολιτικής που επιδίωκε την απομόνωση της Ρωσσίας από το «διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι»
- Γιατί επιδιώκεται η αποδόμηση και απονομιμοποίηση του ΟΗΕ (ο οποίος ασφαλώς και χρειάζεται μεταρρύθμιση). 
- «Δεν υπάρχει λύση χωρίς διαπραγματεύσεις και χωρίς διπλωματία»: Οι ΗΠΑ του Τραμπ επιστρέφουν στη γραμμή της Γερμανίας της Μέρκελ
- Οι Ευρωπαίοι του παρόντος, ρητορικά, είναι οι Αμερικανοί τους παρελθόντος, και οι Αμερικανοί του παρόντος, ρητορικά, συμπεριφέρονται ως οι Ευρωπαίοι του παρελθόντος.

Η σκιά του Παρελθόντος στο Παρόν II

8. Η Άνγκελα Μέρκελ και η έμμεση αντιπαράθεσή της με τον Τζορτζ Μπους για την προσφορά καθεστώτος MAP (Σχεδίου Δράσης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ) στην Ουκρανία και στη Γεωργία το 2008
- «Δεν θα είσαι καγκελάριος για πάντα, και τότε θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Και θα το αποτρέψω αυτό». Τάδε έφη Βλαντίμιρ Πούτιν.
- Η Άνγκελα Μέρκελ αποχωρεί από την Καγκελαρία
- Εβδομήντα οκτώ (78) μέρες μετά

2021: Έτος ορόσημο. Προ- και μετά-2021 Εποχή

9. Γιατί το 2021 ήταν έτος ορόσημο και γιατί οι ιστορικοί του μέλλοντος θα μιλάνε για μια προ- και μετα-2021 εποχή

10. Αλληλουχία γεγονότων που οδήγησαν στην εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία που προσδίδει νόημα στην αλυσίδα γεγονότων που προηγείται και στη συσχέτισή της με την Κίνα. 

Μετά-2021 Εποχή

11. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο και ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, 
- Η μονοπολική περίοδος ως μεταψυχροπολεμική ανωμαλία και η επιστροφή ενός πολυπολικού κόσμου
- Η εγκατάλειψη του πολέμου στην Ουκρανία και του ρόλου των ΗΠΑ ως πρωταρχικού εγγυητή ασφάλειας στην Ευρώπη. Μπορούσε, άραγε, να προβλεφθεί η στάση των ΗΠΑ; 
- Η επίσημη παραδοχή του πολέμου στην Ουκρανία ως πολέμου δια αντιπροσώπων μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων: των ΗΠΑ και της Ρωσσίας.  

12. Παρέκβαση: Τα Όρια της πυρηνικής αποτροπής (της Ρωσσίας αλλά και του Ισραήλ), η επιβεβαίωση της συμβατικής στρατιωτικής ισχύος και της πιθανότητας πολέμου μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων αλλά και μεταξύ μιας πυρηνικής και μιας μη πυρηνικής δύναμης

13. Παρέκβαση: Ο ρόλος, η λειτουργία και το πεπρωμένο των δυνάμεων που αναλαμβάνουν να είναι αντιπρόσωποι (proxies) και να διαμεσολαβούν συγκρούσεις μεταξύ μεγάλων περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων 

Η σκιά και οι φόβοι του Μέλλοντος στο Παρόν

14. Γιατί οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποδεσμευτούν από τον πόλεμο στην Ουκρανία;
 
15. Μπορούν να συνεχιστούν οι πολεμικές εντάσεις στην Ευρώπη ανεξάρτητα από τη στάση των ΗΠΑ;

16. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; I (δυτικιστές Ατλαντιστές Ευρωπαίοι)

17. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; II (Γάλλοι και Άγγλοι)

18. Ο μόνος τρόπος να λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία οριστικά, ανεξάρτητα από τα κίνητρα και τις προθέσεις συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων

19. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; III (Γάλλοι και Γερμανοί)

20. Το επιχείρημα ότι η Ρωσσία είναι αδύναμη άρα η «Ευρώπη» δεν έχει να φοβάται τίποτα είναι εσφαλμένο

.~`~.

Εισαγωγή

1. Τίνος πράγματος έκφανση είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής;

Αρκετοί ισχυρίζονταν, και ορισμένοι εξακολουθούν να ισχυρίζονται ακόμη και σήμερα, ότι η στρατιωτική εισβολή της Ρωσσίας και ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι αποτέλεσμα των προβλημάτων στις σχέσεις Κιέβου-Μόσχας, λόγω της ιδεολογικής φύσης του καθεστώτος της κάθε χώρας. Δηλαδή πρότασσαν το ιδεολογικό στοιχείο και παρουσίαζαν τη σύγκρουση ως ρωσσο-ουκρανική.

Η δική μας προσέγγιση, από την πρώτη στιγμή, όπως αποτυπώθηκε πριν από σχεδόν τρία χρόνια στο βιβλίο «Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης: Από την Ουκρανία και την πανδημία στη νέα πλανητική τάξη» ―η συγγραφή του οποίου ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2022 παρόλο που το βιβλίο κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2023―, είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί «έκφανση μιας κολοσσιαίων διαστάσεων κρίσης στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσσικής Ομοσπονδίας, που επωάζεται εδώ και χρόνια» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 45). Η σύγκρουση ήταν εξ αρχής αμερικανό-ρωσσική.

Αυτή η ερμηνευτική ματιά ισχύει από τη σκοπιά του επιπέδου της διακρατικής πολιτικής, ανεξάρτητα από το πώς εξελίσσεται ο πόλεμος και από το αν σταθμίζει κάποιος, συμπληρωματικά, το ζήτημα της δομής ισχύος στην Ευρώπη. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσσικής Ομοσπονδίας.


Η σκιά του Παρελθόντος στο Παρόν I


2. Προϊστορία της κρίσης των αμερικανο-ρωσσικών σχέσεων και το επίδικο του πολέμου στην Ουκρανία στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής 

Η εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία αποτελεί την κορύφωση μιας περιόδου κρίσης στις αμερικανο-ρωσσικές σχέσεις. Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με ηφαιστειακή έκρηξη μετά από τη συσσώρευση μεγάλης ενέργειας. Αυτή η συσσώρευση έχει μια συγκεκριμένη προϊστορία. 

Την περίοδο των Νατοϊκών βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας, των μετασοβιετικών συγκρούσεων στον Βόρειο Καύκασο (πόλεμοι Τσετσενίας) και της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στην Κεντρική Ευρώπη (1999), η Ρωσσία ήταν υπερβολικά αδύναμη προκειμένου η ένταση στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Μόσχας να οδηγηθεί σε μια έκρηξη ηφαιστειακού τύπου. 

Το 2002 οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποχωρήσουν από τη Συνθήκη των Αντι-βαλλιστικών Πυραύλων, απόφαση που αποτέλεσε σημείο καμπής για τη στροφή της Ρωσσίας προς τα λεγόμενα υπερηχητικά ή πολυηχητικά όπλα (ή όπως αλλιώς θέλει να τα ονομάσει κανείς για λόγους μάρκετινγκ). Ένα χρόνο μετά, επί Τζορτζ Μπους του νεότερου, οι ΗΠΑ εισβάλλουν στο Ιράκ (2003). Στην εισβολή αντιτάχθηκαν από κοινού Ρωσσία, Γαλλία, Γερμανία και Κίνα. Επιπλέον, την ίδια χρονιά είχαμε τη λεγόμενη «Επανάσταση των Ρόδων» στη Γεωργία και την επόμενη (2004) την «Πορτοκαλί Επανάσταση» στην Ουκρανία, η οποία συνοδεύτηκε και από τη μεγάλη διεύρυνση-επέκταση του ΝΑΤΟ σε Ανατολική Ευρώπη, Εύξεινο και Βαλτική. 

Ήδη από τότε, 20 και πλέον χρόνια πριν από σήμερα, η Μόσχα αρχίζει να αναφέρεται στη διεύρυνση-επέκταση του ΝΑΤΟ και στις προσπάθειες των Η.Π.Α να αποκτήσουν πρόσβαση στην Κεντρική Ασία ως «δυνητικά εχθρικές πράξεις» και ως «καταπάτηση της σφαίρας ιστορικών συμφερόντων» της Ρωσσίας. 

Το 2007 η Ουάσιγκτον ανακοινώνει σχέδια για την κατασκευή αντιβαλλιστικής πυραυλικής άμυνας στην Πολωνία και ενός σταθμού ραντάρ στην Τσεχία. Η Ρωσσία προειδοποιεί τις ΗΠΑ ότι αυτές οι κινήσεις θα μπορούσαν να μετατρέψουν την Ευρώπη σε πυριτιδαποθήκη, συγκρίνοντας τα αμερικανικά σχέδια για την εγκατάσταση του συστήματος με την κίνηση της Σοβιετικής Ένωσης να αναπτύξει πυραύλους στην Κούβα. Επιπλέον, η Μόσχα ισχυρίζεται ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο να στοχεύονται με πυραύλους η Βαρσοβία και η Πράγα και προειδοποιεί ότι μπορεί να αναγκαστεί να ανακατευθύνει τους πυραύλους της προς την Ουκρανία εάν αναπτυχθούν βάσεις του ΝΑΤΟ στη συγκεκριμένη χώρα (εκείνη την περίοδο το Κίεβο ήταν έτοιμο να εγκρίνει νομοθεσία που θα απαγόρευε την ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων του ΝΑΤΟ στο έδαφος της Ουκρανίας). 

Αυτή η πολιτική περίοδος κρίσης στις αμερικανο-ρωσσικές σχέσεις επισφραγίζεται με την ομιλία του Πούτιν στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου το 2007.

Το επόμενο έτος, το 2008, θα γίνει η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία. Η Ρωσσία την καταδικάζει. Αργότερα θα την επικαλεστεί ως προηγούμενο για την ανεξαρτησία της Κριμαίας. Την ίδια χρονιά έχουμε τη δέσμευση του τότε Αμερικανού Προέδρου Τζορτζ Μπους για την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Στις 7 Αυγούστου του ίδιου έτους ξεκινά ο πόλεμος στη Γεωργία. 

Όλα αυτά μια 15ετία πριν από την έναρξη στης εισβολής στην Ουκρανία και δίχως να σταθμίζουμε τις εντάσεις και τις διαφωνίες σχετικά με τους πολέμους εκτός Ευρώπης: τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, τον πόλεμο στο Ιράκ, τον πόλεμο στη Λιβύη κ.λπ  (Από το 2001 οι πόλεμοι και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που ξεκίνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, της προώθησης της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν στοιχίσει περίπου 1.000.000 ανθρώπινες ζωές και έχουν δημιουργήσει 35-40 εκατομμύρια εκτοπισμένους στον πλανήτη). 

Δεν συνεχίζουμε για να μην κουραστεί ο αναγνώστης. Απλώς θα ολοκληρώσουμε με την πρώτη κορύφωση (πριν από το 2022) που έρχεται με την μονομερή κήρυξη ανεξαρτησίας της Κριμαίας το 2014, την προσάρτησή της από τη Ρωσσική Ομοσπονδία και την εκδίωξη-αποκλεισμό της Μόσχας από την ομάδα των Οκτώ (G8). Ένα χρόνο νωρίτερα, το 2013, είχε προηγηθεί ρήξη και απομόνωση της Ρωσσίας στο εσωτερικό της ομάδας (G8) σχετικά με τον πόλεμο στη Συρία, και διαδηλώσεις στο Κίεβο (Euromaidan) με αφορμή την μη υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης Ουκρανίας-ΕΕ, που σηματοδοτούσε την περαιτέρω σύνδεση της Ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου με τις ευρωατλαντικές δομές στο πλαίσιο της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης (Μολδαβία, Ουκρανία, Λευκορωσία και Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν), για την οποία η Γαλλία και η Γερμανία, εκείνη την χρονική περίοδο, εξέφραζαν επιφυλάξεις. 


Συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα με τον Ρώσσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής της ομάδας των Οκτώ (G8) στις 17 Ιουνίου 2013 (Lough Erne, Enniskillen, Βόρεια Ιρλανδία).


Τα προηγούμενα γεγονότα φανερώνουν μια συνεχή πορεία κρίσης και κλιμάκωσης της έντασης στις αμερικανο-ρωσσικές σχέσεις, από τις οποίες επηρεάζεται άμεσα η κατάσταση των σχέσεων της Ρωσσίας με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. 

Η διπλωματική κορύφωση, πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, ήρθε την 15η Δεκεμβρίου 2021 με τα προσχέδια συμφωνίας και συνθήκης που έστειλε η Ρωσσία σε Βρυξέλλες (ΝΑΤΟ) και Ουάσιγκτον (ΗΠΑ) τα οποία αφορούσαν μέτρα και εγγυήσεις ασφάλειας. Αυτά τα διαπραγματευτικά έγγραφα αγνοήθηκαν. 

Αυτή είναι, εν συντομία, η προϊστορία της κρίσης στις αμερικανο-ρωσσικές σχέσεις, που κορυφώθηκε με την εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία, και οδήγησε στις χειρότερες σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας τουλάχιστον από την πρώτη ψυχροπολεμική περίοδο, επί Σοβιετικής Ένωσης. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας Τραμπ ζούμε την προσπάθεια ολοκλήρωσης αυτής της περιόδου κρίσης στις αμερικανο-ρωσσικές σχέσεις, και την επιδίωξη του κλεισίματος ενός παλαιού και της έναρξης ενός  νέου ιστορικού και πολιτικού κύκλου στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Ρωσσική Ομοσπονδία.

Όπως έχουμε δηλώσει εξ αρχής (φθινόπωρο 2022-άνοιξη 2023) στο βιβλίο: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει ως επίδικο την ανεξαρτησία του Κιέβου, αλλά τις σχέσεις Ουάσινγκτον - Μόσχας» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 48).

3. Γιατί η διαπραγμάτευση ήταν πρωταρχικά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσσικής Ομοσπονδίας

Εφόσον «Στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί έκφανση μιας κολοσσιαίων διαστάσεων δομικής κρίσης στις σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσσικής Ομοσπονδίας, η οποία επωάζεται εδώ και χρόνια» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 45, 2023) και εφόσον «Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει ως επίδικο την ανεξαρτησία του Κιέβου, αλλά τις σχέσεις Ουάσινγκτον - Μόσχας» (Σελ. 48), τότε λογικό είναι η διαπραγμάτευση να είναι πρωταρχικά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσσικής Ομοσπονδίας.

Βέβαια, όπως διαβάζατε πριν από έξι μήνες στην Κοσμοϊδιογλωσσία: πέρα από τον στόχο του μόνιμου τέλους του πολέμου στην Ουκρανία, που θα επιλύει τόσο το εδαφικό ζήτημα όσο και αυτό των εγγυήσεων ασφάλειας, οι συνομιλίες κατ' ουσίαν αποτελούν αφορμή ή προκάλυμμα για την έναρξη της διαδικασίας εξομάλυνσης και αποκατάστασης των αμερικανο-ρωσσικών σχέσεων, με προοπτική ακόμα και γεωπολιτικής και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών. Παρόλα αυτά, μια συμφωνία δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε εύκολη, επειδή οι διαπραγματεύσεις πιθανότατα θα περιλαμβάνουν και άλλα ζητήματα, πέρα από την Ουκρανία. Επιπλέον, οι Ρώσσοι θα έχουν επιφυλάξεις προκειμένου να αναλάβουν μακροχρόνια δέσμευση καθώς η κυβέρνηση Τραμπ έχει ορίζοντα τετραετίας  (αλλά και ηλικιακά ο Τραμπ είναι μεγάλος) και δεν γνωρίζουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Επίσης, αν υπάρξει συμφωνία σε συγκεκριμένους όρους δεν είναι αυτονόητο ότι ο Τραμπ θα καταφέρει να τους εκπληρώσει, διότι ο εσωτερικός πολιτικός πόλεμος στις ΗΠΑ και στη Δύση βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά και επειδή οι Αμερικανοί προσπαθούν να πετάξουν από πάνω τους την ευθύνη,  τη διαχείριση και την ιδιοκτησία του πολέμου μετακυλώντας και παραδίδοντάς την στους Ευρωπαίους (Αναλυτικά παρακάτω).

Η παρατήρηση ότι «Ακόμη και αν ο πόλεμος, η κρίση και το ζήτημα της Ουκρανίας βραχυπρόθεσμα αποκλιμακώνονταν και πάγωναν για διαπραγματευτικούς και διπλωματικούς λόγους, δεν πρόκειται να ομαλοποιούνταν αν δεν επιλύονταν οι αντιθέσεις και οι ασυμβατότητες συμφερόντων που κυριαρχούν στο εσωτερικό του πλανητικού Βορρά» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 45, 2023), μας απασχολεί ήδη σε ό,τι αφορά τη στάση κεντρικών ευρωπαϊκών ΝΑΤΟϊκών κρατών, θα μας απασχολήσει στο εγγύς μέλλον σε ό,τι αφορά τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ρωσσίας και Ιαπωνίας, η οποία εκκρεμεί, αλλά και στην περίπτωση πιθανής εμπλοκής ή έντασης στην πορεία των διαπραγματεύσεων, ή μετά από αυτές.


Επιστροφή στο Παρόν


4. Η Σύνοδος Κορυφής της Αλάσκας μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στην πράξη, εκτός εάν υποθέσει κανείς ότι απευθυνόταν αποκλειστικά στη Ρωσσία και τον Πούτιν με μοναδική ή κύρια στόχευση να πείσει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ γενικά αλλά κυρίως ο ίδιος ο Τραμπ ειδικότερα έχει καλές προθέσεις, είναι ειλικρινής, μπορεί να ενεργήσει ως έντιμος μεσολαβητής, ως ειρηνοποιός, μεταξύ της Ρωσσίας και της Ουκρανίας, και ότι είναι πραγματικά προσηλωμένος σε μια συμφωνία που θα οδηγήσει σε ένα οριστικό τέλος στον πόλεμο. 

Τα πράγματα δεν έφτασαν σε αυτό το σημείο απλώς και μόνο επειδή έτσι ξύπνησε ο Τραμπ ένα πρωί: η Ρωσσία αναγκάστηκε να πολεμήσει προκειμένου να αποφύγει τη θέση για την οποία προοριζόταν μεταψυχροπολεμικά, δηλαδή προκειμένου να μην υποβαθμιστεί σε ελάσσων και δευτερεύων εταίρος (junior partner) των ΗΠΑ ―όπως είναι όλοι όσοι κάθονται απέναντι από τον Τραμπ στην περίφημη φωτογραφία στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου―, και πλέον αναγνωρίζεται όχι απλώς ως το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος αλλά και ως το ισχυρότερο κράτος στον ευρασιατικό παγκόσμιο Βορρά, δηλαδή από το Τόκιο μέχρι το Λονδίνο στην κατεύθυνση Ανατολής-Δύσης. 

Επιπλέον, η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ έρχεται εφόσον, από την αρχή σχεδόν του έτους, του 2025, είναι πλέον ευρέως αποδεκτό, εντός των ΗΠΑ, ότι η Ουκρανία χάνει τον πόλεμο. Μέσα σε λίγους μήνες, η κυρίαρχη αφήγηση έχει μετατοπιστεί από την επιδίωξη της παράτασης του πολέμου με σκοπό την απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών, τη νίκη της Ουκρανίας, την απόδοση ευθυνών και την τιμωρία της Ρωσσίας, στην προσπάθεια τερματισμού του πολέμου με σκοπό την αποτροπή της ήττας Ουκρανίας και την ολοκληρωτική νίκη της Ρωσσίας. Δηλαδή πλέον το επίδικο είναι να πειστούν οι Ρώσσοι να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με σκοπό τον τερματισμό ενός πολέμου τον οποίον κερδίζουν. 

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι παράλογη. Σε έναν πόλεμο κατατριβής (war of attrition) δεν είναι παράξενο όσο περνάει ο χρόνος να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας αυτός που έχει περίπου εικοσιπενταπλάσια εδάφη, δεκαπλάσια οικονομία και τετραπλάσιο πληθυσμό. Η Ρωσσία έχει 25 φορές περισσότερα εδάφη, 10 φορές μεγαλύτερη οικονομία και 4 φορές μεγαλύτερο πληθυσμό από την Ουκρανία, η οποία αντέχει επειδή είναι πλήρως κοινωνικοποιημένη σε περιφερειακή, πανευρωπαϊκή, υπερεθνική δυτική και παγκόσμια κλίμακα ―σε αντίθεση με το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν στον Πόλεμο του Κόλπου, το 1990-1991, που τελούσε υπό πλήρη περιφερειακή απομόνωση―, αν δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά του Κιέβου ως ανεξάρτητου υποκειμένου (Δες όμως και παρακάτω: 13. Ο ρόλος, η λειτουργία και το πεπρωμένο των δυνάμεων που αναλαμβάνουν να είναι αντιπρόσωποι (proxies) και να διαμεσολαβούν συγκρούσεις μεταξύ μεγάλων περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων). 

Ο Ντόναλντ Τραμπ σε συνέντευξή που έδωσε μετά από τη Σύνοδο, δήλωσε, μεταξύ άλλων: «είναι καλό όταν, ξέρετε, δύο μεγάλες δυνάμεις τα πάνε περίφημα, ειδικά όταν είναι πυρηνικές δυνάμεις. Ξέρετε, είμαστε η πρώτη. Είναι η δεύτερη στον κόσμο. Και είναι μεγάλη υπόθεση. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση... Πρέπει να κάνουμε μια συμφωνία. Ναι. Κοιτάξτε, η Ρωσία είναι μια πολύ μεγάλη δύναμη. Και αυτοί [οι Ουκρανοί] δεν είναι. Είναι σπουδαίοι στρατιώτες και... είχαν επίσης τον καλύτερο εξοπλισμό. Ξέρετε, είχαν τον εξοπλισμό μας... είχαν θάρρος στη μάχη. Και ξέρετε, πολεμούν μια μεγάλη πολεμική μηχανή...». Για να συμπληρώσει σε άλλο σημείο: «είχα πάντα μια εξαιρετική σχέση με τον Πρόεδρο Πούτιν και θα κάναμε σπουδαία πράγματα μαζί όσον αφορά - ξέρετε, η γη τους είναι απίστευτη. Οι σπάνιες γαίες, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα πάντα, είναι απίστευτα. Είναι το μεγαλύτερο κομμάτι γης στον κόσμο ως έθνος μακράν. Νομίζω ότι έχουν 11 ζώνες ώρας, αν μπορείτε να το πιστέψετε. Αυτό είναι σπουδαίο πράγμα. Αλλά θα είχαμε κάνει πολλά σπουδαία πράγματα, αλλά είχαμε την απάτη της Ρωσίας [Russia hoax] που μας εμπόδισε να το κάνουμε αυτό». 

Η Άνγκελα Μέρκελ, είχε τονίσει παλαιότερα: «συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά ότι [ο Βλαντίμιρ Πούτιν] δεν θα σταματούσε μπροστά σε τίποτα για να κάνει τη Ρωσσία να φαίνεται ισότιμη με τις Ηνωμένες Πολιτείες».




5. Η ταπείνωση των ευρωπαϊκών συμμαχικών ΝΑΤΟϊκών κρατών ως εκδίκηση του Τραμπ και ως αποτέλεσμα γεγονότων και εξελίξεων της τελευταίας οκταετίας

Ο εξευτελισμός και η ταπείνωση των ευρωπαϊκών συμμαχικών ΝΑΤΟϊκών κρατών, των ηγετών τους, από τις ΗΠΑ του Τραμπ σχετίζεται, μεταξύ άλλων, και με τη διαβεβαίωση του Τραμπ προς τον Πούτιν ότι «Μπορώ να εκπληρώσω κάθε όρο... Μπορώ να τους βάλω σε σειρά. Θα κάνουν ό,τι τους πω». Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα, τουλάχιστον όχι τόσο απλά όσο τα έχει στο μυαλό του, παρόλο που κυριαρχούν οι εντυπώσεις ταπείνωσης των συμμάχων. Επίσης, ο εξευτελισμός τους αποτελεί μια αντιστροφή και μια εκδίκηση του Τραμπ για μια συνθήκη την οποία είχε βιώσει ο ίδιος κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του ως πρόεδρος των ΗΠΑ.




Καλό είναι να θυμηθούμε σε αυτό το σημείο ότι την άνοιξη του 2017 η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ είχε δηλώσει ότι «η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στις ΗΠΑ για την προστασία της», προσθέτοντας πως «οι εποχές που θα μπορούσαμε να βασιστούμε πάνω τους τελειώνουν. Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουμε το πεπρωμένο της στα χέρια μας, πρέπει να δώσουμε τον δικό της αγώνα για το μέλλον της, για τη μοίρα της» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 212). 

Σαφώς και υπάρχει προ και μετά Μέρκελ εποχή στην Ευρώπη, και σαφώς υπήρξε μια τεράστια αμερικανική-τραμπική επιχείρηση αποδόμησης της Μέρκελ από το 2021 και μετά. Αυτό που συνήθως τονίζεται είναι ότι αν ήταν πρόεδρος ο Τραμπ ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα είχε γίνει. Πάντως όσο καιρό ήταν η Μέρκελ καγκελάριος της Γερμανίας διακρατικός χερσαίος πόλεμος στην Ευρώπη δεν είχε ξεσπάσει. Αν θέλουμε να είμαστε κάπως δίκαιοι ίσως θα έπρεπε να καταλήξουμε σε αυτό που είχα γράψει παλαιότερα: με τη Μέρκελ στη Γερμανία και τον Τραμπ στις ΗΠΑ, η εισβολή στην Ουκρανία πιθανώς να μην συνέβαινε τότε, το 2022, δηλαδή ο πόλεμος ίσως να είχε αποφευχθεί, όχι οριστικά και τελικά αλλά πρόσκαιρα. Αλλά μια τέτοια θέση ευνοεί υπερβολικά τον Ντόναλντ Τραμπ. Η Άνγκελα Μέρκελ κυβέρνησε επί 16 χρόνια τη Γερμανία, από το 2005 έως το 2021. Μόνο μεταξύ των ετών 2012 και 2021 συναντήθηκε με τον Βλαντίμιρ Πούτιν 34 φορές. Και όπως θα δούμε παρακάτω η σχέση Μέρκελ-Πούτιν έχει τη σημασία της, πριν φτάσουμε στην εισβολή. 

Όπως και να 'χει, οκτώ χρόνια μετά από τις δηλώσεις της Μέρκελ, που έγιναν μετά από τις Συνόδους του ΝΑΤΟ και της Ομάδας των Επτά, το 2017, επτά χρόνια μετά από την προηγούμενη φωτογραφία, που τραβήχτηκε στη Σύνοδο της Ομάδας των Επτά, το 2018, και τρεισήμισι χρόνια μετά από την έναρξη της πρώτης στρατιωτικής εισβολής και την έναρξη χερσαίου διακρατικού πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος για πρώτη φορά από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το αποτέλεσμα ήταν αυτό:




6. Ο Τραμπ εκπέμπει μια εικόνα ηγεμονικής ισχύος μόνο ή κυρίως έναντι των συμμάχων, των υποτακτικών και των αντιπροσώπων των ΗΠΑ, όχι έναντι κυρίαρχων κρατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ινδία. Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης δεν είναι απλώς Σινοκεντρικό. Η σύγκρουση Ινδίας-Πακιστάν και η μανιώδης επιδίωξή του Τραμπ για Νόμπελ ειρήνης. Από τον «θεατρικό μιλιταρισμό» των ΗΠΑ του Μπους, του Ομπάμα και του Μπάιντεν στη «θεατρική διπλωματία» των ΗΠΑ του Τραμπ. 

Αν κάποιος θεωρήσει ειλικρινείς τις προθέσεις και αγνά τα κίνητρα του Ντόναλντ Τραμπ τότε ο τελευταίος πασχίζει να τερματίσει έναν πόλεμο που προκλήθηκε ―δεν ξεκίνησε αλλά προκλήθηκε―, από το κράτος του οποίου είναι πρόεδρος: τις ΗΠΑ, όπως παραδέχεται και ο ίδιος. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορεί να τα καταφέρει. Ο Τραμπ εκπέμπει μια εικόνα ηγεμονικής ισχύος κυρίως έναντι των συμμάχων, των πελατών, υποτακτικών και των εντολοδόχων των ΗΠΑ, όχι έναντι κυρίαρχων κρατών.

Πρόσφατο τελευταίο παράδειγμα, η αντίδραση του Νέου Δελχί στις οικονομικές απειλές του Τραμπ. Πέρα την επίσημη τοποθέτηση/δήλωση του επίσημου εκπροσώπου του υπουργείου εξωτερικών υποθέσεων της Ινδίας (εικόνα), είχαμε τη συνάντηση τόσο του Υπουργού Εξωτερικών όσο και του Πρωθυπουργού της Ινδίας με τον Υπουργό Εξωτερικών της Κίνας, και την επισήμανση του Ναρέντρα Μόντι ότι «Από τη συνάντησή μου με τον Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στο Καζάν πέρυσι, οι σχέσεις Ινδίας-Κίνας έχουν σημειώσει σταθερή πρόοδο, με οδηγό τον σεβασμό των αμοιβαίων συμφερόντων και ευαισθησιών» (Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τη σύνοδο κορυφής με τον Τραμπ στην Αλάσκα ο Πούτιν τηλεφώνησε στον Ινδό Πρωθυπουργό Μόντι). Πιο πρόσφατα, στη Σύνοδο της Σαγκάης, ο Μόντι δήλωσε ότι «η Ινδία και η Κίνα είναι εταίροι, όχι αντίπαλοι». Μπορείτε να διαβάσετε παλαιότερο κείμενο που δημοσίευσα το 2022 στην Κοσμοϊδιογλωσσία για τον «ιδιαίτερο δρόμο της Ινδίας ― μέρος α΄: Οι έξι φάσεις της Ινδικής εξωτερικής πολιτικής από την ανεξαρτησία μέχρι σήμερα».




Θυμίζω ότι Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (η κεντρική ιδέα του βιβλίου) δεν είναι απλώς Σινοκεντρικό, όπως εσφαλμένα νομίζουν αρκετοί, που προτάσσουν τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας, επειδή έτσι επιθυμούν, κατανοούν ή επιδιώκουν να είναι τα πράγματα οι Αμερικανοί. Σημειώνω χαρακτηριστικά στο βιβλίο ότι «τα επίδικα και τα νοήματα της εποχής μας υπερβαίνουν κατά πολύ τον ανταγωνισμό δύο γιγάντιων κρατών όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα –πόσο μάλλον οι ΗΠΑ και η Ρωσσία–, μέσω του οποίου επιχειρείται να αλλοιωθούν ιστορικά νοήματα και να παραπλανηθούν ή να χειραγωγηθούν πολιτικές συνειδήσεις» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ, 28). Ποιο είναι λοιπόν αυτό το περίφημο «Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης» το οποίο τιτλοφορεί και για το οποίο μιλά το βιβλίο;

Από τον 1ο αιώνα μ.Χ. μέχρι τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου (1790-1820), επί δεκαοκτώ αιώνες, οι μεγαλύτερες οικονομίες στον πλανήτη βρίσκονταν παραδοσιακά στις περιοχές ανάμεσα στον Μακρύ (Yangtze) και στον Κίτρινο (Huang He) ποταμό, δηλαδή στην Κίνα και στην ινδική υποήπειρο. Μόνο κατά τους δύο με τρεις τελευταίους αιώνες κατέστη δυνατό η σχεδόν φυσική –υπό την έννοια της μακράς διάρκειας– αυτή ιστορική οικονομική τάξη να μεταβληθεί, με την άνοδο της Δυτικής Ευρώπης αρχικά και της Βόρειας Αμερικής αργότερα.
   Αυτός ο ιστορικός κύκλος σταδιακά φτάνει στην ολοκλήρωσή του. Είναι μάταιο να πιστεύει κάποιος πως αυτή η πορεία, δηλαδή η ολοκλήρωση μιας ιστορικής περιόδου που θα μπορούσε να ονομαστεί Εποχή της Μεγάλης Παρέκκλισης, η οποία γέννησε την αρχικά ευρωκεντρική και μετέπειτα δυτικοκεντρική ιδεολογία, ιστοριογραφία και ερμηνευτική, θα μπορούσε να αποτραπεί και να αντιστραφεί με πόλεμο...




Επιστρέφοντας στις αμερικανοϊνδικές σχέσεις. Οι οικονομικές απειλές των ΗΠΑ του Τραμπ εναντίον της Ινδίας του Μόντι ήρθαν σε συνέχεια της ανεπιθύμητης και μη επιδιωκτέας από ινδικής πλευράς παρέμβασης του πρώτου στη σύγκρουση με το Πακιστάν την άνοιξη. Η σύγκρουση πυροδοτήθηκε από μια τρομοκρατική επίθεση στην περιοχή του Κασμίρ στις 22 Απριλίου 2025, στην οποία σκοτώθηκαν 26 άμαχοι. Η Ινδία ξεκίνησε την επιχείρηση «Sindoor» στις 7 Μαΐου, με στόχο υποτιθέμενες τρομοκρατικές υποδομές στο Πακιστάν, η οποία οδήγησε σε τέσσερις ημέρες έντονων στρατιωτικών συγκρούσεων, στο πλαίσιο των οποίων έλαβε χώρα και αυτό που θεωρείται ως η μεγαλύτερη αερομαχία τουλάχιστον από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στις 10 Μαΐου 2025 ανακοινώθηκε κατάπαυση του πυρός, με τον Τραμπ να ισχυρίζεται ότι η μεσολάβηση των ΗΠΑ ήταν καθοριστική, το ίδιο ισχυρίστηκε και το Πακιστάν (υπήρξε επαναπροσέγγιση και συνεννόηση ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Ισλαμαμπάντ μετά από τη σύγκρουση), ενώ η θέση της Ινδίας είναι ότι επρόκειτο για διμερή συμφωνία μεταξύ του ινδικού και του πακιστανικού στρατού.

Σε συνέντευξη που έδωσε ο ο Υπουργός Εξωτερικών της Ινδίας στην οποία συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, ο ρόλος που ισχυρίζεται ότι διαδραμάτισε ο Ντόναλντ Τραμπ, με τη μεσολάβηση για τον τερματισμό της τετραήμερης σύγκρουσης μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν, όταν ρωτήθηκε για το θέμα αφού χαμογέλασε, δήλωσε: «επιλύσαμε αυτή τη σύγκρουση προς το παρόν, με τη συγκεκριμένη στρατιωτική μορφή, μέσω συμφωνίας και κατανόησης, για την κατάπαυση του πυρός και τον τερματισμό των στρατιωτικών ενεργειών, και αυτό ήταν κάτι που διαπραγματευτήκαμε απευθείας μεταξύ των στρατών των δύο χωρών... αυτή τη στιγμή που υπάρχει μια σύγκρουση στην Ουκρανία, που έχει φτάσει στον τέταρτο χρόνο της. Έχετε μια πολύ σοβαρή κατάσταση, και πάλι, πολύ αιματοχυσία στη Μέση Ανατολή, και υπάρχουν και άλλες πτυχές, η Υεμένη, κ.λπ. Έτσι, αν έχετε, έναν παγκόσμιο ηγέτη που υποστηρίζει την επίλυση των συγκρούσεων και τη διευθέτηση, ως γενική αρχή, αυτό είναι προφανώς ευπρόσδεκτο. Τώρα, οι άνθρωποι μπορούν να έχουν απόψεις για το ποια είναι η καλύτερη πορεία, τι πρέπει να διαπραγματευτεί, ποιος πρέπει να διαπραγματευτεί, αυτό είναι ένα διαφορετικό ζήτημα».

Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να αυτοπροβάλλεται ως Μέγας Ειρηνοποιός για έναν και μόνο λόγο: επειδή η Νορβηγική Επιτροπή των Βραβείων Νόμπελ Ειρήνης αποφάσισε να απονείμει στον Μπαράκ Ομπάμα το Νόμπελ Ειρήνης για το 2009, και έχει λυσσάξει να πάρει και ο ίδιος Νόμπελ Ειρήνης. Αυτός είναι ο λόγος. Αποτέλεσμα: η κυβέρνηση του Πακιστάν πρότεινε τον Τραμπ για το Νόμπελ ειρήνης. Το ίδιο, ασφαλώς, θα επιθυμούσε ο Ντόναλντ Τραμπ να πράξει και ο Βλαντίμιρ Πούτιν.




Στο βιβλίο του «Μετά την Αυτοκρατορία», ο Emmanuel Todd είχε μιλήσει για «θεατρικό μιλιταρισμό» των ΗΠΑ που στόχευε να δώσει την εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής παρέμεναν το απαραίτητο έθνος (indispensable nation) για ολόκληρο τον πλανήτη. Πλέον έχουμε φτάσει στη φάση της «θεατρικής διπλωματίας» από πλευράς ΗΠΑ. 

Αυτόν τον Μύθο του Απαραίτητου Έθνους της Madeleine Albright καλλιεργεί ο Ντόναλντ Τραμπ, πέρα από τις προσωπικές του επιδιώξεις, όπως είναι η μανιώδης επιδίωξη του Τραμπ για το Νόμπελ ειρήνης. Και η ανεπάρκεια, η αδυναμία και η ανικανότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών, είτε αυτές είναι νεοσυντηρητικές, είτε νεοφιλελεύθερες είτε σοσιαλδημοκρατικές, επιβεβαιώνει τον μύθο του απαραίτητου έθνους καθώς οι άνθρωποι αυτοί, οι Ευρωπαίοι, πιθανότατα δεν ξέρουν ούτε πώς να συνεχίσουν τον πόλεμο, δίχως τις ΗΠΑ, ούτε πώς να τον τερματίσουν. Μόνο που πλέον οι ΗΠΑ παραμένουν το απαραίτητο έθνος μόνο ή κυρίως για τους συμμάχους, τους υποτελείς τους και τους ανά τον κόσμο τοπικούς συνεργάτες τους. 

7. Τι σηματοδοτεί η επιστροφή της διπλωματίας;

Στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης σημειώνω ότι «Ο πόλεμος στην Ουκρανία, εκτός από αποτυχία της αμερικανικής αποτροπής, αποτελεί και ήττα της αμερικανικής διπλωματίας, η οποία υποτιμήθηκε ως εργαλείο διακρατικής πολιτικής και επικοινωνίας μέσω της μονομερούς χρήσης στρατιωτικής ισχύος την περίοδο Μπους και πληγώθηκε σοβαρά στη συνέχεια από την προεκλογική αντιπαράθεση Κλίντον και Τραμπ» (Σελ. 78). 

Η επιστροφή της διπλωματίας, μετά την Σύνοδο της Αλάσκας μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, έρχεται σε συνέχεια της μετατόπισης του αφηγηματικού πλαισίου από την νίκη της Ουκρανίας και την τιμωρία της Ρωσσίας στην αποτροπή της ήττας της Ουκρανίας και της ολοκληρωτικής νίκης της Ρωσσίας, και, επιπλέον, σηματοδοτεί το τέλος της πολιτικής που επιδίωκε τη διεθνή και παγκόσμια απομόνωση της Ρωσσίας

Δεν υπήρξε διεθνής και παγκόσμια απομόνωση της Ρωσσίας ως κράτους. Αυτό που υπήρξε ήταν απομόνωση του Πούτιν και τμημάτων της ρωσσικής κοινωνίας από τη «Δύση», και επειδή στα εδάφη της «Δύσης» εδρεύουν διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί αυτή η απομόνωση αποκτά μια διεθνή και παγκόσμια διάσταση (ανέκαθεν οι «Δυτικοί» και οι Δυτικοευρωπαίοι ταύτιζαν τον εαυτό τους με την «ανθρωπότητα», τη διεθνή τάξη, την παγκόσμια κοινωνία, τον πλανήτη, τον κόσμο κ.λπ). Γεγονός που κάποια στιγμή θα οδηγήσει στην μετακόμιση της έδρας των διεθνών οργανισμών εκτός «Δύσης», π.χ. της αλλαγής και μετακόμισης της έδρας του ΟΗΕ από τη Νέα Υόρκη εκτός ΗΠΑ, ή οργανισμών που σχετίζονται με το διεθνές δίκαιο, ιδίως αν συνεχιστεί η στήριξη και η ασυλία του Ισραήλ από τις ΗΠΑ και η ατιμωρησία του κράτους του Τελ Αβίβ. Η προσπάθεια απαξίωσης του ΟΗΕ δεν είναι ούτε τυχαία ούτε άνευ λόγου και αιτίας. Γράφει η Άνγκελα Μέρκελ για τον Πούτιν και την ομιλία του στη Συνδιάσκεψη του Μονάχου, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της: «Αναφερόμενος στον πόλεμο του Ιράκ, μίλησε στο Μόναχο για σχεδόν ανεξέλεγκτη, υπερβολική χρήση βίας, αμφισβήτησε το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας που οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδίαζαν να εγκαταστήσουν στην Ευρώπη και δήλωσε ότι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να αντικαταστήσουν τον ΟΗΕ». Να γιατί επιδιώκεται η αποδόμηση και απονομιμοποίηση του ΟΗΕ, ο οποίος ασφαλώς και χρειάζεται μεταρρύθμιση (Για το συγκεκριμένο θέμα δες: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 140-144). Μια αλλαγή της έδρας διεθνών οργανισμών σε χώρες εκτός «Δύσης» θα σημαίνει απλά ότι θα πάψει το «δυτικό» να ταυτίζεται με το διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι και ότι το διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι θα γίνουν κυριολεκτικά και στην πράξη τέτοια. Η Ρωσσία ως κράτος δεν απομονώθηκε από το «διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι», παρά ο Βλαντίμιρ Πούτιν ως ηγέτης από το «δυτικό» γίγνεσθαι, το οποίο επιδιώκει μέσω των οικουμενικών αξιώσεων ισχύος που εκφράζει να αυτοπροβάλλεται ως το μόνο πραγματικά διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι. 

Επιπλέον, η επιστροφή της διπλωματίας, που έρχεται μετά την αποδοχή από πλευράς Αμερικανών του αδύνατου μιας νίκης της Ουκρανίας επί της Ρωσσίας, σηματοδοτεί την μετακίνηση και την επιστροφή των ΗΠΑ του Τραμπ στη γραμμή της Γερμανίας της Μέρκελ της συγκρουσιακής περιόδου μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, το 2014. Γράφει η μισητή από τον Ντόναλντ Τραμπ, πολιτικής εχθρός του, Άνγκελα Μέρκελ, στο προαναφερθέν βιβλίο: 

Κατά τη γνώμη μου, μια στρατιωτική λύση της σύγκρουσης, δηλαδή μια στρατιωτική νίκη της Ουκρανίας επί των ρωσικών στρατευμάτων, ήταν μια ψευδαίσθηση. Συνεπώς, στις 23 Αυγούστου, την παραμονή της Ημέρας Ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, μετά από συζητήσεις με τον Ποροσένκο και τον Γιατσένιουκ, δήλωσα δημοσίως, και όχι για πρώτη φορά, ότι δεν θα υπήρχε λύση χωρίς διαπραγματεύσεις και χωρίς διπλωματία.

Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η μόνη φορά που οι ΗΠΑ του Τραμπ επιστρέφουν σε γραμμή της Γερμανίας της Μέρκελ, δηλαδή προ του 2021, έτος που αποτέλεσε σημείο καμπής και ορόσημο για την παγκόσμια μεταπολεμική τάξη. 




Οι Ευρωπαίοι του παρόντος, ρητορικά, είναι οι Αμερικανοί τους παρελθόντος. Δηλαδή, οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να διατηρήσουν επί της αρχής τη θέση την οποία εγκατέλειψαν οι Αμερικανοί, στο μέτρο του δυνατού βέβαια, καθώς πλέον με βάση τις δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων έχει μικρύνει ο ορίζοντας προς την ήττα στον πόλεμο στην Ουκρανία. Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί του παρόντος, ρητορικά, συμπεριφέρονται ως οι Ευρωπαίοι του παρελθόντος. Οι Αμερικανοί εγκατέλειψαν την προηγούμενη θέση τους επειδή, μεταξύ άλλων, ο Τραμπ θέλει να πετάξει από πάνω του την ευθύνη, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία μιας πιθανής ήττας στον πόλεμο. Και τα έχουν καταφέρει πολύ καλά. Ήδη οι άνθρωποι έχουν φτάσει σε σημείο να ξεχνούν ότι αν κάποιος έχει την ευθύνη και είναι ένοχος, από δυτική σκοπιά, για την κλιμάκωση αρχικά και για τον πόλεμο στη συνέχεια, αυτός ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, και ότι αν κάποιος ήταν παράγοντας αποτροπής της κλιμάκωσης με τη Ρωσσία, και απομάκρυνσης του ενδεχόμενου ενός πολέμου, αυτός ήταν η Γερμανία και η Γαλλία.


Η σκιά του Παρελθόντος στο Παρόν II


8. Η Άνγκελα Μέρκελ και η έμμεση αντιπαράθεσή της με τον Τζορτζ Μπους για την προσφορά καθεστώτος MAP (Σχεδίου Δράσης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ) στην Ουκρανία και στη Γεωργία το 2008

Στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης έχουν παρουσιαστεί αναλυτικά οι σκέψεις για τα Σχέδια Δράσης για Ένταξη στο ΝΑΤΟ (MAP) της περιόδου Μπους, όπως αποτυπώθηκαν από την πλευρά του πρώην Αμερικανού πρέσβη στη Ρωσσική Ομοσπονδία (2005-2008) και μέχρι πρότινος διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) (2021-2025), William J. Burns (Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 53-58). 

Ας δούμε τώρα τις σκέψεις της πρώην Καγκελαρίου της Γερμανίας για το ίδιο θέμα, όπως τις αποτυπώνει η ίδια στο βιβλίο της με τίτλο «Ελευθερία. Αναμνήσεις 1954-2021», αφού θυμίσουμε ότι το 2008 η Μέρκελ κατηγορούνταν από αμερικανικούς κύκλους, από τοποτηρητές των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη, και από διάφορους «δυτικούς», ως όχι αρκούντως επιθετική και αρνητική έναντι της Ρωσσίας (εξ ου και στο βιβλίο, αλλά και στις δηλώσεις της, που έρχονται μετά από την εισβολή στην Ουκρανία, κάνει μια ρελάνς). Σημειώνει, μεταξύ άλλων, η πρώην Γερμανίδα Καγκελάριος: 

Τι σήμαινε αυτό, όταν η Ουκρανία και η Γεωργία ενδέχεται να ενταχθούν στη συμμαχία μέσω του καθεστώτος MAP, αλλά δεν μπορούσαν ακόμη να διεκδικήσουν τις εγγυήσεις ασφάλειας του άρθρου 5 της συνθήκης του ΝΑΤΟ; Θεώρησα απατηλό να πιστεύω ότι το καθεστώς MAP της Ουκρανίας και της Γεωργίας θα τις προστάτευε από την επιθετικότητα του Πούτιν και ότι αυτό το καθεστώς θα λειτουργούσε αποτρεπτικά, ή ότι ο Πούτιν θα δεχόταν αυτές τις εξελίξεις χωρίς αντίδραση. Εάν τα πράγματα έφταναν στο χειρότερο, ήταν λοιπόν πιθανό τα μέλη του ΝΑΤΟ να ανταποκριθούν παρέχοντας στρατιωτικό εξοπλισμό ή στρατεύματα; Ήταν πιθανό να ζητήσω από την Bundestag, ως καγκελάριος, εντολή για την αποστολή του στρατού μας και να προχωρήσω σε ψηφοφορία; Το 2008; Εάν ναι, ποιες θα ήταν οι συνέπειες; Και εάν όχι, με ποιες συνέπειες, όχι μόνο για την Ουκρανία και τη Γεωργία, αλλά και για το ΝΑΤΟ; [...]

Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν πίστευα ότι μπορούσα να υποστηρίξω το καθεστώς MAP για την Ουκρανία και τη Γεωργία. Αυτή ήταν η σκέψη μου στις 2 Απριλίου 2008 [...]

Ο Στάινμαϊερ συμμεριζόταν την άποψή μου σχετικά με το καθεστώς του MAP για τη Γεωργία και την Ουκρανία... είχα επίσης βεβαιωθεί ότι ήμουν σε πλήρη συμφωνία με τον πρόεδρο της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί. Άλλες δυτικές χώρες συμφώνησαν επίσης μαζί μας. Αντίθετα, οι περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης υιοθέτησαν τη θέση της Ουάσιγκτον ότι η σύνοδος κορυφής του Βουκουρεστίου θα έπρεπε να χορηγήσει το καθεστώς MAP στην Ουκρανία και τη Γεωργία. Ο Τζορτζ Μπους γνώριζε την αρνητική μου στάση... Ωστόσο, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Κίεβο, την παραμονή της συνάντησης, επανέλαβε στον Πρόεδρο Βίκτορ Γιούσενκο και στην Πρωθυπουργό Γιούλια Τιμοσένκο ότι ήταν αποφασισμένος να συμφωνήσει στο Βουκουρέστι για το καθεστώς MAP για την Ουκρανία και τη Γεωργία. Η συμμαχία μπορούσε να λάβει μια τέτοια απόφαση μόνο ομόφωνα... η στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ είχε διχάσει το ΝΑΤΟ και τις επιπτώσεις που είχε αυτό στη συνεργασία εντός της ΕΕ. Είχαμε χρειαστεί πολύ χρόνο για να ξαναρχίσουμε να συνεργαζόμαστε με εποικοδομητικό πνεύμα. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και πολλές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης φαινόταν να αγνοούν τις αντιρρήσεις μας για την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. [...]

Η αποφασιστική συνεδρίαση του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου, του ανώτατου οργάνου λήψης αποφάσεων του ΝΑΤΟ, ξεκίνησε στις 8:55... Ο Τζορτζ Μπους ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε: «Καλημέρα, Άνγκελα. Έχουμε ακόμα ένα πρόβλημα να λύσουμε. Θα μπορούσες να το συζητήσεις με την Κόντι;» Με τον όρο «Κόντι» εννοούσε την υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις. Την ήξερα καλά, αλλά δεν ήταν συνηθισμένο για έναν αρχηγό κυβέρνησης να διαπραγματεύεται με τον υπουργό Εξωτερικών άλλης χώρας. Κανονικά θα είχα απορρίψει ένα τέτοιο αίτημα, αλλά αυτό προέρχονταν από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, οπότε έκανα μια εξαίρεση. Υποθέτω ότι είχε συνειδητοποιήσει ότι ήμουν σοβαρή όσον αφορά την απόρριψη του καθεστώτος MAP για την Ουκρανία και τη Γεωργία και ότι πλησίαζε η ώρα για συμβιβασμό. Ο Μπους σαφώς δεν ήθελε να έρθει σε προσωπική αντιπαράθεση μαζί μου. Δέχτηκα την πρότασή του, γιατί και εγώ ήθελα να αποφύγω μια θεαματική αναμέτρηση. Έφυγε ανακουφισμένος... η Κοντολίζα Ράις είχε επιμείνει στο καθεστώς MAP για την Ουκρανία και τη Γεωργία. Με κάποια ενόχληση ζήτησα από τον Χάουσγκεν να ενημερώσει τους Αμερικανούς ότι δεν θα άλλαζα τη θέση μου σχετικά με το MAP. Ακριβώς τότε είδα ένα μέλος της αμερικανικής αντιπροσωπείας να μιλάει με έναν από τους Πολωνούς εκπροσώπους. (Ο Πολωνός πρόεδρος Λεχ Κατσίνσκι ήταν κάτι σαν εκπρόσωπος των κρατών μελών της Ανατολικής Ευρώπης.) Από τη γλώσσα του σώματος των Πολωνών κατάλαβα ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι... Η Ουκρανία και η Γεωργία δεν απέκτησαν το καθεστώς MAP και η συμμαχία δεν διχάστηκε όπως είχε συμβεί με τον πόλεμο στο Ιράκ... ο συμβιβασμός, όπως κάθε άλλος, είχε το τίμημά του. Για τη Γεωργία και την Ουκρανία, η άρνηση του καθεστώτος MAP απογοήτευσε τις ελπίδες τους, ενώ για τον Πούτιν, το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ είχε δεσμευτεί γενικά για την ένταξή τους ισοδυναμούσε με την ένταξή τους και, ως εκ τούτου, αποτελούσε κήρυξη πολέμου. Αργότερα, αν και δεν θυμάμαι πλέον τις ακριβείς λεπτομέρειες, μου είπε: «Δεν θα είσαι καγκελάριος για πάντα, και τότε θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Και θα το αποτρέψω αυτό»

Στις 2 Δεκεμβρίου 2021, η Άνγκελα Μέρκελ θα δώσει την αποχαιρετιστήρια ομιλία της. Έξι μέρες μετά, στις 8 Δεκεμβρίου, θα αποχωρήσει από την Καγκελαρία. Δύο μήνες και δεκατρείς μέρες αργότερα, στις 21 Φεβρουαρίου 2022, ο Ρώσσος πρόεδρος θα κάνει τηλεοπτική ομιλία αναφορικά με τα γεγονότα στην Ουκρανία. Τρεις μέρες αργότερα, και εβδομήντα οκτώ (78) μέρες μετά από το τέλος της θητείας της Ανγκελας Μέρκελ ως καγκελαρίου της Γερμανίας, στις 24 Φεβρουαρίου, μετά από διάγγελμα του Ρώσσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, θα ξεκινήσει η εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία.


2021: Έτος ορόσημο. Προ- και μετά-2021 Εποχή


9. Γιατί το 2021 ήταν το σημαντικότερο έτος της μεταψυχροπολεμικής και γιατί οι ιστορικοί του μέλλοντος θα μιλάνε για μια προ- και μετα-2021 εποχή

Το 2021 είναι με διαφορά το σημαντικότερο έτος της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Το 2021 δεν ήταν ένα απλό έτος. Ήταν το καταστροφικότερο έτος για τις ΗΠΑ, τουλάχιστον μεταψυχροπολεμικά. Με αυτό ολοκληρώνεται όχι απλώς ένας εικοσαετής ιστορικός κύκλος (2001-2021) που ξεκίνησε το 2001 με την υπογραφή της Συνθήκης Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας Ρωσσικής Ομοσπονδίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και με τις επιθέσεις στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και στο Πεντάγωνο, και ολοκληρώθηκε με την την ανανέωσή της Συνθήκης μεταξύ Ρωσσίας και Κίνας στις 28 Ιουνίου 2021 και την πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου 2021, μετά από την άτακτη υποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν (που πυροδοτείται από την ανανέωση της Συνθήκης μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου), αλλά μπορεί να  γίνει αντιληπτό στην πραγματικότητα ως το τελευταίο έτος της μεταψυχροπολεμικής εποχής (1991-2021), και το εναρκτήριο έτος της τελικής φάσης ολοκλήρωσης του μεταπολεμικού ιστορικού κύκλου (1945-202...). Επίσης, την 6η Ιανουαρίου 2021 είχαμε την εισβολή στο Καπιτώλιο. Μιλάμε για γεγονότα και εξελίξεις που, σε συνδυασμό με την περίοδο της πανδημίας, θα σηματοδοτήσουν για τους ιστορικούς τους μέλλοντος μια προ- και μετα-2021 εποχή (Για συσχετίσεις μεταξύ των γεγονότων δες: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 159, 164-165, 174).

10. Αλληλουχία γεγονότων που οδήγησε στην εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία: Μέσα σε μήνες συνέβησαν δεκαετίες.

Αρκετοί ισχυρίζονται ότι οι Αμερικανοί θέλουν να απομακρύνουν τη Ρωσσία από την Κίνα. Όμως αυτή είναι μια γενικόλογη θέση. Παρακάτω ακολουθεί μια αλληλουχία γεγονότων που έχω αναδείξει στο βιβλίο και δίνει συνεκτικό νόημα στην αλυσίδα γεγονότων που προηγείται της εισβολής της Ρωσσίας στην Ουκρανία, και τη συσχέτισή της με την Κίνα. 

Στις 16 Ιουλίου 2001 είχαμε την υπογραφή της Συνθήκης Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας Ρωσσικής Ομοσπονδίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Έπειτα από έναν μήνα, στις 15 Ιουνίου 2001, γεννήθηκε πολιτικά ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης ή το Σύμφωνο της Σαγκάης. Ακολούθησαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ Ύστερα από τρεις μήνες, στις 11 Δεκεμβρίου, η Κίνα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Μιλάμε για γεγονότα και εξελίξεις που παραπέμπουν σε προ- και μετα-2001 εποχή, μόνο που οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλήφθηκαν απλώς την αμερικανοκεντρική πλευρά και σημασία αυτής της ιστορικής τομής... 

Η Συνθήκη Καλής Γειτονίας μεταξύ Κίνας και Ρωσσίας είχε εικοσαετή διάρκεια και ημερομηνία λήξης τον Φεβρουάριο του 2022. Στις 28 Ιουνίου 2021 Μόσχα και Πεκίνο θα την ανανεώσουν επεκτείνοντάς τη για ακόμη πέντε χρόνια. Από μόνη της αυτή η πενταετία ορίζει ένα σημείο καμπής και την απαρχή ενός χρονοδιαγράμματος μελλοντικών διακανονισμών και εξελίξεων: το 2026 ο κόσμος μας θα είναι διαφορετικός. Θα έχουμε εισέλθει στην τελική φάση ολοκλήρωσης του μεταπολεμικού ιστορικού κύκλου και στο λυκόφως του μεταπολεμικού του κόσμου... Δύο μήνες μετά τη χρονική επέκταση της συνθήκης ακολουθεί η άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και η πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου 2021. Τα δύο αυτά γεγονότα, η ανανέωση της ρωσσοκινεζικής συνεργασίας και η άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, σηματοδοτούν την ολοκλήρωση του εικοσαετούς ιστορικού κύκλου που ξεκίνησε με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβριου, την υπογραφή της Συνθήκης Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας Πεκίνου - Μόσχας και την ίδρυση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης. Όπως τότε, το 2001, έτσι και τώρα μιλάμε για γεγονότα και εξελίξεις που παραπέμπουν σε προ- και μετά-2021 εποχή. Οι εξελίξεις και οι αλληλουχίες γεγονότων θα επιταχυνθούν μετά την ιστορική τομή του καλοκαιριού του 2021: στις 15 Σεπτεμβρίου2021 έχουμε την υπογραφή της τριμερούς συμφωνίας ασφαλείας ανάμεσα στην Αυστραλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ (AUKUS). Στις 15 Δεκεμβρίου 2021 η Ρωσσική Ομοσπονδία αποστέλλει έγγραφα διαπραγμάτευσης σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ: στις μεν Βρυξέλλες προσχέδιο συμφωνίας σχετικά με μέτρα για τη διασφάλιση της ασφάλειας της Ρωσσικής Ομοσπονδίας και των κρατών-μελών του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου, στη δε Ουάσινγκτον προσχέδιο συνθήκης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ρωσσικής Ομοσπονδίας σχετικά με τις εγγυήσεις ασφαλείας. Στη 1 Ιανουαρίου 2022 τίθεται σε ισχύ η μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία στον πλανήτη (RCEP). Στις 4 Φεβρουαρίου 2022 έχουμε την κοινή δήλωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας σχετικά «με τις διεθνείς σχέσεις που εισέρχονται σε μιανέα εποχή και με τη βιώσιμη ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα», η οποία, μεταξύ άλλων, εναντιωνόταν στην περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ και εξέφραζε σοβαρές ανησυχίες για το τριμερές σύμφωνο ασφαλείας του αγγλοσαξωνικού άξονα (AUKUS). Είκοσι μέρες μετά, στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ξεκινάει η στρατιωτική εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία. Με αυτά τα γεγονότα επήλθε το τέλος της μεταψυχροπολεμικής εποχής και η ολοκλήρωση ενός τριαντακοντετούς αμερικανικού ηγεμονικού ιστορικού κύκλου (1991-2021), αλλά επιπλέον εισήλθαμε στην αρχή του τέλους του μεταπολεμικού κόσμου και στην περίοδο ολοκλήρωσης ενός ιστορικού κύκλου που ξεκίνησε με το πέρας του Β΄ ΠΠ (1945-), καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η πρώτη εισβολή μεγάλης κλίμακας σε ευρωπαϊκό έδαφος από τον Β΄ ΠΠ, γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος της εποχής της κυριαρχίας των υπερδυνάμεων, την επιστροφή των πολεμικών συγκρούσεων και την επανεμφάνιση του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ μεγάλων δυνάμεων (2022-). 

Ακολουθεί πιο πυκνογραμμένη η ακολουθία των γεγονότων: Στις 28 Ιουνίου 2021 Μόσχα και Πεκίνο ανανεώνουν τη Συνθήκη Καλής Γειτονίας μεταξύ Κίνας και Ρωσσίας επεκτείνοντάς τη για ακόμη πέντε χρόνια. Δύο μήνες μετά, στις 15 Αυγούστου 2021, ακολουθεί η άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και η πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2021 έχουμε την υπογραφή της τριμερούς συμφωνίας ασφαλείας ανάμεσα στην Αυστραλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες (AUKUS). Στις 8 Δεκεμβρίου η Άνγκελα Μέρκελ αποχωρεί από την Καγκελαρία («Δεν θα είσαι καγκελάριος για πάντα, και τότε θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Και θα το αποτρέψω αυτό». Τάδε έφη Βλαντίμιρ Πούτιν). Μια εβδομάδα μετά, στις 15 Δεκεμβρίου 2021, η Ρωσσική Ομοσπονδία αποστέλλει έγγραφα διαπραγμάτευσης σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Στις 4 Φεβρουαρίου 2022 έχουμε την κοινή δήλωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας σχετικά «με τις διεθνείς σχέσεις που εισέρχονται σε μια νέα εποχή και με τη βιώσιμη ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα», η οποία, μεταξύ άλλων, εναντιωνόταν στην περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ και εξέφραζε σοβαρές ανησυχίες για το τριμερές σύμφωνο ασφαλείας του αγγλοσαξωνικού άξονα (AUKUS). Είκοσι μέρες μετά, στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ξεκινάει η στρατιωτική εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, μπορεί να είναι διατεθειμένες να δώσουν τον ουρανό με τα άστρα στη Ρωσσία προκειμένου ο Βλαντίμιρ Πούτιν να μην ανανεώσει εκ νέου, και από κοινού με τον Σι Τζινπίνγκ, τη Συνθήκη Καλής Γειτονίας μεταξύ Κίνας και Ρωσσίας η οποία λήγει σε λίγους μήνες, μέσα στο 2026. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η Μόσχα θα απεμπολήσει τον σημαντικότερο παράγοντα στρατηγικής αποτροπής που διαθέτει έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και της «Δύσης», καθώς για τη Ρωσσία οι σχέσεις με την Κίνα είναι παγκόσμιας, όχι μόνο ηπειρωτικής και ευρασιατικής, σημασίας και κλίμακας, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά ενός νέου συστήματος ασφάλειας στην Ευρασία, στο οποίο η Μόσχα πολύ θα ήθελε να συμμετέχει με ουσιώδη τρόπο στο εγγύς μέλλον η Ινδία, με την οποία έχει εξαιρετικές σχέσεις, και ίσως, αργότερα, στο απώτερο μέλλον, ακόμα και μέρος της ευρασιατικής χερσονήσου που ονομάζεται Ευρώπη και αυτοκατανοείται ως ξεχωριστή ήπειρος. Οι Ρώσσοι είναι λογικό να επιδιώξουν να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία πριν από τη λήξη της Συνθήκης Φιλίας με την Κίνα, το καλοκαίρι του 2026, ανεξάρτητα από το αν θα έχουν αποφασίσει να ανανεώσουν τη συνθήκη ή όχι. Αν ο πόλεμος δεν οδηγείται προς λήξη μέχρι τότε τίποτα καλό δεν προμηνύεται. 

Είναι ένας αγώνας δρόμου για όλους. Αμερικανούς, Ρώσσους και Ευρωπαίους. Ή μάλλον, πιο σωστά, είναι πολλαπλοί αγώνες δρόμου για διαφορετικούς δρώντες που έχουν διαφορετικούς σκοπούς για διαφορετικούς λόγους. Κάποιοι μπορεί να αποφασίσουν, τελικά και οριστικά, ότι θέλουν αγώνα αντοχής μακράς απόστασης και διάρκειας (μαραθώνιο), άλλοι μπορεί να επιδιώκουν αγώνα ταχύτητας, άλλοι μπορεί να έχουν επιλέξει σκυταλοδρομία.


Μετά-2021 Εποχή


11. Ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, η εγκατάλειψη του πολέμου στην Ουκρανία και του ρόλου των ΗΠΑ ως πρωταρχικού εγγυητή ασφάλειας στην Ευρώπη. Μπορούσε, άραγε, να προβλεφθεί η στάση των ΗΠΑ; Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, η μονοπολική περίοδος ως μεταψυχροπολεμική ανωμαλία, η επιστροφή ενός πολυπολικού κόσμου, και η επίσημη παραδοχή του πολέμου στην Ουκρανία ως πολέμου δια αντιπροσώπων πυρηνικών δυνάμεων: ΗΠΑ και Ρωσσίας. 

Στις 30 Ιανουαρίου 2025 ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, δήλωσε: «Δεν είναι φυσιολογικό για τον κόσμο να έχει απλώς μια μονοπολική δύναμη. Αυτό ήταν μια ανωμαλία. Ήταν προϊόν του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, αλλά τελικά θα φτάναμε πίσω σε ένα σημείο όπου θα είχαμε έναν πολυπολικό κόσμο, πολλές μεγάλες δυνάμεις σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη. Το αντιμετωπίζουμε αυτό τώρα με την Κίνα και σε κάποιο βαθμό με τη Ρωσία...».

Δηλαδή ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επιβεβαίωσε το 2025 όσα γράφονταν τρία χρόνια νωρίτερα στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Ενδεικτικά: Σελ. 89-90, 101-104, 159-164) και ακόμα παλαιότερα στην Κοσμοϊδιογλωσσία. 

Με τελευταία και πιο πρόσφατη χαρακτηριστική αναφορά αυτή που έγινε πριν από ένα χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 2024, στο κείμενο «Επακόλουθα και συμπτώματα της σταδιακής αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης»: 

Η μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αποτέλεσε μια εξαιρετικά μικρή παρέκκλιση. Και δεν πρόκειται να επιστρέψει. Η άνοδος της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης και η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στο εσωτερικό της «Δύσης», και η υποχώρηση του φιλελευθερισμού, διεθνώς, αποτελούν τα κυριότερα επακόλουθα και τα σημαντικότερα σύμπτωμα της αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και της φθίνουσας ηγετικής ικανότητας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ενώ η πολιτικοποίηση της οικονομίας και η εναντίωση στα ανθρώπινα δικαιώματα ―είτε σε συγκεκριμένα περιεχόμενά τους είτε σε δεσμευτικές ερμηνείες συγκεκριμένων περιεχομένων τούς―, φαίνεται πως μετεξελίσσονται σε κύριους διαμορφωτικούς παράγοντες της τρέχουσας φάσης της «παγκόσμιας τάξης».

Επιπλέον, ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, μέσω της ομιλίας που έδωσε στις Βρυξέλλες, στις 12 Φεβρουαρίου 2025, φανέρωσε ότι η πρόθεση των ΗΠΑ είναι να εγκαταλείψουν όχι απλώς τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά κυρίως τον ρόλο τους ως πρωταρχικού εγγυητή ασφάλειας στην Ευρώπη, αφήνοντας έκθετο τόσο το μη ΝΑΤΟϊκό συμμαχικό κράτος του Κιέβου όσο και τα ΝΑΤΟϊκά ευρωπαϊκά κράτη. Ωστόσο, βλέπουμε ότι τα πράγματα αυτά ευκολότερα λέγονται παρά γίνονται. Παρ' όλ' αυτά οι δυσκολίες είναι ζήτημα συνθηκών και τρόπου, του πως, όχι του τι, δηλαδή η ουσία δεν αναιρείται. 

Πως φθάσαμε σε αυτό το σημείο; 

Μπορούσε, άραγε, να προβλεφθεί η στάση των ΗΠΑ; Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο Ναι.

Τόσο στην περίπτωση του Αφγανιστάν όσο και στην περίπτωση της Ουκρανίας φανερώθηκε πως (1) δεν υπήρχε ούτε κοινή συναντίληψη ούτε συντονισμός για μια κοινή διαδικασία στρατηγικής λήψης αποφάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ: από αμερικανοκεντρική σκοπιά, ο μη συντονισμός εκδηλώνεται ως μονομερής απόφαση και ενέργεια. Και στις δύο περιπτώσεις οι ΗΠΑ (2) εγκαταλείπουν μη ΝΑΤΟϊκά συμμαχικά κράτη και αφήνουν έκθετα ΝΑΤΟϊκά ευρωπαϊκά κράτη και (3) παραδέχονται ότι δεν μπορούν ούτε να προασπίσουν το δίκαιο ούτε να επιβεβαιώσουν την ισχύ τους. Τέλος, η συμπεριφορά των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν μπορεί να ιδωθεί ως προμήνυμα της συμπεριφοράς τους στην Ουκρανία, και υπό αυτήν την έννοια, ναι, η στάση των ΗΠΑ μπορούσε να προβλεφθεί.

Τέλος, σε συνέντευξή που έδωσε στις 5 Μαρτίου 2025, ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «Ήταν πολύ σαφές από την αρχή ότι ο Πρόεδρος Τραμπ θεωρεί αυτό το ζήτημα ως μια παρατεταμένη, αδιέξοδη σύγκρουση.  Και, ειλικρινά, πρόκειται για έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων – των Ηνωμένων Πολιτειών, που βοηθούν την Ουκρανία, και της Ρωσσίας – και πρέπει να τερματιστεί.  Και κανείς δεν έχει ιδέα ή σχέδιο για να τον τερματίσει». 

Όπως είδαμε στην αμέσως προηγούμενη δήλωση του Μάρκο Ρούμπιο, ο πόλεμος στην Ουκρανία χαρακτηρίστηκε ως πόλεμος δια αντιπροσώπων μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων. Στις δύο παρεκβάσεις που ακολουθούν θα εξετάσουμε τα δύο συστατικά της συγκεκριμένης δήλωσης: το πυρηνικό σκέλος και το αυτό περί αντιπροσώπων (proxies). 

12. Παρέκβαση: Τα Όρια της πυρηνικής αποτροπής (της Ρωσσίας αλλά και του Ισραήλ), η επιβεβαίωση της συμβατικής στρατιωτικής ισχύος και της πιθανότητας πολέμου μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων αλλά και μεταξύ μιας πυρηνικής και μιας μη πυρηνικής δύναμης

Σε συζητήσεις που έχω κατά καιρούς για τον πόλεμο στην Ουκρανία και για τη σύγκρουση του Ισραήλ με το Ιράν, έχω διαπιστώσει ότι κυριαρχούν ορισμένα αυτονόητα. Παραδείγματος χάριν, από αρκετούς ανθρώπους θεωρείται αυτονόητο ότι εάν δέχονταν πυρηνικά πλήγματα η Ουκρανία ή το Ιράν, σχεδόν αυτοστιγμής το Κίεβο και η Τεχεράνη θα οδηγούνταν σε παράδοση και θα είχαμε το τέλος του πολέμου.

Ποιος είναι ο λόγος που κυριαρχεί μια τέτοια αντίληψη στα μυαλά των ανθρώπων; Γιατί θεωρείται ως αυτονόητη μια τέτοια εξέλιξη; Σε ποιο ιστορικό προηγούμενο εδράζεται μια τέτοια πεποίθηση;

Κάποιοι θεωρούν, απλώς, ότι αυτό τους φαίνεται λογικό, δηλαδή επικαλούνται την υποκειμενική τους κρίση. Κάποιοι άλλοι, περισσότερο υποψιασμένοι, (υποτίθεται ότι) επικαλούνται την ιστορική εμπειρία, αναφέροντας την παράδοση της Ιαπωνίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε στη διάθεσή μας ιστορικό προηγούμενο όπου ένα κράτος να έχει παραδοθεί επειδή δέχθηκε ατομική/πυρηνική επίθεση: η Ιαπωνία δεν παραδόθηκε λόγω των ατομικών βομβαρδισμών στη Χιρόσιμά και στη Ναγκάσακί. Αυτή η άποψη αποτελεί έναν μύθο που διαμόρφωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο της αμερικανοκεντρικής ιστοριογραφίας «του Πολέμου του Ειρηνικού», που ξεκίνησε με το Περλ Χάρμπορ και τέλειωσε με τη Χιρόσιμά και τη Ναγκάσακί. Ωστόσο, από το 1941 μέχρι το 1945, δεν υπήρξε ούτε ένας Ιάπωνας που να πολέμησε κάποιον «Πόλεμο του Ειρηνικού». Αν ρωτούσε κάποιος τους ανθρώπους του ναυτικού, της αεροπορίας και του στρατού ξηράς της Ιαπωνίας για κάποιον «Πόλεμο του Ειρηνικού», οι Ιάπωνες εκείνης της εποχής θα τον κοιτούσαν με απορία, δίχως να μπορούν να καταλάβουν τι εννοεί. Οι Ιάπωνες πολέμησαν τον Μεγάλο Ανατολικό Ασιατικό Πόλεμο ή τον Μεγάλο Πόλεμο της Ανατολικής Ασίας (Great East Asian War), ο οποίος διήρκεσε 15 χρόνια, από το 1931 μέχρι το 1945, ή το λιγότερο 8 χρόνια, από το 1937 μέχρι το 1945, και όχι κάποιον 4ετή «Πόλεμο του Ειρηνικού», όπως θέλει η αμερικανοκεντρική ιστοριογραφία του νικητή και η αυτοκατανόηση του κατακτητή.

Στην πραγματικότητα, αυτά που έχουμε στη διάθεσή μας, σχετικά με το ζήτημα των πυρηνικών επιθέσεων, είναι τα εξής τρία: έναν αμερικανικό αφηγηματικό/ιστοριογραφικό Μύθο που καλλιέργησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα ισχυρό πυρηνικό/διεθνοκανονιστικό Ταμπού που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού ασφάλειας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και ένα στρατιωτικό/στρατηγικό Δόγμα αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής (MAD), ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση ψυχροπολεμικά, και στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσσική Ομοσπονδία μεταψυχροπολεμικά. Αυτά τα τρία πράγματα έχουμε στη διάθεσή μας. 

Όχι μια Πραγματικότητα που βασίζεται στην ιστορική εμπειρία, στο τι πραγματικά συνέβη, παρά ένας Μύθος, ένα Ταμπού και ένα Δόγμα έχουν διαμορφώσει τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις και το φαντασιακό των ανθρώπων.

Το πυρηνικό Ταμπού έχει αρχίσει να διασαλεύεται, εδώ και τρία χρόνια, από την έναρξη της εισβολής της Ρωσσίας στην Ουκρανία και ύστερα. Ο αμερικανοκεντρικός αφηγηματικός Μύθος έχει καταρρεύσει εδώ και περίπου δύο δεκαετίες. Τέλος, το Δόγμα αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής (MAD), αντέχει ακόμη αλλά σχετικοποιείται ολοένα και περισσότερο.

Ουσιαστικά, στο πλαίσιο που εξετάζουμε στο παρόν κείμενο, η ανεπάρκεια του πυρηνικού δόγματος της Ρωσσίας απέναντι στην επέκταση του ΝΑΤΟ ανάγκασε τη Μόσχα να οδηγηθεί στην εισβολή στην Ουκρανία. Η Ρωσσία βρέθηκε αντιμέτωπη με τα όρια της πυρηνικής της αποτροπής, με την πραγματικότητα ότι η πανίσχυρη πυρηνική αποτρεπτική της ικανότητα, σε παγκόσμια κλίμακα, δεν της προσέφερε όχι απλώς απόλυτη αλλά ούτε καν επαρκή ασφάλεια. Το ίδιο βιώνει και το Ισραήλ σε περιφερειακή κλίμακα.

Εδώ έχουμε την κατάρρευση του μύθου ότι τα πυρηνικά όπλα οδηγούν σε αχρήστευση των συμβατικών στρατιωτικών ικανοτήτων, της συμβατικής ισορροπίας δυνάμεων και του ανταγωνισμού για ασφάλεια στο συμβατικό στρατιωτικό επίπεδο. Όχι μόνο δεν ισχύουν τα προηγούμενα, όπως φανερώνει ο πόλεμος στην Ουκρανία και η σύγκρουση του Ισραήλ με το Ιράν, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει, μέχρι ενός σημείου, το αντίθετο: δηλαδή, φανερώνεται, μέχρι ενός σημείου, η πολιτική αχρηστία των πυρηνικών όπλων ως εργαλείου αποτροπής της εκδήλωσης ενός συμβατικού πολέμου και επιβολής της βούλησης μιας πυρηνικής δύναμης επί ενός μη πυρηνικού αντιπάλου: χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί όχι απλώς, ή κυρίως, η Γάζα αλλά και το Ιράν. Το αήττητο είναι θέμα άμυνας. Η δυνατότητα νίκης είναι θέμα επίθεσης. Η Ουκρανία, αν εξεταστεί σε ένα αυστηρά κλειστό διακρατικό πλαίσιο, ως μη πυρηνικό κράτος, δεν μπορεί να νικήσει τον πόλεμο με τη Ρωσσία, μια γιγαντιαία πυρηνική δύναμη, ωστόσο μπορεί (και προσπαθεί) να μην ηττηθεί.

Τα προηγούμενα αναφέρονται στη σχέση μεταξύ πυρηνικών και μη πυρηνικών δυνάμεων. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων, τα πυρηνικά όπλα ναι μεν καθιστούν έναν μεταξύ τους συμβατικό πόλεμο περισσότερο δύσκολο και λιγότερο πιθανό, αλλά δεν τον καθιστούν ούτε απίθανο ούτε αδύνατο

Μια πυρηνική δύναμη, δυνητικά, μπορεί να διεξαγάγει έναν συμβατικό πόλεμο ενάντια σε μια άλλη πυρηνική δύναμη, χωρίς ο πόλεμος να κλιμακωθεί σε πυρηνικό, ιδίως αν η επιτιθέμενη δύναμη δεν απειλήσει να νικήσει αποφασιστικά τον αντίπαλό της (Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Σελ. 280) (Αυτός είναι ο λόγος που ο Πούτιν και ο Λαβρόφ επαναλαμβάνουν συνεχώς τη φράση που έχει λεχθεί περί επιδίωξης «στρατηγικής ήττας της Ρωσσίας». Δηλαδή λένε: «επιδιώκετε αποφασιστική νίκη εις βάρος μας, γεγονός που θα οδηγήσει σε πυρηνική κλιμάκωση»). Ωστόσο, επειδή υπάρχει αβεβαιότητα και κυριαρχεί φόβος για την πιθανότητα κλιμάκωσης ενός συμβατικού πολέμου μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων σε πυρηνικό πόλεμο, γι’ αυτό κρίνεται απαραίτητη η αποφυγή της αμεσότητας και μια απόσταση ασφαλείας μεταξύ των αντιμαχόμενων πυρηνικών πλευρών

13. Παρέκβαση: Ο ρόλος, η λειτουργία και το πεπρωμένο των δυνάμεων που αναλαμβάνουν να είναι αντιπρόσωποι (proxies) και να διαμεσολαβούν συγκρούσεις μεταξύ μεγάλων περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων 

Και εδώ ερχόμαστε στο θέμα των λεγόμενων proxies, η έννοια μπορεί να αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα ως αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πληρεξούσιος ή και διαμεσολαβητής (σε συγκρούσεις μεταξύ δυνάμεων). Αυτού του είδους οι δρώντες μπορεί να είναι εξαρτημένα και υποτελή κράτη-πελάτες ή υποκρατικοί δρώντες που ενεργούν εκ μέρους μιας πιο ισχυρής στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά δύναμης, ενός κράτους που είναι ο εντολέας και ο πατρωνάς τους, η πηγή της υποστήριξης τους και το στρατηγικό κέντρο λήψης αποφάσεων για τις πράξεις τους, και που διαμεσολαβούν μεταξύ μεγάλων παγκόσμιων ή περιφερειακών δυνάμεων δυνάμεων, προβάλλοντας την ισχύ της μιας έναντι της άλλης, δημιουργώντας, παράλληλα, μια απόσταση ασφαλείας μεταξύ των πραγματικά αντιμαχόμενων πλευρών. Η σχέση μεταξύ του εντολέα και του εντολοδόχου (proxy), δηλαδή μεταξύ του αφέντη ή του πάτρωνα και του πελάτη ή του υποτελή του, μπορεί να περιλαμβάνει διάφορες μορφές στρατιωτικής, διπλωματικής, οικονομικής και πολιτικής υποστήριξης, έμμεσης ή άμεσης. 

Ο εντολοδόχος-υποτελής, είτε κράτος είτε υποκρατικός δρώντας, μπορεί να έχει κάποιο βαθμό αυτονομίας αλλά, στο τέλος, εξυπηρετεί τα στρατηγικά συμφέροντα του κράτους-εντολέα-αφέντη, καθώς σε περίπτωση ανάπτυξης υπερβολικού βαθμού αυτονομίας, λόγω του τεράστιου και συνήθως πολυεπίπεδου βαθμού εξάρτησης του υποτελή, ο κυρίαρχος μπορεί να τον επαναφέρει στα δικά του μέτρα ή να τον εκβιάσει. Επίσης, ο υποτελής συνήθως εσωτερικεύει τα κόστη και πληρώνει το τίμημα για λογαριασμό του πάτρωνα

Ο εντολέας-πάτρωνας, μέσω του εξαρτημένου εντολοδόχου-πελάτη-υποτελή, μπορεί να πολεμήσει μια μεγάλη περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη δίχως εμπλακεί άμεσα ο ίδιος, ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους μιας άμεσης αντιπαράθεσης με τον αντίπαλο, αποφεύγοντας να δεσμεύσει δικές του δυνάμεις και να δεχτεί ανθρώπινες απώλειες. Η υποστήριξη που προσφέρει ο πάτρωνας-εντολέας ή αφέντης στον εντολοδόχο-πληρεξούσιο ή υποτελή δεν αποσκοπεί στην ενίσχυση του (αυτό το ισχυρίζονται μόνο οι φορείς ή οι άνθρωποι του εντολέα-αφέντη στο εσωτερικό περιβάλλον του εντολοδόχου-υποτελή προκειμένου να διαμορφωθεί κλίμα νομιμοποίησης και αποδοχής της εξάρτησης του υποτελή από τον αφέντη) παρά στον έλεγχο της συμπεριφοράς και των ενεργειών του υποτελή, προκειμένου να περιορίσει τους βαθμούς ελευθερίας, αυτονομίας και αυτοδυναμίας του, να τον εμποδίσει να επιδιώξει τα δικά του πραγματικά συμφέροντα (και όχι να εκλογικεύει τα συμφέροντα του αφέντη ως δικά του συμφέροντα), να διαμορφώσει μια δική του πραγματικά κυρίαρχη και ανεξάρτητη πολιτική, οικονομική, στρατηγική στρατιωτική ή άλλη στόχευση, ή ακόμα και να αποτελέσει μελλοντικό εμπόδιο στα σχέδια του αφέντη. 

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον κυρίαρχο είναι ο υποτελής γίνει όχι απλώς ανεξάρτητος από τον ίδιο τον αφέντη αλλά να γίνει ο ίδιος κυρίαρχος ―δηλαδή αφέντης και κύριος― του εαυτού του. Εξ ου και ο αφέντης δημιουργεί κάθε λογής ιδεολογήματα και καλλιεργεί μια ηθική δούλου προκειμένου ο υποτελής να νομιμοποιεί και να εκλογικεύει στη συνείδησή του την υποταγή του στον αφέντη  προκειμένου να αποτελεί αντικείμενο των επιδιώξεων, των συμφερόντων και της ιστορίας του αφέντη (έστω με ελάχιστους βαθμούς υποκειμενικότητας), και όχι υποκείμενο της δικής του ιστορίας

Μια από τις πλέον γνωστές και αποδοτικές ιδεολογίες που έχει δημιουργήσει ο Κύριος προκειμένου να θυσιάζεται για τη Χάρη του ο δούλος είναι αυτή του «προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης».

Ουσιαστικά, το κράτος του Κιέβου, ενστεριζόμενο την ιδεολογία και την ταυτότητα του βόρειου προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης στην «Ανατολή»: δηλαδή στην Ανατολική Ευρώπη, λειτουργούσε ως φορέας προβολής αμερικανικής-δυτικής ισχύος στα σύνορα της Ρωσσίας, ή στο εσωτερικό της σφαίρας επιρροής και συμφερόντων της, δημιουργώντας, παράλληλα, ένα δεύτερο επίπεδο προστασίας και απόστασης ασφαλείας ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα, συμβάλλοντας κατά αυτόν τον τρόπο στο να παραμένει έμμεση η σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσσίας. 

Με ανάλογο τρόπο οι υποκρατικές ομάδες περιφερειακά του Ισραήλ, του νότιου προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης στην «Ανατολή»: δηλαδή στη Δυτική Ασία/Μέση Ανατολή, που σχετίζονταν με το Ιράν, όπως η Χεζμπολά, λειτουργούσαν ως φορείς προβολής ιρανικής-σιιτικής ισχύος στα όρια και στο εσωτερικό του ισραηλινού κράτους, δημιουργώντας, παράλληλα, μια απόσταση ανάμεσα στο Τελ Αβίβ και την Τεχεράνη. Μόλις άρχισαν να αποδυναμώνονται ή να απομονώνονται, να φεύγουν από τη μέση, οι δρώντες (proxies) που παρεμβάλλονταν μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, η σύγκρουση μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης μετατράπηκε από έμμεση σε άμεση (Όπως η Χεζμπολά αποτελεί εντολοδόχο του Ιράν, με υπαρκτούς αλλά περιορισμένους βαθμούς αυτονομίας, έτσι και το Ισραήλ αποτελεί ένα ατίθασο μεν αλλά απολύτως εξαρτημένο από τις ΗΠΑ προστατευόμενο κράτος-πελάτη που λειτουργεί ως παράρτημα, εντολοδόχος και αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, παρόλο που επιδιώκει διευρυμένους βαθμούς αυτονομίας).

Υπό αυτή την οπτική, μια πιθανή κατάρρευση του καθεστώτος στο Κίεβο, δεν σημαίνει αυτονόητα, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς θα μπορούσε, δυνητικά, να οδηγήσει σε μια ανάλογη συνθήκη με αυτή της σύγκρουσης Ισραήλ και Ιράν όχι στη Δυτική Ασία αυτή τη φορά αλλά στην Ανατολική Ευρώπη: δηλαδή, στη μετατροπή του έμμεσου πολέμου μεταξύ κρατών του ΝΑΤΟ και της Ρωσσίας στο έδαφος της Ουκρανίας σε άμεσο πόλεμο.

Αν στις ΗΠΑ επιδιώκουν το κάψιμο της Ουκρανίας ως εντολοδόχου και πληρεξούσιου, ή εκτιμούν ότι η Ουκρανία, έχει ολοκληρώσει την αποστολή της ως υποτελές κράτος και ως διαμεσολαβητής (proxy) στη σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσσίας (η αποστολή είναι πάντοτε η θυσία του υποτελή και η καταστροφή του για τα συμφέροντα του κυρίαρχου), τότε, προκειμένου και να δημιουργηθεί μια εκ νέου απόσταση μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον, να αποφευχθεί μια πολεμική συγκρουσιακή αμεσότητα στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσσίας και να διατηρηθεί ανανεωμένη και ενισχυμένη η αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσσίας, οι ΗΠΑ μπορεί να οδηγηθούν στη στήριξη ενός μεγαλύτερου και ισχυρότερου από την Ουκρανία αντιπροσώπου: ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη του ΝΑΤΟ.


Η σκιά και οι φόβοι του Μέλλοντος στο Παρόν


14. Γιατί οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποδεσμευτούν από τον πόλεμο στην Ουκρανία; 

Αν κάποιος είναι επιφυλακτικός και δύσπιστος απέναντι στα κίνητρα και τις προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ ή στη δυνατότητα να γίνουν πράξη τα καλά λόγια και οι καλές προθέσεις από το αμερικανικό κράτος, μπορεί να ερμηνεύσει την προσπάθεια αποδέσμευσης της Ουάσιγκτον από τον πόλεμο στην Ουκρανία ως εξής. 

Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες γενικά και ο Ντόναλντ Τραμπ ειδικότερα επιδιώκουν να πετάξουν από πάνω του την ευθύνη, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία του πολέμου, σε περίπτωση μη τερματισμού του, δηλαδή αποτυχίας επίτευξης ειρήνης. Με διαφορετικά λόγια, οι Αμερικανοί επιδιώκουν τη μετακύλιση της ευθύνης και την παράδοση της διαχείρισης και της ιδιοκτησίας τόσο του πολέμου όσο και μιας πιθανής ήττας στον πόλεμο στους Ευρωπαίους.

Δεύτερον, η αποδέσμευση των ΗΠΑ από τον πόλεμο απαλλάσσει και απελευθερώνει την Ουάσιγκτον από ένα δυνητικό στρατηγικό δίλημμα (όπως έχω επισημάνει εδώ και έξι μήνες: Γέφυρα). Παρόλο που στις ΗΠΑ δεν φοβούνται πυρηνική κλιμάκωση και δεν πιστεύουν ότι η Ρωσσία θα μπορούσε να κάνει χρήση πυρηνικών, εξ ου και κλιμακώνουν άφοβα τον πόλεμο κατά καιρούς, στην έστω απίθανη κατά τους Αμερικανούς υποθετική περίπτωση που η Μόσχα πραγματοποιούσε τις απειλές της και οδηγούνταν σε πυρηνικό πλήγμα σε χώρα του ΝΑΤΟ (πιθανώς σε αμερικανική βάση), οι ΗΠΑ θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με το εξής δίλημμα: να απαντήσουν με πυρηνικά πλήγματα κατά της Ρωσσίας, διακινδυνεύοντας έτσι πυρηνικά αντίποινα κατά της δικής τους επικράτειας, στο ίδιο το αμερικανικό έδαφος, στις ΗΠΑ, ή να αφήσουν να φανερωθεί ότι το άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, της Συνθήκης της Ουάσιγκτον, αποτελεί κενό γράμμα, και ότι η ερμηνεία του είναι στην πραγματικότητα μύθος. Δηλαδή να φανερωθεί ότι δεν υπάρχει καμία αμερικανική πυρηνική «ομπρέλα» πάνω από τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους και να αναιρεθεί το θεμέλιο και το βασικό επιχείρημα της στρατηγικής εξάρτησης των κρατών της ΕΕ από την ΗΠΑ, εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει όχι απλώς στο τέλος της εξάρτησης αλλά και στη διάλυση του δυτικού μπλοκ.

Η Ουάσιγκτον, με το να αποδεσμευθεί η ίδια από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όχι μόνο απελευθερώνεται από το βάρος ενός τέτοιου διλήμματος, αλλά θεωρητικά η εχθρότητα και ο πόλεμος θα μπορούσαν να συνεχιστούν και να κλιμακωθούν επ' αόριστον, ρίχνοντας στη μάχη μετά από τους Ουκρανούς άλλους ανατολικοευρωπαίους, δίχως η ίδια να ανησυχεί ούτε για τις ίδιες τις ΗΠΑ ούτε για την τύχη του ΝΑΤΟ.

Τρίτον, όπως έχει επισημανθεί «οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν το δυναμικό, τα μεγέθη και τις δυνατότητες για μεγάλης κλίμακας πολέμους σε δύο μέτωπα, εναντίον της Ρωσσίας και της Κίνας· όχι απλώς ταυτόχρονα, αλλά ούτε καν σε χρονοδιαγράμματα που μερικώς θα επικαλύπτονται... λόγω της στρατιωτικής αδυναμίας που προαναφέρθηκε, η Ουάσινγκτον πρέπει να ιεραρχήσει και να προτεραιοποιήσει. Η Ρωσσία με την εισβολή στην Ουκρανία έθεσε τις ΗΠΑ προ του διλήμματος: πρώτα Ευρώπη και μετά Ασία ή πρώτα Ασία και μετά Ευρώπη;» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 104-105)

Επιπλέον «Η επίθεση υπό την ηγεσία της Χαμας στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023 και η πρόκληση των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα έχουν μετατρέψει το δίλημμα σε τρίλημμα: πρώτα Μέση Ανατολή και μετά Ευρώπη και Ασία ή πρώτα Ευρώπη και μετά Ασία και Μέση Ανατολή; Πριν από την 7η Οκτωβρίου 2023, οι Η.Π.Α. είχαν τρεις προτεραιότητες, σε Ανατολική Ευρώπη, Ανατολική Ασία και Μέση Ανατολή/Δυτική Ασία αντίστοιχα: την υποστήριξη της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσσίας, τον περιορισμό της επιρροής, την απομείωση της ισχύος και την ανάσχεση της Κίνας, και την εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας. Ο πόλεμος στη Γάζα έχει εκτροχιάσει λίγο ή πολύ και τους τρεις αυτούς στόχους... εάν οι Κινέζοι ήθελαν πραγματικά να κάνουν εισβολή στη Ταϊβάν  ακριβώς τώρα θα ήταν η καταλληλότερη στιγμή, που υπάρχουν ανοιχτά μέτωπα και στην Ανατολική Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Αλλά οι Κινέζοι δεν είναι στρατηγικά ανυπόμονοι και δεν χρειάζεται να πάνε τόσο μακριά, όχι μόνο γιατί αυτό που επιδιώκουν είναι η ειρήνη και όχι ο πόλεμος αλλά και επειδή μπορούν πολύ απλά να ρωτήσουν με αφορμή τον πόλεμο στη Γάζα: ποιο κράτος διαμεσολαβεί τις ισραηλινό-παλαιστινιακές σχέσεις και διαχειρίζεται την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση και ευρύτερα τα πράγματα στη Μέση Ανατολή από το τέλος του ψυχρού πολέμου και ύστερα; Ποιο είναι το αποτέλεσμα των τελευταίων 35 χρόνων; Χάος και πόλεμος» (Από την αμερικανική στην ισραηλινή αποτυχία αποτροπής και στην κρίση της αμερικανικής εξουσίας).

Νομίζω ότι το πλαίσιο όπως το έχω παρουσιάσει, μέσα από το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης και την Κοσμοϊδιογλωσσία, είναι ξεκάθαρο. Μένει να δούμε, σταθμίζοντας τη μετακύλιση ευθυνών και τη μοίρα των αντιπροσώπων, αν η ύφεση στο μέτωπο της Ουκρανίας από πλευράς Αμερικανών, θα οδηγήσει σε κλιμάκωση στα μέτωπα της Ανατολικής Ευρώπης εις βάρος της Ρωσσίας από πλευράς Ευρωπαίων ΝΑΤΟϊκών, της Μέσης Ανατολής εις βάρος του Ιράν από πλευράς Ισραηλινών και της Νότιας και Ανατολικής Σινικής Θάλασσας εις βάρος της Κίνας από πλευράς Αμερικανών

Πάντως, ακόμα και εάν υπήρχε μια εξομάλυνση των αμερικανο-ρωσσικών σχέσεων, μια επιτυχημένη επαναπροσέγγιση ή ακόμα και μια συνεννόηση μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, αυτό δεν θα σήμαινε αυτονόητα ότι έτσι εξασφαλίζεται η ειρήνη. Γιατί;

Με παρόμοιο τρόπο που δεν μπορούσε να υπάρξει ειρήνη στην Ευρώπη μετά τον Μεγάλο Πόλεμο χωρίς την ηττημένη αυτοκρατορική Γερμανία (η οποία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών το 1933), ή χωρίς τη Σοβιετική Ένωση (η οποία εντάχθηκε στην ΚτΕ μόλις το 1934 για να εκδιωχθεί το 1939), και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο χωρίς την ηττημένη μετασοβιετική Ρωσσία, με την ηγεμονική επιδίωξη των ΗΠΑ να μετατραπεί το ΝΑΤΟ σε μοναδικό πανευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στην Ευρώπη χωρίς κεντρικά κράτη της ΕΕ. Το αντίθετο θα είναι σφάλμα και θα οδηγήσει/συμβάλλει στον εξευρωπαϊσμό του πολέμου, ανεξάρτητα αν αυτή τη στιγμή δεν διαφαίνεται το πώς, ή, μεσοπρόθεσμα, σε νέο πόλεμο

15. Μπορούν να συνεχιστούν οι πολεμικές εντάσεις στην Ευρώπη ανεξάρτητα από τη στάση των ΗΠΑ;

Η πρώτη περίοδος του μεταψυχροπολεμικού κόσμου έχει τις ρίζες της στη βαθμιαία αποδυνάμωση και τελική κατάρρευση της ισχύος της Ρωσσίας, η οποία οδήγησε στην αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης στην Ανατολική Ευρώπη, άνοιξε τον δρόμο για την επανένωση της Γερμανίας και, σε συνδυασμό με την επίσημη λήξη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, είχε ως αποτέλεσμα την ανασύσταση της Κεντρικής Ευρώπης και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη – με τελικό αποτέλεσμα τη ριζική μεταβολή της δομής ισχύος σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. [...] Αυτή η πρώτη φάση διαμόρφωσης του μεταψυχροπολεμικού κόσμου ολοκληρώθηκε με την επέκταση του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) στην ανασυσταθείσα πλέον Κεντρική Ευρώπη το 1999.


Για όσο χρονικό διάστημα αυτή η ριζική μεταβολή και αλλαγή στη δομή ισχύος στην Ευρώπη είχε οδηγήσει στην εξάλειψη της απειλής της Ρωσσίας οι ευρωπαϊκές εξελίξεις συνοδεύονταν από ένα λανθάνον και υπόκωφο αλλά σαφές αντιγερμανικό αίσθημα, πρόσημο και χαρακτήρα, από μια λανθάνουσα αντιγερμανική στάση. Εξ ου και έχω επισημάνει ότι, μεταξύ άλλων, «αποτέλεσμα της αλλαγής αυτής, σε συστημικό επίπεδο, είναι το Brexit.» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 306).

Υπό αυτήν την έννοια, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ε.Ε. αποτελεί μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα της ενοποίησης της Γερμανίας και της σταδιακής μεταβολής της δομής ισχύος της Ευρώπης σε ηπειρωτική και γερμανοκεντρική, μέσω της υπεροχής της επανενωμένης Γερμανίας. (Σελ. 193).

Όμως όταν η αντίληψη και η πρόσληψη της Ρωσσίας ως απειλής επανήλθε στο προσκήνιο, είτε τοποθετήσει κανείς ως ορόσημο το έτος 2008, είτε το 2014, είτε το 2022, τα πράγματα άλλαξαν (Η αέναη αναβολή της ουσιαστικής πολιτικής αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από τα ευρωπαϊκά δρώμενα μπορεί να ενταχθεί σε αυτό το πλαίσιο).

Η οριστικοποίηση του τέλους της μεταψυχροπολεμικής αμερικανοκεντρικής αταξίας, δηλαδή η ολοκλήρωση της εποχής της επικυριαρχίας των ΗΠΑ, σφραγίζεται από την επαναβεβαίωση της ισχύος της Ρωσσίας. [...] Αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας είναι η επανάκαμψη και η επαναβεβαίωση της ρωσσικής ισχύος. Η εκτίμηση της Μόσχας ότι η Ουάσινγκτον δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πολεμήσει στην Ευρώπη εναντίον μιας πυρηνικής δύναμης έχει οδηγήσει τη Ρωσσία στις προσπάθειες επαναβεβαίωσης της ισχύος της, οι οποίες δεν πρέπει να αγνοηθούν. Η Μόσχα, πέρα από τη μερική αλλαγή των ισορροπιών που προέκυψαν μεταψυχροπολεμικά από τη ριζική μεταβολή της δομής ισχύος στο σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου, επιπλέον αποσκοπεί στην αντικατάσταση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη σε επίπεδο ασφάλειας, που βασίζεται στη μονομερή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και στην κεντρικότητα του ΝΑΤΟ, από μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ή τάξη ασφάλειας που θα εδράζεται σε δύο πυλώνες, με κέντρα την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα. Το Παρίσι, από την πλευρά του, παρά την αδυναμία του, προσπαθεί να προωθήσει μια κάποια ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, δηλαδή ένα είδος στρατηγικής απεξάρτησης κρατών της Ε.Ε. από τις ΗΠΑ, καθώς το τέλος του μεταψυχροπολεμικού κόσμου δεν είναι παρά η αρχή της μετα-αμερικανικής εποχής.


Η πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδος, λοιπόν, έχει τις ρίζες της στη βαθμιαία αποδυνάμωση και τελική κατάρρευση της ισχύος της Ρωσσίας, στην επανένωση της Γερμανίας και στη μονοπολική στιγμή ηγεμονίας των ΗΠΑ. Το τέλος της μεταψυχροπολεμικής περιόδου σφραγίζεται από την επαναβεβαίωση της ισχύος της Ρωσσίας, την επιστροφή της Γερμανίας ως ακρογωνιαίου λίθου της δομής ισχύος στην Ευρώπη και την υποχώρηση της μονοπολικής ηγεμονικής ισχύος των ΗΠΑ.

Με την εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία, το 2022, συνέβη μια τεκτονική αλλαγή στην ευρωπαϊκή ιστορία και ξεκίνησε μια νέα ψυχροπολεμική περίοδος. Η βασική διαφορά μεταξύ των κυβερνήσεων Μπάιντεν και Τραμπ δεν έγκειται στο εάν θα υπάρχει αυτή η νεοψυχροπολεμική, όπως λέγεται, περίοδος, αλλά στον χαρακτήρα της, δηλαδή στο εάν αυτός ο νέος ψυχρός πόλεμος θα είναι πρώτιστα διατλαντικός (Δύση εναντίον Ρωσσίας) ή ενδοευρωπαϊκός (Ευρώπη εναντίον Ρωσσίας).

Η συμβολή των ΗΠΑ στη διαμόρφωση αυτής της νεοψυχροπολεμικής συνθήκης δεν σχετίζεται τόσο με το θεμελιώδες συστημικό αίτιο όσο με την εξώθηση των πραγμάτων στα άκρα, με τη σπίθα που άναψε το φυτίλι, με το έναυσμα και την πυροκρότηση της πολεμικής έντασης, δηλαδή με την αμερικανική υποκειμενική επιδίωξη για επέκταση του ΝΑΤΟ. Και τούτο διότι, όπως φανερώνουν τα προηγούμενα, οι ιστορικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην Ευρώπη έχουν ως θεμέλιο τους την αντικειμενική εξέλιξη της μεταβολής της ευρωπαϊκής δομής ισχύος και οριοθετούνται από την κατάρρευση της ισχύος της Ρωσσίας και την επανένωση της Γερμανίας, από τη μια μεριά, και από τις προσπάθειες επαναβεβαίωσης της ισχύος της Ρωσσίας και τον φόβο της επανόδου της υπεροχής μιας επανενωμένης Γερμανίας, από την άλλη.

Σε αυτό το ευρωκεντρικό πλαίσιο, όχι απλώς το Brexit αλλά και η άνοδος του Τραμπ μπορούν να ερμηνευτούν ως φυγόκεντρες δυνάμεις και ως φαινόμενα που ετεροκαθορίζονται από τη μεταβολή της ευρωπαϊκής δομής ισχύος σε περισσότερο ηπειρωτική και γερμανοκεντρική κατεύθυνση, αλλά ακόμα και αν αγνοηθούν τα δύο προηγούμενα δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε το σαμποτάζ στους αγωγούς Nord Stream επί κυβερνήσεως Μπάιντεν και την παρακολούθηση της Μέρκελ επί κυβερνήσεως Ομπάμα, τον εξοπλισμό και τη στρατιωτικοποίηση της Πολωνίας, την προσεκτική και διαφοροποιημένη στάση των κρατών της πρώην Αυστροουγγρικής σφαίρας αλλά και την ιδιαίτερη στάση της Τουρκίας απέναντι στη Ρωσσία, την αέναη μη αποχώρηση της Αγγλίας από τα ευρωπαϊκά πράγματα, την ίδια την επαναβεβαίωση της ισχύος της Ρωσσίας του Πούτιν, την άνοδο της Γαλλίας της Λε Πεν και, τέλος, το πρόσφατο άνοιγμα της συζήτησης για την προστασία μέσω πυρηνικής αποτροπής ευρωπαϊκών συμμάχων από τον Μακρόν, μετά από το ιστορικό κάλεσμα του καγκελαρίου της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς. Με λίγα λόγια, σε ένα τέτοιο ευρωκεντρικό πλαίσιο, όλα τα προηγούμενα μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως μεσοπρόθεσμες αντιδράσεις απέναντι στη δυνητική επιστροφή του Γερμανικού Ζητήματος στην Ευρώπη ― παρόλο που κάτι τέτοιο μπορεί να φαντάζει αλλόκοτο αυτή τη στιγμή επειδή επικρατεί η αντίληψη της απειλής της Ρωσσίας και η Γερμανία δεν έχει ακόμη επανεξοπλιστεί (Με το τελευταίο δεν αναφέρομαι τόσο στα κίνητρα και τις προθέσεις του γερμανικού κράτους όσο στην πρόσληψη και την αντίληψη ευρωπαϊκών κρατών μιας διαφορετικής περισσότερο κυρίαρχης Γερμανίας).

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο η διαφορά μεταξύ της Γαλλίας του Μακρόν και της Λε Πεν είναι διαφορά διαχείρισης της γαλλογερμανικής σχέσης και της έναρξης της μετα-αμερικανικής/μονοπολικής ηγεμονικής εποχής στην Ευρώπη. Η δε συνεχής επιμονή του Μερτς να μιλάει πάντα για Γαλλία και Πολωνία, δηλαδή να είναι προσανατολισμένος στο Τρίγωνο της Βαϊμάρης, είναι ένα χαρακτηριστικό που τον διαφοροποιεί από τη Μέρκελ και τον Σολτς, που αγνοούσαν συστηματικά την Πολωνία και ήταν περισσότερο εστιασμένοι στον Γαλλό-Γερμανικό Άξονα, και φανερώνει πως υπάρχει συνείδηση μιας διαχείρισης του Γερμανικού Ζητήματος στο πλαίσιο μιας νέας Ευρώπης. Η κυβέρνηση Τραμπ με τη διαφοροποίηση της στάσης της στον πόλεμο στην Ουκρανία και την τάση αποστασιοποίησης ή απεμπλοκής της από τα ευρωπαϊκά πράγματα ουσιαστικά σήκωσε το πέπλο, με αποτέλεσμα να φανούν όσα κρύβονταν κάτω από αυτό, και άναψε μια ―ακόμα αμερικανική― σπίθα η οποία μένει να δούμε αν θα οδηγήσει σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή έκρηξη.

Και στις δύο περιπτώσεις οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής βάζουν τις φωτιές: τόσο στην περίπτωση της επέκτασης του ΝΑΤΟ και της υποδαύλισης του πολέμου στην Ουκρανία, όσο και  σε αυτήν της μονομερούς διαπραγμάτευσης με τη Ρωσσία και της απεμπλοκής από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η υποκειμενική επιδίωξη είναι αμερικανική: η διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωση το φυτίλι οδήγησε σε μια ρωσσική έκρηξη ενώ στη δεύτερη μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε μια ευρωπαϊκή έκρηξη. Ωστόσο σε καμία από τις δύο περιπτώσεις η αντικειμενική εξέλιξη δεν σχετίζεται με τις ΗΠΑ.

Ο μετασχηματισμός και η αναδόμηση που βρίσκονται σε εξέλιξη στο εσωτερικό της Δύσης, της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ αποτελούν το αποκορύφωμα των αποτελεσμάτων που έχει επιφέρει το ζήτημα της επιστροφής της Γερμανίας στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας μετα-αμερικανικής Ευρώπης, ενώ σε ό,τι αφορά το εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά το ζήτημα είναι ποια θα είναι η θέση της Γερμανίας και της Ρωσσίας σε αυτόν. Οι ΗΠΑ του Τραμπ φαινομενικά κινούνται προς εξομάλυνση με τη Μόσχα και προς μια δυνητική αμερικανο-ρωσσική συνεννόηση, οι ΗΠΑ του Μπαίντεν είχαν κινηθεί σε διπολισμό Δύσης εναντίον Ρωσσίας με παράλληλη γερή πρόσδεση και έλεγχο της Γερμανίας. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με την επιτάχυνση της εκδήλωσης κρίσεων στην Ευρώπη.

Αν ένα τέτοιο πλαίσιο ανάλυσης είναι ορθό, και η ένταση στο εσωτερικό της Ευρώπης δεν σχετίζεται πρωτογενώς και θεμελιωδώς με τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την αμερικανική υποκειμενική επιδίωξη για επέκταση του ΝΑΤΟ, που λειτούργησε ως καταλύτης εξώθησης των πραγμάτων στα άκρα, αλλά στην πραγματικότητα στη ρίζα και στα θεμέλια όσων συμβαίνουν βρίσκεται η αντικειμενική εξέλιξη των αλλαγών στους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ Ρωσσίας και Γερμανίας στο πλαίσιο της αρχικής διαμόρφωσης μιας μετα-αμερικανικής Ευρώπης και ενός αναμορφωμένου παγκόσμιου Βορρά, τότε οι εντάσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο θα μπορούσαν να συνεχιστούν ανεξάρτητα από τη στάση που θα τηρήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

16. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; I («δυτικιστές» ατλαντιστές Ευρωπαίοι)

Εάν ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) αποτελεί έναν θεσμικό, δεσμευτικό και νομιμοποιημένο τρόπο που κρατά «τους Αμερικανούς μέσα, τους Γερμανούς κάτω και τους Ρώσσους έξω», σύμφωνα με τα λόγια του λόρδου Hastings Lionel Ismay, που διετέλεσε πρώτος Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ από το 1952 μέχρι το 1957 (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 43), τότε μια σταδιακή απομάκρυνση ή δυνητική αποχώρηση των Αμερικανών από την Ευρώπη, σε συνδυασμό με την επιστροφή της Γερμανίας σε κεντρική θέση σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια και μια νίκη της Ρωσσίας στην Ανατολική Ευρώπη, δηλαδή μια συνθήκη που οδηγεί «τους Αμερικανούς έξω, τους Γερμανούς πάνω και τους Ρώσσους μέσα», θα σηματοδοτούσε είτε το τέλος του ΝΑΤΟ, καθώς αναιρείται ο λόγος ύπαρξής του, είτε, το λιγότερο, τον μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ από αμερικανοκεντρική σε γερμανοκεντρικη δομή ισχύος στην Ευρώπη. 

Επιπλέον, θα σηματοδοτούσε το τέλος της Δύσης ως διατλαντικής ευρωαμερικανικης στρατηγικής οντότητας και τον περιορισμό της στην ευρωπαϊκή ήπειρο (εξέλιξη που συμβαδίζει απόλυτα με μια συνθήκη που προσομοιάζει σε μια προαμερικανική ευρωπαϊκή περίοδο της Δύσης, όπως αυτή του Κριμαϊκού Πολέμου, εξ ου και η επιστροφή της Τουρκίας) που θα μπορούσε να καταλήξει, στο τέλος, σε υποχώρηση της Δύσης και επιστροφή της Ευρώπης μέσω, αρχικά, της Ρωσσίας, όπως ήδη συμβαίνει, και δυνητικά ―αυτός είναι ο φόβος― στη συνέχεια, της Γερμανίας.

Προκειμένου να γίνει απολύτως διαυγές και περισσότερο κατανοητό αυτό το σχήμα σκέψης θα πρέπει να ενταχθεί στο εξής πλαίσιο, που έχω παρουσιάσει στο βιβλίο:

 ...ο συνδυασμός της αποχώρησης της Ρωσσίας από τον Α΄ ΠΠ και της εισόδου των ΗΠΑ σε αυτόν (1917-1918) διαμόρφωσε το γεωπολιτικό θεμέλιο οικοδόμησης της Δύσης ως στρατηγικής οντότητας σε διατλαντική ευρωαμερικανική κλίμακα. Πριν από λίγες δεκαετίες είχε προηγηθεί το ευρωμεσογειακό-παρευξείνιο θεμέλιο με τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856)... 

Για όσο χρονικό διάστημα η Ρωσσία ήταν εντός του συστήματος υπήρχε «Ευρώπη» ανεξάρτητη από τη Βόρεια Αμερική. Από τον Α΄ ΠΠ και ύστερα, ειδικότερα από τη στιγμή που οι ΗΠΑ εισήλθαν στο ευρωπαϊκό σύστημα, αναπτύχθηκε σταδιακή εξάρτηση της ατλαντικής Ευρώπης από τη Βόρεια Αμερική λόγω της αδυναμίας εξισορρόπησης, πρώτον, της Κεντρικής Ευρώπης και υπερνίκησης της αυτοκρατορικής Γερμανίας στους παγκόσμιους πολέμους και, δεύτερον, της Ανατολικής Ευρώπης και της σοβιετικής Ρωσσίας στον Ψυχρό Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του Α΄ ΠΠ και του Β΄ ΠΠ (1914-1945) έχουμε την πρώτη ήττα της Ευρώπης από τη λεγόμενη Δύση, ενώ στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχουμε την οριστική επικράτηση της Δύσης επί της Ευρώπης (1947-1991): στην πρώτη περίπτωση είχαμε την ήττα της Κεντρικής και στη δεύτερη την ήττα της Ανατολικής Ευρώπης. Από γερμανοκεντρική σκοπιά, το τέλος της Ευρώπης ήρθε το 1945· από ρωσσοκεντρική το 1991. Η λεγόμενη Δύση, προκειμένου να έχει ευρωπαϊκή υπόσταση, προϋποθέτει την κατοχή ή τον έλεγχο της Γερμανίας και την απώθηση ή τον εξοβελισμό της Ρωσσίας από το σύστημα.  

Η επέκταση ή η διεύρυνση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί τον θεσμικό μηχανισμό μετατροπής και μετασχηματισμού ολόκληρης της Ευρώπης σε «Δύση», και προϋποθέτει την ήττα της Αυτοκρατορικής Γερμανίας στην Κεντρική Ευρώπη, αρχικά (1918 και 1945), και την ήττα της Σοβιετικής Ρωσσίας στην Ανατολική Ευρώπη, στη συνέχεια (1991). Αυτός ο μετασχηματισμός της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης σε «Δύση», μέσω της ενσωμάτωσης τους στους «Ευρω-Ατλαντικούς δυτικούς θεσμούς» (1990, 1999 και 2004 στο ΝΑΤΟ, 2004 και 2007 στην ΕΕ), σταμάτησε στον Δνείπερο (Ουκρανία) και στον Καύκασο (Γεωργία). 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση οικειοποιείται τον έννοια Ευρώπη ταυτίζοντάς την, σε ό,τι αφορά τις πρακτικές που εφαρμόζει και τις πολιτικές που ακολουθεί, με την έννοια «Δύση». Ουσιαστικά η Βουδαπέστη (Ουγγαρία), η Μπρατισλάβα (Σλοβακία) και το Βελιγράδι (Σερβία), και πιθανώς λίγο πιο ήπια, διπλωματικά και διακριτικά η Βιέννη (Αυστρία), είναι τα τελευταία προπύργια της άποψης ότι υπάρχει Ευρώπη που δεν είναι Δύση. Μέχρι πριν από την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, ίσως το ίδιο θα μπορούσαν να ισχυριστούν η Στοκχόλμη (Σουηδία) και το Ελσίνκι (Φινλανδία). 

Η Μόσχα πλέον δεν δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αναδείξει αυτή την επιδιωκόμενη ταύτιση της Ευρώπης με τη Δύση. Ίσως να έχει πάρει απόφαση ότι η Ευρώπη έχει τελειώσει, δηλαδή ότι έχει μετατραπεί πλήρως σε Δύση, εξ ου και μετά την επαφή των ΗΠΑ του Τραμπ με τη Ρωσσία του Πούτιν, αυξάνεται η πιθανότητα να μετακινηθούμε από το δίπολο Δύσης-Ρωσσίας στο παλαιό δίπολο της Ευρώπης (ως Δύσης) εναντίον της Ρωσσίας. 

Από την άλλη πλευρά, οι «δυτικιστές» ατλαντιστές Ευρωπαίοι φοβούνται ότι η στάση της Ουάσινγκτον σε συνδυασμό με μια νίκη της Μόσχας στην Ουκρανία μπορεί να οδηγήσει στην αντιστροφή του μετασχηματισμού της Ευρώπης σε «Δύση». Συν τοις άλλοις, εφόσον, τελικά, δεν έγινε κατορθωτό η Ρωσσία  να γίνει «Δύση», ο φόβος είναι ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έρθουν σε συνεννόηση με τη Ρωσσική Ομοσπονδία μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να ενισχύσει τάσεις μετασχηματισμού της Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Επιπλέον, οι ίδιες οι ΗΠΑ βρίσκονται σε φάση μετασχηματισμού και δείχνουν σημάδια ότι πλέον κινούνται προς μια μεταφιλελεύθερη και «μεταδυτική» κατεύθυνση, ενώ δίχως τη Ρωσσία ως εχθρό δεν υπάρχει «Δύση» ως στρατηγική οντότητα. 

17. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; II (Γάλλοι και Άγγλοι)

Μια συνεννόηση μεταξύ Αμερικανών, Γερμανών και Ρώσσων είναι υπαρξιακός κίνδυνος για τους Άγγλους και τους Γάλλους.

Ναι μεν, λοιπόν, ο πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη δεν απειλεί άμεσα τη Δυτική Ευρώπη, όμως μπορεί να επηρεάσει τη σχέση της με την Κεντρική Ευρώπη. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι μπορεί να αναγκάζονταν να βρεθούν στην Ουκρανία όχι απλώς για να λειτουργήσουν αποτρεπτικά ως προς τη Ρωσσία αλλά επιπλέον και για να δράσουν προληπτικά σε ό,τι αφορά μια πιθανή μελλοντική Γερμανία.

Πιο αναλυτικά, ναι μεν, η Ρωσσία αυτή καθαυτή δεν αποτελεί άμεσα κάποιο είδος υπαρξιακής απειλής για τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Όντως αυτό δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, συμβαίνει το αντίθετο: η παρουσία του ΝΑΤΟ ειδικά στην Ουκρανία, είτε πρόκειται για μια άμεση συμμετοχή του κράτους του Κιέβου σε αυτό, είτε για μια έμμεση συμμετοχή του, αποτελεί υπαρξιακό ζήτημα για τη Μόσχα, εξ ου και αποφάσισε την εισβολή (Τονίζω το ειδικά στην Ουκρανία διότι «Η έμμεση σύγκρουση ΝΑΤΟ-Ρωσσίας δεν λαμβάνει χώρα επειδή η Μόσχα φοβάται την απόσταση από το Τάλλιν ή τη Ρίγα, αλλά λόγω του κλεισίματος του Ευξείνου». Η Ρωσσία φοβάται «την πιθανότητα το εν δυνάμει διακηρυγμένο ον «Εύξεινος ως ΝΑΤΟϊκή λίμνη» (2008, 2014) να καταστεί εν ενεργεία». Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 66-67. Επίσης οι βαλτικές χώρες δεν έχουν εδαφικό βάθος στην Ευρώπη, ενώ η Ουκρανία και η Λευκορωσία έχουν). Τα αποτελέσματα αυτής της έμμεσης συμμετοχής της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, που προετοιμαζόταν από το 2014 μέχρι το 2022, με τη διαμόρφωση ενός οπλισμένου και εκπαιδευμένου στην πράξη και την ουσία αλλά άτυπου και ανεπίσημου ΝΑΤΟϊκού στρατού, που προϋπέθετε το πραξικόπημα στην Ουκρανία προκειμένου να έχει στο στόχαστρό του τη Ρωσσία, τα βλέπουμε τα τελευταία τριάμισι χρόνια. Και ακριβώς λόγω αυτών των αποτελεσμάτων δεν είναι λίγοι όσοι εντός Ρωσσίας ισχυρίζονται ότι η Μόσχα άργησε. 

Ωστόσο, μια νίκη των Ρώσσων στην Ανατολική Ευρώπη μπορεί να επηρεάσει τη σχέση της Δυτικής με την Κεντρική Ευρώπη, δηλαδή τη σχέση των Άγγλων και των Γάλλων με τους Γερμανούς. Μια τέτοια μεταβολή έχει αρχίσει ήδη να γίνεται φανερή σε μικρά κράτη της Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία, και για ορισμένους στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όσα συμβαίνουν στη Βουδαπέστη και τη Μπρατισλάβα μπορεί να αποτελούν προμήνυμα για όσα, δυνητικά, μπορούν να συμβούν μελλοντικά στο Βερολίνο.

Ο πραγματικός φόβος και η υπαρξιακή απειλή για την «Ευρώπη», δηλαδή για την ειρήνη στη Δυτική Ευρώπη, δεν είναι η Ρωσσία αυτή καθαυτή αλλά η πιθανότητα το εν δυνάμει ον «Η Ρωσσία ως νικήτρια του πολέμου στην Ουκρανία» να καταστεί εν ενεργεία, διότι μια τέτοια εξέλιξη, δηλαδή μια ρωσσική νίκη στον πόλεμο, θα μπορούσε, πρώτον, να αυξήσει τις πιθανότητες οι Άγγλοι και οι Γάλλοι να χάσουν τους Αμερικανούς μεσοπρόθεσμα ή ακόμα και τους Γερμανούς μακροπρόθεσμα (ήδη όσο περισσότερο οι Ρώσσοι πλησιάζουν σε μια νίκη τόσο περισσότερο οι Άγγλοι και οι Γάλλοι χάνουν τους Αμερικανούς), δεύτερον, να σηματοδοτήσει είτε το τέλος του ΝΑΤΟ, είτε τη μετατροπή του από αμερικανοκεντρική σε γερμανοκεντρική δομή ισχύος στην Ευρώπη, και, τέλος, τρίτον, να αποτελέσει καταλύτη για την αντιστροφή της διαδικασίας μετασχηματισμού της Ευρώπης σε «Δύση» και την αρχή του τέλους της «δυτικής» ηγεμονίας στην Ευρώπη.

18. Ο μόνος τρόπος να λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία οριστικά, ανεξάρτητα από τα κίνητρα και τις προθέσεις συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων, δηλαδή να επιτευχθεί ειρήνη που δεν θα μπορεί να ανατραπεί, είναι η Ρωσσία και η Γερμανία να έρθουν σε συνεννόηση, και σε αυτή τη συνεννόηση να μην είναι αντίθετες, ή να μην την υπονομεύουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μόνο σε μια τέτοια συνθήκη ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει ένα οριστικό τέλος. Οποιαδήποτε άλλη «λύση» θα είναι προσωρινή.

Ωστόσο, πέρα από το ότι μια μια τέτοια συνεννόηση, όπως επισημάναμε νωρίτερα, αποτελεί κίνδυνο-θάνατο για Άγγλους και Γάλλους, ανέκαθεν ο ρόλος των ατλαντικών αγγλοαμερικανικων δυνάμεων ήταν να στρέφουν τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Ρωσσία τη μία ή και τις δύο εναντίον της τρίτης, εκμηδενίζοντας τις πιθανότητες είτε ηγεμονίας μιας εξ αυτών είτε συμβασιλείας δύο εκ των τριών στην Ευρώπη (Ο γαλλογερμανικός άξονας ποτέ δεν θα είχε γίνει επιτρεπτός δίχως μια ηττημένη Γερμανία, μια εξίσου ηττημένη στρατιωτικά και αποδυναμωμένη πολιτικά Γαλλία ―παρόλο που βρέθηκε στην πλευρά των νικητών, κυρίως χάρη στους μεταπολεμικούς υπολογισμούς των Άγγλων―, και μια νικηφόρα και ηγεμονική Αμερική). Αυτόν τον ρόλο των «ατλαντικών αγγλοσαξονικών ναυτικών δυνάμεων» τον γνώριζαν πολύ καλά όλοι στην Ευρώπη, από τον Ναπολέοντα και τον Μπισμαρκ μέχρι τον Στάλιν, και από τον Ντε Γκωλ και τον Χέλμουτ Κολ μέχρι τον Γεβγκενι Πριμακόφ ―το δόγμα του οποίου, ελαφρώς αναπροσαρμοσμένο, ακολουθεί μέχρι και σήμερα ο Βλαντίμιρ Πούτιν―, παρόλο που ποτέ δεν κατάφεραν να τον αναιρεσουν ή να τον αντιμετωπίσουν. Το αντίθετο, μάλιστα, ιστορικά τον επιβεβαίωναν: ο Τολστόι είχε παρατηρήσει την αντίφαση να σκοτώνονται εκατομμύρια άνθρωποι στη Ρωσσία, από τη Γαλλία του Ναπολέοντα, για την ταπείνωση της Αγγλίας.

Στο τέλος, η ειρήνη στην Ανατολική Ευρώπη μπορεί να επιτευχθεί μόνο με συνεννόηση μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσσίας, ενώ η ειρήνη στη Δυτική Ευρώπη μόνο με συνεννόηση μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η διασάλευση της συνεννόησης μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας είναι αυτό που φοβούνται οι Γάλλοι και οι Άγγλοι. Ο φόβος είναι ότι ένας νικηφόρος πόλεμος της Ρωσσίας στην Ανατολική Ευρώπη, σε συνδυασμό με μια πιθανή αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από την Ευρώπη, δηλαδή το τέλος της διατλαντικής ευρωαμερικανικής Δύσης ως στρατηγικής οντότητας, μπορεί να οδηγήσει στο τέλος της γαλλογερμανικής συνεννόησης και στη διασάλευση της ειρήνης στη Δυτική Ευρώπη. 

Ο φόβος για μια μελλοντική Γερμανία μπορεί είναι διφυής: είτε απλώς ρεαλιστικός, για μια Γερμανία όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, σε γενικές γραμμές, αλλά στο πλαίσιο μιας ολοένα μεγαλύτερης γερμανοκεντρικής ΝΑΤΟϊκής δομής ισχύος στην Ευρώπη, είτε βαθύτερος, για μια δυνητική «μεταδυτική» και μεταφιλελεύθερη Γερμανία (ή το λιγότερο παρόμοια ή ανάλογη των ΗΠΑ του Τραμπ). Σε ό,τι αφορά την τελευταία περίπτωση, η αποδυνάμωση της «δυτικής» ηγεμονίας στην Ευρώπη δεν θα αποτελούσε απλώς μια εξέλιξη που θα επηρέαζε τη φύση και το καθεστώς της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής τάξης, γενικά, αλλά θα μπορούσε να επηρεάσει, επιπλέον, τη φύση και το καθεστώς της ίδια της Γερμανίας, ειδικότερα. 

19. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; III (Γάλλοι και Γερμανοί)

Από την άλλη πλευρά αυτό που φοβούνται οι Γάλλοι και οι Γερμανοί είναι η ιστορική επανάληψη των αποτυχημένων επιδιώξεων εγκαθίδρυσης πανευρωπαϊκής ηγεμονίας, δηλαδή των ηττών των δυνάμεων του Ρήνου στην προσπάθειά τους να επιβληθούν ηγεμονικά επί του συνόλου της Ευρώπης.

Επανενωμένη Ευρώπη. Έτος 2025. Ογδόντα χρόνια ή περίπου τρεις γενιές μετά από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ήττα της Γερμανίας και τη διχοτόμηση της Ευρώπης. Δεν θα πρέπει να λησμονείται αυτό που έχω σημειώσει στο βιβλίο, δηλαδή ότι:

από τον Ναπολέοντα μέχρι τον Χίτλερ, το μοτίβο παραμένει το ίδιο: η κυρίαρχη ηπειρωτική ευρωπαϊκή δύναμη (Γαλλία, Γερμανία) ηττάται από μια συμμαχία της οποίας οι δύο συνεργαζόμενες δυνάμεις αναφωνούν: «Ο τρόπος να συντρίψουμε τους ηπειρωτικοευρωπαίους είναι να τους λιώσουμε ανάμεσα στις μυλόπετρες του Ατλαντικού και της Ευρασίας». Έτσι έχουμε μια ατλαντική δύναμη (Αγγλία, ΗΠΑ) να συνεργάζεται στο τέλος με τη συγκεκριμένη δύναμη που δεσπόζει στην Ευρασία, τη Ρωσσία. Πιο συγκεκριμένα, την αυτοκρατορική Ρωσσία τον 19ο αιώνα και τη σοβιετική Ρωσσία τον 20ό αιώνα. Τον 19ο αιώνα η Αγγλία επικράτησε επί της Γαλλίας με τη βοήθεια της αυτοκρατορικής Ρωσσίας, ενώ τον 20ό αιώνα οι ΗΠΑ επικράτησαν επί της Γερμανίας με τη βοήθεια της σοβιετικής Ρωσσίας. Ο 19ος υπήρξε ο αιώνας της Αγγλίας, μέσω μιας ευρωκεντρικής ματιάς, ενώ ο 20ός ο αιώνας των ΗΠΑ.

Αυτός είναι ο βασικότερος εξωγενής ή εξωευρωπαϊκός παράγοντας διαμόρφωσης του γαλλογερμανικού άξονα, ασχέτως αν θα παραδέχονταν ποτέ κάτι τέτοιο μια «δυτική» και φιλελεύθερη Γαλλία και Γερμανία. Ο κυριότερος ενδογενής ή ενδοευρωπαϊκός παράγοντας είναι το τέλος των μεταξύ τους πολέμων αλλά και της επιδίωξης επιβολής πανευρωπαϊκής ηγεμονίας μεμονωμένα είτε της Γαλλίας είτε της Γερμανίας επί ολόκληρης της Ευρώπης. Επίσης, αυτός είναι ο λόγος που οι Γάλλοι και οι Γερμανοί θέλουν τους Άγγλους και τους Πολωνούς να βρίσκονται πιο κοντά στο Παρίσι και στο Βερολίνο, στους ίδιους, παρά στην Ουάσιγκτον, στους Αμερικανούς. Τέλος, αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν θέλουν οι ίδιοι, οι Γάλλο και οι Γερμανοί, να χάσουν τους Αμερικανούς, πόσο μάλλον οι τελευταίοι, δηλαδή οι Αμερικανοί, να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με τους Ρώσσους ― ανεξάρτητα από το αν οι ΗΠΑ επιδιώξουν κάτι τέτοιο έχοντας στραμμένο το βλέμμα τους στην Ασία και όχι στην Ευρώπη.

20. Το επιχείρημα ότι η Ρωσσία είναι αδύναμη άρα η «Ευρώπη» δεν έχει να φοβάται τίποτα είναι εσφαλμένο διότι εστιάζει αποκλειστικά και μόνο στη Ρωσσική Ομοσπονδία, βγάζει εντελώς από το κάδρο τη Γερμανία, θεωρεί αυτονόητη τη συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών, υποβαθμίζει τους φόβους της Αγγλίας και της Γαλλίας (σχετικά με το μέλλον της Γερμανίας και τις μελλοντικές γερμανορωσσικές σχέσεις), και της Γαλλίας και της Γερμανίας (σχετικά με τις μελλοντικές αμερικανο-ρωσσικές σχέσεις: που βρίσκονται στη ρίζα, πρώτον, της ήττας της τελευταίας προσπάθειας πανευρωπαϊκής ηγεμονίας, δεύτερον, της ιδεολογικής, οικονομικής και πολιτικής διχοτόμησης της ηττημένης Ευρώπης ψυχροπολεμικά, και του ξεσπάσματος του πρώτου ηπειρωτικού ευρωπαϊκού πολέμου μεταπολεμικά, από το τέλος του Β΄ ΠΠ), υποτιμά τα επακόλουθα και τα συμπτώματα της σταδιακής αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και, τέλος, προϋποθέτει την ενότητα της Δύσης ως διατλαντικής ευρωαμερικανικής στρατηγικής οντότητας εις τον αιώνα τον άπαντα. 

Με διαφορετικά λόγια, το συγκεκριμένο επιχείρημα, εστιάζει αποκλειστικά στη Ρωσσία αυτή καθαυτή και στις δυνατότητες της, από τις οποίες υποτίθεται ότι προκύπτει αν είναι απειλή ή όχι, και άρα αν πρέπει να θεωρείται εχθρός, υποτιμώντας τη λειτουργία και τον ρόλο που επιτελεί η Ρωσσία ως εχθρός, ανεξάρτητα από τις δυνατότητές της, για κράτη όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ (και τις μεταξύ τους σχέσεις), για την παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη, για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία (τη συνοχή, την ενότητα και τον λόγο ύπαρξης του ΝΑΤΟ) και ευρύτερα για τη Δύση ως στρατηγική οντότητα. 


Δημήτρης Β. Πεπόνης


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~


Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 1 | 9 | 2025 μ.Χ. | 1447 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)