I
Τρεις, και μόνον τρεις, είναι οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν τους Αμερικανούς να συναντήσουν την ιστορική τους Νέμεση.
Ο πρώτος, βασικότερος και αμεσότερος, είναι ο ίδιος τους ο εαυτός: αν εξαιτίας της δικής τους Ύβρεως οι Αμερικανοί, ως δήμος, κοινωνία και έθνος, και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ως κράτος, δεν ακούσουν την
ηχώ που αντηχεί από τα βάθη των αιώνων και συνεχίσουν να συμπεριφέρονται σαν αλαζόνες, αμετανόητοι και υπερόπτες
«Αθηναίοι 2500 χρόνια μετά από τους Αθηναίους» (III-V). Ο δεύτερος είναι οι αντίπαλοί τους. O τρίτος, με τον οποίον θα ασχοληθώ στο παρόν κείμενο, είναι οι σύμμαχοί τους.
Οι σύμμαχοι μπορούν να οδηγήσουν τις ΗΠΑ στην ιστορική τους Νέμεση με δύο τρόπους: είτε επειδή, λόγω της αδυναμίας τους, θα προσπαθήσουν να εμπλέξουν τις ΗΠΑ σε πόλεμο για λογαριασμό τους, μεσοπρόθεσμα, είτε επειδή, λόγω της αυθαιρεσίας, των εκβιασμών ή της αναξιοπιστίας των ΗΠΑ, θα ξεσηκωθούν εναντίον τους ή θα επιχειρήσουν να αποστατήσουν από τη συμμαχία, μακροπρόθεσμα.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη περίπτωση, της αδυναμίας των συμμάχων, η οποία υπό τις τρέχουσες συνθήκες και τις παρούσες ηγεσίες είναι και η πιο πιθανή, οι Ευρωπαίοι θα επιδιώξουν να κάνουν με τη Ρωσσία ό,τι επιδίωξε, αποτυχημένα μέχρι στιγμής, να κάνει το Ισραήλ με το Ιράν: οι Ευρωπαίοι, και για να μιλάμε συγκεκριμένα, οι Πολωνοί, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί, θα επιδιώξουν να εμπλέξουν τις ΗΠΑ σε πόλεμο με τη Ρωσσία.
Αυτό, εφόσον συμβεί, θα συμβεί επειδή κανένα από τα συμμαχικά κράτη, όπως η Πολωνία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία, σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, και το Ισραήλ, σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή, δεν μπορούν από μονά τους, αποκλειστικά με τις δικές τους δυνάμεις, να φέρουν εις πέρας, δηλαδή να τελειώσουν, έναν πόλεμο με τη Ρωσσία και το Ιράν αντίστοιχα. Μπορούν να αρχίσουν έναν πόλεμο αλλά δεν μπορούν να τον τελειώσουν.
Ακόμα και οι ίδιες οι ΗΠΑ αδυνατούν, όπως είδαμε και με το πρόσφατο ξέσπασμα του Ντόναλντ Τραμπ έναντι του Βλαντίμιρ Πούτιν, να δώσουν ένα τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ φαίνεται να είναι πιο κοντά σε αυτόν τον στόχο σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Παλαιστίνη ― Εδώ θα πρέπει οι Ισραηλινοί να προσέξουν τη δική τους Ύβρη (II). Όμως και τούτο, πάλι, συμβαίνει όχι αποκλειστικά λόγω των ΗΠΑ, αλλά κυρίως λόγω της στάσης των συμμαχικών αραβικών κρατών. Ωστόσο, αυτό ισχύει μόνο σε ό,τι αφορά την Παλαιστίνη, όχι το Ιράν. Δηλαδή, ναι μεν οι Άραβες μπορούν, μέσω της στάσης τους, δηλαδή της ανοχής τους, να συμβάλλουν σε ένα τέλος στον πόλεμο στην Παλαιστίνη αλλά δεν μπορούν να βάλουν ένα τέλος σε περίπτωση πολέμου με το Ιράν. Με άλλα λόγια, σε ό,τι αφορά έναν ενδεχόμενο πόλεμο με το Ιράν οι Άραβες βρίσκονται σε ανάλογη θέση αδυναμίας με τους Ευρωπαίους σε ό,τι αφορά έναν πόλεμο με τη Ρωσσία.
Άλλωστε, μέχρι και πριν από την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, με τη διαμεσολάβηση της Κίνας, ο στόχος της Σαουδικής Αραβίας ήταν κοινός με αυτόν του Ισραήλ: να εμπλέξει τις ΗΠΑ σε έναν πόλεμο με το Ιράν. Βρετανοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Πολωνοί, Ουκρανοί, Ισραηλινοί, Άραβες, Ταϊβάνεζοι και Έλληνες, όλοι θα ήθελαν να εμπλέξουν τις ΗΠΑ σε πόλεμο προκειμένου οι Αμερικανοί να πολεμήσουν για λογαριασμό τους (όπως έκαναν οι Κερκυραίοι, πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, και οι Εγεσταίοι, πριν από την Εκστρατεία στη Σικελία, με τους Αθηναίους).
Προσοχή! Εδώ δεν μιλάμε για τις κακόμοιρες Ηνωμένες Πολιτείες και τους κακόμοιρους Αμερικανούς που πέφτουν θύματα των δόλιων συμμάχων τους (κάτι τέτοια λέει ο Τραμπ) παρά εξετάζουμε πώς είναι λογικά δυνατόν οι σύμμαχοι να αποτελέσουν παράγοντα που θα οδηγήσει τις ΗΠΑ και τους Αμερικανούς στη Νέμεσή τους.
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη περίπτωση, του ξεσηκωμού των συμμάχων εναντίον του ηγεμόνα ή της αποστασίας από τη συμμαχία, οι προϋποθέσεις είναι περισσότερες, πιο σύνθετες και ακόμη είναι νωρίς προκειμένου να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα περιεχόμενα και σε συγκεκριμένους τρόπους. Πάντως, η συμπεριφορά των ΗΠΑ απέναντι στους συμμάχους τους κινείται προς μια τέτοια κατεύθυνση: οι ΗΠΑ θα ζητούν ολοένα περισσότερα και θα εκβιάζουν ολοένα εντονότερα. Αυτό που είναι διαφορετικό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι είναι οι ίδιες οι ΗΠΑ που υποτίθεται ότι απειλούν τους συμμάχους τους, τουλάχιστον ρητορικά, με αποχώρηση από τη συμμαχία.
Όμως μην αποκλείετε την περίπτωση του ξεσηκωμού ή της αποστασίας των συμμάχων, ιδίως αν βλέπετε να προωθείται η αντίληψη ότι η διατλαντική κοινότητα, που ακούει στο όνομα «Δύση», και η Βορειοατλαντική Συμμαχία, θα υπάρχουν εις τον αιώνα τον άπαντα, διότι, πρώτον, συμμαχίες, αξίες και συμφέροντα που δεν αλλάζουν και παραμένουν σταθερά και αμετάβλητα στο πέρασμα του χρόνου δεν υπάρχουν (και αυτό δεν αλλάζει όσο υποτακτικός κι αν είσαι, επικαλούμενος χυδαία τον daddy σου, επιχειρώντας ουσιαστικά κατευνασμό), δεύτερον, δεν υπάρχει περίπτωση να υποτάσσεται ες αεί το συμφέρον των ΝΑΤΟϊκών συμμαχικών κρατών στο υπερεθνικό αυτοκρατορικό συμφέρον της «Δύσης» και τα δύο τελευταία, με τη σειρά τους,
να μην έρθουν σε ένταση αν όχι σε σύγκρουση και σε ρήξη με το αμερικανικό εθνικό συμφέρον, και, τέλος, τρίτον, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αδυνατούν να κατανικήσουν τους αντιπάλους τους θα επιδιώξουν να υποδουλώσουν τους συμμάχους τους στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (όπως έκαναν οι Αθηναίοι με τους δικούς τους συμμάχους στο πλαίσιο της Δηλιακής Συμμαχίας): τα πρώτα στάδια αυτής της διαδικασίας τα βλέπουμε ήδη: Καναδάς, Γροιλανδία, αλλά και Γερμανία, η οποία μετά από το σαμποτάζ στους αγωγούς Nord Stream μεταβλήθηκε σε κράτος υπό πολιορκία (
Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 49, 90-91).
Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, είτε λόγω της αδυναμίας τους είτε λόγω του ξεσηκωμού ή της αποστασίας τους, οι σύμμαχοι θα είναι αυτοί που θα οδηγήσουν τις ΗΠΑ και τους Αμερικανούς στην ιστορική τους Νέμεση.
Πριν από την 7η Οκτωβρίου 2023, ημερομηνία που σηματοδότησε την κατάρρευση της ισραηλινής αποτρεπτικής ικανότητας, μέσω της ισραηλινής αποτυχίας αποτροπής της παλαιστινιακής επίθεσης υπό την ηγεσία της Χαμάς, η οποία ήρθε σε συνέχεια της αμερικανικής αποτυχίας αποτροπής της εισβολής της Ρωσσίας και της έναρξης του διακρατικού πολέμου στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, και της άτακτης αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και της πτώσης της Καμπούλ στους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου 2021 (
Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ.75-78, 88, 174-177, 182-187), η εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τη Σαουδική Αραβία, και η αναγνώριση του κράτους του Τελ Αβίβ από το κράτος του Ριάντ, βρισκόταν προς των πυλών. Ο πόλεμος στη Γάζα έχει εκτροχιάσει την προσπάθεια εξομάλυνσης και καθιέρωσης επίσημων διπλωματικών σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας.
Την ισραηλινή αποτυχία αποτροπής της παλαιστινιακής επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου 2023 και την εισβολή του ισραηλινού στρατού στη Γάζα, ακολούθησε η πρώτη άμεση επίθεση του Ιράν στο έδαφος του Ισραήλ στις 13 Απριλίου 2024, η οποία έσπασε ένα ταμπού μισού αιώνα (1973) ή μιας γενιάς (1991), διαμορφώνοντας μια νέα συνθήκη που κορυφώθηκε με το ξέσπασμα της δωδεκαήμερης σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν στις 13 Ιουνίου 2025.
Σε ό,τι αφορά το Ιράν, το Ισραήλ εξαπέλυσε μια επιχείρηση στο πλαίσιο ενός προληπτικού πολέμου (preemptive war), αν και μάλλον αυτό που συνέβη δεν θα το χαρακτήριζα ως πόλεμο, ενώ, σε ό,τι αφορά τη Γάζα, το Ισραήλ διεξάγει έναν πόλεμο εξόντωσης/εξολόθρευσης (war of annihilation/extermination). H διαφορά στο είδος του πολέμου φανερώνει τη διαφορά στο είδος των δυνατοτήτων του εχθρού, στο είδος της απειλής, και στο είδος της θεμελιώδους επιδιωκόμενης αλλαγής στο πλαίσιο πολιτικής. Ποια είναι αυτή η επιδιωκόμενη αλλαγή στο πλαίσιο πολιτικής και πώς εντάσσεται στη μεγάλη στρατηγική εικόνα;
Στην περίπτωση της λωρίδας της Γάζας επιδιώκεται ο βίαιος και άμεσος εκτοπισμός των Παλαιστινίων, βραχυ-μεσοπρόθεσμα, που έχει ως απώτερο στόχο τον πλήρη πολιτικό, γεωγραφικό και δημογραφικό διαχωρισμό Ισραηλινών-Παλαιστινίων, όχι μόνο στη Γάζα αλλά και στη Δυτική Όχθη, μεσομακροπρόθεσμα, στο πλαίσιο μιας συνολικής αραβοεβραϊκής σημιτικής ιουδαιοϊσλαμικής Αβρααμικής περιφερειακής συμφωνίας, που θα επισφραγιστεί από μια Αβρααμική συμμαχία, από τη δημιουργία ενός «Αβρααμιστάν», και θα έχει ως τελικούς στόχους, πρώτον, τη μεταπολεμική «αναδιαπαιδαγώγηση», ιδεολογική αναμόρφωση και ενσωμάτωση των Παλαιστινίων, δεύτερον, τον ορισμό των μόνιμων συνόρων του Ισραήλ (τα πλήρως οριοθετημένα και διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα αποτελούν προϋπόθεση ορισμού και ύπαρξης ενός κράτους: υπό αυτή την έννοια το Ισραήλ, μέχρι την πλήρη οριοθέτηση των συνόρων του, δεν τηρεί όλες τις προϋποθέσεις ενός κράτους) και, τρίτον, την αποτροπή κάθε μορφής ιρανικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το Ισραήλ (σε αυτό πλαίσιο εντάσσεται και η «Νέα Συρία»). Το τελευταίο μας φέρνει στην περίπτωση του Ιράν, όπου επιδιώκεται η αποτροπή της ανάδυσης ενός περιφερειακού ανταγωνιστή ή δυνητικού ηγεμόνα, η πλήρης περιφερειακή του απομόνωση αλλά και η
διατήρηση του πυρηνικού μονοπωλίου του Ισραήλ. Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο σε αυτή της Παλαιστίνης όσο και σε αυτή του Ιράν, το Ισραήλ αντιμετωπίζει το δίλημμα «τώρα ή αργότερα» και πιέζεται ως προς τον χρονικό ορίζοντα (περισσότερα παρακάτω), ενώ, όπως είδαμε και προηγουμένως (I), το κλειδί για ένα στρατηγικό και οριστικό τέλος της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης δεν το κρατούν στα χέρια τους τόσο οι Αμερικανοί ή οι Ισραηλινοί όσο οι Άραβες, δηλαδή τα συμμαχικά προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ αραβικά κράτη.
Το προηγούμενο πλαίσιο φαντάζει, σε γενικές γραμμές, ευνοϊκό και αισιόδοξο για το Ισραήλ. Εντούτοις, όπως προείπαμε, ο πόλεμος στη Γάζα έχει εκτροχιάσει την προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, την ίδια στιγμή που έχει επιτευχθεί εξομάλυνση στις σχέσεις Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, με τη διαμεσολάβηση της Κίνας. Επίσης, η δωδεκαήμερη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, που ξεκίνησε στις 13 Ιουνίου 2025, φανέρωσε τα όρια της ισραηλινής ασφάλειας, άμυνας και ισχύος και οδήγησε αν όχι σε απομυθοποίηση το λιγότερο σε τραυματισμό του κύρους και του μύθου της στρατιωτικής ισραηλινής ισχύος. Επιπροσθέτως, η ισραηλινοϊρανική σύγκρουση, σε συνδυασμό με το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, είναι σχεδόν αδύνατον να μην οδηγήσει όχι απλώς στο άνοιγμα του ζητήματος του πυρηνικού οπλοστασίου αλλά και στην
αμφισβήτηση του πυρηνικού μονοπωλίου του Ισραήλ σε μια
τεράστια σε έκταση και πληθυσμό περιοχή.
Το γεγονός ότι η λεγόμενη Δύση, οι Αγγλοαμερικανοί και οι Δυτικοευρωπαίοι, ανέχονται την κατοχή πυρηνικών όπλων από το Ισραήλ, κάνοντας τα στραβά μάτια, αλλά δεν μπορούν να ανεχθούν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, εφαρμόζοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά, δηλαδή ηθικές αρχές προς τους συμμάχους και αρχές ρεαλιστικής πολιτικής προς τους εχθρούς, ενώ παράλληλα αξιώνουν Οικουμενικότητα, φανερώνει την αναξιοπιστία και την υποκρισία τους και οδηγεί με εσωτερική λογική συνέπεια σε γενικευμένη κρίσης εξουσίας απέναντι στον υπόλοιπο πλανήτη, ο οποίος προφανώς δεν είναι τυφλός, έχει μάτια και βλέπει.
Ο υπόλοιπος πλανήτης, επίσης, βλέπει ότι όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν μπόρεσαν ούτε να προασπίσουν το δίκαιο και να επιβάλλουν τον νόμο, ούτε να επιβεβαιώσουν την ισχύ τους, στην Ουκρανία και στο Αφγανιστάν (
Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 160, 166, 175), έτσι και το Ισραήλ δεν έχει καταφέρει ούτε να προασπίσει το ―κατά Ισραήλ― δίκαιο (π.χ. επιστροφή ομήρων) και να επιβάλλει τον νόμο στη λωρίδα της Γάζας, μετά από σχεδόν δύο χρόνια πολέμου (η Γάζα είναι μικροσκοπική, περίπου το ένα τρίτο της έκτασης της Μάνης, παρ' όλα αυτά, δύο σχεδόν χρόνια μετά από την έναρξη του πολέμου, ο μυθοποιημένος ισραηλινός στρατός αδυνατεί να επιβάλλει νόμο σε αυτή τη μικροσκοπική στενόμακρη αλλά και πυκνοκατοικημένη λωρίδα γης. Σκεφτείτε ο ελληνικός στρατός να διεξήγαγε ολοκληρωτικό πόλεμο εξολοθρευσης για σχεδόν δύο χρόνια και να μην μπορούσε να επιβάλλει νόμο, ή να κάνει κατοχή και να ασκεί πλήρη έλεγχο, σε μια περιοχή που έχει έκταση τρεις φορές μικρότερη από τη Μάνη, στο ένα τρίτο της Μάνης, ας πούμε στη Δυτική, Μεσσηνιακή ή Έξω Μάνη). Ωστόσο, το Ισραήλ έχει καταφέρει να επιβεβαιώσει την ισχύ του στο μεγαλύτερο μέρος της Γάζας, περίπου στα τρία τέταρτα, και να επιβάλλει, εκ νέου, αποτροπή σε ολόκληρη τη Γάζα. Αυτό το όχι ιδιαίτερα ζηλευτό αποτέλεσμα, το έχει καταφέρει μέσω τόσο της άρνησης των δυνατοτήτων του εχθρού, στην προκειμένη περίπτωση της Χαμάς, όσο και της συλλογικής τιμωρίας και του μαζικού θανάτου αμάχων, γυναικών και παιδιών, με την άσκηση υπέρμετρης, δυσανάλογης και αδιάκριτης βίας, γεγονός που έχει επιπτώσεις και συνέπειες για το ισραηλινό κράτος καθώς συμβάλλει στην απώλεια ηθικής νομιμοποίησης, στην απαξίωση και στη δραματική μείωση της ήπιας ισχύος του Ισραήλ.
Επιπλέον, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις αδυνατούν να οδηγήσουν στην επίτευξη μακροπρόθεσμων στρατηγικών στόχων και σε πολιτική νίκη, όπως είναι η διάλυση της Χαμάς, η αδυναμία στρατολόγησης νέων μελών και η εξαΰλωση της πολιτικής της επιρροής, δίχως τη συναίνεση τρίτων: δηλαδή το τέλος του πολέμου, η πολιτική νίκη, δεν βρίσκεται στα χέρια του Ισραήλ παρά στα χέρια τρίτων, εν προκειμένω των συμμάχων του Ισραήλ. Μην ξεχνάμε το ευρύτερο πλαίσιο που εξετάσαμε νωρίτερα, του οποίου συνέχεια και εμβάθυνση αποτελεί το παρόν κείμενο, όχι από αμερικανική αλλά από ισραηλινή σκοπιά: ότι οι σύμμαχοι μπορούν να είναι αυτοί που θα οδηγήσουν κάποιον στην ιστορική του Νέμεση (I).
Αλλά ακόμη κι αν επιτευχθεί η διάλυση και η εξαΰλωση της Χαμάς θα είναι μέχρι την επόμενη φορά, καθώς πριν από την «ισλαμιστική» Χαμάς, τρομοκρατική οργάνωση ή απόλυτο κακό, ήταν η «κοσμικιστική» PLO. Δηλαδή, η προσπάθεια μεταπολεμικής «αναδιαπαιδαγώγησης» και ιδεολογικής αναμόρφωσης των Παλαιστινίων, με άλλα λόγια μια αντιγραφή και επανάληψη του τρόπου που «αναδιαπαιδαγωγήθηκαν» μεταπολεμικά οι ηττημένοι Γερμανοί, δεν φαντάζει ούτε βέβαιη ούτε ασφαλής, ως προς την επιτυχία της, καθώς, όσο και να μην θέλουν να το παραδεχθούν Ισραηλινοί και Αμερικανοί, το να ταυτίζεις τους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές, που επιδίωξαν πανευρωπαϊκή ηγεμονία, και τους τρόπους με τους οποίους προσπάθησαν να επιβάλουν αυτή την ηγεμονία, με τους Παλαιστίνιους της Γάζας ή της Δυτικής Όχθης είναι κάπως... αχαρακτήριστο (πραγματικά, δεν θα ήθελα να το χαρακτηρίσω). Εδώ έχουμε μια ψυχολογική και ιδεολογική αντιστροφή της πραγματικότητας. Αλλά ακόμη και αν δεχθούμε ότι δεν υπάρχει μια τέτοια αντιστροφή, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει, το λιγότερο, μια ιδεολογική στρέβλωση, η οποία ασφαλώς προκύπτει επειδή στο επίκεντρο μιας τέτοιας ματιάς, που ταυτίζει την παλαιστινιακή Χαμάς με το γερμανικό Ναζιστικό κόμμα, βρίσκεται ο αντισημιτισμός. Ωστόσο, ακόμη κι αν δεχτούμε μια τέτοια ταύτιση, δεν είναι το ίδιο πράγμα ο αντισημιτισμός ενός κράτους που έχει τις δυνατότητες π.χ. να επιδιώξει παγκόσμια ηγεμονία, όπως οι ΗΠΑ, με τον αντισημιτισμό μιας οργάνωσης π.χ. όπως ο ΙΡΑ ή η ΕΤΑ παλαιότερα. Διαφορετικά: πολλούς ανθρώπους στη Δύση μπορεί να τους απασχολεί να μην υπάρχει αντισημιτισμός (το οποίο, ασφαλώς, είναι θεμιτό και ευκταίο), όμως τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στον πλανήτη απασχολεί να μην επιβληθεί μια παγκόσμια ηγεμονία. Με απλά λόγια, ο αντισημιτισμός δεν είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Βέβαια, ιδίως οι Αμερικανοί έχουν παράδοση στις ιδεολογικές στρεβλώσεις και στα ιδεολογικά ακροβατικά: Πριν από τους «ισλαμοφασίστες» Μουλάδες της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν υπήρχε ο παραλληλισμός του Μπααθικού Ιράκ με τη Ναζιστική Γερμανία και ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν ο «Χίτλερ των Αράβων» (η δε κατηγορία για κατοχή πυρηνικού οπλοστασίου και όπλων μαζικής καταστροφής, γενικότερα, εξυπηρέτησε τη νομιμοποίηση μιας παράνομης αμερικανικής εισβολής, και, αργότερα, ο λόγος περί δημοκρατίας εξυπηρέτησε τη νομιμοποίηση της κατοχής). Ενώ με παρόμοιο τρόπο που οι Ταλιμπάν έπρεπε να είναι «ισλαμοφασίστες», για τους Αμερικανούς, και στο Ιράκ έπρεπε να γίνει «απομπααθοποίηση» (De-Ba'athification), κατά την «αποναζιστικοποίηση» (DeNazification) (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 47-48), στη Γάζα πρέπει να γίνει «αποχαμασοποίηση» (DeHamasification). Μέχρι την επόμενη φορά, ασφαλώς, μέχρι το επόμενο απόλυτο κακό.
Μέχρι τότε, πάντως, το Ισραήλ θα βρίσκεται αντιμέτωπο με την κατηγορία της γενοκτονίας ενώπιον του διεθνούς δικαστηρίου, μετά από την απόφαση της Νότιας Αφρικής να στραφεί εναντίον του.
Συν τοις άλλοις, η έντονη πολιτικοποίηση του ζητήματος της υποστήριξης του Ισραήλ στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας αποτελεί ίσως το σημαντικότερο τίμημα που πληρώνει το ισραηλινό κράτος από πρακτική άποψη ― οι Ηνωμένες Πολιτείες το πληρώνουν άμεσα αλλά έμμεσα το πληρώνει και το Ισραήλ, καθώς μεταβάλλεται το κλίμα και το περιβάλλον μέσα στα οποία διαμορφώνονται οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων στις ΗΠΑ, εφόσον στο εσωτερικό του αμερικανικού κράτους και της αμερικανικής κοινωνίας έχει ξεκινήσει η εντονότατη πολιτικοποίηση του ζητήματος της στήριξης του Ισραήλ, τόσο από κάτω προς τα πάνω (bottom-up) όσο και από πάνω προς τα κάτω (top-down), ανεξάρτητα από το αν αυτή η πολιτικοποίηση συμβαίνει σε πανεπιστήμια, στο διαδίκτυο και σε δεξαμενές σκέψεις, ή την εκφράζουν πρώην διπλωμάτες, βετεράνοι του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών και υψηλόβαθμα στελέχη στο εσωτερικό των αμερικανικών θεσμών. Επιπλέον, αναπτύσσεται αντιϊσραηλινό κλίμα σε μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας, η στήριξη και η συμπάθεια προς το Ισραήλ μειώνεται, καθώς
οι νεότερες γενιές τείνουν να συμπαθούν λιγότερο τους Ισραηλινούς σε σύγκριση με τις παλαιότερες (I), και σαν να μην έφταναν τα προηγούμενα έχουμε τη σταδιακή αλλά σαφή
(επ)άνοδο του αμερικανικού αντισημιτισμού, εξελίξεις, ωστόσο, που συμβαίνουν παράλληλα με την ενίσχυση του αμερικανικού
χριστιανικού/ευαγγελικού σιωνισμού.
Εκτός αυτών, αναπτύσσονται ολοένα και εντονότερες αντιδράσεις εναντίον του Ισραήλ σε κοινωνίες της Ευρώπης ενώ, ευρύτερα, παρατηρείται όξυνση στις σχέσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και σε ορισμένα ΝΑΤΟϊκά, ευρωπαϊκά και δυτικά κράτη.
Το Ισραήλ πληρώνει υψηλότατο τίμημα στο επίπεδο της διεθνούς κοινωνικοποίησης/απομόνωσης, καθώς μετά από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα έχει αυξηθεί ο αριθμός των κρατών που αναγνωρίζουν το κράτος της Παλαιστίνης: σε αυτά τα κράτη έχουν προστεθεί η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Νορβηγία, η Σλοβενία, η Αρμενία και το Μεξικό, ενώ, όπως ανακοίνωσε ο Emmanuel Macron, τον Σεπτέμβριο πρόκειται να αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης και η Γαλλία.
Επίσης, η Γαλλία και η Σαουδική Αραβία, από κοινού, θα ηγηθούν προσπάθειας για την αναβίωση μιας λύσης δύο κρατών στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση, δηλαδή της επίσημης πρότασης του ΟΗΕ που αποτελεί και επίσημη θέση όλων των κρατών του πλανήτη, η οποία έχει παγώσει λόγω της απόρριψής της από το Ισραήλ του Νετανιάχου και την έμμεση στήριξή του από τις ΗΠΑ του Τραμπ (Ναι μεν, επίσημα, η Ουάσιγκτον δεν έχει δηλώσει ότι απορρίπτει μια λύση των δύο κρατών αλλά, άτυπα, αφήνει να διαφανεί ότι μπορεί να είναι πρόθυμη να αποδεχτεί μια λύση ενός κράτους. Αυτή η αντιφατικότητα, μεταξύ επίσημης θέσης και άτυπης συμπεριφοράς, χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ και στο ζήτημα της Ταϊβάν).
Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσω του Keir Starmer, απείλησε ότι θα αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο, εκτός εάν η ισραηλινή κυβέρνηση «λάβει ουσιαστικά μέτρα για να τερματίσει την αποτρόπαια κατάσταση στη Γάζα, συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός και δεσμευτεί για μια μακροπρόθεσμη, βιώσιμη ειρήνη, αναζωογονώντας την προοπτική μιας λύσης δύο κρατών». Και τα προηγούμενα περιλαμβάνουν «να επιτραπεί στα Ηνωμένα Έθνη να επανεκκινήσουν την παροχή βοήθειας και τη σαφή δήλωση ότι δεν θα υπάρξουν προσαρτήσεις στη Δυτική Όχθη».
Τέλος, ο Mark Carney, πρωθυπουργός του Καναδά, ανακοίνωσε ότι και ο Καναδάς σκοπεύει να αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης στην 80ή Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο του 2025.
Τα προηγούμενα δεν εμπλουτίζουν απλώς όσα επισημαίνουμε στο παρόν κείμενο αλλά, επιπλέον, έρχονται σε συνέχεια και προς επιβεβαίωση όσων έχουμε τονίσει παλαιότερα στο κείμενο Η διαίρεση στο εσωτερικό της Αγγλόσφαιρας παγιώνεται, όπου είχαμε θέσει, μεταξύ άλλων, το ερώτημα κατά πόσο οι εξελίξεις στο εσωτερικό του αγγλόφωνου κόσμου αποτελούν απλές αντισυσπειρώσεις ή προμηνύματα μελλοντικών εξελίξεων (η διαφοροποίηση σε ό,τι αφορά την αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης αποτελεί την τέταρτη συνεχόμενη περίπτωση διαίρεσης της Αγγλόσφαιρας μέσα σε μόλις λίγους μήνες), και, κυρίως όσων παρατηρήσαμε, πριν από σχεδόν πέντε μήνες, στο κείμενο Τι φανερώνουν τα ψηφίσματα για την Ουκρανία της Γενικής Συνέλευσης (ES-11/7) και του Συμβουλίου Ασφαλείας (2774) του ΟΗΕ; όπου, μεταξύ άλλων διαιρέσεων (Παγκόσμιος Βορράς, Αγγλόσφαιρα, κράτη πρώην Βρετανικής Κοινοπολιτείας), επισημάνθηκε και μια διαίρεση της Δύσης, η οποία, πλέον, με αφορμή το ζήτημα της αναγνώρισης του κράτους της Παλαιστίνης, και τη στάση που τηρούν δυτικά κράτη απέναντι στο ισραηλινό κράτος, δηλαδή το ζήτημα της διεθνούς κοινωνικοποίησης/απομόνωσης του Ισραήλ, φαίνεται ολοένα και πιο καθαρά.
 |
Στον χάρτη αποτυπώνονται με πράσινο χρώμα τα κράτη που μέχρι τα τέλη Ιουλίου 2025 έχουν αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης. Τα κράτη που απομένουν, δίχως να έχουν αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης, μπορούν να χωριστούν στις εξής κατηγορίες: Κράτη της Αγγλόσφαιρας (Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία, Καναδάς, Ν. Ζηλανδία), τα οποία είναι όλα προϊόν αποικιακού εποικισμού (settler colonialism) πλην του Ηνωμένου Βασιλείου. Κράτη του Τριμερούς Συμφώνου του Άξονα, δηλαδή των ηττημένων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Γερμανία, Ιαπωνία, Ιταλία), και κράτη που ήταν σχετιζόμενα με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Κροατία) και είτε παρέμεναν ουδέτερα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (Φινλανδία) είτε παραμένουν ουδέτερα μέχρι και σήμερα (Αυστρία). Πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις (Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Πορτογαλία). Διάφορα εξαρτημένα από τις ΗΠΑ κράτη-πελάτες ή προτεκτοράτα (Ν. Κορέα, Ταϊβάν κ.λπ). Κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της π. Γιουγκοσλαβίας (Κροατία, Β. Μακεδονία και το μερικώς αναγνωρισμένο κράτος του Κοσόβου) και της ΕΣΣΔ, που είτε αποτελούν μέλη της ΕΕ (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία) είτε είναι υποψήφια προς ένταξη μέλη (Μολδαβία). Τέλος, η Ελλάδα, η Β. Μακεδονία και η Μολδαβία είναι τα μόνα πλειοψηφικά Ορθόδοξα χριστιανικά κράτη που δεν έχουν αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης (η Κύπρος το αναγνώρισε το 1988), ενώ, επιπλέον, η Ελλάδα είναι το μόνο πλειοψηφικά Ορθόδοξο χριστιανικό κράτος μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που δεν έχει αναγνωρίσει το κράτος της Παλαιστίνης. |
Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, είναι αμφίβολο κατά πόσο η ισραηλινή κοινωνία μπορεί να αντέξει το υλικό και το ηθικό κόστος όλων των προηγούμενων, τόσο ως προς τις οικονομικές συνέπειες, τις διεθνείς πιέσεις και την εξάρτηση σε πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική στήριξη από το εξωτερικό, όσο και ως προς την αποξένωση τμημάτων του ισραηλινού πληθυσμού από την ηγεσία και το κράτος, τη νομιμοφροσύνη και την δυνατότητα κινητοποίησης εφέδρων, και την κόπωση του πληθυσμού λόγω της αυξημένης πολιτικής πόλωσης και της παρατεταμένης συνθήκης πολέμου στο εσωτερικό.
Αποτελεί στρατηγική απελπισία για το Ισραήλ να παλεύει ―με τόσες απώλειες ως προς τη διεθνή θέση, την αποδοχή και τον σεβασμό, την κοινωνικοποίηση/απομόνωση, το κύρος, τη φήμη και την εξουσία (authority: η εξουσία και η ισχύς είναι δύο διαφορετικά πράγματα παρόλο που και τα δύο αποτελούν συστατικά της επιρροής: ένα κράτος μπορεί να αυξάνει την ισχύ του και παράλληλα να μειώνεται η εξουσία του), καθώς και την ηθική νομιμοποίηση του ισραηλινού κράτους σε παγκόσμιο επίπεδο―, προκειμένου να βρεθεί εκεί που ήταν επί 38 συναπτά έτη: από το 1967, όταν και κατέλαβε τη λωρίδα της Γάζας στο πλαίσιο του πολέμου των έξι ημερών, ή του Γ΄ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου, μέχρι το 2005, όταν ο ισραηλινός στρατός αποχώρησε από τη Γάζα. Το Ισραήλ πληρώνει υπερβολικά υψηλό τίμημα προκειμένου να επιστρέψει εκεί που βρισκόταν πριν από 20 χρόνια: το 2005.
Αυτό σημαίνει πως ο χρόνος έχει μεταβληθεί σε αντίπαλο του Ισραήλ, εξ ου και αναγκάζεται να δώσει αγώνα εναντίον του, διότι κινδυνεύει να ηττηθεί στο πεδίο του χρονικού και ιστορικού ορίζοντα: οι πολιτικοί και ιστορικοί δρώντες επιλέγουν μια στρατηγική συνεργασίας ή ανταγωνισμού, ειρήνης ή πολέμου, ανάλογα την αλληλεπίδραση των χρονικών οριζόντων τόσο των ηγεσιών όσο και των κρατών (Αυτός είναι, μεταξύ άλλων, ένας από τους λόγους που οι ΗΠΑ και το Ισραήλ είναι εξόχως επιθετικά κράτη συγκριτικά π.χ. με την Κίνα και το Ιράν). Τα συνεργατικά ή ανταγωνιστικά αποτελέσματα αποτελούν προϊόν της αλληλεπίδρασης των χρονικών οριζόντων των κρατών, ενώ η αντίληψη των απειλών δεν αποτελεί απλώς προϊόν των δυνατοτήτων και των προθέσεων του ανταγωνιστή, του αντιπάλου ή του εχθρού, παρά έχει, επιπροσθέτως, μια ιστορική και
χρονική συνιστώσα (Εξ ου και
το «Βυζάντιο» είναι πιο σημαντικό και πιο σπουδαίο απ' ό,τι έχουν μάθει να πιστεύουν οι άνθρωποι για λόγους που ούτε έχουν αντιληφθεί ούτε έχουν διδαχθεί). Γενικότερα, η σκιά του μέλλοντος βαραίνει υπερβολικά το Ισραήλ.
Κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν «ναι, καλά είναι όλα αυτά, αλλά το Ισραήλ θα έχει πετύχει τον πραγματικό του στόχο: τον εκτοπισμό και την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων από τη λωρίδα της Γάζας και τον εποικισμό των εδαφών από Ισραηλινούς». Και
οι αρχαίοι Αθηναίοι, το 431 π.Χ. εκδίωξαν, εκτοπίζοντας βίαια, τους κατοίκους της Αίγινας (III), άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και εγκατέστησαν Αθηναίους εποίκους προς αντικατάσταση του εκδιωχθέντα πληθυσμού (η Γάζα έχει περίπου τέσσερις φορές την έκταση της Αίγινας). Ο εκτοπισμός των Αιγινητών, ο εποικισμός από Αθηναίους και η επιβολή νέου αθηναϊκού νόμου (κληρουχία) διήρκεσε 27 χρόνια, κάτι λιγότερο από τρεις δεκαετίες. Το 404 π.Χ, με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι εκτοπισμένοι Αιγινήτες και τα παιδιά τους, που είχαν γίνει πλέον άνδρες και γυναίκες, επέστρεψαν στο νησί τους. Δεν ήταν οι μόνοι που επέστρεψαν στην πατρίδα τους: τους ακολούθησαν και οι Μήλιοι.
Δίκη δ' υπέρ ύβριος ίσχει ές τέλος εξελθούσα
Ησίοδος
Ο Νόμος υπήρξε, πράγματι, αμείλικτος. Ο ισχυρός επέβαλε ό,τι του επέτρεπε η δύναμή του και ο αδύναμος υποχώρησε όσο του επέβαλε η αδυναμία του (III): μόνο που ο ισχυρός, εν τέλει, δεν ήταν οι Αθηναίοι που έλεγαν αυτά τα λόγια στους αδύναμους Μηλίους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος ο Νόμος αποτέλεσε τη Νέμεση για την Ύβρη που διέπραξε αυτός που επικαλέστηκε τον Νόμο, προκειμένου να δικαιολογήσει τις πράξεις του.
Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι, καθώς είμαστε φορείς μιας παράδοσης που διδάσκει ότι πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν ασύλληπτα περισσότερο ειλικρινείς, αληθινοί, αυθεντικοί και έντιμοι, σε σύγκριση με τους σύγχρονους Αμερικανούς και Ισραηλινούς, με τις ακατάσχετες ηθικολογίες αυτοδικαίωσής τους, τα παρανοϊκά τους ιδεολογήματα, τους δίχως μέτρο εξαιρετισμούς τους, τη δίχως όρια αλαζονεία τους ―που θεμελιώνεται στην ασέβεια τους: δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος ὡς ἐτύμως, και ενισχύεται από την ατιμωρησία τους― και την απροσμέτρητη υποκρισία τους.
Γι' αυτό ας έχουν κατά νου τα εξής:
Δεν είναι ούτε τόσο ισχυροί ούτε τόσο ανώτεροι, όσο νομίζουν, ούτε υπεράνθρωποι: ο Αισχύλος προειδοποιούσε: ὡς οὐχ ὑπέρφευ θνητὸν ὄντα χρὴ φρονεῖν. ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ᾽ ἐκάρπωσεν στάχυν ἄτης.
Ο Νόμος ισχύει ες αεί και επιβεβαιώνεται μέσω της συντριβής αυτού που τολμά να επικαλείται ή να πράττει με βάση τον συγκεκριμένο Νόμο ― του Υβριστή.
Η πραγματική Νέμεση για κάθε Ύβρη είναι ο Χρόνος.
III
Επειδή άνθρωποι που όχι μόνο δεν έχουν μελετήσει, πόσο μάλλον στοχαστεί, αλλά ούτε καν διαβάσει την Ιστορία του Θουκυδίδη, παπαγαλίζουν ad nauseam μια συγκεκριμένη φράση από έναν συγκεκριμένο διάλογο του έργου (ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του), μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων, δίχως καν να συνειδητοποιούν ότι οι Αθηναίοι συνάντησαν τη Νέμεση τους ως τιμωρία για την Ύβρη τους, αφού ηττήθηκαν, κατά καιρούς θα παρουσιάζω φράσεις και αποσπάσματα από αυτό το μνημειώδες έργο που αποτελούν διδάγματα ες αεί (μήπως και διασωθεί καμία ψυχή και κανένας νους από την διανοητική και ηθική αμερικανοποίηση η οποία είναι απολύτως ταυτόσημη με την κατάπτωση, την παρακμή και τον εκφυλισμό που κυριαρχεί σε ηθικό και διανοητικό επίπεδο στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τη «Δύση»).
1. Οι αρχαίοι Κορίνθιοι (για τη φιλία, την εχθρότητα και τη νίκη) προς όλους:
αυτά έγιναν σε περιστάσεις που οι άνθρωποι, επιτιθέμενοι κατά των εχθρών τους, είναι αδιάφοροι για οτιδήποτε άλλο εκτός της νίκης, διότι θεωρούν φίλο εκείνον που τους βοηθά, κι ας ήταν πριν εχθρός, πολέμιο εκείνον που τους εναντιώνεται, κι ας ήταν πριν φίλος, αφού και τα ατομικά τους συμφέροντα θυσιάζουν για τη νίκη.
2. Οι αρχαίοι Κορίνθιοι προς τους Αμερικανούς:
Τις συνθήκες αθετούν όχι εκείνοι, οι όποιοι αφού τους έχουν εγκαταλείψει στρέφονται προς άλλους συμμάχους, αλλά αυτοί που εγκαταλείπουν τους συμμάχους, τους οποίους ορκίστηκαν να βοηθούν.
3. Οι αρχαίοι Αθηναίοι (μιλώντας στους εχθρούς τους για την ηγεμονία τους και τους συμμάχους τους) προς τους Αμερικανούς:
Ασκώντας την αρχηγία αυτή, αναπτύξαμε, από την ανάγκη των πραγμάτων, την ηγεμονία μας στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, στην αρχή από φόβο (των συμμάχων για τον κοινό εχθρό), έπειτα για την δόξα και τελευταία για το συμφέρον. Και από τότε, επειδή δεν αισθανόμαστε ασφαλείς, εξαιτίας της έχθρας πολλών —μερικοί μάλιστα απ᾽ τους συμμάχους μας είχαν αποστατήσει και τους είχαμε υποτάξει— κι επειδή δεν μας θεωρούσατε φίλους όπως πριν... δεν μπορούσαμε πια να χαλαρώσουμε την επιβολή μας χωρίς να εκτεθούμε σε κίνδυνο, γιατί όσοι θ᾽ αποστατούσαν από μας θα γίνονταν σύμμαχοί σας.
4. Οι αρχαίοι Μυτιληναίοι (σύμμαχοι των Αθηναίων στην προσπάθεια τους να πείσουν τους μέχρι πρότινος εχθρούς τους να τους βοηθήσουν στην αποστασία τους) προς τους Αμερικανούς.
Γίναμε για πρώτη φορά σύμμαχοι των Αθηναίων όταν εσείς αποσυρθήκατε από τον μηδικό πόλεμο, ενώ εκείνοι έμειναν στη θέση τους για να τον τελειώσουν. Δεν γίναμε, λοιπόν, σύμμαχοι με τους Αθηναίους για να υποδουλώσομε τους Έλληνες στην Αθήνα, αλλά για να απελευθερώσομε όλους τους Έλληνες από τους Μήδους. Και όσο ασκούσαν την αρχηγία με ισονομία, τους ακολουθούσαμε πρόθυμα. Όταν όμως καταλάβαμε ότι η έχθρα τους εναντίον των Μήδων μετριαζόταν και ότι άρχισαν να επιδιώκουν την υποδούλωση των συμμάχων τους, αρχίσαμε ν᾽ ανησυχούμε... Εμείς, φαινομενικά ανεξάρτητοι και ελεύθεροι, αναγκαστήκαμε να πάρουμε μέρος στις εκστρατείες τους, αλλά βλέποντας τα όσα γίνονταν δεν τους θεωρούσαμε πια σαν αρχηγούς στους οποίους μπορούσαμε να έχουμε εμπιστοσύνη, γιατί ήταν απίθανο οι ίδιοι αυτοί που είχαν υποτάξει εκείνους με τους οποίους είχαν κάνει, όπως και μαζί μας, συμμαχία, να μην επιχειρήσουν να κάνουν το ίδιο με όσους έμεναν ελεύθεροι, αν τους παρουσιαζόταν ευκαιρία.
5. Οι αρχαίοι Κορίνθιοι (μιλώντας, τότε, για τους Αθηναίους, προς τους συμμάχους τους, σήμερα, για τους Αμερικανούς) προς ποιους αποφασίστε εσείς:
Με τον πόλεμο εξασφαλίζετε σταθερότερη/μονιμότερη ειρήνη... Ας σκεφθούμε και ότι η πολιτεία που στην Ελλάδα έχει γίνει τύραννος (η Αθήνα) είναι απειλή για όλες ανεξαίρετα τις πολιτείες, γιατί πολλές τις έχει κιόλας κυριέψει και τις άλλες προσπαθεί να τις υποδουλώσει. Πρέπει να την χτυπήσουμε και να την νικήσουμε για να ζούμε ακίνδυνα στο μέλλον και για ν᾽ απελευθερώσουμε τους υπόδουλους (στην Αθήνα) Έλληνες.
Ύβρις φυτεύει τύραννον. Τελικά, όντως, ο ισχυρός επεβάλε ό,τι του επέτρεπε η δύναμή του, και ο αδύναμος υποχώρησε όσο του το επεβάλε η αδυναμία του (βασικά υποτάχθηκε άνευ όρων), μόνο που ο ισχυρός δεν ήταν, εν τέλει, οι Αθηναίοι, καθώς ο Νόμος επιβεβαιώνεται, πάντοτε, μέσω της καταστροφής του φορέα και του εκφραστή του συγκεκριμένου Νόμου. Γι' αυτό
μην είσαι αμετανόητος, μην υπερεκτιμάς τις δυνάμεις σου και μην διαπράττεις Ύβρη (III), διότι, εκτός του ότι υπάρχει η Νέμεση, στην οποία μπορεί να μην πιστεύεις, υπάρχει και ο Χρόνος, που κανείς δεν μπορεί να νικήσει: ο ισχυρός του παρελθόντος είναι ο ανίσχυρος του παρόντος ενώ ο ισχυρός του παρόντος είναι ο ανίσχυρος του μέλλοντος.
Ο Χρόνος είναι η Νέμεση για κάθε Ύβρη
― Δίκη δ' υπέρ ύβριος ίσχει ές τέλος εξελθούσα, Ησίοδος
Δημήτρης Β. Πεπόνης