22 Σεπτεμβρίου 2025

Με αφορμή τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 22 | 9 | 2025 μ.Χ. | 1446 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)

Μουσική Συνοδεία


Περιεχόμενα

Εισαγωγή 
Η Μέση Ανατολή και το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης

Πρώτη Γέφυρα

I. Το ζήτημα των διεθνών πιέσεων και της διεθνούς απομόνωσης του Ισραήλ στον ΟΗΕ με αφορμή τη Διακήρυξη της Νέας Υόρκης και την αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης (τελευταίες περιπτώσεις: Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία και Καναδάς ― Ακολουθεί η Γαλλία).

Δεύτερη Γέφυρα

II. Ισραήλ, Ιράν και Σαουδική Αραβία: Από το αναθεωρητικό Ιράν στο αναθεωρητικό Ισραήλ; Αραβοϊσραηλινοϊρανικές σχέσεις, αντισυσπειρώσεις και περιφερειακό status quo.

Τρίτη Γέφυρα

III. Γιατί η ισραηλινή επίθεση στο Κατάρ υπήρξε καταστροφική για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και γιατί μπορεί να μεταβάλλει τους περιφερειακούς συσχετισμούς

Τέταρτη Γέφυρα

IV. Στόχος και τίμημα των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου

V. Αμερικανοϊσραηλινές παραλληλίες και ομοιότητες. Το Ισραήλ ως μικροσκοπικές Ηνωμένες Πολιτείες της Μ. Ανατολής

VI. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το Ισραήλ και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών

Έξοδος 
Ένας διάλογος ανάμεσα σε έναν Κινέζο ηθικό ρεαλιστή και έναν Ισραηλινό στρατιωτικό αξιωματούχο

~

Bonus: Αποσπάσματα ηθικού ρεαλισμού από το έργο «Ηγεσία και η Άνοδος των Μεγάλων Δυνάμεων»

.~`~.

Εισαγωγή

Εκεί που οι περισσότεροι άνθρωποι έβλεπαν στη σύνδεση Ινδίας και Ευρώπης μέσω της Μέσης Ανατολής (IMEC), ένα εναλλακτικό αμερικανικό σχέδιο περιορισμού της κινεζικής πρωτοβουλίας Μια Ζώνη Ένας Δρόμος (Belt and Road Initiative), δηλαδή της αναβίωσης του Δρόμου του Μεταξιού, εγώ έβλεπα εξ αρχής τη συμπληρωματικότητα των δύο έργων, έστω σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, και την έναρξη μιας νέας εποχής στη Μέση Ανατολή. Εξ ου και έχω επισημάνει παλαιότερα (V)

Η είσοδος της Αιγύπτου, του Ιράν, της Αιθιοπίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στον οργανισμό BRICS, η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας – Ιράν με τη διαμεσολάβηση της Κίνας, η συμμετοχή των κρατών της περιοχής στην πρωτοβουλία Μια Ζώνη Ένας Δρόμος (Belt and Road Initiative), η διασύνδεση Ινδίας, Μέσης Ανατολής, Ευρώπης (IMEC) και ο Διεθνής Διάδρομος Μεταφορών Βορρά-Νότου (Ρωσσία, Ιράν, Ινδία), φανερώνουν την έλευση της μετα-αμερικανικής/μονοπολικής εποχής και την απαρχή του Τέλους της Μεγάλης Παρέκκλισης στη Μέση Ανατολή/Δυτική Ασία. 

Οι Κινέζοι και οι Ινδοί επιστρέφουν στη Μέση Ανατολή/Δυτική Ασία διασυνδέοντας την Ανατολική και τη Νότια Ασία, μέσω των Αράβων, των Ιρανών και των Τούρκων, με τη Νότια και την Ανατολική Ευρώπη, μέσω του Ινδικού Ωκεανού, της Αραβικής και της Ερυθράς Θάλασσας. Και φυσικά, όπως πάντοτε στο παρελθόν, έτσι και σήμερα, όλα τα προηγούμενα, όλοι οι δρόμοι, οδηγούν και καταλήγουν όχι στη Ρώμη αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο «στὴν φυσικὴ τούτη κοίτη συσσωρεύσεως τοῦ παγκοσμίου ἐμπορευματικοῦ χρήματος», όπως παρατηρούσε ο αείμνηστος Γεράσιμος Κακλαμάνης (συγγραφέας του βιβλίου «Το Ανατολικόν Ζήτημα Σήμερα»).

Στο πλαίσιο αυτό μια “Pax Israeliana” ίσως να φαντάζει σε ορισμένους στις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια κάποια λύσις, ως μια απέλπιδα (;) προσπάθεια κατοχύρωσης μιας κάποιας αμερικανικής επιρροής στην περιοχή. Βέβαια, στο τέλος, θα επαναληφθεί αυτό που έχει συμβεί, ξανά, ιστορικά στο παρελθόν. Εμπορικά θα κυριαρχήσουν πρωτίστως οι Ινδοί με τους Άραβες στο νότο και οι Κινέζοι με τους μη Άραβες στο βορρά της Μέσης Ανατολής/Δυτικής Ασίας. Όλοι τους θα συναντηθούν στην Κεντρική Ασία: οι Ινδοί με τους Ρώσσους μέσω του Ιράν και του Αζερμπαϊτζάν στον άξονα Βορρά-Νότου, οι Κινέζοι και οι Ινδοί, επίσης μέσω της Κασπίας, του Περσικού Κόλπου, της Αραβικής και της Ερυθράς Θάλασσας, στον άξονα Ανατολής-Δύσης. Ο ίδιος άξονας, αλλά με αντίθετη κατεύθυνση, Δύσης-Ανατολής, που θα συνδέει τον Εύξεινο με την Κασπία μέσω του Καυκάσου, δηλαδή μέσω της Γεωργίας, της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, μεσοπρόθεσμα, θα ελεγχθεί από τις περιφερειακές και μεγάλες δυνάμεις της περιοχής: την Τουρκία, το Ιράν και τη Ρωσσία, όχι από εξωπεριφερειακούς δρώντες, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, παρόλο που οι τοπικές και περιφερειακές δυνάμεις της περιοχής μπορεί να χρησιμοποιήσουν τις εξωπεριφερειακές προκειμένου να αναβαθμίσουν τη θέση τους ή και να κυριαρχήσουν έναντι των άλλων περιφερειακών μεγάλων δυνάμεων. Διαφορετικά: μόνο μέσω των Τούρκων, των Ρώσσων και των Ιρανών θα έχουν λόγο οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί (Για το κρίσιμης σημασίας ζήτημα της διασύνδεσης περιοχών δες: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 241-256. Επίσης για τον ρόλο της Κασπίας στους δύο παγκόσμιους πολέμους: Σελ. 69-71).

Όλοι οι πόλεμοι που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή από την Κίνα και την Ινδία μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο συνεχίζουν και βαθαίνουν την πολυδιάσπασή της, ενισχύοντας την αδυναμία και αποτρέποντας την προσπάθεια ανασύστασης του μεγαλύτερου εμπορικού δικτύου που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία. Γι' αυτό δεν θέλουν πόλεμο οι Άραβες και οι Ιρανοί. Διότι έχουν ιστορική μνήμη. Διότι γίνεται προσπάθεια να αναβιώσει το μεγαλύτερο εμπορικό δίκτυο της ανθρώπινης ιστορίας, πάνω στην παρακμή του οποίου, και στην ανακάλυψη ενός νέου εμπορικού θαλάσσιου δρόμου, μέσω του Ατλαντικού, βάσισε όλη την κυριαρχία της η «Δύση». 

Η άνοδος της Ατλαντικής Ευρώπης έχει στα θεμέλια της την ανακάλυψη ενός νέου εμπορικού δρόμου και την παρακμή ενός παλαιού εμπορικού δικτύου. Η Ατλαντική Ευρώπη πριν από τον 12ο-14ο αιώνα ήταν μια πολιτισμικά και τεχνολογικά υπανάπτυκτη παρωνυχίδα στις παρυφές της Ευρασίας, ένα απώτατο αδιάφορο άκρο της. Η άνοδος της Δυτικής Ευρώπης και η έξοδος της από την ιστορική αφάνεια βασίζεται στην εξερεύνηση του Ατλαντικού Ωκεανού, στην ενσωμάτωση της Αμερικής και στην επαφή της με την Ασία, μέσω των Ωκεανών, που είχε ως αποτέλεσμα την μετακίνηση του κέντρου βάρους του παγκόσμιου συστήματος της Αφροευρασίας.

Η παρακμή του Δρόμου του Μεταξιού, δηλαδή του εμπορικού δικτύου που ξεκινούσε από την Ασία και έφθανε στην Ανατολική Μεσόγειο, σε μια περίοδο όπου όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη), και η άνοδος του Ατλαντικού είναι συνυφασμένες ιστορικά. Η παρακμή του Δρόμου του Μεταξιού έχει τις ρίζες της στην αποδυνάμωση του δυτικού άκρου του, δηλαδή της «Βυζαντινής» αυτοκρατορίας (1167-1204-1453), συνεχίζεται με την πολυδιάσπαση της Pax Mongolica (1294-1368), ενώ το οριστικό τέλος έρχεται με την παρακμή αρχικά και στη συνέχεια την πτώση των Σαφαβίδων (1501-1736), δηλαδή με την πτώση του Ιράν. 

Ο Χάρτης δείχνει το «Βυζάντιο», δηλαδή το ρωμαϊκό κράτος με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, μαζί με άλλες μεγάλες δυνάμεις στο Δρόμο του Μεταξιού σε μια σύντομη περίοδο κρίσης και διάσπασης της Κίνας σε νότιες και βόρειες δυναστείες.




Πρώτη Γέφυρα

Ας θυμηθούμε την κεντρική ιδέα του βιβλίου «Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης», το οποίο είναι πιο επίκαιρο και πιο επιβεβαιωμένο από ποτέ:

Όλες οι ιστορικές παρεκκλίσεις, εκτροπές και μη ομαλότητες κάποια στιγμή φτάνουν στο φυσικό τους πολιτικό τέλος – και τούτη είναι μια αλήθεια η οποία θα πρέπει να γίνει βαθιά κατανοητή σε έναν κόσμο που δύει και στην αρχή μιας εποχής που ανατέλλει. 

Από τον 1ο αιώνα μ.Χ. μέχρι τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου (1790-1820), επί δεκαοκτώ αιώνες, οι μεγαλύτερες οικονομίες στον πλανήτη βρίσκονταν παραδοσιακά στις περιοχές ανάμεσα στον Μακρύ (Yangtze) και στον Κίτρινο (Huang He) ποταμό, δηλαδή στην Κίνα και στην ινδική υποήπειρο. Μόνο κατά τους δύο με τρεις τελευταίους αιώνες κατέστη δυνατό η σχεδόν φυσική –υπό την έννοια της μακράς διάρκειας– αυτή ιστορική οικονομική τάξη να μεταβληθεί, με την άνοδο της Δυτικής Ευρώπης αρχικά και της Βόρειας Αμερικής αργότερα.

Αυτός ο ιστορικός κύκλος σταδιακά φτάνει στην ολοκλήρωσή του. Είναι μάταιο να πιστεύει κάποιος πως αυτή η πορεία, δηλαδή η ολοκλήρωση μιας ιστορικής περιόδου που θα μπορούσε να ονομαστεί Εποχή της Μεγάλης Παρέκκλισης, η οποία γέννησε την αρχικά ευρωκεντρική και μετέπειτα δυτικοκεντρική ιδεολογία, ιστοριογραφία και ερμηνευτική, θα μπορούσε να αποτραπεί και να αντιστραφεί με πόλεμο... 

Ακόμη όμως και στην απευκταία περίπτωση ενός μεγάλου πολέμου τα επίδικα και τα νοήματα της εποχής μας υπερβαίνουν κατά πολύ τον ανταγωνισμό δύο γιγάντιων κρατών όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα –πόσο μάλλον οι ΗΠΑ και η Ρωσσία–, μέσω του οποίου επιχειρείται να αλλοιωθούν ιστορικά νοήματα και να παραπλανηθούν ή να χειραγωγηθούν πολιτικές συνειδήσεις.





Ι

Σε παλαιότερο κείμενο που εξετάζαμε την έντονη πολιτικοποίηση του ζητήματος της υποστήριξης του Ισραήλ στις ΗΠΑ υπό το φόντο του ψηφίσματος ES-10/23 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη, το οποίο αναβάθμιζε τα δικαιώματα της Παλαιστίνης στον Οργανισμό σε Κράτος Παρατηρητή, είχαμε επισημάνει ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών είχε ως εξής:

Υπέρ: 143
Κατά: 9
Αποχή: 25

Τα εννέα κράτη που τοποθετήθηκαν κατά του ψηφίσματος, τότε, ήταν τα εξής: Αργεντινή, Τσεχία, Ουγγαρία, Ισραήλ, Μικρονησία, Ναούρου, Παλάου, Παπούα Νέα Γουινέα και ΗΠΑ.

Τα κράτη που είχαν ψηφίσει κατά της πρότασης του ψηφίσματος ES-10/23 αντιπροσώπευαν περίπου το 5,5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Τα κράτη που αποφάσισαν να απέχουν αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 5%. Δηλαδή από κοινού τα κράτη που ψήφισαν κατά μαζί με τα κράτη που απείχαν αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 10,5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Τα κράτη που ψήφισαν υπέρ της πρότασης του ψηφίσματος αντιπροσωπεύουν περίπου το 86% του παγκόσμιου πληθυσμού (υπήρξε και ένας μικρός αριθμός κρατών που ο πληθυσμός τους αντιστοιχούσε σε ποσοστό γύρω στο 3% των οποίων αντιπρόσωποι δεν παρευρίσκονταν στη Συνέλευση. Φαίνονται με θαλασσί χρώμα στον χάρτη).




Είχαμε τονίσει τότε ότι αυτούς τους συσχετισμούς θα ήταν καλό να τους θυμόμαστε όταν στο μέλλον ―για λόγους εξυπηρέτησης της κομματικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό των κρατών και για λόγους πολεμικής―, θα γινόταν απόπειρα αναγωγής του ζητήματος και του περιεχομένου του ψηφίσματος (status της Παλαιστίνης) και του αποτελέσματος της ψηφοφορίας και του ποσοστού επί του παγκόσμιου πληθυσμού που αντιστοιχεί στο αποτέλεσμα (10-15% vs 90-85%) σε κάποιο από τα εξής δίπολα: Δημοκρατικοί-Ρεπουμπλικάνοι, Δύση-Ισλάμ, Αριστερά-Δεξιά, Δημοκρατίες-Αυταρχίες κ.λπ.

Πριν από λίγες μέρες, στις 12 Σεπτεμβρίου 2025, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε τη Διακήρυξη της Νέας Υόρκης για την ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος της Παλαιστίνης και την εφαρμογή της λύσης των δύο κρατών με το Ισραήλ. Η διακήρυξη υπήρξε αποτέλεσμα διεθνούς συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο στην έδρα του ΟΗΕ, μετά από πρωτοβουλία και υπό την αιγίδα της Γαλλίας και της Σαουδικής Αραβίας.

Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών είχε ως εξής:

Υπέρ: 142 
Κατά: 10 
Αποχή: 12

Τα 10 κράτη που τοποθετήθηκαν Κατά της υιοθέτησης της διακήρυξης ήταν τα ίδια με αυτά που ψήφισαν Κατά του ψηφίσματος ES-10/23, με την εξής διαφορά: Η Τσεχία, που είχε ψηφίσει κατά του προηγούμενου ψηφίσματος, απείχε, ενώ καταψήφισαν δύο ακόμα κράτη, που απείχαν στην προηγούμενη ψηφοφορία: η Παραγουάη και το βασίλειο της Τόνγκα. 

Έτσι τα δέκα κράτη που τοποθετήθηκαν Κατά της υιοθέτησης της διακήρυξης ήταν τα εξής: Αργεντινή, Ουγγαρία, Ισραήλ, Μικρονησία, Ναούρου, Παλάου, Παπούα Νέα Γουινέα, Παραγουάη, Τόνγκα και ΗΠΑ. 

Τα κράτη που ψήφισαν Αποχή ήταν τα εξής: Αλβανία, Καμερούν, Τσεχία, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Εκουαδόρ, Αιθιοπία, Φίτζι, Γουατεμάλα, Βόρεια Μακεδονία, Μολδαβία, Σαμόα, Νότιο Σουδάν. 

Όπως είδαμε προηγουμένως, από κοινού τα κράτη που καταψήφισαν το ψήφισμα ES-10/23 μαζί με τα κράτη που απείχαν αντιπροσωπεύαν λιγότερο από το 10,5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Πλέον τα κράτη αυτά δεν ξεπερνούν το 9,2% του παγκόσμιου πληθυσμού. Όμως το σημαντικό δεν είναι αυτό.

Το σημαντικό είναι η μεγάλη αλλαγή που έγινε στα κράτη που μετακινήθηκαν από την Αποχή ―η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια δεξαμενή κρατών από την οποία το Ισραήλ θα μπορούσε να αντλήσει υποστήριξη (εξ ου και είχαμε προσμετρήσει το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν αυτά τα κράτη μαζί με το ποσοστό των κρατών που ήταν κατά του ψηφίσματος ES-10/23)―, σε μια θέση Υπέρ του ψηφίσματος, δηλαδή εις βάρος του Ισραήλ.

Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη που είχαν ψηφίσει αποχή στο προαναφερθέν ψήφισμα ES-10/23 αντί να μετακινηθούν κατά της διακήρυξης και υπέρ του Ισραήλ, μετακινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή υπέρ της διακήρυξης και εις βάρος του Ισραήλ.  Με άλλα λόγια τα κράτη που αποτυπώνονται με κίτρινο χρώμα στον πρώτο χάρτη μετακινήθηκαν προς το πράσινο (Ο συγκεκριμένος χάρτης είναι κατά προσέγγιση).




Ορισμένα από τα κράτη που μετακινήθηκαν από την Αποχή στο ψήφισμα ES-10/23 σε μια θέση Υπέρ της Διακήρυξης της Νέας Υόρκης, ήταν τα εξής: Αυστρία, Βουλγαρία, Καναδάς, Κροατία, Φινλανδία, Γερμανία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Ολλανδία, Ρουμανία, Σουηδία, Ελβετία, Ουκρανία και Ηνωμένο Βασίλειο.

Ουσιαστικά το Ισραήλ έχασε σχεδόν όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Αγγλόσφαιρα και τη «Δύση», πλην των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. 

Επιπλέον, σε ψήφισμα που υιοθέτησε η  Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 19 Σεπτεμβρίου σχετικά με τη συμμετοχή του Κράτους της Παλαιστίνης κατά την ογδοηκοστή σύνοδό της, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν:

Υπέρ: 145 
Κατά: 5 
Αποχή: 6

Κατά ψήφισαν: Ναούρου, Παλάου, Παραγουάη, Ισραήλ και ΗΠΑ. Αποχή επέλεξαν: Αλβανία, Φίτζι, Ουγγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Παναμάς, Παπούα Νέα Γουινέα. Η Αργεντινή δεν συμμετείχε στη ψηφοφορία.

Η ιδεολογική προσπάθεια εξαπάτησης/φενακισμού των συνειδήσεων μέσω της αναγωγής των συσχετισμών μεταξύ των κρατών που ψήφισαν Υπέρ και αυτών που ψήφισαν Κατά στα δίπολα Αριστερά-Δεξιά, Δύση-Ισλάμ, Δημοκρατίες-Αυταρχίες κ.λπ, δεν αντέχει σε κριτική και βασίζεται στην άγνοια των ανθρώπων για τα δεδομένα.




Ολοκληρώνουμε με το ζήτημα της αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους. Από τις επιθέσεις υπό την ηγεσία της Χαμάς, στις 7 Οκτωβρίου 2023, και την εισβολή του Ισραήλ και την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, μέχρι και σήμερα, ένα πλήθος κρατών έχει αναγνωρίσει παλαιστιανιακό κράτος, ορισμένα εκ των οποίων είναι τα εξής: Ιρλανδία, Νορβηγία, Ισπανία, Αρμενία, Μεξικό, Σλοβενία, Τζαμάικα, ενώ έχουν διακηρύξει ότι θα αναγνωρίσουν, επίσης, το Βέλγιο και η Γαλλία (πιθανώς όσο διαβάζετε αυτές τις γραμμές). 

Στις 21 Σεπτεμβρίου αναγνώρισαν το κράτος της Παλαιστίνης το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία και ο Καναδάς (αργότερα κατά τη διάρκεια της μέρας και η Πορτογαλία). 

Ο «Χαμασοκεντρισμός», δηλαδή η ιδεολογική προσπάθεια πλήρους αναγωγής και ταύτισης του Παλαιστινιακού με τη Χαμάς, έχει καταρρεύσει διπλωματικά: (Keir Starmer: Hamas is a brutal terror organisation. A call for a genuine two-state solution is the exact opposite of their hateful vision. So, we are clear this solution is not a reward for Hamas, because it means Hamas can have no future, no role in government, no role in security), δεν λειτουργεί παρά μόνο ιδεολογικά (στον δημόσιο λόγο και διάλογο). Ο συνδυασμός του παράλληλα με την απόρριψη της λύσης των δύο κρατών έχει οδηγήσει το Ισραήλ σε διεθνοπολιτική αυτοκτονία. 

Παρόλα αυτά, απτόητος, ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, μετά τις ανακοινώσεις για την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους, πήγε ένα βήμα παραπέρα δηλώνοντας ότι η αναγνώριση απαιτεί άμεσα αντίμετρα: «Άμεση εφαρμογή κυριαρχίας στην Ιουδαία και τη Σαμάρεια [Δυτική Όχθη] και πλήρης συντριβή της Παλαιστινιακής Αρχής. Σκοπεύω να υποβάλω πρόταση στην επόμενη συνεδρίαση της κυβέρνησης για την εφαρμογή κυριαρχίας». 

Προ-2023


Μετά-2023



Το Ισραήλ έχει περιέλθει σε δεινή ή δυσχερής θέση σε τρία επίπεδα. Στο διεθνές επίπεδο, στο οποίο μόλις αναφερθήκαμε, το οποίο αποτυπώνει το ζήτημα των διεθνών πιέσεων και της διεθνούς απομόνωσης/κοινωνικοποίησης, στο περιφερειακό επίπεδο, στο οποίο θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω (II), και στο εσωτερικό επίπεδο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, στο εσωτερικό του αμερικανικού κράτους και της αμερικανικής κοινωνίας, το οποίο έχουμε εξετάσει παλαιότερα και όπου έχουν παρατηρηθεί τα εξής δύο φαινόμενα: πρώτον, η έντονη πολιτικοποίηση του ζητήματος της στήριξης του Ισραήλ, τόσο από κάτω προς τα πάνω (bottom-up) όσο και από πάνω προς τα κάτω (top-down), ανεξάρτητα από το αν αυτή η πολιτικοποίηση συμβαίνει σε πανεπιστήμια, στο διαδίκτυο και σε δεξαμενές σκέψεις, ή την εκφράζουν πρώην διπλωμάτες, βετεράνοι του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών και υψηλόβαθμα στελέχη στο εσωτερικό των αμερικανικών θεσμών και, δεύτερον, η μείωση της συμπάθειας προς το Ισραήλ, καθώς οι νεότερες γενιές τείνουν να συμπαθούν λιγότερο τους Ισραηλινούς σε σύγκριση με τις παλαιότερες (I).

Αφού είδαμε το διεθνές επίπεδο, με αφορμή τα ζητήματα της Διακήρυξη της Νέας Υόρκης και της αναγνώρισης του Κράτους της Παλαιστίνης (I), ας περάσουμε τώρα στο περιφερειακό επίπεδο (II).


Δεύτερη Γέφυρα

Όπως διαγνώσαμε έγκαιρα και πολύ νωρίς μέσα από την Κοσμοϊδιογλωσσία το ζήτημα των σχέσεων Ισραήλ και Παλαιστίνης αποτελεί τη μια εκ των τριών περιπτώσεων όπου παρατηρείται διαίρεση της Αγγλόσφαιρας (ή Αμερικανόσφαιρας), η οποία βρίσκεται στην καρδιά μιας νέας διαίρεσης που διαμορφώνεται στο εσωτερικό της «Δύσης»: Οι άλλες δύο περιπτώσεις είναι η Ρωσσία και ο πόλεμος στην Ουκρανία και η στάση υπέρ ή κατά της «Συντηρητικής Επανάστασης» ή του Τραμπισμού. 

Επιπλέον, είναι φανερό ότι γίνεται μια μάχη για την επιβολή μιας νέας μεταφιλελεύθερης Αμερικανοϊσραηλινό-χριστιανοσιωνιστικής ηγεμονίας στο εσωτερικό της «Δύσης». Υπό αυτή την έννοια, εστιάζοντας αποκλειστικά στο εσωτερικό της, όλοι οι προηγούμενοι χάρτες μπορούν να διαβαστούν και υπό το εξής πρίσμα: του μεταφιλελεύθερου αμερικανοϊσραηλινού χριστιανοσιωνιστικού στρατοπέδου από τη μια μεριά και του φιλελεύθερου κοσμικού στρατοπέδου από την άλλη.




II

Το Ιράν, και όχι οι Παλαιστίνιοι, είναι ο κύριος εχθρός του Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι αποτελούν το εμπόδιο για την εξομάλυνση των αραβοϊσραηλινών σχέσεων και την οικοδόμηση μιας αραβοεβραϊκής σημιτικής ιουδαιοϊσλαμικής Αβρααμικής αντιϊρανικής περιφερειακής συμμαχίας. 

Αυτό ισχύει από την εποχή του δολοφονημένου Γιτζάκ Ράμπιν, ο οποίος είχε διατελέσει στρατηγός, όπως και όλοι οι πρόσφατοι πρωθυπουργοί του Ισραήλ έχουν διατελέσει στρατηγοί ή μέλη των ειδικών δυνάμεων. Αυτό που ενώνει τον Γιτζάκ Ράμπιν και τον Μπενιαμίν Νετανιαχού είναι το Ιράν ως κύρια απειλή για το Ισραήλ. Αυτό που τους διαφοροποιεί είναι η μέθοδος μέσω της οποίας επιδιώχθηκε ή έγινε προσπάθεια να επιτευχθεί η αδρανοποίηση ή η απομάκρυνση του «παλαιστινιακού εμποδίου», προκειμένου να επιτευχθεί ο αραβοεβραϊκός αντιϊρανικός συνασπισμός. 

Ωστόσο τα προηγούμενα ίσχυαν για όσο χρονικό διάστημα το Ισραήλ παρέμενε μια status quo δύναμη, επιδιώκοντας αυτόν τον αραβοεβραϊκό συνασπισμό διατήρησης και υπεράσπισης του περιφερειακού status quo, υπό την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ, που εναντιωνόταν σε μια περιφερειακή συμμαχία του λεγόμενου άξονα της αντίστασης υπό μια αναθεωρητική δύναμη, το Ιράν, που επιδίωκε την αλλαγή του περιφερειακού status quo. 

Το Ισραήλ, πέρα από τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, έχει διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις ή έχει κάνει επιθέσεις στον Λίβανο, τη Συρία και την Υεμένη. Επιπλέον, είχαμε την δωδεκαήμερη πολεμική αντιπαράθεση με το Ιράν, που ξεκίνησε στις 13 Ιουνίου 2025, και, πιο πρόσφατα την επίθεση στο Κατάρ. 

Αυτή είναι η πρώτη φορά που έχουμε επιθετική ενέργεια από το Ισραήλ σε κράτος-μέλος του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (παλαιότερα είχαμε από Υεμένη και Ιράν), το οποίο αποτελείται από τα εξής κράτη: Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ομάν, Κατάρ, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Και αυτή η επίθεση του Ισραήλ έρχεται μετά από την κοινή πρωτοβουλία της Γαλλίας και της Σαουδικής Αραβίας για την Διακήρυξη της Νέας Υόρκης (I). 

Στην πραγματικότητα, μετά από τις παλαιστινιακές επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου υπό την ηγεσία της Χαμάς, και την ισραηλινή εισβολή και την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, αργά αλλά σταθερά το 2024, και με επιταχυνόμενους ρυθμούς μέσα στο 2025, το Ισραήλ άρχισε να μετατρέπεται από μια παραδοσιακή δύναμη υπεράσπισης του status quo σε μια αναθεωρητική δύναμη. 

Αυτή είναι η μεγάλη μεταβολή που έχει συμβεί και σε αυτό το πλαίσιο αποκτούν νόημα και ερμηνεύονται οι πράξεις του ισραηλινού κράτους, αλλά και οι αντισυσπειρώσεις που διαμορφώνονται. 

Το Ισραήλ, πλέον, είναι ένα αναθεωρητικό κράτος εν τω γίγνεσθαι, στην πράξη, επί του εδάφους. Αντιθέτως, το Ιράν, το οποίο μέχρι πρότινος ήταν το βασικό αναθεωρητικό κράτος στη Μέση Ανατολή, φαίνεται να μετατρέπεται σε δύναμη υπεράσπισης του status quo. Από την άλλη μεριά, τα φιλοδυτικά αραβικά κράτη αποτελούν δυνάμεις υπεράσπισης του περιφερειακού status quo που επιθυμούν τον τερματισμό των πολέμων. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα αραβικά κράτη του Κόλπου είναι υπέρ του status quo επειδή ευνοούνται από την υπάρχουσα ισορροπία δυνάμεων και την κυρίαρχη τάξη στην περιοχή (Αυτό ισχύει για κάθε status quo δύναμη). 

Στο πλαίσιο των αραβοϊσραηλινοϊρανικών σχέσεων, αυτή τη στιγμή, το Ισραήλ φαντάζει πιο επικίνδυνο από το Ιράν για τους Άραβες.

Εξ ου και μετά από την ισραηλινή επίθεση στο Κατάρ, την ημέρα της έκτακτης Αραβό-Ισλαμικής Συνόδου Κορυφής, είχαμε τη συνάντηση του διαδόχου του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, και του προέδρου του Ιράν, Μασούντ Πεζεσκιάν, η οποία έρχεται σε συνέχεια της επίτευξης συμφωνίας εξομάλυνσης των σχέσεων Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, με τη διαμεσολάβηση της Κίνας, και του εκτροχιασμού των σχέσεων Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, μετά από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα. 




Στις 5 Αυγούστου, με αφορμή την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ινδία, σημείωνα: Όπως (υποτίθεται ότι) είπε ο Ναπολέων Βοναπάρτης «ποτέ μην διακόπτεις τον εχθρό σου όταν κάνει μια λάθος κίνηση» ή «ποτέ μην παρεμβαίνεις όταν ο εχθρός σου κάνει λάθος»... Η άλλη παραλλαγή της φράσης που αποδίδεται στον Ναπολέοντα έχει ως εξής: «Ποτέ μην παρεμβαίνεις όταν ο εχθρός σου βρίσκεται σε διαδικασία αυτοκαταστροφής». Στις 31 Αυγούστου, είκοσι έξι μέρες μετά, είχαμε τη συνάντηση των Ναρέντρα Μόντι και Σι Τζινπίνγκ. Κάτι ανάλογο μπορεί να ειπωθεί και για τη συγκεκριμένη συνάντηση των Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν και Μασούντ Πεζεσκιάν.

Οι δύο φωτογραφίες, μεταξύ του πρωθυπουργού της Ινδίας και του προέδρου της Κίνας (Πρώτη Γέφυρα), από τη μια μεριά, και του προέδρου του Ιράν και του διαδόχου του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας (II), από την άλλη, είναι ανάλογες. Η πρώτη προκύπτει από τη συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια κλίμακα, η δεύτερη από τη συμπεριφορά του Ισραήλ στην περιφερειακή κλίμακα. Και τα δύο κράτη, τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ, συμπεριφέρονται σαν ο πλανήτης Γη και η περιφέρεια της Μέσης Ανατολής να αποτελεί, απλά, «τσιφλίκι» τους. Παρακάτω, στο μέρος V, αναδεικνύονται, πιο συγκεκριμένα, παραλληλίες και ομοιότητες ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ισραήλ.


Τρίτη Γέφυρα

Ο πόλεμος του Ιράκ με το Ιράν, από το 1980 μέχρι το 1988, μπορεί να θεωρηθεί ως σύγκρουση μεταξύ δύο γειτονικών αναθεωρητικών κρατών, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι επιτιθέμενος υπήρξε το Ιράκ. Η δωδεκαήμερη πολεμική σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν μπορεί να θεωρηθεί, επίσης, οριακά, ως σύγκρουση μεταξύ δύο αναθεωρητικών κρατών, αν και η πορεία για τη μετατροπή του Ιράν σε δύναμη υπεράσπισης του status quo έχει ξεκινήσει νωρίτερα, από τη Συρία. Οι δύο φωτογραφίες οριοθετούν την περίοδο μετάβασης του Ιράν από αναθεωρητική δύναμη σε δύναμη υπεράσπισης του status quo. 




Η μετακίνηση του Ιράν από αναθεωρητική σε status quo δύναμη, σε συνδυασμό με τον πρόσφατο αναθεωρητισμό του Ισραήλ έχει φέρει την αραβοεβραϊκή συμμαχία σε σημείο κρίσης καθώς, πλέον, το Ισραήλ, υπό την άνευ όρων υποστήριξη των ΗΠΑ, αποδεικνύεται απείρως πιο επικίνδυνο από το Ιράν, προκαλώντας  αντισυσπειρώσεις, όπως η προηγούμενη (II) ―δηλαδή μια αραβική μετατόπιση προς το Ιράν ή μια περιορισμένη μεν υπαρκτή δε αραβοϊρανική σύγκλιση―, και όπως η αμέσως επόμενη.


III

Η ισραηλινή επίθεση στο Κατάρ υπήρξε καταστροφική για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής διότι, πρώτον, η αρχιτεκτονική ασφάλειας του Κόλπου είναι ως επί το πλείστον αμερικανική, και όταν ο αμερικανικός εξοπλισμός ανιχνεύει ιρανικούς αλλά όχι ισραηλινούς πυραύλους αυτό σημαίνει ότι έχεις άμυνα a la carte, όπου και όποτε θέλει ο Αμερικανός, δηλαδή ότι δεν έχεις άμυνα. Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες απονομιμοποίησαν τον εαυτό τους ως προμηθευτή ασφάλειας και ως εγγυητή μιας ομπρέλας ασφαλείας, ενισχύοντας μια εικόνα αναξιοπιστίας (Μια ανάλογη εικόνα αν όχι αναξιοπιστίας τουλάχιστον αδυναμίας επέδειξε η Μόσχα με την αλλαγή του καθεστώτος στη Δαμασκό και την απώλεια της Συρίας ως εξαρτημένου κράτους-πελάτη). 

Η ιρανική επίθεση στο Κατάρ δημιούργησε λιγότερο θυμό και μικρότερη κατακραυγή λόγω της διαχείρισης, του συντονισμού και της ανυπαρξίας σημαντικών ζημιών, απ' ό,τι δημιούργησε η ισραηλινή επίθεση στο Κατάρ. Μόνο που ο θυμός δεν κατευθύνθηκε τόσο απέναντι στο Ισραήλ όσο απέναντι στις ΗΠΑ. Οι Άραβες του Κόλπου, όπως και οι Ευρωπαίοι της Δυτικής Ευρώπης, γίνονται ολοένα και πιο επιφυλακτικοί σχετικά με την αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ως μακροχρόνιου εγγυητή της ασφαλείας τους.

Αποτέλεσμα, στις 18 Σεπτεμβρίου, ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν δημοσίευσε εικόνα από συνάντησή του με τον Σεχμπάζ Σαρίφ, πρωθυπουργό του Πακιστάν, με την εξής φράση: «Σαουδική Αραβία και Πακιστάν.. Ένα μέτωπο ενάντια σε κάθε επιτιθέμενο.. Πάντοτε και για πάντα.». 




Η δημοσίευση παρέπεμπε σε κοινή δήλωση των δύο ηγετών που ανακοίνωνε την υπογραφή «Συμφωνίας Στρατηγικής Αμοιβαίας Άμυνας» μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Πακιστάν. Σύμφωνα με την κοινή δήλωση, η συμφωνία στοχεύει στην ανάπτυξη πτυχών της αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών και στην ενίσχυση της κοινής αποτροπής έναντι οποιασδήποτε επιθετικότητας. Επίσης, η συμφωνία ορίζει ότι οποιαδήποτε επιθετικότητα εναντίον μιας εκ των δύο κρατών θα θεωρείται επιθετικότητα εναντίον και των δύο

Αυτό δεν σηματοδοτεί, απαραίτητα, μια οριστική απομάκρυνση και ρήξη ανάμεσα σε Αμερικανούς και Σαουδάραβες, ωστόσο, μια τέτοια παρατήρηση, υπό μια έννοια, αποτελεί παρηγοριά στον άρρωστο, για τους εξής λόγους. Πρώτον, μια τέτοια ρήξη είχε έρθει έντονα στην επιφάνεια, επίσης, και επί Δημοκρατικών το 2019, με τον χαρακτηρισμό της Σαουδικής Αραβίας ως κράτους παρία από τον Τζο Μπάιντεν με αφορμή τη δολοφονία του Τζαμάλ Χασόγκτζι, δηλαδή η κρίση υποβόσκει. Δεύτερον, οι Άραβες του Κόλπου, εκ των πραγμάτων, αναγκάζονται να διαφοροποιήσουν τις επιλογές τους από μια μονοπολική απολύτως αμερικανοκεντρική σε μια πολυκεντρική σχέση ή εξάρτηση σε επίπεδο ασφάλειας (Ανάλογη πραγματικότητα αντιμετωπίζουν και οι Ευρωπαίοι ανεξάρτητα από το αν μπορούν να κάνουν κάτι γι' αυτό), όπως συμβαίνει και σε επίπεδο εμπορίου και ενέργειας, με τη μετάβαση από μια μονοπολική δυτικοκεντρική προς μια πολυπολική κατεύθυνση, με βασικούς μη δυτικούς πόλους την Ινδία και την Κίνα, που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο των ανθρώπων στον πλανήτη, περίπου το 35% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχοντας τις ανάλογες ενεργειακές ανάγκες. Επιπλέον, μετά από την Κίνα και την Ινδία, και δεύτερο κράτος της Ινδικής Υποηπείρου, το Πακιστάν, επιστρέφει στη Μέση Ανατολή, και μάλιστα όχι απλώς οικονομικά και εμπορικά αλλά στρατιωτικά. Τρίτον, το βασικό κίνητρο διαμόρφωσης μιας αμερικανοκεντρικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας στον Κόλπο κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο ήταν ο αναθεωρητισμός του Ιράκ και του Ιράν. Αν υπάρξει υποτυπώδης συνεννόηση με το Ιράν, ή μια περιφερειακή μουσουλμανική εξισορρόπησή του, δίχως το Ισραήλ (Τουρκία και Σ. Αραβία, με ή χωρίς το Πακιστάν), ή σχετικοποίηση της ιρανικής απειλής λόγω της ανόδου της ισραηλινής απειλής, υπό μια μάλιστα απόλυτη στήριξη από τις ΗΠΑ, τότε, ουσιαστικά, φανερώνεται ότι οι οι Άραβες του Κόλπου βασίζονται στις ΗΠΑ κυρίως λόγω της αδράνειας που προέκυψε από την απειλή του αναθεωρητικού Ιράκ εναντίον του Κουβέιτ, το 1990, η οποία πλέον έχει πάψει να υπάρχει. Τέλος, η στρατιωτική συμφωνία της Σαουδικής Αραβίας με το Πακιστάν, δυνητικά, μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για την αμφισβήτηση του πυρηνικού μονοπωλίου του Ισραήλ.


Τέταρτη Γέφυρα

Ο μεγάλος διαπραγματευτής και ειρηνοποιός Ντοναλντ Τραμπ αδυνατεί να τερματίσει τον πόλεμο στη Γάζα, όπως και τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς, όπως και στην περίπτωση του Βλαντίμιρ Πούτιν, στην πραγματικότητα, δεν έχει να προσφέρει κάτι αρκετά δελεαστικό στον Μπενιαμίν Νετανιάχου. Όταν έχεις δώσει σχεδόν τα πάντα τι άλλο μπορείς να προσφέρεις; Ο πόλεμος, πέραν όλων των άλλων, αποτελεί και μορφή επικοινωνίαςΕδώ υπάρχει ένα αμερικανοϊσραηλινό πάρε-δώσε. Παραδείγματος χάριν, εάν ο Τραμπ επιδιώκει να δημιουργήσει μια υποτυπώδη τουρκόϊσραηλινή συνεννόηση, ένα modus vivendi μεταξύ Τεβ Αβίβ και Άγκυρας, τότε μια τουρκόϊσραηλινή ένταση και κρίση μπορεί να ανεβάσει τη διαπραγματευτικό κεφάλαιο του Νετανιάχου έναντι του Τραμπ («Εδώ έχουμε κρίση με την Τουρκία, η οποία είναι αναθεωρητικό κράτος, και εσύ θες να συνεννοηθώ; Τι περισσότερο μπορείς να μου δώσεις;») (Στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης αναφέρομαι παράλληλα στο ζήτημα της ιστορικότητας της Ιερουσαλήμ και της Κωνσταντινούπολης σε συνάφεια με τα κράτη της Άγκυρας και του Τελ Αβίβ, Σελ. 277-278). Από την άλλη μεριά, η μόνη προσωπικότητα που μπορεί να σταματήσει τον Μπενιαμίν Νετανιαχού, ο οποίος προσπαθεί να ρυμουλκήσει τις ΗΠΑ σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, είναι ο Ντόναλντ Τραμπ. Δεν υπάρχει κάποιος άλλος. Νετανιάχου: «Η Αμερική δεν έχει καλύτερο σύμμαχο από το Ισραήλ... Η αμερικανο-ισραηλινή συμμαχία δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρή όσο είναι τώρα... Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο μεγαλύτερος φίλος που είχε ποτέ το Ισραήλ στον Λευκό Οίκο».

Αν το Ισραήλ δεν πληρώσει κόστος για όσα κάνει δεν έχει λόγο να σταματήσει όσα κάνει. Είναι τόσο απλό. Το Ισραήλ θα σταματήσει μόνο όταν υπάρξει συνδυασμός συντονισμένης πίεσης στο διεθνές, περιφερειακό και εσωτερικό αμερικανικό και ισραηλινό επίπεδο. Στο διεθνές επίπεδο, όπως είδαμε, το Ισραήλ πληρώνει υψηλότατο τίμημα. Ωστόσο, το Ισραήλ έχει κάθε λόγο να κλιμακώνει από τη στιγμή που είτε οι Αμερικανοί είτε οι Άραβες δεν το κάνουν να πληρώσει βαρύ τίμημα. 

Οι Άραβες, από την πλευρά τους, ξυπνάνε σε μια εφιαλτική πραγματικότητα όπου την ίδια στιγμή που το Ισραήλ φαντάζει πιο επικίνδυνο από το Ιράν δεν μπορούν πλέον να βασίζονται, ουσιαστικά, για την ασφάλειά τους στις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί, από την δική τους πλευρά, βρίσκονται σε παρόμοια θέση με αυτή που βρέθηκαν οι Ρώσσοι στη Συρία, δηλαδή απαξιώνεται περαιτέρω η εικόνα τους ως μεγάλης δύναμης που αποτελεί πάροχο και προμηθευτή ασφαλείας, πλέον και στα μάτια των Αράβων του Κόλπου μετά από αυτά των Ευρωπαίων. Όλα αυτά είναι προβλήματα που προκύπτουν από την κατάρρευση της ηγεμονικής ισχύος και την αδυναμία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι οποίες ψυχικά φαίνονται εντελώς στραμμένες και καθηλωμένες στο εσωτερικό τους. Μόνο η στάση των Ευρωπαίων διασώζει, σε κάποιο βαθμό, μια ψευδαίσθηση ηγεμονικής αμερικανικής ισχύος και επιρροής. Δίχως αυτούς ο βασιλιάς θα ήταν όχι απλώς γυμνός αλλά και όλοι θα έβλεπαν και θα καταδείκνυαν τη γύμνια του.


ΙV

Αν ο λόγος και η αιτία που εξώθησε στις παλαιστινιακές επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου υπό την ηγεσία της Χαμάς ήταν ο φόβος ότι το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία βρίσκονταν στο πρόθυρα της ομαλοποίησης των σχέσεών τους, και άρα της υπέρβασης του Παλαιστινιακού Ζητήματος και της αδρανοποίησης του «παλαιστιανικού εμποδίου» (II), εξέλιξη που έπρεπε να αποτραπεί από παλαιστινιακή σκοπιά, τότε η κρίση στο εσωτερικό της αραβοεβραϊκής περιφερειακής συμμαχίας, μετά από τις κατηγορίες τις Σαουδικής Αραβίας για «συνεχιζόμενα εγκλήματα λιμού, βαρβαρότητας και εθνοκάθαρσης» από το Ισραήλ στη Γάζα, και η συνάντηση Μπιν Σαλμάν-Πεζεσκιάν, που έρχεται σε συνέχεια της εξομάλυνσης των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας και Ιράν και μετά από την ισραηλινή επίθεση στο Κατάρ, καθώς και η αμυντική συμφωνία Σαουδικής Αραβίας και Πακιστάν, αντί για την εξομάλυνση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, όλα τα προηγούμενα, φανερώνουν ότι οι επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου έχουν επιτύχει τον στόχο τους και με το παραπάνω. 

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, οι επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου αποτέλεσαν την αιτία ή έδωσαν την αφορμή να μετατραπεί το Ισραήλ από μια δύναμη status quo σε μια αναθεωρητική δύναμη, ενώ το τίμημα που πλήρωσαν και συνεχίζουν να πληρώνουν οι Παλαιστίνιοι είναι τρομακτικό.

Σε μια μακάβρια στατιστική στις επιθέσεις της 7η Οκτωβρίου σκοτώθηκαν περίπου 1200 ισραηλινοί. Στον πόλεμο στη Γάζα, μέχρι στιγμής, με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα, έχουν σκοτωθεί περίπου 65000 Παλαιστίνιοι. Δηλαδή για κάθε θάνατο ενός (1) Ισραηλινού αντιστοιχεί ο θάνατος περίπου πενήντα πέντε (55) Παλαιστινίων. Αν προσμετρηθούν όλοι οι θάνατοι και προστεθούν ως νεκροί και οι αγνοούμενοι από την 7η Οκτωβρίου μέχρι σήμερα τότε έχουν σκοτωθεί περίπου 3300 Ισραηλινοί και περίπου 80000 Παλαιστίνιοι (τα στοιχεία μπορεί να μην είναι ακριβή), δηλαδή για κάθε θάνατο ενός (1) Ισραηλινού αντιστοιχεί ο θάνατος περίπου είκοσι πέντε (25) Παλαιστινίων.

Βέβαια αυτοί οι αριθμοί, που περιλαμβάνουν μωρά, παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένους, συνοδεύονται από διεθνείς πιέσεις και από διεθνή αλλά πλέον, ολοένα και εντονότερα, και περιφερειακή απομόνωση του Ισραήλ, από την αναγνώριση της Παλαιστίνης από τα πλέον υποστηρικτικά και θετικά προσκείμενα προς το Ισραήλ κράτη, από την κατηγορία ότι το ισραηλινό κράτος διεξάγει γενοκτονία κ.λπ. Δηλαδή το Ισραήλ πληρώνει τίμημα που δεν αποτυπώνεται σε αριθμούς θανάτων Ισραηλινών. 


V

Ωστόσο κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το Ισραήλ διεκδικεί περιφερειακή ηγεμονία. Όταν επιδιώκεις να επιβάλεις την ηγεμονία σου στους Παλαιστίνιους, τους Λιβανέζους, τους Σύριους και τους Ιορδανούς, και το αποτέλεσμα είναι να χάνεις τους Βρετανούς, τους Αυστραλούς, τους Καναδούς και τους Άραβες του Κόλπου, κάτι δεν πάει καλά με την κατοχύρωση και την αναγνώριση της επιδιωκόμενης ηγεμονίας σου. Δεν υπάρχει ηγεμόνας που να μην αναγνωρίζεται είτε από τους υπηκόους είτε από τους συμμάχούς του. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη. Δεν μπορεί να επιτευχθεί περιφερειακή ηγεμονία αποκλειστικά μέσω αεροπορικής υπεροχής και ισχύος. Tο Ισραήλ έχει δυσάρεστες και αποτυχημένες εμπειρίες κατοχής. Από το μεγαλύτερο μέρος της Γάζας αποσύρθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ολοκληρωτικά το 2005: εγένετο Χαμάς, από το Νότιο Λίβανο το 2000: εγένετο Χεζμπολάχ, από τη χερσόνησο του Σινά το 1982: υποβόσκει ένταση καθώς το Ισραήλ κατηγορεί την Αίγυπτο για επαναστρατικοποίηση της χερσονήσου του Σινά. Η πιο κρίσιμη κατοχή είναι αυτή της Δυτικής Όχθης και η πιο πετυχημένη αυτή των Υψιπέδων του Γκολάν (Το 2019 οι Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ έγιναν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε ισραηλινή κυριαρχία επί του Γκολάν). Επιπροσθέτως, όπως είπαμε, το ισραηλινό κράτος είναι μικροσκοπικό, εξ ου και είναι αδύνατον να αποτελέσει περιφερειακό ηγεμόνα (Υπάρχει ένα ποιοτικό στοιχείο που θα αποτελούσε ένδειξή ότι το Ισραήλ κινείται ρεαλιστικά προς μια συνθήκη περιφερειακής ηγεμονίας αλλά δεν είναι του παρόντος). 

Το γεγονός αυτό όμως δεν εμποδίζει το Ισραήλ από το να επιδιώξει την αναδιαμόρφωση ολόκληρης της περιοχής, σύμφωνα με τα λόγια του Νετανιάχου «της στρατηγικής πραγματικότητας στη Μέση Ανατολή», μέσω της χρήσης στρατιωτικής ισχύος και της δημιουργίας χάους, ακριβώς όπως έκαναν επί δεκαετίες οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το όραμα του Ισραήλ είναι να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική του δύναμη για να δημιουργήσει μια νέα τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή. Η συνθήκη της ισραηλινής πολιτικής μετά την 7η Οκτωβρίου είναι ανάλογη με τη συνθήκη της αμερικανικής πολιτικής μετά την 11η Σεπτεμβρίου. 

«Βλέπουν το Ισραήλ ως την πρώτη γραμμή του αμερικανικού πολιτισμού εδώ στη Μέση Ανατολή... Να προστατεύσουμε τον κοινό μας πολιτισμό επειδή συμμετέχουμε στη μάχη του πολιτισμού ενάντια στη βαρβαρότητα... οι ηγέτιδες δημοκρατίες παρεμβαίνουν σε άλλα κράτη προκειμένου να εξουδετερώσουν τρομοκράτες», ορισμένες από τις πρόσφατες φράσεις του Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Η δεινή/δυσχερής διεθνής θέση στην οποία έχει περιέλθει το Ισραήλ οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι σκέφτεται, συμπεριφέρεται και λειτουργεί σαν να αποτελεί τις μικροσκοπικές Ηνωμένες Πολιτείες της Μέσης Ανατολής ή της Δυτικής Ασίας. Η λογική, η νοοτροπία και ο τρόπος σκέψης και δράσης είναι σχεδόν ίδιος, Αμερικάνικος. Τα λάθη είναι, επίσης, σχεδόν ίδια. Ακόμα και η στρατηγική του αποκεφαλισμού, την οποία εφαρμόζει το Ισραήλ, αποτελεί μια σύλληψη των Αμερικανών που δεν ξεπερνά τις τρεις δεκαετίες ζωής. 

Το Ισραήλ ζει, ή πιστεύει ότι ζει, ή χειραγωγείται να πιστεύει ότι ζει, με χρονοκαθυστέρηση, με διαφορά φάσης, την ισραηλινή μονοπολική στιγμή περιφερειακής κυριαρχίας στη Μέση Ανατολή, με παρόμοιο τρόπο που την έζησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν αναθεωρητικό κράτος κατά τη διάρκεια της μονοπολικής τους στιγμής έτσι και το Ισραήλ αποτελεί (πλέον) αναθεωρητικό κράτος. Όμως όπως ήρθε το τέλος της μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Β. Αμερικής στην πλανητική κλίμακα, δεν μπορεί παρά να έρθει, σύντομα, και το τέλος της μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των μικροσκοπικών Ηνωμένων Πολιτειών της Μ. Ανατολής, δηλαδή του Ισραήλ, στην περιφερειακή κλίμακα

Δεν είναι τυχαίο που αυτή η ισραηλινή μονοπολική περιφερειακή στιγμή έρχεται μετά από το τέλος της αμερικανικής μονοπολικής ηγεμονικής στιγμής και στην αρχή της μετα-αμερικανικής/μονοπολικής περιόδου στη Μέση Ανατολή: ουσιαστικά αποτελεί το κύκνειο άσμα της πρώτης, ή μια απέλπιδα προσπάθεια κατοχύρωσης της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή, μέσω του Ισραήλ. 



VI

Ακόμα και αν κάποιος θεωρήσει εσφαλμένη την εκτίμηση ότι το Ισραήλ είναι πλέον ένα αναθεωρητικό κράτος, υπάρχει ένα ακόμα πλαίσιο, το οποίο σε συνδυασμό με το ζήτημα της διεθνούς απομόνωσης, καταδεικνύει ότι πιθανότατα κινούμαστε προς μια τέτοια κατεύθυνση, η οποία, παρεμπιπτόντως, είναι απολύτως παράλληλη και συμβαδίζει εντελώς με τις ΗΠΑ του Τραμπ.

Και το πλαίσιο αυτό είναι το εξής: Αν δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά της πιθανότητας αποχώρησης από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, με ανάλογο τρόπο που αποχώρησαν από την Κοινωνία των Εθνών η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και η μιλιταριστική Ιαπωνία, τότε τα κεντρικά αναθεωρητικά κράτη της εποχής μας, δηλαδή τα κράτη που είναι πιθανότερο να αποχωρήσουν από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, είναι το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Συνήθως η Ρωσσία και η Κίνα χαρακτηρίζονται ως αναθεωρητικά κράτη (η πρώτη πιο πειστικά λόγω της εισβολής στην Ουκρανία, αν και χαρακτηριζόταν έτσι και νωρίτερα, ενώ έχουμε γράψει ολόκληρο βιβλίο για όσα συμβαίνουν) επειδή αμφισβητούν τη διεθνή φιλελεύθερη τάξη, δηλαδή τη «δυτική» ηγεμονία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, κατά τη μεταδιπολική μεταψυχροπολεμική περίοδο, και ιδίως μετά από την αμερικανική μονοπολική ηγεμονική στιγμή. Ωστόσο, από τη σκοπιά της σχέσης των κρατών με τον ΟΗΕ, η Ρωσσία και η Κίνα ουδέποτε έχουν φανερώσει οποιαδήποτε πρόθεση να αποχωρήσουν από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και συνεχώς και κατ' εξακολούθηση δηλώνουν την ανάγκη υπεράσπισης και όχι αμφισβήτησης του ΟΗΕ (παρόλο που αποδέχονται την ανάγκη μεταρρύθμισής του), σε αντίθεση με το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Ακόμα και αν κάποιος επιμένει να μην δέχεται ότι το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες αμφισβητούν τον Οργανισμό, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ή ότι έχουν οποιαδήποτε πρόθεση να αποχωρήσουν από τον ΟΗΕ, η απομόνωση των δύο κρατών στον Οργανισμό διαμορφώνει το περιβάλλον προκειμένου να πάρουν μια τέτοια απόφαση και να προχωρήσουν σε μια τέτοια πράξη, δηλαδή το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες να αποχωρήσουν από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.


Έξοδος

Θα ολοκληρώσω με έναν διάλογο ανάμεσα στον Κινέζο Yan Xuetong, εισηγητή της νεοκλασικής διεθνοπολιτικής προσέγγισης του ηθικού ρεαλισμού ―στο εξαιρετικό βιβλίο του οποίου: Leadership and the Rise of Great Powers, έχω αναφερθεί μέσα από την Κοσμοϊδιογλωσσία―, και σε έναν Ισραηλινό στρατιωτικό αξιωματούχο, μάλλον τον Υπολοχαγό Elad Shoshan, ο οποίος, αν δεν κάνω λάθος, είναι στρατιωτικός ακόλουθος στην πρεσβεία του Ισραήλ στο Πεκίνο. Ο διάλογος, και ιδίως το τμήμα που έχω τονίσει με έντονη γραφή, μπορεί να λειτουργήσει ως μια δεύτερη υπενθύμιση/προειδοποίηση, μετά από το κείμενο Ηχώ από τα βάθη των αιώνων I: Αθηναίοι, Αμερικανοί, Ισραηλινοί και Σύμμαχοι | Από την Ύβρη στη Νέμεση, για όσους αυτοκατανοούνται ή αυτοπροβάλλονται ως «ρεαλιστές».


Ισραηλινός στρατιωτικός αξιωματούχος: Ο λόγος αυτού του πολέμου είναι ότι η τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς εξακολουθεί να κρατάει ομήρους μας. [Μετά αναφέρεται στον ΟΗΕ ισχυριζόμενος ότι κάποια πρόταση του Xuetong, το περιεχόμενο της οποίας δεν γνωρίζουμε] «ακούγεται πολύ έξυπνη μεταξύ χωρών. Όμως τι πρέπει να κάνουμε με την τρομοκρατική οργάνωση;»

Yan Xuetong: Οι στρατιώτες σας θα πρέπει να πυροβολούν τους τρομοκράτες, όχι τα παιδιά, όχι τις γυναίκες. 

Ισραηλινός στρατιωτικός αξιωματούχος: Έχετε δίκιο.

Yan Xuetong: Όταν πυροβολείτε τα παιδιά και τις γυναίκες χάνετε τη νομιμοποίηση να προβείτε σε οποιεσδήποτε ενέργειες για αυτόν τον λόγο...

Ισραηλινός στρατιωτικός αξιωματούχος: Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην πληγώσουμε τους πολίτες. Για παράδειγμα, αυτές τις μέρες - στην πραγματικότητα σήμερα..

Yan Xuetong: Έχετε σκοτώσει περισσότερους από 70.000 αμάχους.

Ισραηλινός στρατιωτικός αξιωματούχος: Όχι, όχι... 

Yan Xuetong: Είναι περισσότεροι από τους τρομοκράτες.

Ισραηλινός στρατιωτικός αξιωματούχος: Αυτό δεν είναι γεγονός. Το γεγονός είναι... 

Yan Xuetong: Λοιπόν. Το γεγονός δεν αποφασίζεται από εσένα. Τα γεγονότα αποφασίζονται από τη διεθνή κοινότητα. Δεν αποφασίζονται από την κυβέρνηση σου. Η κυβέρνησή σου δεν έχει καμία νομιμοποίηση και κανένα δικαίωμα να αποφασίζει ή να υπερασπίζεται τι είναι γεγονός.

Ισραηλινός στρατιωτικός αξιωματούχος: Ποια είναι η λύση κατά τη δική σας άποψη εναντίον της τρομοκρατικής οργάνωσης;

Yan Xuetong: Η λύση μου είναι να πάτε στον ΟΗΕ, να συνεργαστείτε με τον ΟΗΕ και να συμφωνήσετε σε μια λύση δύο κρατών για την εγκαθίδρυση ενός κράτους Παλαιστίνης. Τότε θα έχετε δύο κράτη και θα μπορείτε να συνεργαστείτε με τους Παλαιστίνιους για να πολεμήσετε την τρομοκρατία. Αν δεν συνεργαστείτε με τους Παλαιστίνιους, δεν μπορείτε ποτέ να κερδίσετε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.

Ισραηλινός στρατιωτικός αξιωματούχος: Αλλά ο συγκεκριμένος πόλεμος θα τελειώσει όταν η τρομοκρατική οργάνωση απελευθερώσει όλους τους ομήρους μας και παραδώσει τα όπλα της. Γιατί δεν μπορούμε - δεν μπορούμε να σταματήσουμε τον πόλεμο όσο έχουμε ομήρους.

Yan Xuetong: Αυτού του είδους η προπαγάνδα έχει παραγίνει. Κανείς δεν την πιστεύει. Εκτός από λίγους Ισραηλινούς.





Είχα επισημάνει παλαιότερα ότι από τότε που αναγγέλθηκε το Τέλος της Ιστορίας διαμορφώθηκε ένας νέος ορισμός για το τι είναι αλήθεια: Αλήθεια είναι αυτό που θέλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Θα συγκρουστούν δύο διαφορετικές αντιλήψεις για την αλήθεια, για τα γεγονότα και για την πραγματικότητα: των Αμερικάνοϊσραηλινών και των Υπολοίπων. Μένει να δούμε ποια από τις δύο θα επικρατήσει.


Δημήτρης Β. Πεπόνης


~


Bonus
Αποσπάσματα ηθικού ρεαλισμού από το έργο «Ηγεσία και η Άνοδος των Μεγάλων Δυνάμεων»


Εισαγωγή
Από τότε που ο Hans J. Morgenthau εκσυγχρόνισε την κλασική ρεαλιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων, πολλοί μελετητές έχουν λανθασμένα υποθέσει ότι ο ρεαλισμός αρνείται οποιαδήποτε ηθική επιρροή στη συμπεριφορά των κρατών... Όπως έχει σημειώσει ο Brostrom, τα κλασικά ρεαλιστικά έργα των Hans Morgenthau, Reinhold Niebuhr και George Kennan τονίζουν όλα τη σχέση μεταξύ ηθικής και εξουσίας. Μετά από μια προσεκτική εξέταση των κλασικών ρεαλιστικών γραπτών, ο Lebow υποστηρίζει ότι «ο «κλασικός» ρεαλισμός, όπως παρουσιάζεται από τον Θουκυδίδη, τον Carl Von Clausewitz και τον Hans J. Morgenthau, ασχολήθηκε πολύ με ζητήματα δικαιοσύνης».

1.
Η ηθική μπορεί να επηρεάσει άμεσα τη δύναμη των κρατών, διότι οι ηθικές ενέργειες αυξάνουν τη νομιμότητα της ηγεσίας ενός κράτους, προσδίδοντας έτσι σε αυτό μεγαλύτερη επιρροή. Η ηθική μπορεί επίσης να επηρεάσει την ικανότητα ενός κράτους, αλλά αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο έμμεσα. Δηλαδή, η ηθική ενός κράτους επηρεάζει πρώτα άλλους παράγοντες μέσω της επιρροής του, οι οποίοι στη συνέχεια αλλάζουν την υποστήριξη ή την αντίθεση άλλων παραγόντων προς αυτό, με αποτέλεσμα να αλλάζει η ικανότητα του κράτους. Η ηθική έχει άμεση επίδραση στη δύναμη ενός κράτους, αλλά η κατεύθυνση αυτής της επίδρασης εξαρτάται από το αν οι ενέργειες του κράτους είναι σύμφωνες με τους καθολικά αποδεκτούς ηθικούς κώδικες.    

Η Παλαιστίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απεικονίσει το φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο οι ηθικές ενέργειες αυξάνουν τη δύναμη ενός κράτους, αλλά όχι την ικανότητά του. Η διαμαρτυρία της Παλαιστίνης κατά της πολιτικής εποικισμού του Ισραήλ για την κατάληψη παλαιστινιακού εδάφους ήταν σύμφωνη με τους διεθνείς ηθικούς κώδικες συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια, η Παλαιστίνη έλαβε τόσο συμπάθεια όσο και πολιτική υποστήριξη από τη διεθνή κοινότητα, όπως φαίνεται από τις εβδομήντα επτά αποφάσεις του ΟΗΕ από το 1955 έως το 2013 που καταδίκασαν το Ισραήλ. Οι ηθικές ενέργειες της Παλαιστίνης, επομένως, ενίσχυσαν τη νομιμοποίηση του αιτήματός της για κυριαρχία, αλλά δεν κατάφεραν να αυξήσουν την ικανότητα της Παλαιστίνης στο βαθμό που απαιτείται για την προστασία της εδαφικής της κυριαρχίας. Κατά συνέπεια, η Παλαιστίνη παραμένει ευάλωτη στις ισραηλινές παραβιάσεις των συνόρων της.

2.
Η επίδραση της ηθικής στην ικανότητα ενός κράτους ποικίλλει ανάλογα με το αν η επίδραση αυτή την ενίσχυσε ή την υπονόμευσε. Η τήρηση των διεθνών ηθικών κωδίκων ενισχύει τη νομιμότητα της κινητοποίησης υποστήριξης ενός ηγετικού κράτους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Αυτό αυξάνει τη διεθνή δύναμη του κράτους, η οποία στη συνέχεια μετατρέπεται σε υλική ικανότητα. Αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό στη δημιουργία δικτύων συμμαχιών. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες σχημάτισαν μια ισχυρή πολυεθνική δύναμη για να σώσουν το Κουβέιτ από την προσάρτηση του Σαντάμ Χουσεΐν και τιμώρησαν τον επιτιθέμενο τον Ιανουάριο του 1991. Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν σύμφωνη με τις αρχές της εδαφικής ακεραιότητας που υποστηρίζονται από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και θεωρήθηκε ηθική σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Ως αποτέλεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κέρδισαν τριάντα τέσσερις χώρες ως συμμάχους, γεγονός που αύξησε την υλική τους ικανότητα στον Πόλεμο του Κόλπου.

Αντίθετα, η κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ παραβίασε το διεθνές δίκαιο, μια πράξη που θεωρήθηκε ανήθικη σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Κατά συνέπεια, έχασε την υποστήριξη του κοινού τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, και η στρατιωτική ανισότητα μεταξύ του Ιράκ και των Ηνωμένων Πολιτειών διευρύνθηκε σημαντικά. Αυτή η περίπτωση δείχνει ότι, ακόμη και αν οι ανήθικες ενέργειες δεν υπονομεύουν την απόλυτη ικανότητα ενός κράτους, μπορούν να αποδυναμώσουν σημαντικά τη σχετική του ικανότητα.

3. 
Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ηγετικών κρατών και άλλων κρατών επηρεάζουν τους υπάρχοντες κανόνες συνεπάγεται τη διαφοροποίηση μεταξύ των μηχανισμών των αλλαγών των διεθνών κανόνων και των αποτελεσμάτων τους. Ο Wendt υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις οδοί/τρόποι για την εσωτερίκευση των διεθνών κανόνων: η ισχύς, το κόστος και η νομιμότητα. Αυτή η κατηγοριοποίηση, ωστόσο, συσκοτίζει τους μηχανισμούς και τα αποτελέσματα της εσωτερίκευσης των διεθνών κανόνων... 

...η συναίνεση και όχι ο εξαναγκασμός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ασκήσουν επιρροή τα ηγετικά κράτη κατά τη διαμόρφωση νέων διεθνών κανόνων. Η συναίνεση διευκολύνεται σε μεγάλο βαθμό από ένα ηγετικό κράτος που θέτει τον εαυτό του ως παράδειγμα για να πείσει τους άλλους για τα οφέλη της τήρησης της αρχής συμπεριφοράς του. Ο Robert Gilpin λέει ότι «η διακυβέρνηση του διεθνούς συστήματος διατηρείται εν μέρει από το κύρος και την ηθική ηγεσία της ηγεμονικής δύναμης». Εδώ, θα αντικαθιστούσα τις οδούς/τους τρόπους του Wendt με τρεις μηχανισμούς μέσω των οποίων όλα τα είδη ηγετικών κρατών αλλάζουν τους διεθνείς κανόνες. Αυτοί είναι: (1) παράδειγμα-μίμηση: δημιουργία παραδείγματος για μίμηση από άλλα κράτη· (2) υποστήριξη-ενίσχυση: επιβράβευση κρατών που θεσπίζουν παρόμοια αρχή συμπεριφοράς· και (3) τιμωρία-διατήρηση: τιμωρία όσων παραβιάζουν αυτήν την αρχή. Όταν η πλειοψηφία των κρατών μετατρέπει την αρχή συμπεριφοράς τους σε μια αρχή που συμμορφώνεται με εκείνη των ηγετικών κρατών, μπορεί να ειπωθεί ότι μια τέτοια αρχή έχει εξελιχθεί σε διεθνή κανόνα.

Έξοδος
Η αξία της δικαιοσύνης μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό της άδικης νομιμότητας της συμπεριφοράς των ηγετικών κρατών, απαιτώντας δικαιοσύνη τόσο στη μορφή όσο και στο αποτέλεσμα. Συνδυάζοντας τη δημοκρατία με τη δικαιοσύνη, μπορούμε να διαδώσουμε την αξία της δικαιοσύνης και να συμβάλουμε στη διασφάλιση της νομιμότητας των αποφάσεων των διεθνών οργανισμών στη μορφή και της δικαιοσύνης στο αποτέλεσμα. Όταν τα δύο αυτά στοιχεία είναι ενωμένα, η δικαιοσύνη διατηρείται. Για παράδειγμα, τα περισσότερα κράτη επέβαλαν κυρώσεις κατά του καθεστώτος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Οι ενέργειες αυτές δεν είχαν μόνο νομιμότητα με τη μορφή ψηφίσματος του ΟΗΕ που υιοθετήθηκε από την πλειοψηφία των μελών του ΟΗΕ, αλλά, το πιο σημαντικό, οι πολιτικές κατά του απαρτχάιντ ήταν δίκαιες και σύμφωνες με την αρχή της δικαιοσύνης. Ο συνδυασμός των δύο εξηγεί γιατί αυτή η συγκεκριμένη χρήση κυρώσεων δεν θεωρήθηκε παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις.

Yan Xuetong
Leadership and the Rise of Great Powers


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~

Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com

Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 22 | 9 | 2025 μ.Χ. | 1446 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)

1 Σεπτεμβρίου 2025

Αμερικανορωσσικές σχέσεις, Ευρώπη, Γερμανία και «Δύση» υπό το φως του πολέμου στην Ουκρανία.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 1 | 9 | 2025 μ.Χ. | 1447 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)

Μουσική Συνοδεία


Περιεχόμενα

Εισαγωγή

1. Τίνος πράγματος έκφανση είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής

Η σκιά του Παρελθόντος στο Παρόν I

2. Προϊστορία της κρίσης των αμερικανορωσσικών σχέσεων και το επίδικο του πολέμου στην Ουκρανία στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής 

3. Γιατί η διαπραγμάτευση ήταν πρωταρχικά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσσικής Ομοσπονδίας

Επιστροφή στο Παρόν

4. Η Σύνοδος Κορυφής της Αλάσκας μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στην πράξη, εκτός εάν υποθέσει κανείς...

5. Η ταπείνωση των ευρωπαϊκών συμμαχικών ΝΑΤΟϊκών κρατών ως εκδίκηση του Τραμπ και ως αποτέλεσμα γεγονότων και εξελίξεων της τελευταίας οκταετίας (2017-2025)

6. Ο Τραμπ εκπέμπει μια εικόνα ηγεμονικής ισχύος μόνο ή κυρίως έναντι των συμμάχων, των υποτακτικών και των αντιπροσώπων των ΗΠΑ, όχι έναντι κυρίαρχων κρατών. 
- Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ινδία
- Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης δεν είναι απλώς Σινοκεντρικό
- Η σύγκρουση Ινδίας-Πακιστάν και η μανιώδης επιδίωξή του Τραμπ για το Νόμπελ ειρήνης. 
- Από τον «θεατρικό μιλιταρισμό» των ΗΠΑ του Μπους, του Ομπάμα και του Μπάιντεν στη «θεατρική διπλωματία» των ΗΠΑ του Τραμπ (και ο Μύθος του Απαραίτητου Έθνους).

7. Τι σηματοδοτεί η επιστροφή της διπλωματίας;
- Τέλος της πολιτικής που επιδίωκε την απομόνωση της Ρωσσίας από το «διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι»
- Γιατί επιδιώκεται η αποδόμηση και απονομιμοποίηση του ΟΗΕ (ο οποίος ασφαλώς και χρειάζεται μεταρρύθμιση)
- Μια αλλαγή της έδρας διεθνών οργανισμών σε χώρες εκτός «Δύσης» θα σημαίνει ότι θα πάψει  να ταυτίζεται το «δυτικό» με το διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι
- «Δεν υπάρχει λύση χωρίς διαπραγματεύσεις και χωρίς διπλωματία»: Οι ΗΠΑ του Τραμπ επιστρέφουν στη γραμμή της Γερμανίας της Μέρκελ
- Οι Ευρωπαίοι του παρόντος, ρητορικά, είναι οι Αμερικανοί τους παρελθόντος, και οι Αμερικανοί του παρόντος, ρητορικά, συμπεριφέρονται ως οι Ευρωπαίοι του παρελθόντος.

Η σκιά του Παρελθόντος στο Παρόν II

8. Η Άνγκελα Μέρκελ και η έμμεση αντιπαράθεσή της με τον Τζορτζ Μπους για την προσφορά καθεστώτος MAP (Σχεδίου Δράσης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ) στην Ουκρανία και στη Γεωργία το 2008
- «Δεν θα είσαι καγκελάριος για πάντα, και τότε θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Και θα το αποτρέψω αυτό». Τάδε έφη Βλαντίμιρ Πούτιν.
- Η Άνγκελα Μέρκελ αποχωρεί από την Καγκελαρία
- Εβδομήντα οκτώ (78) μέρες μετά

2021: Έτος ορόσημο. Προ- και μετά-2021 Εποχή

9. Γιατί το 2021 ήταν έτος ορόσημο και γιατί οι ιστορικοί του μέλλοντος θα μιλάνε για μια προ- και μετα-2021 εποχή

10. Αλληλουχία γεγονότων που οδήγησαν στην εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία που προσδίδει νόημα στην αλυσίδα γεγονότων που προηγείται και στη συσχέτισή της με την Κίνα. 

Μετά-2021 Εποχή

11. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο και ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, 
- Η μονοπολική περίοδος ως μεταψυχροπολεμική ανωμαλία και η επιστροφή ενός πολυπολικού κόσμου
- Η εγκατάλειψη του πολέμου στην Ουκρανία και του ρόλου των ΗΠΑ ως πρωταρχικού εγγυητή ασφάλειας στην Ευρώπη. Μπορούσε, άραγε, να προβλεφθεί η στάση των ΗΠΑ; 
- Η επίσημη παραδοχή του πολέμου στην Ουκρανία ως πολέμου δια αντιπροσώπων μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων: των ΗΠΑ και της Ρωσσίας.  

12. Παρέκβαση: Τα Όρια της πυρηνικής αποτροπής (της Ρωσσίας αλλά και του Ισραήλ), η επιβεβαίωση της συμβατικής στρατιωτικής ισχύος και της πιθανότητας πολέμου μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων αλλά και μεταξύ μιας πυρηνικής και μιας μη πυρηνικής δύναμης

13. Παρέκβαση: Ο ρόλος, η λειτουργία και το πεπρωμένο των δυνάμεων που αναλαμβάνουν να είναι αντιπρόσωποι (“proxies”) και να διαμεσολαβούν συγκρούσεις μεταξύ μεγάλων περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων 

Η σκιά και οι φόβοι του Μέλλοντος στο Παρόν

14. Γιατί οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποδεσμευτούν από τον πόλεμο στην Ουκρανία;
 
15. Μπορούν να συνεχιστούν οι πολεμικές εντάσεις στην Ευρώπη ανεξάρτητα από τη στάση των ΗΠΑ;

16. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; I («δυτικιστές» Ατλαντιστές)

17. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; II (Γάλλοι και Άγγλοι)

18. Ο μόνος τρόπος να λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία οριστικά, ανεξάρτητα από τα κίνητρα και τις προθέσεις συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων

19. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; III (Γάλλοι και Γερμανοί)

20. Το επιχείρημα ότι η Ρωσσία είναι αδύναμη άρα η «Ευρώπη» δεν έχει να φοβάται τίποτα είναι εσφαλμένο

.~`~.

Εισαγωγή

1. Τίνος πράγματος έκφανση είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής;

Αρκετοί ισχυρίζονταν, και ορισμένοι εξακολουθούν να ισχυρίζονται ακόμη και σήμερα, ότι η στρατιωτική εισβολή της Ρωσσίας και ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι αποτέλεσμα των προβλημάτων στις σχέσεις Κιέβου-Μόσχας, λόγω της ιδεολογικής φύσης του καθεστώτος της κάθε χώρας. Δηλαδή πρότασσαν το ιδεολογικό στοιχείο και παρουσίαζαν τη σύγκρουση ως ρωσσο-ουκρανική.

Η δική μας προσέγγιση, από την πρώτη στιγμή, όπως αποτυπώθηκε πριν από σχεδόν τρία χρόνια στο βιβλίο «Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης: Από την Ουκρανία και την πανδημία στη νέα πλανητική τάξη» ―η συγγραφή του οποίου ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2022 παρόλο που το βιβλίο κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2023―, είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί «έκφανση μιας κολοσσιαίων διαστάσεων κρίσης στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσσικής Ομοσπονδίας, που επωάζεται εδώ και χρόνια» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 45). Η σύγκρουση ήταν εξ αρχής αμερικανό-ρωσσική.

Αυτή η ερμηνευτική ματιά ισχύει από τη σκοπιά του επιπέδου της διακρατικής πολιτικής, ανεξάρτητα από το πώς εξελίσσεται ο πόλεμος και από το αν σταθμίζει κάποιος, συμπληρωματικά, το ζήτημα της δομής ισχύος στην Ευρώπη. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσσικής Ομοσπονδίας.


Η σκιά του Παρελθόντος στο Παρόν I


2. Προϊστορία της κρίσης των αμερικανορωσσικών σχέσεων και το επίδικο του πολέμου στην Ουκρανία στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής 

Η εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία αποτελεί την κορύφωση μιας περιόδου κρίσης στις αμερικανορωσσικές σχέσεις. Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με ηφαιστειακή έκρηξη μετά από τη συσσώρευση μεγάλης ενέργειας. Αυτή η συσσώρευση έχει μια συγκεκριμένη προϊστορία. 

Την περίοδο των Νατοϊκών βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας, των μετασοβιετικών συγκρούσεων στον Βόρειο Καύκασο (πόλεμοι Τσετσενίας) και της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στην Κεντρική Ευρώπη (1999), η Ρωσσία ήταν υπερβολικά αδύναμη προκειμένου η ένταση στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Μόσχας να οδηγηθεί σε μια έκρηξη ηφαιστειακού τύπου. 

Το 2002 οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποχωρήσουν από τη Συνθήκη των Αντι-βαλλιστικών Πυραύλων, απόφαση που αποτέλεσε σημείο καμπής για τη στροφή της Ρωσσίας προς τα λεγόμενα υπερηχητικά ή πολυηχητικά όπλα (ή όπως αλλιώς θέλει να τα ονομάσει κανείς για λόγους μάρκετινγκ). Ένα χρόνο μετά, επί Τζορτζ Μπους του νεότερου, οι ΗΠΑ εισβάλλουν στο Ιράκ (2003). Στην εισβολή αντιτάχθηκαν από κοινού Ρωσσία, Γαλλία, Γερμανία και Κίνα. Επιπλέον, την ίδια χρονιά είχαμε τη λεγόμενη «Επανάσταση των Ρόδων» στη Γεωργία και την επόμενη (2004) την «Πορτοκαλί Επανάσταση» στην Ουκρανία, η οποία συνοδεύτηκε και από τη μεγάλη διεύρυνση-επέκταση του ΝΑΤΟ σε Ανατολική Ευρώπη, Εύξεινο και Βαλτική. 

Ήδη από τότε, 20 και πλέον χρόνια πριν από σήμερα, η Μόσχα αρχίζει να αναφέρεται στη διεύρυνση-επέκταση του ΝΑΤΟ και στις προσπάθειες των Η.Π.Α να αποκτήσουν πρόσβαση στην Κεντρική Ασία ως «δυνητικά εχθρικές πράξεις» και ως «καταπάτηση της σφαίρας ιστορικών συμφερόντων» της Ρωσσίας. 

Το 2007 η Ουάσιγκτον ανακοινώνει σχέδια για την κατασκευή αντιβαλλιστικής πυραυλικής άμυνας στην Πολωνία και ενός σταθμού ραντάρ στην Τσεχία. Η Ρωσσία προειδοποιεί τις ΗΠΑ ότι αυτές οι κινήσεις θα μπορούσαν να μετατρέψουν την Ευρώπη σε πυριτιδαποθήκη, συγκρίνοντας τα αμερικανικά σχέδια για την εγκατάσταση του συστήματος με την κίνηση της Σοβιετικής Ένωσης να αναπτύξει πυραύλους στην Κούβα. Επιπλέον, η Μόσχα ισχυρίζεται ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο να στοχεύονται με πυραύλους η Βαρσοβία και η Πράγα και προειδοποιεί ότι μπορεί να αναγκαστεί να ανακατευθύνει τους πυραύλους της προς την Ουκρανία εάν αναπτυχθούν βάσεις του ΝΑΤΟ στη συγκεκριμένη χώρα (εκείνη την περίοδο το Κίεβο ήταν έτοιμο να εγκρίνει νομοθεσία που θα απαγόρευε την ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων του ΝΑΤΟ στο έδαφος της Ουκρανίας). 

Αυτή η πολιτική περίοδος κρίσης στις αμερικανορωσσικές σχέσεις επισφραγίζεται με την ομιλία του Πούτιν στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου το 2007.

Το επόμενο έτος, το 2008, θα γίνει η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία. Η Ρωσσία την καταδικάζει. Αργότερα θα την επικαλεστεί ως προηγούμενο για την ανεξαρτησία της Κριμαίας. Την ίδια χρονιά έχουμε τη δέσμευση του τότε Αμερικανού Προέδρου Τζορτζ Μπους για την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Στις 7 Αυγούστου του ίδιου έτους ξεκινά ο πόλεμος στη Γεωργία. 

Όλα αυτά μια 15ετία πριν από την έναρξη στης εισβολής στην Ουκρανία και δίχως να σταθμίζουμε τις εντάσεις και τις διαφωνίες σχετικά με τους πολέμους εκτός Ευρώπης: τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, τον πόλεμο στο Ιράκ, τον πόλεμο στη Λιβύη κ.λπ  (Από το 2001 οι πόλεμοι και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που ξεκίνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, της προώθησης της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν στοιχίσει περίπου 1.000.000 ανθρώπινες ζωές και έχουν δημιουργήσει 35-40 εκατομμύρια εκτοπισμένους στον πλανήτη). 

Δεν συνεχίζουμε για να μην κουραστεί ο αναγνώστης. Απλώς θα ολοκληρώσουμε με την πρώτη κορύφωση (πριν από το 2022) που έρχεται με την μονομερή κήρυξη ανεξαρτησίας της Κριμαίας το 2014, την προσάρτησή της από τη Ρωσσική Ομοσπονδία και την εκδίωξη-αποκλεισμό της Μόσχας από την ομάδα των Οκτώ (G8). Ένα χρόνο νωρίτερα, το 2013, είχε προηγηθεί ρήξη και απομόνωση της Ρωσσίας στο εσωτερικό της ομάδας (G8) σχετικά με τον πόλεμο στη Συρία, και διαδηλώσεις στο Κίεβο (Euromaidan) με αφορμή την μη υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης Ουκρανίας-ΕΕ, που σηματοδοτούσε την περαιτέρω σύνδεση της Ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου με τις ευρωατλαντικές δομές στο πλαίσιο της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης (Μολδαβία, Ουκρανία, Λευκορωσία και Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν), για την οποία η Γαλλία και η Γερμανία, εκείνη την χρονική περίοδο, εξέφραζαν επιφυλάξεις. 


Συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα με τον Ρώσσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής της ομάδας των Οκτώ (G8) στις 17 Ιουνίου 2013 (Lough Erne, Enniskillen, Βόρεια Ιρλανδία).


Τα προηγούμενα γεγονότα φανερώνουν μια συνεχή πορεία κρίσης και κλιμάκωσης της έντασης στις αμερικανορωσσικές σχέσεις, από τις οποίες επηρεάζεται άμεσα η κατάσταση των σχέσεων της Ρωσσίας με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. 

Η διπλωματική κορύφωση, πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, ήρθε την 15η Δεκεμβρίου 2021 με τα προσχέδια συμφωνίας και συνθήκης που έστειλε η Ρωσσία σε Βρυξέλλες (ΝΑΤΟ) και Ουάσιγκτον (ΗΠΑ) τα οποία αφορούσαν μέτρα και εγγυήσεις ασφάλειας. Αυτά τα διαπραγματευτικά έγγραφα αγνοήθηκαν. 

Αυτή είναι, εν συντομία, η προϊστορία της κρίσης στις αμερικανορωσσικές σχέσεις, που κορυφώθηκε με την εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία, και οδήγησε στις χειρότερες σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας τουλάχιστον από την πρώτη ψυχροπολεμική περίοδο, επί Σοβιετικής Ένωσης. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας Τραμπ ζούμε την προσπάθεια ολοκλήρωσης αυτής της περιόδου κρίσης στις αμερικανορωσσικές σχέσεις, και την επιδίωξη του κλεισίματος ενός παλαιού και της έναρξης ενός  νέου ιστορικού και πολιτικού κύκλου στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Ρωσσική Ομοσπονδία.

Όπως έχουμε δηλώσει εξ αρχής (φθινόπωρο 2022-άνοιξη 2023) στο βιβλίο: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει ως επίδικο την ανεξαρτησία του Κιέβου, αλλά τις σχέσεις Ουάσινγκτον - Μόσχας» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 48).

3. Γιατί η διαπραγμάτευση ήταν πρωταρχικά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσσικής Ομοσπονδίας

Εφόσον «Στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί έκφανση μιας κολοσσιαίων διαστάσεων δομικής κρίσης στις σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσσικής Ομοσπονδίας, η οποία επωάζεται εδώ και χρόνια» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 45, 2023) και εφόσον «Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει ως επίδικο την ανεξαρτησία του Κιέβου, αλλά τις σχέσεις Ουάσινγκτον - Μόσχας» (Σελ. 48), τότε λογικό είναι η διαπραγμάτευση να είναι πρωταρχικά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσσικής Ομοσπονδίας.

Βέβαια, όπως διαβάζατε πριν από έξι μήνες στην Κοσμοϊδιογλωσσία: πέρα από τον στόχο του μόνιμου τέλους του πολέμου στην Ουκρανία, που θα επιλύει τόσο το εδαφικό ζήτημα όσο και αυτό των εγγυήσεων ασφάλειας, οι συνομιλίες κατ' ουσίαν αποτελούν αφορμή ή προκάλυμμα για την έναρξη της διαδικασίας εξομάλυνσης και αποκατάστασης των αμερικανορωσσικών σχέσεων, με προοπτική ακόμα και γεωπολιτικής και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών. Παρόλα αυτά, μια συμφωνία δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε εύκολη, επειδή οι διαπραγματεύσεις πιθανότατα θα περιλαμβάνουν και άλλα ζητήματα, πέρα από την Ουκρανία. Επιπλέον, οι Ρώσσοι θα έχουν επιφυλάξεις προκειμένου να αναλάβουν μακροχρόνια δέσμευση καθώς η κυβέρνηση Τραμπ έχει ορίζοντα τετραετίας  (αλλά και ηλικιακά ο Τραμπ είναι μεγάλος) και δεν γνωρίζουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Επίσης, αν υπάρξει συμφωνία σε συγκεκριμένους όρους δεν είναι αυτονόητο ότι ο Τραμπ θα καταφέρει να τους εκπληρώσει, διότι ο εσωτερικός πολιτικός πόλεμος στις ΗΠΑ και στη Δύση βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά και επειδή οι Αμερικανοί προσπαθούν να πετάξουν από πάνω τους την ευθύνη,  τη διαχείριση και την ιδιοκτησία του πολέμου μετακυλώντας και παραδίδοντάς την στους Ευρωπαίους (Αναλυτικά παρακάτω).

Η παρατήρηση ότι «Ακόμη και αν ο πόλεμος, η κρίση και το ζήτημα της Ουκρανίας βραχυπρόθεσμα αποκλιμακώνονταν και πάγωναν για διαπραγματευτικούς και διπλωματικούς λόγους, δεν πρόκειται να ομαλοποιούνταν αν δεν επιλύονταν οι αντιθέσεις και οι ασυμβατότητες συμφερόντων που κυριαρχούν στο εσωτερικό του πλανητικού Βορρά» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 45, 2023), μας απασχολεί ήδη σε ό,τι αφορά τη στάση κεντρικών ευρωπαϊκών ΝΑΤΟϊκών κρατών, θα μας απασχολήσει στο εγγύς μέλλον σε ό,τι αφορά τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ρωσσίας και Ιαπωνίας, η οποία εκκρεμεί, αλλά και στην περίπτωση πιθανής εμπλοκής ή έντασης στην πορεία των διαπραγματεύσεων, ή μετά από αυτές.


Επιστροφή στο Παρόν


4. Η Σύνοδος Κορυφής της Αλάσκας μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στην πράξη, εκτός εάν υποθέσει κανείς ότι απευθυνόταν αποκλειστικά στη Ρωσσία και τον Πούτιν με μοναδική ή κύρια στόχευση να πείσει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ γενικά αλλά κυρίως ο ίδιος ο Τραμπ ειδικότερα έχει καλές προθέσεις, είναι ειλικρινής, μπορεί να ενεργήσει ως έντιμος μεσολαβητής, ως ειρηνοποιός, μεταξύ της Ρωσσίας και της Ουκρανίας, και ότι είναι πραγματικά προσηλωμένος σε μια συμφωνία που θα οδηγήσει σε ένα οριστικό τέλος στον πόλεμο. 

Τα πράγματα δεν έφτασαν σε αυτό το σημείο απλώς και μόνο επειδή έτσι ξύπνησε ο Τραμπ ένα πρωί: η Ρωσσία αναγκάστηκε να πολεμήσει προκειμένου να αποφύγει τη θέση για την οποία προοριζόταν μεταψυχροπολεμικά, δηλαδή προκειμένου να μην υποβαθμιστεί σε ελάσσων και δευτερεύων εταίρος (junior partner) των ΗΠΑ ―όπως είναι όλοι όσοι κάθονται απέναντι από τον Τραμπ στην περίφημη φωτογραφία στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου―, και πλέον αναγνωρίζεται όχι απλώς ως το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος αλλά και ως το ισχυρότερο κράτος στον ευρασιατικό παγκόσμιο Βορρά, δηλαδή από το Τόκιο μέχρι το Λονδίνο στην κατεύθυνση Ανατολής-Δύσης. 

Επιπλέον, η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ έρχεται εφόσον, από την αρχή σχεδόν του έτους, του 2025, είναι πλέον ευρέως αποδεκτό, εντός των ΗΠΑ, ότι η Ουκρανία χάνει τον πόλεμο. Μέσα σε λίγους μήνες, η κυρίαρχη αφήγηση έχει μετατοπιστεί από την επιδίωξη της παράτασης του πολέμου με σκοπό την απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών, τη νίκη της Ουκρανίας, την απόδοση ευθυνών και την τιμωρία της Ρωσσίας, στην προσπάθεια τερματισμού του πολέμου με σκοπό την αποτροπή της ήττας Ουκρανίας και της νίκης της Ρωσσίας. Δηλαδή πλέον το επίδικο είναι να πειστούν οι Ρώσσοι να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με σκοπό τον τερματισμό ενός πολέμου τον οποίον κερδίζουν. 

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι παράλογη. Σε έναν πόλεμο κατατριβής (war of attrition) δεν είναι παράξενο όσο περνάει ο χρόνος να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας αυτός που έχει περίπου εικοσιπενταπλάσια εδάφη, δεκαπλάσια οικονομία και τετραπλάσιο πληθυσμό. Η Ρωσσία έχει 25 φορές περισσότερα εδάφη, 10 φορές μεγαλύτερη οικονομία και 4 φορές μεγαλύτερο πληθυσμό από την Ουκρανία, η οποία αντέχει επειδή είναι πλήρως κοινωνικοποιημένη σε περιφερειακή, πανευρωπαϊκή, υπερεθνική δυτική και παγκόσμια κλίμακα ―σε αντίθεση με το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν στον Πόλεμο του Κόλπου, το 1990-1991, που τελούσε υπό πλήρη περιφερειακή απομόνωση―, αν δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά του Κιέβου ως ανεξάρτητου υποκειμένου (Δες όμως και παρακάτω: 13. Ο ρόλος, η λειτουργία και το πεπρωμένο των δυνάμεων που αναλαμβάνουν να είναι αντιπρόσωποι (“proxies”) και να διαμεσολαβούν συγκρούσεις μεταξύ μεγάλων περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων). 

Ο Ντόναλντ Τραμπ σε συνέντευξή που έδωσε μετά από τη Σύνοδο, δήλωσε, μεταξύ άλλων: «είναι καλό όταν, ξέρετε, δύο μεγάλες δυνάμεις τα πάνε περίφημα, ειδικά όταν είναι πυρηνικές δυνάμεις. Ξέρετε, είμαστε η πρώτη. Είναι η δεύτερη στον κόσμο. Και είναι μεγάλη υπόθεση. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση... Πρέπει να κάνουμε μια συμφωνία. Ναι. Κοιτάξτε, η Ρωσία είναι μια πολύ μεγάλη δύναμη. Και αυτοί [οι Ουκρανοί] δεν είναι. Είναι σπουδαίοι στρατιώτες και... είχαν επίσης τον καλύτερο εξοπλισμό. Ξέρετε, είχαν τον εξοπλισμό μας... είχαν θάρρος στη μάχη. Και ξέρετε, πολεμούν μια μεγάλη πολεμική μηχανή...». Για να συμπληρώσει σε άλλο σημείο: «είχα πάντα μια εξαιρετική σχέση με τον Πρόεδρο Πούτιν και θα κάναμε σπουδαία πράγματα μαζί όσον αφορά - ξέρετε, η γη τους είναι απίστευτη. Οι σπάνιες γαίες, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα πάντα, είναι απίστευτα. Είναι το μεγαλύτερο κομμάτι γης στον κόσμο ως έθνος μακράν. Νομίζω ότι έχουν 11 ζώνες ώρας, αν μπορείτε να το πιστέψετε. Αυτό είναι σπουδαίο πράγμα. Αλλά θα είχαμε κάνει πολλά σπουδαία πράγματα, αλλά είχαμε την απάτη της Ρωσίας [Russia hoax] που μας εμπόδισε να το κάνουμε αυτό». 

Η Άνγκελα Μέρκελ, είχε τονίσει παλαιότερα: «συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά ότι [ο Βλαντίμιρ Πούτιν] δεν θα σταματούσε μπροστά σε τίποτα για να κάνει τη Ρωσσία να φαίνεται ισότιμη με τις Ηνωμένες Πολιτείες».




5. Η ταπείνωση των ευρωπαϊκών συμμαχικών ΝΑΤΟϊκών κρατών ως εκδίκηση του Τραμπ και ως αποτέλεσμα γεγονότων και εξελίξεων της τελευταίας οκταετίας

Ο εξευτελισμός και η ταπείνωση των ευρωπαϊκών συμμαχικών ΝΑΤΟϊκών κρατών, των ηγετών τους, από τις ΗΠΑ του Τραμπ σχετίζεται, μεταξύ άλλων, και με τη διαβεβαίωση του Τραμπ προς τον Πούτιν ότι «Μπορώ να εκπληρώσω κάθε όρο... Μπορώ να τους βάλω σε σειρά. Θα κάνουν ό,τι τους πω». Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα, τουλάχιστον όχι τόσο απλά όσο τα έχει στο μυαλό του, παρόλο που κυριαρχούν οι εντυπώσεις ταπείνωσης των συμμάχων. Επίσης, ο εξευτελισμός τους αποτελεί μια αντιστροφή και μια εκδίκηση του Τραμπ για μια συνθήκη την οποία είχε βιώσει ο ίδιος κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του ως πρόεδρος των ΗΠΑ.




Καλό είναι να θυμηθούμε σε αυτό το σημείο ότι την άνοιξη του 2017 η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ είχε δηλώσει ότι «η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στις ΗΠΑ για την προστασία της», προσθέτοντας πως «οι εποχές που θα μπορούσαμε να βασιστούμε πάνω τους τελειώνουν. Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουμε το πεπρωμένο της στα χέρια μας, πρέπει να δώσουμε τον δικό της αγώνα για το μέλλον της, για τη μοίρα της» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 212). 

Σαφώς και υπάρχει προ και μετά Μέρκελ εποχή στην Ευρώπη, και σαφώς υπήρξε μια τεράστια αμερικανική-τραμπική επιχείρηση αποδόμησης της Μέρκελ από το 2021 και μετά. Αυτό που συνήθως τονίζεται είναι ότι αν ήταν πρόεδρος ο Τραμπ ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα είχε γίνει. Πάντως για όσο καιρό ήταν η Μέρκελ καγκελάριος της Γερμανίας διακρατικός χερσαίος ηπειρωτικός πόλεμος στην Ευρώπη δεν είχε ξεσπάσει. Αν θέλουμε να είμαστε κάπως δίκαιοι ίσως θα έπρεπε να καταλήξουμε σε αυτό που είχα γράψει παλαιότερα: με τη Μέρκελ στη Γερμανία και τον Τραμπ στις ΗΠΑ, η εισβολή στην Ουκρανία πιθανώς να μην συνέβαινε τότε, το 2022, δηλαδή ο πόλεμος ίσως να είχε αποφευχθεί, όχι οριστικά και τελικά αλλά πρόσκαιρα. Αλλά μια τέτοια θέση ευνοεί υπερβολικά τον Ντόναλντ Τραμπ. Η Άνγκελα Μέρκελ κυβέρνησε επί 16 χρόνια τη Γερμανία, από το 2005 έως το 2021. Μόνο μεταξύ των ετών 2012 και 2021 συναντήθηκε με τον Βλαντίμιρ Πούτιν 34 φορές. Και όπως θα δούμε παρακάτω η σχέση Μέρκελ-Πούτιν έχει τη σημασία της, πριν φτάσουμε στην εισβολή. 

Όπως και να 'χει, οκτώ χρόνια μετά από τις δηλώσεις της Μέρκελ, που έγιναν μετά από τις Συνόδους του ΝΑΤΟ και της Ομάδας των Επτά, το 2017, επτά χρόνια μετά από την προηγούμενη φωτογραφία, που τραβήχτηκε στη Σύνοδο της Ομάδας των Επτά, το 2018, και τρεισήμισι χρόνια μετά από την έναρξη της πρώτης στρατιωτικής εισβολής και του πρώτου χερσαίου διακρατικού πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος για πρώτη φορά από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το αποτέλεσμα ήταν αυτό:




6. Ο Τραμπ εκπέμπει μια εικόνα ηγεμονικής ισχύος μόνο ή κυρίως έναντι των συμμάχων, των υποτακτικών και των αντιπροσώπων των ΗΠΑ, όχι έναντι κυρίαρχων κρατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ινδία. Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης δεν είναι απλώς Σινοκεντρικό. Η σύγκρουση Ινδίας-Πακιστάν και η μανιώδης επιδίωξή του Τραμπ για Νόμπελ ειρήνης. Από τον «θεατρικό μιλιταρισμό» των ΗΠΑ του Μπους, του Ομπάμα και του Μπάιντεν στη «θεατρική διπλωματία» των ΗΠΑ του Τραμπ. 

Αν κάποιος θεωρήσει ειλικρινείς τις προθέσεις και αγνά τα κίνητρα του Ντόναλντ Τραμπ τότε ο τελευταίος πασχίζει να τερματίσει έναν πόλεμο που προκλήθηκε ―δεν ξεκίνησε αλλά προκλήθηκε―, από το κράτος του οποίου είναι πρόεδρος: τις ΗΠΑ, όπως παραδέχεται και ο ίδιος. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορεί να τα καταφέρει. Ο Τραμπ εκπέμπει μια εικόνα ηγεμονικής ισχύος κυρίως έναντι των συμμάχων, των πελατών, υποτακτικών και των εντολοδόχων των ΗΠΑ, όχι έναντι κυρίαρχων κρατών.

Πρόσφατο τελευταίο παράδειγμα, η αντίδραση του Νέου Δελχί στις οικονομικές απειλές του Τραμπ. Πέρα την τοποθέτηση/δήλωση του επίσημου εκπροσώπου του υπουργείου εξωτερικών υποθέσεων της Ινδίας (εικόνα), είχαμε τη συνάντηση τόσο του Υπουργού Εξωτερικών όσο και του Πρωθυπουργού της Ινδίας με τον Υπουργό Εξωτερικών της Κίνας, και την επισήμανση του Ναρέντρα Μόντι ότι «Από τη συνάντησή μου με τον Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στο Καζάν πέρυσι, οι σχέσεις Ινδίας-Κίνας έχουν σημειώσει σταθερή πρόοδο, με οδηγό τον σεβασμό των αμοιβαίων συμφερόντων και ευαισθησιών» (Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τη σύνοδο κορυφής με τον Τραμπ στην Αλάσκα ο Πούτιν τηλεφώνησε στον Ινδό Πρωθυπουργό Μόντι). Πιο πρόσφατα, στη Σύνοδο της Σαγκάης, ο Μόντι δήλωσε ότι «η Ινδία και η Κίνα είναι εταίροι, όχι αντίπαλοι». Έχω επισημάνει κατ' επανάληψη ότι οι «δυτικοί» έχουν καταλάβει λάθος την Ινδία. Μπορείτε να διαβάσετε παλαιότερο κείμενο που δημοσίευσα το 2022 στην Κοσμοϊδιογλωσσία για τον «ιδιαίτερο δρόμο της Ινδίας ― μέρος α΄: Οι έξι φάσεις της Ινδικής εξωτερικής πολιτικής από την ανεξαρτησία μέχρι σήμερα».




Θυμίζω ότι Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (η κεντρική ιδέα του βιβλίου) δεν είναι απλώς Σινοκεντρικό, όπως εσφαλμένα νομίζουν αρκετοί, που προτάσσουν τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας, επειδή έτσι επιθυμούν ή επιδιώκουν να είναι τα πράγματα οι Αμερικανοί. Σημειώνω χαρακτηριστικά στο βιβλίο ότι «τα επίδικα και τα νοήματα της εποχής μας υπερβαίνουν κατά πολύ τον ανταγωνισμό δύο γιγάντιων κρατών όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα –πόσο μάλλον οι ΗΠΑ και η Ρωσσία–, μέσω του οποίου επιχειρείται να αλλοιωθούν ιστορικά νοήματα και να παραπλανηθούν ή να χειραγωγηθούν πολιτικές συνειδήσεις» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ, 28). Ποιο είναι λοιπόν αυτό το περίφημο «Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης» το οποίο τιτλοφορεί και για το οποίο μιλά το βιβλίο;

Από τον 1ο αιώνα μ.Χ. μέχρι τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου (1790-1820), επί δεκαοκτώ αιώνες, οι μεγαλύτερες οικονομίες στον πλανήτη βρίσκονταν παραδοσιακά στις περιοχές ανάμεσα στον Μακρύ (Yangtze) και στον Κίτρινο (Huang He) ποταμό, δηλαδή στην Κίνα και στην ινδική υποήπειρο. Μόνο κατά τους δύο με τρεις τελευταίους αιώνες κατέστη δυνατό η σχεδόν φυσική –υπό την έννοια της μακράς διάρκειας– αυτή ιστορική οικονομική τάξη να μεταβληθεί, με την άνοδο της Δυτικής Ευρώπης αρχικά και της Βόρειας Αμερικής αργότερα.
   Αυτός ο ιστορικός κύκλος σταδιακά φτάνει στην ολοκλήρωσή του. Είναι μάταιο να πιστεύει κάποιος πως αυτή η πορεία, δηλαδή η ολοκλήρωση μιας ιστορικής περιόδου που θα μπορούσε να ονομαστεί Εποχή της Μεγάλης Παρέκκλισης, η οποία γέννησε την αρχικά ευρωκεντρική και μετέπειτα δυτικοκεντρική ιδεολογία, ιστοριογραφία και ερμηνευτική, θα μπορούσε να αποτραπεί και να αντιστραφεί με πόλεμο...




Επιστρέφοντας στις αμερικανοϊνδικές σχέσεις. Οι οικονομικές απειλές των ΗΠΑ του Τραμπ εναντίον της Ινδίας του Μόντι ήρθαν σε συνέχεια της ανεπιθύμητης και μη επιδιωκτέας από ινδικής πλευράς παρέμβασης του πρώτου στη σύγκρουση με το Πακιστάν την άνοιξη. Η σύγκρουση πυροδοτήθηκε από μια τρομοκρατική επίθεση στην περιοχή του Κασμίρ στις 22 Απριλίου 2025, στην οποία σκοτώθηκαν 26 άμαχοι. Η Ινδία ξεκίνησε την επιχείρηση «Sindoor» στις 7 Μαΐου, με στόχο υποτιθέμενες τρομοκρατικές υποδομές στο Πακιστάν, η οποία οδήγησε σε τέσσερις ημέρες έντονων στρατιωτικών συγκρούσεων, στο πλαίσιο των οποίων έλαβε χώρα και αυτό που θεωρείται ως η μεγαλύτερη αερομαχία τουλάχιστον από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στις 10 Μαΐου 2025 ανακοινώθηκε κατάπαυση του πυρός, με τον Τραμπ να ισχυρίζεται ότι η μεσολάβηση των ΗΠΑ ήταν καθοριστική, το ίδιο ισχυρίστηκε και το Πακιστάν (υπήρξε επαναπροσέγγιση και συνεννόηση ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Ισλαμαμπάντ), ενώ η θέση της Ινδίας είναι ότι επρόκειτο για διμερή συμφωνία μεταξύ του ινδικού και του πακιστανικού στρατού.

Σε συνέντευξη που έδωσε ο ο Υπουργός Εξωτερικών της Ινδίας στην οποία συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, ο ρόλος που ισχυρίζεται ότι διαδραμάτισε ο Ντόναλντ Τραμπ, με τη μεσολάβηση για τον τερματισμό της τετραήμερης σύγκρουσης, όταν ρωτήθηκε για το θέμα αφού χαμογέλασε, δήλωσε: «επιλύσαμε αυτή τη σύγκρουση προς το παρόν, με τη συγκεκριμένη στρατιωτική μορφή, μέσω συμφωνίας και κατανόησης, για την κατάπαυση του πυρός και τον τερματισμό των στρατιωτικών ενεργειών, και αυτό ήταν κάτι που διαπραγματευτήκαμε απευθείας μεταξύ των στρατών των δύο χωρών... αυτή τη στιγμή που υπάρχει μια σύγκρουση στην Ουκρανία, που έχει φτάσει στον τέταρτο χρόνο της. Έχετε μια πολύ σοβαρή κατάσταση, και πάλι, πολύ αιματοχυσία στη Μέση Ανατολή, και υπάρχουν και άλλες πτυχές, η Υεμένη, κ.λπ. Έτσι, αν έχετε, έναν παγκόσμιο ηγέτη που υποστηρίζει την επίλυση των συγκρούσεων και τη διευθέτηση, ως γενική αρχή, αυτό είναι προφανώς ευπρόσδεκτο. Τώρα, οι άνθρωποι μπορούν να έχουν απόψεις για το ποια είναι η καλύτερη πορεία, τι πρέπει να διαπραγματευτεί, ποιος πρέπει να διαπραγματευτεί, αυτό είναι ένα διαφορετικό ζήτημα».

Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να αυτοπροβάλλεται ως Μέγας Ειρηνοποιός για έναν και μόνο λόγο: επειδή η Νορβηγική Επιτροπή των Βραβείων Νόμπελ Ειρήνης αποφάσισε να απονείμει στον Μπαράκ Ομπάμα το Νόμπελ Ειρήνης για το 2009, και έχει λυσσάξει να πάρει και ο ίδιος Νόμπελ Ειρήνης. Αυτός είναι ο λόγος. Αποτέλεσμα: η κυβέρνηση του Πακιστάν πρότεινε τον Τραμπ για το Νόμπελ ειρήνης. Το ίδιο, ασφαλώς, θα επιθυμούσε ο Ντόναλντ Τραμπ να πράξει και ο Βλαντίμιρ Πούτιν.




Στο βιβλίο του «Μετά την Αυτοκρατορία», ο Emmanuel Todd είχε μιλήσει για «θεατρικό μιλιταρισμό» των ΗΠΑ που στόχευε να δώσει την εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής παρέμεναν το απαραίτητο έθνος (indispensable nation) για ολόκληρο τον πλανήτη. Πλέον έχουμε φτάσει στη φάση της «θεατρικής διπλωματίας» από πλευράς ΗΠΑ. 

Αυτόν τον Μύθο του Απαραίτητου Έθνους της Madeleine Albright καλλιεργεί ο Ντόναλντ Τραμπ, πέρα από τις προσωπικές του επιδιώξεις, όπως είναι η μανιώδης επιδίωξη του Τραμπ για το Νόμπελ ειρήνης. Και η ανεπάρκεια, η αδυναμία και η ανικανότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών, είτε αυτές είναι νεοσυντηρητικές, είτε νεοφιλελεύθερες είτε σοσιαλδημοκρατικές, επιβεβαιώνει τον μύθο του απαραίτητου έθνους καθώς οι άνθρωποι αυτοί, οι Ευρωπαίοι, πιθανότατα δεν ξέρουν ούτε πώς να συνεχίσουν τον πόλεμο, δίχως τις ΗΠΑ, ούτε πώς να τον τερματίσουν. Μόνο που πλέον οι ΗΠΑ παραμένουν το απαραίτητο έθνος μόνο ή κυρίως για τους συμμάχους, τους υποτελείς και τους ανά τον κόσμο τοπικούς συνεργάτες τους. 

7. Τι σηματοδοτεί η επιστροφή της διπλωματίας;

Στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης σημειώνω ότι «Ο πόλεμος στην Ουκρανία, εκτός από αποτυχία της αμερικανικής αποτροπής, αποτελεί και ήττα της αμερικανικής διπλωματίας, η οποία υποτιμήθηκε ως εργαλείο διακρατικής πολιτικής και επικοινωνίας μέσω της μονομερούς χρήσης στρατιωτικής ισχύος την περίοδο Μπους και πληγώθηκε σοβαρά στη συνέχεια από την προεκλογική αντιπαράθεση Κλίντον και Τραμπ» (Σελ. 78). 

Η επιστροφή της διπλωματίας, μετά την Σύνοδο της Αλάσκας μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, έρχεται σε συνέχεια της μετατόπισης του αφηγηματικού πλαισίου από τη νίκη της Ουκρανίας και την τιμωρία της Ρωσσίας στην αποτροπή της ήττας του Κιέβου και της νίκης της Μόσχας, και, επιπλέον, σηματοδοτεί το τέλος της πολιτικής που επιδίωκε τη διεθνή και παγκόσμια απομόνωση της Ρωσσίας

Δεν υπήρξε διεθνής και παγκόσμια απομόνωση της Ρωσσίας ως κράτους. Αυτό που υπήρξε ήταν απομόνωση του Πούτιν και τμημάτων της ρωσσικής κοινωνίας από τη «Δύση», και επειδή στα εδάφη της «Δύσης» εδρεύουν διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί αυτή η απομόνωση αποκτά μια διεθνή και παγκόσμια διάσταση (ανέκαθεν οι «Δυτικοί» και οι Δυτικοευρωπαίοι ταύτιζαν τον εαυτό τους με την «ανθρωπότητα», τη διεθνή τάξη, την παγκόσμια κοινωνία, τον πλανήτη, τον κόσμο κ.λπ). Γεγονός που κάποια στιγμή θα οδηγήσει στην μετακόμιση της έδρας των διεθνών οργανισμών εκτός «Δύσης», π.χ. της αλλαγής και μετακόμισης της έδρας του ΟΗΕ από τη Νέα Υόρκη εκτός ΗΠΑ, ή οργανισμών που σχετίζονται με το διεθνές δίκαιο, ιδίως αν συνεχιστεί η στήριξη και η ασυλία του Ισραήλ από τις ΗΠΑ και η ατιμωρησία του κράτους του Τελ Αβίβ. Η προσπάθεια απαξίωσης του ΟΗΕ δεν είναι ούτε τυχαία ούτε άνευ λόγου και αιτίας. Γράφει η Άνγκελα Μέρκελ για τον Πούτιν και την ομιλία του στη Συνδιάσκεψη του Μονάχου, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της: «Αναφερόμενος στον πόλεμο του Ιράκ, μίλησε στο Μόναχο για σχεδόν ανεξέλεγκτη, υπερβολική χρήση βίας, αμφισβήτησε το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας που οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδίαζαν να εγκαταστήσουν στην Ευρώπη και δήλωσε ότι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να αντικαταστήσουν τον ΟΗΕ». Να γιατί επιδιώκεται η αποδόμηση και απονομιμοποίηση του ΟΗΕ, ο οποίος ασφαλώς και χρειάζεται μεταρρύθμιση (Για το συγκεκριμένο θέμα δες: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 140-144). Μια αλλαγή της έδρας διεθνών οργανισμών σε χώρες εκτός «Δύσης» θα σημαίνει απλά ότι θα πάψει να ταυτίζεται το «δυτικό» με το διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι και ότι το διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι θα γίνουν κυριολεκτικά και στην πράξη τέτοια. Η Ρωσσία ως κράτος δεν απομονώθηκε από το «διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι», παρά ο Βλαντίμιρ Πούτιν ως ηγέτης από το «δυτικό» γίγνεσθαι, το οποίο επιδιώκει μέσω των οικουμενικών αξιώσεων ισχύος που εκφράζει να αυτοπροβάλλεται ως το μόνο πραγματικά διεθνές και παγκόσμιο γίγνεσθαι. 


Από τον λογαριασμό του Narendra Modi στο facebook


Επιπλέον, η επιστροφή της διπλωματίας, που έρχεται μετά από την αποδοχή από πλευράς Αμερικανών του αδύνατου μιας νίκης της Ουκρανίας επί της Ρωσσίας, σηματοδοτεί την επιστροφή των ΗΠΑ του Τραμπ στη γραμμή της Γερμανίας της Μέρκελ της συγκρουσιακής περιόδου μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, το 2014. Γράφει η μισητή από τον Ντόναλντ Τραμπ, πολιτικής εχθρός του, Άνγκελα Μέρκελ, στο προαναφερθέν βιβλίο: 

Κατά τη γνώμη μου, μια στρατιωτική λύση της σύγκρουσης, δηλαδή μια στρατιωτική νίκη της Ουκρανίας επί των ρωσικών στρατευμάτων, ήταν μια ψευδαίσθηση. Συνεπώς, στις 23 Αυγούστου, την παραμονή της Ημέρας Ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, μετά από συζητήσεις με τον Ποροσένκο και τον Γιατσένιουκ, δήλωσα δημοσίως, και όχι για πρώτη φορά, ότι δεν θα υπήρχε λύση χωρίς διαπραγματεύσεις και χωρίς διπλωματία.

Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η μόνη φορά που οι ΗΠΑ του Τραμπ επιστρέφουν σε γραμμή της Γερμανίας της Μέρκελ, δηλαδή προ του 2021, έτος που αποτέλεσε σημείο καμπής και ορόσημο για την παγκόσμια μεταπολεμική τάξη. 




Οι Ευρωπαίοι του παρόντος, ρητορικά, είναι οι Αμερικανοί τους παρελθόντος. Δηλαδή, οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να διατηρήσουν επί της αρχής τη θέση την οποία εγκατέλειψαν οι Αμερικανοί, στο μέτρο του δυνατού βέβαια, καθώς πλέον με βάση τις δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων έχει μικρύνει ο ορίζοντας προς την ήττα στον πόλεμο στην Ουκρανία. Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί του παρόντος, ρητορικά, συμπεριφέρονται ως οι Ευρωπαίοι του παρελθόντος. Οι Αμερικανοί εγκατέλειψαν την προηγούμενη θέση τους επειδή, μεταξύ άλλων, ο Τραμπ θέλει να πετάξει από πάνω του την ευθύνη, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία μιας πιθανής ήττας στον πόλεμο. Και τα έχουν καταφέρει πολύ καλά. Ήδη οι άνθρωποι έχουν φτάσει σε σημείο να ξεχνούν ότι αν κάποιος έχει την ευθύνη και είναι ένοχος, από δυτική σκοπιά, για την κλιμάκωση αρχικά και για τον πόλεμο στη συνέχεια, αυτός ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, και ότι αν κάποιος ήταν παράγοντας αποτροπής της κλιμάκωσης με τη Ρωσσία, και απομάκρυνσης του ενδεχόμενου ενός πολέμου, αυτός ήταν η Γερμανία και η Γαλλία.


Η σκιά του Παρελθόντος στο Παρόν II


8. Η Άνγκελα Μέρκελ και η έμμεση αντιπαράθεσή της με τον Τζορτζ Μπους για την προσφορά καθεστώτος MAP (Σχεδίου Δράσης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ) στην Ουκρανία και στη Γεωργία το 2008

Στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης έχουν παρουσιαστεί αναλυτικά οι σκέψεις για τα Σχέδια Δράσης για Ένταξη στο ΝΑΤΟ (MAP) της περιόδου Μπους, όπως αποτυπώθηκαν από την πλευρά του πρώην Αμερικανού πρέσβη στη Ρωσσική Ομοσπονδία (2005-2008) και μέχρι πρότινος διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) (2021-2025), William J. Burns (Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 53-58). 

Ας δούμε τώρα τις σκέψεις της πρώην Καγκελαρίου της Γερμανίας για το ίδιο θέμα, όπως τις αποτυπώνει η ίδια στο βιβλίο της με τίτλο «Ελευθερία. Αναμνήσεις 1954-2021», αφού θυμίσουμε ότι το 2008 η Μέρκελ κατηγορούνταν από αμερικανικούς κύκλους, από τοποτηρητές των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη, και από διάφορους «δυτικούς», ως όχι αρκούντως επιθετική και αρνητική έναντι της Ρωσσίας (εξ ου και στο βιβλίο, αλλά και στις δηλώσεις της, που έρχονται μετά από την εισβολή στην Ουκρανία, κάνει μια ρελάνς). Σημειώνει, μεταξύ άλλων, η πρώην Γερμανίδα Καγκελάριος: 

Τι σήμαινε αυτό, όταν η Ουκρανία και η Γεωργία ενδέχεται να ενταχθούν στη συμμαχία μέσω του καθεστώτος MAP, αλλά δεν μπορούσαν ακόμη να διεκδικήσουν τις εγγυήσεις ασφάλειας του άρθρου 5 της συνθήκης του ΝΑΤΟ; Θεώρησα απατηλό να πιστεύω ότι το καθεστώς MAP της Ουκρανίας και της Γεωργίας θα τις προστάτευε από την επιθετικότητα του Πούτιν και ότι αυτό το καθεστώς θα λειτουργούσε αποτρεπτικά, ή ότι ο Πούτιν θα δεχόταν αυτές τις εξελίξεις χωρίς αντίδραση. Εάν τα πράγματα έφταναν στο χειρότερο, ήταν λοιπόν πιθανό τα μέλη του ΝΑΤΟ να ανταποκριθούν παρέχοντας στρατιωτικό εξοπλισμό ή στρατεύματα; Ήταν πιθανό να ζητήσω από την Bundestag, ως καγκελάριος, εντολή για την αποστολή του στρατού μας και να προχωρήσω σε ψηφοφορία; Το 2008; Εάν ναι, ποιες θα ήταν οι συνέπειες; Και εάν όχι, με ποιες συνέπειες, όχι μόνο για την Ουκρανία και τη Γεωργία, αλλά και για το ΝΑΤΟ; [...]

Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν πίστευα ότι μπορούσα να υποστηρίξω το καθεστώς MAP για την Ουκρανία και τη Γεωργία. Αυτή ήταν η σκέψη μου στις 2 Απριλίου 2008 [...]

Ο Στάινμαϊερ συμμεριζόταν την άποψή μου σχετικά με το καθεστώς του MAP για τη Γεωργία και την Ουκρανία... είχα επίσης βεβαιωθεί ότι ήμουν σε πλήρη συμφωνία με τον πρόεδρο της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί. Άλλες δυτικές χώρες συμφώνησαν επίσης μαζί μας. Αντίθετα, οι περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης υιοθέτησαν τη θέση της Ουάσιγκτον ότι η σύνοδος κορυφής του Βουκουρεστίου θα έπρεπε να χορηγήσει το καθεστώς MAP στην Ουκρανία και τη Γεωργία. Ο Τζορτζ Μπους γνώριζε την αρνητική μου στάση... Ωστόσο, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Κίεβο, την παραμονή της συνάντησης, επανέλαβε στον Πρόεδρο Βίκτορ Γιούσενκο και στην Πρωθυπουργό Γιούλια Τιμοσένκο ότι ήταν αποφασισμένος να συμφωνήσει στο Βουκουρέστι για το καθεστώς MAP για την Ουκρανία και τη Γεωργία. Η συμμαχία μπορούσε να λάβει μια τέτοια απόφαση μόνο ομόφωνα... Είχα ακόμα φρικτές αναμνήσεις από το πώς η στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ είχε διχάσει το ΝΑΤΟ και τις επιπτώσεις που είχε αυτό στη συνεργασία εντός της ΕΕ. Είχαμε χρειαστεί πολύ χρόνο για να ξαναρχίσουμε να συνεργαζόμαστε με εποικοδομητικό πνεύμα. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και πολλές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης φαινόταν να αγνοούν τις αντιρρήσεις μας για την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. [...]

Η αποφασιστική συνεδρίαση του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου, του ανώτατου οργάνου λήψης αποφάσεων του ΝΑΤΟ, ξεκίνησε στις 8:55... Ο Τζορτζ Μπους ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε: «Καλημέρα, Άνγκελα. Έχουμε ακόμα ένα πρόβλημα να λύσουμε. Θα μπορούσες να το συζητήσεις με την Κόντι;» Με τον όρο «Κόντι» εννοούσε την υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις. Την ήξερα καλά, αλλά δεν ήταν συνηθισμένο για έναν αρχηγό κυβέρνησης να διαπραγματεύεται με τον υπουργό Εξωτερικών άλλης χώρας. Κανονικά θα είχα απορρίψει ένα τέτοιο αίτημα, αλλά αυτό προέρχονταν από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, οπότε έκανα μια εξαίρεση. Υποθέτω ότι είχε συνειδητοποιήσει ότι ήμουν σοβαρή όσον αφορά την απόρριψη του καθεστώτος MAP για την Ουκρανία και τη Γεωργία και ότι πλησίαζε η ώρα για συμβιβασμό. Ο Μπους σαφώς δεν ήθελε να έρθει σε προσωπική αντιπαράθεση μαζί μου. Δέχτηκα την πρότασή του, γιατί και εγώ ήθελα να αποφύγω μια θεαματική αναμέτρηση. Έφυγε ανακουφισμένος... η Κοντολίζα Ράις είχε επιμείνει στο καθεστώς MAP για την Ουκρανία και τη Γεωργία. Με κάποια ενόχληση ζήτησα από τον Χάουσγκεν να ενημερώσει τους Αμερικανούς ότι δεν θα άλλαζα τη θέση μου σχετικά με το MAP. Ακριβώς τότε είδα ένα μέλος της αμερικανικής αντιπροσωπείας να μιλάει με έναν από τους Πολωνούς εκπροσώπους. (Ο Πολωνός πρόεδρος Λεχ Κατσίνσκι ήταν κάτι σαν εκπρόσωπος των κρατών μελών της Ανατολικής Ευρώπης.) Από τη γλώσσα του σώματος των Πολωνών κατάλαβα ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι... Η Ουκρανία και η Γεωργία δεν απέκτησαν το καθεστώς MAP και η συμμαχία δεν διχάστηκε όπως είχε συμβεί με τον πόλεμο στο Ιράκ... ο συμβιβασμός, όπως κάθε άλλος, είχε το τίμημά του. Για τη Γεωργία και την Ουκρανία, η άρνηση του καθεστώτος MAP απογοήτευσε τις ελπίδες τους, ενώ για τον Πούτιν, το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ είχε δεσμευτεί γενικά για την ένταξή τους ισοδυναμούσε με την ένταξή τους και, ως εκ τούτου, αποτελούσε κήρυξη πολέμου. Αργότερα, αν και δεν θυμάμαι πλέον τις ακριβείς λεπτομέρειες, μου είπε: «Δεν θα είσαι καγκελάριος για πάντα, και τότε θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Και θα το αποτρέψω αυτό»

Στις 2 Δεκεμβρίου 2021, η Άνγκελα Μέρκελ θα δώσει την αποχαιρετιστήρια ομιλία της. Έξι μέρες μετά, στις 8 Δεκεμβρίου, θα αποχωρήσει από την Καγκελαρία. Δύο μήνες και δεκατρείς μέρες αργότερα, στις 21 Φεβρουαρίου 2022, ο Ρώσσος πρόεδρος θα κάνει τηλεοπτική ομιλία αναφορικά με τα γεγονότα στην Ουκρανία. Τρεις μέρες αργότερα, και εβδομήντα οκτώ (78) μέρες μετά από το τέλος της θητείας της Ανγκελας Μέρκελ ως καγκελαρίου της Γερμανίας, στις 24 Φεβρουαρίου, μετά από διάγγελμα του Ρώσσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, θα ξεκινήσει η εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία.


2021: Έτος ορόσημο. Προ- και μετά-2021 Εποχή


9. Γιατί το 2021 ήταν το σημαντικότερο έτος της μεταψυχροπολεμικής και γιατί οι ιστορικοί του μέλλοντος θα μιλάνε για μια προ- και μετα-2021 εποχή

Το 2021 είναι με διαφορά το σημαντικότερο έτος της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Το 2021 δεν ήταν ένα απλό έτος. Ήταν το καταστροφικότερο έτος για τις ΗΠΑ, τουλάχιστον μεταψυχροπολεμικά. Με αυτό ολοκληρώνεται όχι απλώς ένας εικοσαετής ιστορικός κύκλος (2001-2021) που ξεκίνησε το 2001 με την υπογραφή της Συνθήκης Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας Ρωσσικής Ομοσπονδίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και με τις επιθέσεις στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και στο Πεντάγωνο, και ολοκληρώθηκε με την την ανανέωσή της Συνθήκης μεταξύ Ρωσσίας και Κίνας στις 28 Ιουνίου 2021 και την πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου 2021, μετά από την άτακτη υποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν (που πυροδοτείται από την ανανέωση της Συνθήκης μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου), αλλά μπορεί να  γίνει αντιληπτό στην πραγματικότητα ως το τελευταίο έτος της μεταψυχροπολεμικής εποχής (1991-2021), και το εναρκτήριο έτος της τελικής φάσης ολοκλήρωσης του μεταπολεμικού ιστορικού κύκλου (1945-202...). Επίσης, την 6η Ιανουαρίου 2021 είχαμε την εισβολή στο Καπιτώλιο. Μιλάμε για γεγονότα και εξελίξεις που, σε συνδυασμό με την περίοδο της πανδημίας, θα σηματοδοτήσουν για τους ιστορικούς τους μέλλοντος μια προ- και μετα-2021 εποχή (Για συσχετίσεις μεταξύ των γεγονότων δες: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 159, 164-165, 174).

10. Αλληλουχία γεγονότων που οδήγησε στην εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία: Μέσα σε μήνες συνέβησαν δεκαετίες.

Αρκετοί ισχυρίζονται ότι οι Αμερικανοί θέλουν να απομακρύνουν τη Ρωσσία από την Κίνα. Όμως αυτή είναι μια γενικόλογη θέση. Παρακάτω ακολουθεί μια αλληλουχία γεγονότων που έχω αναδείξει στο βιβλίο και δίνει συνεκτικό νόημα στην αλυσίδα γεγονότων που προηγείται της εισβολής της Ρωσσίας στην Ουκρανία, και στη συσχέτισή της με την Κίνα. 

Στις 16 Ιουλίου 2001 είχαμε την υπογραφή της Συνθήκης Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας Ρωσσικής Ομοσπονδίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Έπειτα από έναν μήνα, στις 15 Ιουνίου 2001, γεννήθηκε πολιτικά ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης ή το Σύμφωνο της Σαγκάης. Ακολούθησαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ. Ύστερα από τρεις μήνες, στις 11 Δεκεμβρίου, η Κίνα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Μιλάμε για γεγονότα και εξελίξεις που παραπέμπουν σε προ- και μετα-2001 εποχή, μόνο που οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλήφθηκαν απλώς την αμερικανοκεντρική πλευρά και σημασία αυτής της ιστορικής τομής... 

Η Συνθήκη Καλής Γειτονίας μεταξύ Κίνας και Ρωσσίας είχε εικοσαετή διάρκεια και ημερομηνία λήξης τον Φεβρουάριο του 2022. Στις 28 Ιουνίου 2021 Μόσχα και Πεκίνο θα την ανανεώσουν επεκτείνοντάς τη για ακόμη πέντε χρόνια. Από μόνη της αυτή η πενταετία ορίζει ένα σημείο καμπής και την απαρχή ενός χρονοδιαγράμματος μελλοντικών διακανονισμών και εξελίξεων: το 2026 ο κόσμος μας θα είναι διαφορετικός. Θα έχουμε εισέλθει στην τελική φάση ολοκλήρωσης του μεταπολεμικού ιστορικού κύκλου και στο λυκόφως του μεταπολεμικού του κόσμου... Δύο μήνες μετά τη χρονική επέκταση της συνθήκης ακολουθεί η άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και η πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου 2021. Τα δύο αυτά γεγονότα, η ανανέωση της ρωσσοκινεζικής συνεργασίας και η άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, σηματοδοτούν την ολοκλήρωση του εικοσαετούς ιστορικού κύκλου που ξεκίνησε με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβριου, την υπογραφή της Συνθήκης Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας Πεκίνου - Μόσχας και την ίδρυση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης. Όπως τότε, το 2001, έτσι και τώρα μιλάμε για γεγονότα και εξελίξεις που παραπέμπουν σε προ- και μετά-2021 εποχή. Οι εξελίξεις και οι αλληλουχίες γεγονότων θα επιταχυνθούν μετά την ιστορική τομή του καλοκαιριού του 2021: στις 15 Σεπτεμβρίου2021 έχουμε την υπογραφή της τριμερούς συμφωνίας ασφαλείας ανάμεσα στην Αυστραλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ (AUKUS). Στις 15 Δεκεμβρίου 2021 η Ρωσσική Ομοσπονδία αποστέλλει έγγραφα διαπραγμάτευσης σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ: στις μεν Βρυξέλλες προσχέδιο συμφωνίας σχετικά με μέτρα για τη διασφάλιση της ασφάλειας της Ρωσσικής Ομοσπονδίας και των κρατών-μελών του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου, στη δε Ουάσινγκτον προσχέδιο συνθήκης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ρωσσικής Ομοσπονδίας σχετικά με τις εγγυήσεις ασφαλείας. Στη 1 Ιανουαρίου 2022 τίθεται σε ισχύ η μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία στον πλανήτη (RCEP). Στις 4 Φεβρουαρίου 2022 έχουμε την κοινή δήλωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας σχετικά «με τις διεθνείς σχέσεις που εισέρχονται σε μιανέα εποχή και με τη βιώσιμη ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα», η οποία, μεταξύ άλλων, εναντιωνόταν στην περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ και εξέφραζε σοβαρές ανησυχίες για το τριμερές σύμφωνο ασφαλείας του αγγλοσαξωνικού άξονα (AUKUS). Είκοσι μέρες μετά, στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ξεκινάει η στρατιωτική εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία. Με αυτά τα γεγονότα επήλθε το τέλος της μεταψυχροπολεμικής εποχής και η ολοκλήρωση ενός τριαντακοντετούς αμερικανικού ηγεμονικού ιστορικού κύκλου (1991-2021), αλλά επιπλέον εισήλθαμε στην αρχή του τέλους του μεταπολεμικού κόσμου και στην περίοδο ολοκλήρωσης ενός ιστορικού κύκλου που ξεκίνησε με το πέρας του Β΄ ΠΠ (1945-), καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η πρώτη εισβολή μεγάλης κλίμακας σε ευρωπαϊκό έδαφος από τον Β΄ ΠΠ, γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος της εποχής της κυριαρχίας των υπερδυνάμεων, την επιστροφή των πολεμικών συγκρούσεων και την επανεμφάνιση του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ μεγάλων δυνάμεων (2022-). 

Ακολουθεί πιο πυκνογραμμένη η ακολουθία των γεγονότων: Στις 28 Ιουνίου 2021 Μόσχα και Πεκίνο ανανεώνουν τη Συνθήκη Καλής Γειτονίας μεταξύ Κίνας και Ρωσσίας επεκτείνοντάς τη για ακόμη πέντε χρόνια. Δύο μήνες μετά, στις 15 Αυγούστου 2021, ακολουθεί η άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και η πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2021 έχουμε την υπογραφή της τριμερούς συμφωνίας ασφαλείας ανάμεσα στην Αυστραλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες (AUKUS). Στις 8 Δεκεμβρίου η Άνγκελα Μέρκελ αποχωρεί από την Καγκελαρία («Δεν θα είσαι καγκελάριος για πάντα, και τότε θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Και θα το αποτρέψω αυτό». Τάδε έφη Βλαντίμιρ Πούτιν). Μια εβδομάδα μετά, στις 15 Δεκεμβρίου 2021, η Ρωσσική Ομοσπονδία αποστέλλει έγγραφα διαπραγμάτευσης σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Στις 4 Φεβρουαρίου 2022 έχουμε την κοινή δήλωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας σχετικά «με τις διεθνείς σχέσεις που εισέρχονται σε μια νέα εποχή και με τη βιώσιμη ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα», η οποία, μεταξύ άλλων, εναντιωνόταν στην περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ και εξέφραζε σοβαρές ανησυχίες για το τριμερές σύμφωνο ασφαλείας του αγγλοσαξωνικού άξονα (AUKUS). Είκοσι μέρες μετά, στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ξεκινάει η στρατιωτική εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, μπορεί να είναι διατεθειμένες να δώσουν τον ουρανό με τα άστρα στη Ρωσσία προκειμένου ο Βλαντίμιρ Πούτιν να μην ανανεώσει εκ νέου, και από κοινού με τον Σι Τζινπίνγκ, τη Συνθήκη Καλής Γειτονίας μεταξύ Κίνας και Ρωσσίας η οποία λήγει σε λίγους μήνες, μέσα στο 2026. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η Μόσχα θα απεμπολήσει τον σημαντικότερο παράγοντα στρατηγικής αποτροπής που διαθέτει έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και της «Δύσης», καθώς για τη Ρωσσία οι σχέσεις με την Κίνα είναι παγκόσμιας, όχι μόνο ηπειρωτικής και ευρασιατικής, σημασίας και κλίμακας, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά ενός νέου συστήματος ασφάλειας στην Ευρασία, στο οποίο η Μόσχα πολύ θα ήθελε να συμμετέχει με ουσιώδη τρόπο στο εγγύς μέλλον η Ινδία, με την οποία έχει εξαιρετικές σχέσεις, και ίσως, αργότερα, στο απώτερο μέλλον, ακόμα και μέρος της ευρασιατικής χερσονήσου που ονομάζεται Ευρώπη και αυτοκατανοείται ως ξεχωριστή ήπειρος. Οι Ρώσσοι είναι λογικό να επιδιώξουν να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία πριν από τη λήξη της Συνθήκης Φιλίας με την Κίνα, το καλοκαίρι του 2026, ανεξάρτητα από το αν θα έχουν αποφασίσει να ανανεώσουν τη συνθήκη ή όχι. Αν ο πόλεμος δεν οδηγείται προς λήξη μέχρι τότε τίποτα καλό δεν προμηνύεται. 

Είναι ένας αγώνας δρόμου για όλους. Αμερικανούς, Ρώσσους και Ευρωπαίους. Ή μάλλον, πιο σωστά, είναι πολλαπλοί αγώνες δρόμου για διαφορετικούς δρώντες που έχουν διαφορετικούς σκοπούς για διαφορετικούς λόγους. Κάποιοι μπορεί να αποφασίσουν, τελικά και οριστικά, ότι θέλουν αγώνα αντοχής μακράς απόστασης και διάρκειας (μαραθώνιο), άλλοι μπορεί να επιδιώκουν αγώνα ταχύτητας, άλλοι μπορεί να έχουν επιλέξει σκυταλοδρομία.


Μετά-2021 Εποχή


11. Ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, η εγκατάλειψη του πολέμου στην Ουκρανία και του ρόλου των ΗΠΑ ως πρωταρχικού εγγυητή ασφάλειας στην Ευρώπη. Μπορούσε, άραγε, να προβλεφθεί η στάση των ΗΠΑ; Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, η μονοπολική περίοδος ως μεταψυχροπολεμική ανωμαλία, η επιστροφή ενός πολυπολικού κόσμου, και η επίσημη παραδοχή του πολέμου στην Ουκρανία ως πολέμου δια αντιπροσώπων πυρηνικών δυνάμεων: ΗΠΑ και Ρωσσίας. 

Στις 30 Ιανουαρίου 2025 ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, δήλωσε: «Δεν είναι φυσιολογικό για τον κόσμο να έχει απλώς μια μονοπολική δύναμη. Αυτό ήταν μια ανωμαλία. Ήταν προϊόν του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, αλλά τελικά θα φτάναμε πίσω σε ένα σημείο όπου θα είχαμε έναν πολυπολικό κόσμο, πολλές μεγάλες δυνάμεις σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη. Το αντιμετωπίζουμε αυτό τώρα με την Κίνα και σε κάποιο βαθμό με τη Ρωσία...».

Δηλαδή ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επιβεβαίωσε το 2025 όσα γράφονταν τρία χρόνια νωρίτερα στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Ενδεικτικά: Σελ. 89-90, 101-104, 159-164) και ακόμα παλαιότερα στην Κοσμοϊδιογλωσσία. 

Με τελευταία και πιο πρόσφατη χαρακτηριστική αναφορά αυτή που έγινε πριν από ένα χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 2024, στο κείμενο «Επακόλουθα και συμπτώματα της σταδιακής αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης»: 

Η μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αποτέλεσε μια εξαιρετικά μικρή παρέκκλιση. Και δεν πρόκειται να επιστρέψει. Η άνοδος της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης και η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στο εσωτερικό της «Δύσης», και η υποχώρηση του φιλελευθερισμού, διεθνώς, αποτελούν τα κυριότερα επακόλουθα και τα σημαντικότερα σύμπτωμα της αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και της φθίνουσας ηγετικής ικανότητας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ενώ η πολιτικοποίηση της οικονομίας και η εναντίωση στα ανθρώπινα δικαιώματα ―είτε σε συγκεκριμένα περιεχόμενά τους είτε σε δεσμευτικές ερμηνείες συγκεκριμένων περιεχομένων τούς―, φαίνεται πως μετεξελίσσονται σε κύριους διαμορφωτικούς παράγοντες της τρέχουσας φάσης της «παγκόσμιας τάξης».

Επιπλέον, ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, μέσω της ομιλίας που έδωσε στις Βρυξέλλες, στις 12 Φεβρουαρίου 2025, φανέρωσε ότι η πρόθεση των ΗΠΑ είναι να εγκαταλείψουν όχι απλώς τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά κυρίως τον ρόλο τους ως πρωταρχικού εγγυητή ασφάλειας στην Ευρώπη, αφήνοντας έκθετο τόσο το μη ΝΑΤΟϊκό συμμαχικό κράτος του Κιέβου όσο και τα ΝΑΤΟϊκά ευρωπαϊκά κράτη. Ωστόσο, βλέπουμε ότι τα πράγματα αυτά ευκολότερα λέγονται παρά γίνονται. Παρ' όλ' αυτά οι δυσκολίες είναι ζήτημα συνθηκών και τρόπου, του πως, όχι του τι, δηλαδή η ουσία δεν αναιρείται. 

Πως φθάσαμε σε αυτό το σημείο; Μπορούσε, άραγε, να προβλεφθεί η στάση των ΗΠΑ; 

Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο Ναι.

Τόσο στην περίπτωση του Αφγανιστάν όσο και στην περίπτωση της Ουκρανίας φανερώθηκε πως (1) δεν υπήρχε ούτε κοινή συναντίληψη ούτε συντονισμός για μια κοινή διαδικασία στρατηγικής λήψης αποφάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ: από αμερικανοκεντρική σκοπιά, ο μη συντονισμός εκδηλώνεται ως μονομερής απόφαση και ενέργεια. Και στις δύο περιπτώσεις οι ΗΠΑ (2) εγκαταλείπουν μη ΝΑΤΟϊκά συμμαχικά κράτη και αφήνουν έκθετα ΝΑΤΟϊκά ευρωπαϊκά κράτη και (3) παραδέχονται ότι δεν μπορούν ούτε να προασπίσουν το δίκαιο ούτε να επιβεβαιώσουν την ισχύ τους. Τέλος, η συμπεριφορά των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν μπορεί να ιδωθεί ως προμήνυμα της συμπεριφοράς τους στην Ουκρανία, και υπό αυτήν την έννοια, ναι, η στάση των ΗΠΑ μπορούσε να προβλεφθεί.

Τέλος, σε συνέντευξή που έδωσε στις 5 Μαρτίου 2025, ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «Ήταν πολύ σαφές από την αρχή ότι ο Πρόεδρος Τραμπ θεωρεί αυτό το ζήτημα ως μια παρατεταμένη, αδιέξοδη σύγκρουση.  Και, ειλικρινά, πρόκειται για έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων – των Ηνωμένων Πολιτειών, που βοηθούν την Ουκρανία, και της Ρωσσίας – και πρέπει να τερματιστεί.  Και κανείς δεν έχει ιδέα ή σχέδιο για να τον τερματίσει». 

Στις δύο παρεκβάσεις που ακολουθούν θα εξετάσουμε τα δύο συστατικά της τελευταίας δήλωσης του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο: το πυρηνικό σκέλος και αυτό περί αντιπροσώπων (“proxies”). 

12. Παρέκβαση: Τα Όρια της πυρηνικής αποτροπής (της Ρωσσίας αλλά και του Ισραήλ), η επιβεβαίωση της συμβατικής στρατιωτικής ισχύος και της πιθανότητας πολέμου μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων αλλά και μεταξύ μιας πυρηνικής και μιας μη πυρηνικής δύναμης

Σε συζητήσεις που έχω κατά καιρούς για τον πόλεμο στην Ουκρανία και για τη σύγκρουση του Ισραήλ με το Ιράν, έχω διαπιστώσει ότι κυριαρχούν ορισμένα αυτονόητα. Παραδείγματος χάριν, από αρκετούς ανθρώπους θεωρείται αυτονόητο ότι εάν δέχονταν πυρηνικά πλήγματα η Ουκρανία ή το Ιράν, σχεδόν αυτοστιγμής το Κίεβο και η Τεχεράνη θα οδηγούνταν σε παράδοση και θα είχαμε το τέλος του πολέμου.

Ποιος είναι ο λόγος που κυριαρχεί μια τέτοια αντίληψη στα μυαλά των ανθρώπων; Γιατί θεωρείται ως αυτονόητη μια τέτοια εξέλιξη; Σε ποιο ιστορικό προηγούμενο εδράζεται μια τέτοια πεποίθηση;

Κάποιοι θεωρούν, απλώς, ότι αυτό τους φαίνεται λογικό, δηλαδή επικαλούνται την υποκειμενική τους κρίση. Κάποιοι άλλοι, περισσότερο υποψιασμένοι, (υποτίθεται ότι) επικαλούνται την ιστορική εμπειρία, αναφέροντας την παράδοση της Ιαπωνίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε στη διάθεσή μας ιστορικό προηγούμενο όπου ένα κράτος να έχει παραδοθεί επειδή δέχθηκε ατομική/πυρηνική επίθεση: η Ιαπωνία δεν παραδόθηκε λόγω των ατομικών βομβαρδισμών στη Χιρόσιμά και στη Ναγκάσακί. Αυτή η άποψη αποτελεί έναν μύθο που διαμόρφωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο της αμερικανοκεντρικής ιστοριογραφίας «του Πολέμου του Ειρηνικού», που ξεκίνησε με το Περλ Χάρμπορ και τέλειωσε με τη Χιρόσιμά και τη Ναγκάσακί. Ωστόσο, από το 1941 μέχρι το 1945, δεν υπήρξε ούτε ένας Ιάπωνας που να πολέμησε κάποιον «Πόλεμο του Ειρηνικού». Αν ρωτούσε κάποιος τους ανθρώπους του ναυτικού, της αεροπορίας και του στρατού ξηράς της Ιαπωνίας για κάποιον «Πόλεμο του Ειρηνικού», οι Ιάπωνες εκείνης της εποχής θα τον κοιτούσαν με απορία, δίχως να μπορούν να καταλάβουν τι εννοεί. Οι Ιάπωνες πολέμησαν τον Μεγάλο Ανατολικό Ασιατικό Πόλεμο ή τον Μεγάλο Πόλεμο της Ανατολικής Ασίας (Great East Asian War), ο οποίος διήρκεσε 15 χρόνια, από το 1931 μέχρι το 1945, ή το λιγότερο 8 χρόνια, από το 1937 μέχρι το 1945, και όχι κάποιον 4ετή «Πόλεμο του Ειρηνικού», όπως θέλει η αμερικανοκεντρική ιστοριογραφία του νικητή και η αυτοκατανόηση του κατακτητή.

Στην πραγματικότητα, αυτά που έχουμε στη διάθεσή μας, σχετικά με το ζήτημα των πυρηνικών επιθέσεων, είναι τα εξής τρία: έναν αμερικανικό αφηγηματικό/ιστοριογραφικό Μύθο που καλλιέργησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα ισχυρό πυρηνικό/διεθνοκανονιστικό Ταμπού που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού ασφάλειας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και ένα στρατιωτικό/στρατηγικό Δόγμα αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής (MAD), ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση ψυχροπολεμικά, και στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσσική Ομοσπονδία μεταψυχροπολεμικά. Αυτά τα τρία πράγματα έχουμε στη διάθεσή μας. 

Όχι μια Πραγματικότητα που βασίζεται στην ιστορική εμπειρία, στο τι πραγματικά συνέβη, παρά ένας Μύθος, ένα Ταμπού και ένα Δόγμα έχουν διαμορφώσει τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις και το φαντασιακό των ανθρώπων.

Το πυρηνικό Ταμπού έχει αρχίσει να διασαλεύεται, εδώ και τρία χρόνια, από την έναρξη της εισβολής της Ρωσσίας στην Ουκρανία και ύστερα. Ο αμερικανοκεντρικός αφηγηματικός Μύθος έχει καταρρεύσει εδώ και περίπου δύο δεκαετίες. Τέλος, το Δόγμα αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής (MAD) αντέχει ακόμη αλλά σχετικοποιείται ολοένα και περισσότερο.

Ουσιαστικά, στο πλαίσιο που εξετάζουμε στο παρόν κείμενο, η ανεπάρκεια του πυρηνικού δόγματος της Ρωσσίας απέναντι στην επέκταση του ΝΑΤΟ ανάγκασε τη Μόσχα να οδηγηθεί στην εισβολή στην Ουκρανία. Η Ρωσσία βρέθηκε αντιμέτωπη με τα όρια της πυρηνικής της αποτροπής, με την πραγματικότητα ότι η πανίσχυρη πυρηνική αποτρεπτική της ικανότητα, σε παγκόσμια κλίμακα, δεν της προσέφερε όχι απλώς απόλυτη αλλά ούτε καν επαρκή ασφάλεια. Το ίδιο βιώνει και το Ισραήλ σε περιφερειακή κλίμακα.

Εδώ έχουμε την κατάρρευση του μύθου ότι τα πυρηνικά όπλα οδηγούν σε αχρήστευση των συμβατικών στρατιωτικών ικανοτήτων, της συμβατικής ισορροπίας δυνάμεων και του ανταγωνισμού για ασφάλεια στο συμβατικό στρατιωτικό επίπεδο. Όχι μόνο δεν ισχύουν τα προηγούμενα, όπως φανερώνει ο πόλεμος στην Ουκρανία και η σύγκρουση του Ισραήλ με το Ιράν, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει, μέχρι ενός σημείου, το αντίθετο: δηλαδή, φανερώνεται, μέχρι ενός σημείου, η πολιτική αχρηστία των πυρηνικών όπλων ως εργαλείου αποτροπής της εκδήλωσης ενός συμβατικού πολέμου και επιβολής της βούλησης μιας πυρηνικής δύναμης επί ενός μη πυρηνικού αντιπάλου: χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί όχι απλώς, ή κυρίως, η Γάζα αλλά και το Ιράν. Το αήττητο είναι θέμα άμυνας. Η δυνατότητα νίκης είναι θέμα επίθεσης. Η Ουκρανία, αν εξεταστεί σε ένα αυστηρά κλειστό διακρατικό πλαίσιο, ως μη πυρηνικό κράτος, δεν μπορεί να νικήσει τον πόλεμο με τη Ρωσσία, μια γιγαντιαία πυρηνική δύναμη, ωστόσο μπορεί (και προσπαθεί) να μην ηττηθεί.

Τα προηγούμενα αναφέρονται στη σχέση μεταξύ πυρηνικών και μη πυρηνικών δυνάμεων. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων, τα πυρηνικά όπλα ναι μεν καθιστούν έναν μεταξύ τους συμβατικό πόλεμο περισσότερο δύσκολο και λιγότερο πιθανό, αλλά δεν τον καθιστούν ούτε απίθανο ούτε αδύνατο

Μια πυρηνική δύναμη, δυνητικά, μπορεί να διεξαγάγει έναν συμβατικό πόλεμο ενάντια σε μια άλλη πυρηνική δύναμη, χωρίς ο πόλεμος να κλιμακωθεί σε πυρηνικό, ιδίως αν η επιτιθέμενη δύναμη δεν απειλήσει να νικήσει αποφασιστικά τον αντίπαλό της (Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Σελ. 280) (Αυτός είναι ο λόγος που ο Πούτιν και ο Λαβρόφ επαναλαμβάνουν συνεχώς τη φράση που έχει λεχθεί περί επιδίωξης «στρατηγικής ήττας της Ρωσσίας». Δηλαδή λένε: «επιδιώκετε αποφασιστική νίκη εις βάρος μας, γεγονός που θα οδηγήσει σε πυρηνική κλιμάκωση»). Ωστόσο, επειδή υπάρχει αβεβαιότητα και κυριαρχεί φόβος για την πιθανότητα κλιμάκωσης ενός συμβατικού πολέμου μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων σε πυρηνικό πόλεμο, γι’ αυτό κρίνεται απαραίτητη η αποφυγή της αμεσότητας και μια απόσταση ασφαλείας μεταξύ των αντιμαχόμενων πυρηνικών πλευρώνΚαι αυτή η ανάγκη μας φέρνει στο θέμα των λεγόμενων “proxies”. 

13. Παρέκβαση: Ο ρόλος, η λειτουργία και το πεπρωμένο των δυνάμεων που αναλαμβάνουν να είναι αντιπρόσωποι (“proxies”) και να διαμεσολαβούν συγκρούσεις μεταξύ μεγάλων περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων 

Η λέξη και το περιεχόμενο της έννοιας “proxy” μπορεί να αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα ως αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πληρεξούσιος ή και ως διαμεσολαβητής (συγκρούσεων μεταξύ μεγαλύτερων δυνάμεων). Αυτού του είδους οι δρώντες μπορούν να είναι εξαρτημένα και υποτελή κράτη-πελάτες ή υποκρατικοί δρώντες που ενεργούν εκ μέρους μιας πιο ισχυρής στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά δύναμης, ενός κράτους που είναι ο εντολέας και ο πατρωνάς τους, η πηγή της υποστήριξης τους και το στρατηγικό κέντρο λήψης αποφάσεων για τις πράξεις τους, και που διαμεσολαβούν μεταξύ μεγάλων παγκόσμιων ή περιφερειακών δυνάμεων, προβάλλοντας την ισχύ της μιας έναντι της άλλης, δημιουργώντας, παράλληλα, μια απόσταση ασφαλείας μεταξύ των πραγματικά αντιμαχόμενων πλευρών. Η σχέση μεταξύ του εντολέα και του εντολοδόχου, του κύριου και του υποτελή ή του πάτρωνα και του πελάτη, μπορεί να περιλαμβάνει διάφορες μορφές στρατιωτικής, διπλωματικής, οικονομικής και πολιτικής υποστήριξης, έμμεσης ή άμεσης. 

Οι αντιπρόσωποι ή εντολοδόχοι (“proxies”), είτε είναι κράτη είτε υποκρατικοί δρώντες, μπορουν να έχουν κάποιο βαθμό αυτονομίας αλλά, στο τέλος, εξυπηρετούν τα στρατηγικά συμφέροντα του κράτους-εντολέα, καθώς σε περίπτωση ανάπτυξης υπερβολικού βαθμού αυτονομίας, λόγω του τεράστιου και συνήθως πολυεπίπεδου βαθμού εξάρτησής τους, ο κυρίαρχος μπορεί να τα επαναφέρει στα δικά του μέτρα, να τα εκβιάσει, να τα εγκαταλείψει ή ακόμα και να τα καταστρέψει. Επίσης, οι υποτελείς αυτοί δρώντες συνήθως εσωτερικεύουν τα κόστη και πληρώνουν το τίμημα για λογαριασμό του πάτρωνα

Ο εντολέας-πάτρωνας, μέσω του εξαρτημένου εντολοδόχου-πελάτη-υποτελή, μπορεί να πολεμήσει μια μεγάλη περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη δίχως εμπλακεί άμεσα ο ίδιος, ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους μιας άμεσης αντιπαράθεσης με τον αντίπαλο, αποφεύγοντας να δεσμεύσει δικές του δυνάμεις και να επιβαρυνθεί ο ίδιος με ανθρώπινες απώλειες. Η υποστήριξη που προσφέρει ο κυρίαρχος-εντολέας ή πάτρωνας στον υποτελή-εντολοδόχο ή πελάτη δεν αποσκοπεί στην ενίσχυση του (αυτό το ισχυρίζονται μόνο οι φορείς ή οι άνθρωποι του εντολέα-κύριου στο εσωτερικό περιβάλλον του εντολοδόχου-υποτελή προκειμένου να διαμορφωθεί κλίμα νομιμοποίησης και αποδοχής της εξάρτησης του υποτελή από τον κυρίαρχο) παρά στον έλεγχο της συμπεριφοράς και των ενεργειών του υποτελή, προκειμένου να περιορίσει τους βαθμούς ελευθερίας, αυτονομίας και αυτοδυναμίας του, να τον εμποδίσει να επιδιώξει τα δικά του πραγματικά συμφέροντα (και όχι να εκλογικεύει τα συμφέροντα του κύριου ως δικά του συμφέροντα), και να διαμορφώσει μια δική του πραγματικά κυρίαρχη και ανεξάρτητη πολιτική, οικονομική, στρατηγική ή άλλη στόχευση, ή ακόμα και να αποτελέσει μελλοντικό εμπόδιο στα σχέδια του κυρίαρχου. 

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον κυρίαρχο είναι ο υποτελής να γίνει όχι απλώς ανεξάρτητος από τον ίδιο (τον αφέντη) αλλά να καταστεί ο ίδιος κυρίαρχος ―δηλαδή αφέντης και κύριος― του εαυτού του. Εξ ου και ο κυρίαρχος δημιουργεί κάθε λογής ιδεολογήματα υποτέλειας και καλλιεργεί μια ηθική δούλου προκειμένου ο εξαρτημένος υποτελής να νομιμοποιεί και να εκλογικεύει στη συνείδησή του την υποταγή του και να αποτελεί αντικείμενο των επιδιώξεων, των συμφερόντων και της ιστορίας του κυρίαρχου (έστω με κάποιους βαθμούς υποκειμενικότητας), και όχι υποκείμενο της δικής του ιστορίας

Μια από τις πλέον γνωστές και αποδοτικές ιδεολογίες που έχει δημιουργήσει ο Κύριος προκειμένου να θυσιάζεται για τη Χάρη του ο εξαρτημένος υποτελής δούλος είναι αυτή του «προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης».

Το κράτος του Κιέβου, ενστεριζόμενο την ιδεολογία και την ταυτότητα του βόρειου «προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης στην Ανατολή», δηλαδή στην Ανατολική Ευρώπη, λειτούργησε ως φορέας προβολής αμερικανικής-δυτικής ισχύος στα σύνορα της Ρωσσίας, ή στο εσωτερικό της σφαίρας επιρροής και συμφερόντων της, δημιουργώντας, παράλληλα, ένα δεύτερο επίπεδο προστασίας και μια επιπλέον απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα, συμβάλλοντας κατά αυτόν τον τρόπο στο να παραμένει έμμεση η σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσσίας. 

Με ανάλογο τρόπο οι υποκρατικές ομάδες περιφερειακά του Ισραήλ, του νότιου «προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης στην Ανατολή», δηλαδή στη Δυτική Ασία/Μέση Ανατολή, που σχετίζονταν με το Ιράν, όπως η Χεζμπολά, λειτούργησαν ως φορείς προβολής ιρανικής-σιιτικής ισχύος στα όρια και στο εσωτερικό του ισραηλινού κράτους, δημιουργώντας, παράλληλα, μια απόσταση ανάμεσα στο Τελ Αβίβ και την Τεχεράνη. Μόλις άρχισαν να αποδυναμώνονται ή να απομονώνονται, να φεύγουν από τη μέση, οι δρώντες (“proxies”) που παρεμβάλλονταν μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, η σύγκρουση μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης μετατράπηκε από έμμεση σε άμεση. Όπως η Χεζμπολά λειτούργησε ως εντολοδόχος και αντιπρόσωπος του Ιράν, με υπαρκτούς βαθμούς αυτονομίας αλλά αντικειμενικά περιορισμένους βαθμούς αυτοδυναμίας, έτσι και το Ισραήλ αποτελεί ένα ατίθασο μεν, και σε κάποιο βαθμό ανυπάκουο, αλλά απολύτως εξαρτημένο από τις ΗΠΑ προστατευόμενο κράτος-πελάτη που λειτουργεί ως παράρτημα, εντολοδόχος και αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, παρόλο που επιδιώκει διευρυμένους βαθμούς αυτονομίας και αυτοδυναμίας.

Υπό αυτή την οπτική, μια πιθανή κατάρρευση του καθεστώτος στο Κίεβο δεν σημαίνει αυτονόητα, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς θα μπορούσε, δυνητικά, να οδηγήσει σε μια ανάλογη συνθήκη με αυτή της σύγκρουσης Ισραήλ και Ιράν όχι στη Δυτική Ασία αυτή τη φορά αλλά στην Ανατολική Ευρώπη: δηλαδή, στη μετατροπή του έμμεσου πολέμου μεταξύ κρατών του ΝΑΤΟ και της Ρωσσίας στο έδαφος της Ουκρανίας σε άμεσο πόλεμο.

Αν στις ΗΠΑ επιδιώκουν το «κάψιμο» της Ουκρανίας ως εντολοδόχου και αντιπρόσωπου, ή εκτιμούν ότι έχει ολοκληρώσει την αποστολή της ως υποτελές κράτος, αντιπρόσωπος και ως διαμεσολαβητής (“proxy”) στη σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσσίας (η αποστολή είναι πάντοτε η θυσία του υποτελή για τα συμφέροντα του κυρίαρχου), τότε, προκειμένου και να δημιουργηθεί μια εκ νέου απόσταση μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον, να αποφευχθεί μια πολεμική συγκρουσιακή αμεσότητα στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσσίας και να διατηρηθεί ανανεωμένη και ενισχυμένη η αντιπαράθεσή τους, δυνητικά, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να οδηγηθούν στη στήριξη ενός μεγαλύτερου και ισχυρότερου από την Ουκρανία αντιπροσώπου: ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη του ΝΑΤΟ.


Η σκιά και οι φόβοι του Μέλλοντος στο Παρόν


14. Γιατί οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποδεσμευτούν από τον πόλεμο στην Ουκρανία; 

Αν κάποιος είναι επιφυλακτικός και δύσπιστος απέναντι στα κίνητρα και τις προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ ή στη δυνατότητα να γίνουν πράξη τα καλά λόγια και οι καλές προθέσεις από το αμερικανικό κράτος, μπορεί να ερμηνεύσει την προσπάθεια αποδέσμευσης της Ουάσιγκτον από τον πόλεμο στην Ουκρανία ως εξής. 

Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες γενικά και ο Ντόναλντ Τραμπ ειδικότερα επιδιώκουν να πετάξουν από πάνω του την ευθύνη, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία του πολέμου, σε περίπτωση μη τερματισμού του, δηλαδή αποτυχίας επίτευξης ειρήνης. Με διαφορετικά λόγια, οι Αμερικανοί επιδιώκουν τη μετακύλιση της ευθύνης και την παράδοση της διαχείρισης και της ιδιοκτησίας τόσο του πολέμου όσο και μιας πιθανής ήττας στον πόλεμο στους Ευρωπαίους.

Δεύτερον, η αποδέσμευση των ΗΠΑ από τον πόλεμο απαλλάσσει και απελευθερώνει την Ουάσιγκτον από ένα δυνητικό στρατηγικό δίλημμα (όπως έχω επισημάνει εδώ και έξι μήνες: Γέφυρα). Παρόλο που στις ΗΠΑ δεν φοβούνται πυρηνική κλιμάκωση και δεν πιστεύουν ότι η Ρωσσία θα μπορούσε να κάνει χρήση πυρηνικών, εξ ου και κλιμακώνουν άφοβα τον πόλεμο κατά καιρούς, στην έστω απίθανη κατά τους Αμερικανούς υποθετική περίπτωση που η Μόσχα πραγματοποιούσε τις απειλές της και οδηγούνταν σε πυρηνικό πλήγμα σε χώρα του ΝΑΤΟ (πιθανώς σε αμερικανική βάση), οι ΗΠΑ θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με το εξής δίλημμα: να απαντήσουν με πυρηνικά πλήγματα κατά της Ρωσσίας, διακινδυνεύοντας έτσι πυρηνικά αντίποινα κατά της δικής τους επικράτειας, στο ίδιο το αμερικανικό έδαφος, στις ΗΠΑ, ή να αφήσουν να φανερωθεί ότι το άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, της Συνθήκης της Ουάσιγκτον, αποτελεί κενό γράμμα, και ότι η ερμηνεία του είναι στην πραγματικότητα μύθος. Δηλαδή να φανερωθεί ότι δεν υπάρχει καμία αμερικανική πυρηνική «ομπρέλα» πάνω από τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους και να αναιρεθεί το θεμέλιο και το βασικό επιχείρημα της στρατηγικής εξάρτησης των κρατών της ΕΕ από τις ΗΠΑ, εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει όχι απλώς στο τέλος της εξάρτησης των συμμάχων από τον ηγεμόνα αλλά και στη διάλυση της ίδιας της συμμαχίας.

Η Ουάσιγκτον, με το να αποδεσμευθεί η ίδια από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όχι μόνο απελευθερώνεται από το βάρος ενός τέτοιου διλήμματος, αλλά θεωρητικά η εχθρότητα και ο πόλεμος θα μπορούσαν να συνεχιστούν και να κλιμακωθούν επ' αόριστον, ρίχνοντας στη μάχη μετά από τους Ουκρανούς άλλους ανατολικοευρωπαίους, δίχως η ίδια να ανησυχεί ούτε για τις ίδιες τις ΗΠΑ ούτε για την τύχη του ΝΑΤΟ.

Τρίτον, όπως έχει επισημανθεί «οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν το δυναμικό, τα μεγέθη και τις δυνατότητες για μεγάλης κλίμακας πολέμους σε δύο μέτωπα, εναντίον της Ρωσσίας και της Κίνας· όχι απλώς ταυτόχρονα, αλλά ούτε καν σε χρονοδιαγράμματα που μερικώς θα επικαλύπτονται... λόγω της στρατιωτικής αδυναμίας που προαναφέρθηκε, η Ουάσινγκτον πρέπει να ιεραρχήσει και να προτεραιοποιήσει. Η Ρωσσία με την εισβολή στην Ουκρανία έθεσε τις ΗΠΑ προ του διλήμματος: πρώτα Ευρώπη και μετά Ασία ή πρώτα Ασία και μετά Ευρώπη;» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 104-105)

Επιπλέον «Η επίθεση υπό την ηγεσία της Χαμας στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023 και η πρόκληση των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα έχουν μετατρέψει το δίλημμα σε τρίλημμα: πρώτα Μέση Ανατολή και μετά Ευρώπη και Ασία ή πρώτα Ευρώπη και μετά Ασία και Μέση Ανατολή; Πριν από την 7η Οκτωβρίου 2023, οι Η.Π.Α. είχαν τρεις προτεραιότητες, σε Ανατολική Ευρώπη, Ανατολική Ασία και Μέση Ανατολή/Δυτική Ασία αντίστοιχα: την υποστήριξη της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσσίας, τον περιορισμό της επιρροής, την απομείωση της ισχύος και την ανάσχεση της Κίνας, και την εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας. Ο πόλεμος στη Γάζα έχει εκτροχιάσει λίγο ή πολύ και τους τρεις αυτούς στόχους... εάν οι Κινέζοι ήθελαν πραγματικά να κάνουν εισβολή στη Ταϊβάν ακριβώς τώρα θα ήταν η καταλληλότερη στιγμή, που υπάρχουν ανοιχτά μέτωπα και στην Ανατολική Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Αλλά οι Κινέζοι δεν είναι στρατηγικά ανυπόμονοι και δεν χρειάζεται να πάνε τόσο μακριά, όχι μόνο γιατί αυτό που επιδιώκουν είναι η ειρήνη και όχι ο πόλεμος αλλά και επειδή μπορούν πολύ απλά να ρωτήσουν με αφορμή τον πόλεμο στη Γάζα: ποιο κράτος διαμεσολαβεί τις ισραηλινό-παλαιστινιακές σχέσεις και διαχειρίζεται την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση και ευρύτερα τα πράγματα στη Μέση Ανατολή από το τέλος του ψυχρού πολέμου και ύστερα; Ποιο είναι το αποτέλεσμα των τελευταίων 35 χρόνων; Χάος και πόλεμος» (Από την αμερικανική στην ισραηλινή αποτυχία αποτροπής και στην κρίση της αμερικανικής εξουσίας).

Νομίζω ότι το πλαίσιο όπως το έχω παρουσιάσει μέσα από το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης και την Κοσμοϊδιογλωσσία είναι ξεκάθαρο. Μένει να δούμε αν η ύφεση στο μέτωπο της Ουκρανίας από πλευράς Αμερικανών, που λειτουργεί υπέρ των Ρώσσων, θα οδηγήσει σε κλιμάκωση στα μέτωπα (1) της Ανατολικής Ευρώπης από πλευράς Ευρωπαίων ΝΑΤΟϊκών, εις βάρος των Ρώσσων, (2) της Μέσης Ανατολής από πλευράς Ισραηλινών, εις βάρος των Ιρανών, και (3) της Νότιας και Ανατολικής Σινικής Θάλασσας από πλευράς Αμερικανών, εις βάρος των Κινέζων. 

Πάντως, ακόμα και εάν υπήρχε εξομάλυνση των αμερικανορωσσικών σχέσεων, μια επιτυχημένη επαναπροσέγγιση ή ακόμα και μια συνεννόηση μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, αυτό δεν θα σήμαινε αυτονόητα ότι έτσι εξασφαλίζεται η ειρήνη στην Ευρώπη. Γιατί;

Με παρόμοιο τρόπο που δεν μπορούσε να υπάρξει ειρήνη στην Ευρώπη μετά τον Μεγάλο Πόλεμο χωρίς την ηττημένη αυτοκρατορική Γερμανία (η οποία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών το 1933), ή χωρίς τη Σοβιετική Ένωση (η οποία εντάχθηκε στην ΚτΕ μόλις το 1934 για να εκδιωχθεί το 1939), και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο χωρίς την ηττημένη μετασοβιετική Ρωσσία, με την ηγεμονική επιδίωξη των ΗΠΑ να μετατραπεί το ΝΑΤΟ σε μοναδικό πανευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στην Ευρώπη χωρίς κεντρικά κράτη της ΕΕ. Το αντίθετο θα είναι σφάλμα και θα οδηγήσει/συμβάλλει στον εξευρωπαϊσμό του πολέμου, ανεξάρτητα αν αυτή τη στιγμή δεν διαφαίνεται το πώς, ή, μεσοπρόθεσμα, σε νέο πόλεμο

15. Μπορούν να συνεχιστούν οι πολεμικές εντάσεις στην Ευρώπη ανεξάρτητα από τη στάση των ΗΠΑ;

Η πρώτη περίοδος του μεταψυχροπολεμικού κόσμου έχει τις ρίζες της στη βαθμιαία αποδυνάμωση και τελική κατάρρευση της ισχύος της Ρωσσίας, η οποία οδήγησε στην αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης στην Ανατολική Ευρώπη, άνοιξε τον δρόμο για την επανένωση της Γερμανίας και, σε συνδυασμό με την επίσημη λήξη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, είχε ως αποτέλεσμα την ανασύσταση της Κεντρικής Ευρώπης και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη – με τελικό αποτέλεσμα τη ριζική μεταβολή της δομής ισχύος σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. [...] Αυτή η πρώτη φάση διαμόρφωσης του μεταψυχροπολεμικού κόσμου ολοκληρώθηκε με την επέκταση του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) στην ανασυσταθείσα πλέον Κεντρική Ευρώπη το 1999.


Για όσο χρονικό διάστημα αυτή η ριζική μεταβολή και αλλαγή στη δομή ισχύος στην Ευρώπη είχε οδηγήσει στην εξάλειψη της απειλής της Ρωσσίας οι ευρωπαϊκές εξελίξεις συνοδεύονταν από ένα λανθάνον και υπόκωφο αλλά σαφές αντιγερμανικό αίσθημα, πρόσημο και χαρακτήρα, από μια λανθάνουσα αντιγερμανική στάση. Εξ ου και έχω επισημάνει ότι, μεταξύ άλλων, «αποτέλεσμα της αλλαγής αυτής, σε συστημικό επίπεδο, είναι το Brexit.» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 306).

Υπό αυτήν την έννοια, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ε.Ε. αποτελεί μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα της ενοποίησης της Γερμανίας και της σταδιακής μεταβολής της δομής ισχύος της Ευρώπης σε ηπειρωτική και γερμανοκεντρική, μέσω της υπεροχής της επανενωμένης Γερμανίας. (Σελ. 193).

Όμως όταν η αντίληψη και η πρόσληψη της Ρωσσίας ως απειλής επανήλθε στο προσκήνιο, είτε τοποθετήσει κανείς ως ορόσημο το έτος 2008, είτε το 2014, είτε το 2022, τα πράγματα άλλαξαν (Η αέναη αναβολή της ουσιαστικής πολιτικής αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από τα ευρωπαϊκά δρώμενα μπορεί να ενταχθεί σε αυτό το πλαίσιο).

Η οριστικοποίηση του τέλους της μεταψυχροπολεμικής αμερικανοκεντρικής αταξίας, δηλαδή η ολοκλήρωση της εποχής της επικυριαρχίας των ΗΠΑ, σφραγίζεται από την επαναβεβαίωση της ισχύος της Ρωσσίας. [...] Αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας είναι η επανάκαμψη και η επαναβεβαίωση της ρωσσικής ισχύος. Η εκτίμηση της Μόσχας ότι η Ουάσινγκτον δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πολεμήσει στην Ευρώπη εναντίον μιας πυρηνικής δύναμης έχει οδηγήσει τη Ρωσσία στις προσπάθειες επαναβεβαίωσης της ισχύος της, οι οποίες δεν πρέπει να αγνοηθούν. Η Μόσχα, πέρα από τη μερική αλλαγή των ισορροπιών που προέκυψαν μεταψυχροπολεμικά από τη ριζική μεταβολή της δομής ισχύος στο σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου, επιπλέον αποσκοπεί στην αντικατάσταση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη σε επίπεδο ασφάλειας, που βασίζεται στη μονομερή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και στην κεντρικότητα του ΝΑΤΟ, από μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ή τάξη ασφάλειας που θα εδράζεται σε δύο πυλώνες, με κέντρα την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα. Το Παρίσι, από την πλευρά του, παρά την αδυναμία του, προσπαθεί να προωθήσει μια κάποια ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, δηλαδή ένα είδος στρατηγικής απεξάρτησης κρατών της Ε.Ε. από τις ΗΠΑ, καθώς το τέλος του μεταψυχροπολεμικού κόσμου δεν είναι παρά η αρχή της μετα-αμερικανικής εποχής.


Η πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδος, λοιπόν, έχει τις ρίζες της στη βαθμιαία αποδυνάμωση και τελική κατάρρευση της ισχύος της Ρωσσίας, στην επανένωση της Γερμανίας και στη μονοπολική στιγμή ηγεμονίας των ΗΠΑ. Το τέλος της μεταψυχροπολεμικής περιόδου σφραγίζεται από την επαναβεβαίωση της ισχύος της Ρωσσίας, την επιστροφή της Γερμανίας ως ακρογωνιαίου λίθου της δομής ισχύος στην Ευρώπη και την υποχώρηση της μονοπολικής ηγεμονικής ισχύος των ΗΠΑ.

Με την εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία, το 2022, συνέβη μια τεκτονική αλλαγή στην ευρωπαϊκή ιστορία και ξεκίνησε μια νέα ψυχροπολεμική περίοδος. Η βασική διαφορά μεταξύ των κυβερνήσεων Μπάιντεν και Τραμπ δεν έγκειται στο εάν θα υπάρχει αυτή η νεοψυχροπολεμική, όπως λέγεται, περίοδος, αλλά στον χαρακτήρα της, δηλαδή στο εάν αυτός ο νέος ψυχρός πόλεμος θα είναι πρώτιστα διατλαντικός (Δύση εναντίον Ρωσσίας) ή ενδοευρωπαϊκός (Ευρώπη εναντίον Ρωσσίας).

Η συμβολή των ΗΠΑ στη διαμόρφωση αυτής της νεοψυχροπολεμικής συνθήκης δεν σχετίζεται τόσο με το θεμελιώδες συστημικό αίτιο όσο με την εξώθηση των πραγμάτων στα άκρα, με τη σπίθα που άναψε το φυτίλι, με το έναυσμα και την πυροκρότηση της πολεμικής έντασης, δηλαδή με την αμερικανική υποκειμενική επιδίωξη για επέκταση του ΝΑΤΟ. Και τούτο διότι, όπως φανερώνουν τα προηγούμενα, οι ιστορικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην Ευρώπη έχουν ως θεμέλιο τους την αντικειμενική εξέλιξη της μεταβολής της ευρωπαϊκής δομής ισχύος και οριοθετούνται από την κατάρρευση της ισχύος της Ρωσσίας και την επανένωση της Γερμανίας, από τη μια μεριά, και από τις προσπάθειες επαναβεβαίωσης της ισχύος της Ρωσσίας και τον φόβο της επανόδου της υπεροχής μιας επανενωμένης Γερμανίας, από την άλλη.

Σε αυτό το ευρωκεντρικό πλαίσιο, όχι απλώς το Brexit αλλά και η άνοδος του Τραμπ μπορούν να ερμηνευτούν ως φυγόκεντρες δυνάμεις και ως φαινόμενα που ετεροκαθορίζονται από τη μεταβολή της ευρωπαϊκής δομής ισχύος σε περισσότερο ηπειρωτική και γερμανοκεντρική κατεύθυνση, αλλά ακόμα και αν αγνοηθούν τα δύο προηγούμενα δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε το σαμποτάζ στους αγωγούς Nord Stream επί κυβερνήσεως Μπάιντεν και την παρακολούθηση της Μέρκελ επί κυβερνήσεως Ομπάμα, τον επανεξοπλισμό και τη στρατιωτικοποίηση της Πολωνίας, την προσεκτική και διαφοροποιημένη στάση των κρατών της πρώην Αυστροουγγρικής σφαίρας αλλά και την ιδιαίτερη στάση της Τουρκίας απέναντι στη Ρωσσία, την αέναη μη αποχώρηση της Αγγλίας από τα ευρωπαϊκά πράγματα, την ίδια την επαναβεβαίωση της ισχύος της Ρωσσίας του Πούτιν, την άνοδο της Γαλλίας της Λε Πεν και, τέλος, το πρόσφατο άνοιγμα της συζήτησης για την προστασία μέσω πυρηνικής αποτροπής ευρωπαϊκών συμμάχων από τον Μακρόν, μετά από το ιστορικό κάλεσμα του καγκελαρίου της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς. Με λίγα λόγια, σε ένα τέτοιο ευρωκεντρικό πλαίσιο, όλα τα προηγούμενα μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως μεσοπρόθεσμες αντιδράσεις απέναντι στη δυνητική επιστροφή του Γερμανικού Ζητήματος στην Ευρώπη ― παρόλο που κάτι τέτοιο μπορεί να φαντάζει αλλόκοτο αυτή τη στιγμή επειδή επικρατεί η αντίληψη της απειλής της Ρωσσίας και η Γερμανία δεν έχει ακόμη επανεξοπλιστεί (Με το τελευταίο δεν αναφέρομαι τόσο στα κίνητρα και τις προθέσεις του γερμανικού κράτους όσο στην πρόσληψη και την αντίληψη ευρωπαϊκών κρατών μιας διαφορετικής περισσότερο κυρίαρχης Γερμανίας).

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο η διαφορά μεταξύ της Γαλλίας του Μακρόν και της Λε Πεν είναι διαφορά διαχείρισης της γαλλογερμανικής σχέσης και της έναρξης της μετα-αμερικανικής/μονοπολικής ηγεμονικής εποχής στην Ευρώπη. Η δε συνεχής επιμονή του Μερτς να μιλάει πάντα για Γαλλία και Πολωνία, δηλαδή να είναι προσανατολισμένος στο Τρίγωνο της Βαϊμάρης, είναι ένα χαρακτηριστικό που τον διαφοροποιεί από τη Μέρκελ και τον Σολτς, που αγνοούσαν συστηματικά την Πολωνία και ήταν περισσότερο εστιασμένοι στον Γαλλό-Γερμανικό Άξονα, και φανερώνει πως υπάρχει συνείδηση μιας διαχείρισης του Γερμανικού Ζητήματος στο πλαίσιο μιας νέας Ευρώπης. 

Η κυβέρνηση Τραμπ με τη διαφοροποίηση της στάσης της στον πόλεμο στην Ουκρανία και την τάση αποστασιοποίησης ή απεμπλοκής της από τα ευρωπαϊκά πράγματα ουσιαστικά σήκωσε το πέπλο, με αποτέλεσμα να φανούν όσα κρύβονταν κάτω από αυτό, και άναψε μια ―ακόμα αμερικανική― σπίθα η οποία μένει να δούμε αν θα οδηγήσει σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή έκρηξη.

Και στις δύο περιπτώσεις οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής βάζουν τις φωτιές: τόσο στην περίπτωση της επέκτασης του ΝΑΤΟ και της υποδαύλισης του πολέμου στην Ουκρανία, όσο και  σε αυτήν της μονομερούς διαπραγμάτευσης με τη Ρωσσία και της απεμπλοκής από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η υποκειμενική επιδίωξη είναι αμερικανική: η διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωση το φυτίλι οδήγησε σε μια ρωσσική έκρηξη ενώ στη δεύτερη μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε μια ευρωπαϊκή έκρηξη. Ωστόσο σε καμία από τις δύο περιπτώσεις η αντικειμενική εξέλιξη δεν σχετίζεται με τις ΗΠΑ.

Ο μετασχηματισμός και η αναδόμηση που βρίσκονται σε εξέλιξη στο εσωτερικό της Δύσης, της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ αποτελούν το αποκορύφωμα των αποτελεσμάτων που έχει επιφέρει το ζήτημα της επιστροφής της Γερμανίας στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας μετα-αμερικανικής Ευρώπης, ενώ σε ό,τι αφορά το εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά το ζήτημα είναι ποια θα είναι η θέση της Γερμανίας και της Ρωσσίας σε αυτόν. Οι ΗΠΑ του Τραμπ φαινομενικά κινούνται προς εξομάλυνση με τη Μόσχα και προς μια δυνητική αμερικανορωσσική συνεννόηση, οι ΗΠΑ του Μπαίντεν είχαν κινηθεί σε διπολισμό Δύσης εναντίον Ρωσσίας με παράλληλη γερή πρόσδεση και έλεγχο της Γερμανίας. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με την επιτάχυνση της εκδήλωσης κρίσεων στην Ευρώπη.

Αν ένα τέτοιο πλαίσιο ανάλυσης είναι ορθό, και η ένταση στο εσωτερικό της Ευρώπης δεν σχετίζεται πρωτογενώς και θεμελιωδώς με τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την αμερικανική υποκειμενική επιδίωξη για επέκταση του ΝΑΤΟ, που λειτούργησε ως καταλύτης εξώθησης των πραγμάτων στα άκρα, αλλά στην πραγματικότητα στη ρίζα και στα θεμέλια όσων συμβαίνουν βρίσκεται η αντικειμενική εξέλιξη των αλλαγών στους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ Ρωσσίας και Γερμανίας στο πλαίσιο της αρχικής διαμόρφωσης μιας μετα-αμερικανικής Ευρώπης και ενός αναμορφωμένου παγκόσμιου Βορρά, τότε οι εντάσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο θα μπορούσαν να συνεχιστούν ανεξάρτητα από τη στάση που θα τηρήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

16. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; I («δυτικιστές» Ατλαντιστές)

Εάν ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) αποτελεί έναν θεσμικό, δεσμευτικό και νομιμοποιημένο τρόπο που κρατά «τους Αμερικανούς μέσα, τους Γερμανούς κάτω και τους Ρώσσους έξω», σύμφωνα με τα λόγια του λόρδου Hastings Lionel Ismay, που διετέλεσε πρώτος Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ από το 1952 μέχρι το 1957 (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 43), τότε μια σταδιακή απομάκρυνση ή δυνητική αποχώρηση των Αμερικανών από την Ευρώπη, σε συνδυασμό με την επιστροφή της Γερμανίας σε κεντρική θέση σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια και με μια νίκη της Ρωσσίας στην Ανατολική Ευρώπη, δηλαδή μια συνθήκη που οδηγεί «τους Αμερικανούς έξω, τους Γερμανούς πάνω και τους Ρώσσους μέσα», θα σηματοδοτούσε είτε το τέλος του ΝΑΤΟ, καθώς αναιρείται ο λόγος ύπαρξής του, είτε, το λιγότερο, τον μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ από αμερικανοκεντρική σε γερμανοκεντρικη δομή ισχύος στην Ευρώπη. 

Επιπλέον, θα σηματοδοτούσε το τέλος της Δύσης ως διατλαντικής ευρωαμερικανικης στρατηγικής οντότητας και τον περιορισμό της στην ευρωπαϊκή ήπειρο (εξέλιξη που συμβαδίζει απόλυτα με μια συνθήκη που προσομοιάζει σε μια προαμερικανική ευρωπαϊκή περίοδο της Δύσης, όπως αυτή του Κριμαϊκού Πολέμου, εξ ου και η επιστροφή της Τουρκίας) που θα μπορούσε να καταλήξει, στο τέλος, σε υποχώρηση της Δύσης και επιστροφή της Ευρώπης μέσω, αρχικά, της Ρωσσίας, όπως ήδη συμβαίνει, και δυνητικά ―αυτός είναι ο φόβος― στη συνέχεια, της Γερμανίας.

Προκειμένου να γίνει απολύτως διαυγές και περισσότερο κατανοητό αυτό το σχήμα σκέψης θα πρέπει να ενταχθεί στο εξής πλαίσιο, που έχω παρουσιάσει στο βιβλίο:

 ...ο συνδυασμός της αποχώρησης της Ρωσσίας από τον Α΄ ΠΠ και της εισόδου των ΗΠΑ σε αυτόν (1917-1918) διαμόρφωσε το γεωπολιτικό θεμέλιο οικοδόμησης της Δύσης ως στρατηγικής οντότητας σε διατλαντική ευρωαμερικανική κλίμακα. Πριν από λίγες δεκαετίες είχε προηγηθεί το ευρωμεσογειακό-παρευξείνιο θεμέλιο με τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856)... 

Για όσο χρονικό διάστημα η Ρωσσία ήταν εντός του συστήματος υπήρχε «Ευρώπη» ανεξάρτητη από τη Βόρεια Αμερική. Από τον Α΄ ΠΠ και ύστερα, ειδικότερα από τη στιγμή που οι ΗΠΑ εισήλθαν στο ευρωπαϊκό σύστημα, αναπτύχθηκε σταδιακή εξάρτηση της ατλαντικής Ευρώπης από τη Βόρεια Αμερική λόγω της αδυναμίας εξισορρόπησης, πρώτον, της Κεντρικής Ευρώπης και υπερνίκησης της αυτοκρατορικής Γερμανίας στους παγκόσμιους πολέμους και, δεύτερον, της Ανατολικής Ευρώπης και της σοβιετικής Ρωσσίας στον Ψυχρό Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του Α΄ ΠΠ και του Β΄ ΠΠ (1914-1945) έχουμε την πρώτη ήττα της Ευρώπης από τη λεγόμενη Δύση, ενώ στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχουμε την οριστική επικράτηση της Δύσης επί της Ευρώπης (1947-1991): στην πρώτη περίπτωση είχαμε την ήττα της Κεντρικής και στη δεύτερη την ήττα της Ανατολικής Ευρώπης. Από γερμανοκεντρική σκοπιά, το τέλος της Ευρώπης ήρθε το 1945· από ρωσσοκεντρική το 1991. Η λεγόμενη Δύση, προκειμένου να έχει ευρωπαϊκή υπόσταση, προϋποθέτει την κατοχή ή τον έλεγχο της Γερμανίας και την απώθηση ή τον εξοβελισμό της Ρωσσίας από το σύστημα.  

Η επέκταση ή η διεύρυνση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί τον θεσμικό μηχανισμό μετατροπής και μετασχηματισμού ολόκληρης της Ευρώπης σε «Δύση», και προϋποθέτει την ήττα της Αυτοκρατορικής Γερμανίας στην Κεντρική Ευρώπη, αρχικά (1918 και 1945), και την ήττα της Σοβιετικής Ρωσσίας στην Ανατολική Ευρώπη, στη συνέχεια (1991). Αυτός ο μετασχηματισμός της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης σε «Δύση», μέσω της ενσωμάτωσης τους στους «Ευρω-Ατλαντικούς δυτικούς θεσμούς» (1990, 1999 και 2004 στο ΝΑΤΟ, 2004 και 2007 στην ΕΕ), σταμάτησε στον Δνείπερο (Ουκρανία) και στον Καύκασο (Γεωργία). 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση οικειοποιείται τον έννοια Ευρώπη ταυτίζοντάς την, σε ό,τι αφορά τις πρακτικές που εφαρμόζει και τις πολιτικές που ακολουθεί, με την έννοια «Δύση». Ουσιαστικά η Βουδαπέστη (Ουγγαρία), η Μπρατισλάβα (Σλοβακία) και το Βελιγράδι (Σερβία), και πιθανώς λίγο πιο ήπια, διπλωματικά και διακριτικά η Βιέννη (Αυστρία), είναι τα τελευταία προπύργια της άποψης ότι υπάρχει Ευρώπη που δεν είναι Δύση. Μέχρι πριν από την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, ίσως το ίδιο θα μπορούσαν να ισχυριστούν η Στοκχόλμη (Σουηδία) και το Ελσίνκι (Φινλανδία). 

Η Μόσχα πλέον δεν δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αναδείξει αυτή την επιδιωκόμενη ταύτιση της Ευρώπης με τη Δύση. Ίσως να έχει πάρει απόφαση ότι η Ευρώπη έχει τελειώσει, δηλαδή ότι έχει μετατραπεί πλήρως σε Δύση, εξ ου και μετά την επαφή των ΗΠΑ του Τραμπ με τη Ρωσσία του Πούτιν, αυξάνεται η πιθανότητα να μετακινηθούμε από το δίπολο Δύσης-Ρωσσίας στο παλαιό δίπολο της Ευρώπης (ως Δύσης) εναντίον της Ρωσσίας. 

Από την άλλη πλευρά, οι «δυτικιστές» Ατλαντιστές της Ευρώπης φοβούνται ότι η στάση της Ουάσινγκτον σε συνδυασμό με μια νίκη της Μόσχας στην Ουκρανία μπορεί να οδηγήσει στην αντιστροφή του μετασχηματισμού της Ευρώπης σε «Δύση». Συν τοις άλλοις, εφόσον, τελικά, δεν έγινε κατορθωτό η Ρωσσία  να γίνει «Δύση», ο φόβος είναι ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έρθουν σε συνεννόηση με τη Ρωσσική Ομοσπονδία μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να ενισχύσει τάσεις μετασχηματισμού της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Επιπλέον, οι ίδιες οι ΗΠΑ βρίσκονται σε φάση μετασχηματισμού και δείχνουν σημάδια ότι πλέον κινούνται προς μια μεταφιλελεύθερη και «μεταδυτική» κατεύθυνση, ενώ δίχως τη Ρωσσία ως εχθρό δεν υπάρχει «Δύση» ως στρατηγική οντότητα. 

17. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; II (Γάλλοι και Άγγλοι)

Μια συνεννόηση μεταξύ Αμερικανών, Γερμανών και Ρώσσων είναι υπαρξιακός κίνδυνος για τους Άγγλους και τους Γάλλους.

Ναι μεν, λοιπόν, ο πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη δεν απειλεί άμεσα τη Δυτική Ευρώπη, όμως μπορεί να επηρεάσει τη σχέση της με την Κεντρική Ευρώπη. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι μπορεί να αναγκάζονταν να βρεθούν στην Ουκρανία όχι απλώς για να λειτουργήσουν αποτρεπτικά ως προς τη Ρωσσία αλλά επιπλέον και για να δράσουν προληπτικά σε ό,τι αφορά μια πιθανή μελλοντική Γερμανία.

Πιο αναλυτικά, ναι μεν, η Ρωσσία αυτή καθαυτή δεν αποτελεί άμεσα κάποιο είδος υπαρξιακής απειλής για τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Όντως αυτό δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, συμβαίνει το αντίθετο: η παρουσία του ΝΑΤΟ ειδικά στην Ουκρανία, είτε πρόκειται για μια άμεση συμμετοχή του κράτους του Κιέβου σε αυτό, είτε για μια έμμεση συμμετοχή του, αποτελεί υπαρξιακό ζήτημα για τη Μόσχα, εξ ου και αποφάσισε την εισβολή (Τονίζω το ειδικά στην Ουκρανία διότι «Η έμμεση σύγκρουση ΝΑΤΟ-Ρωσσίας δεν λαμβάνει χώρα επειδή η Μόσχα φοβάται την απόσταση από το Τάλλιν ή τη Ρίγα, αλλά λόγω του κλεισίματος του Ευξείνου». Η Ρωσσία φοβάται «την πιθανότητα το εν δυνάμει διακηρυγμένο ον «Εύξεινος ως ΝΑΤΟϊκή λίμνη» (2008, 2014) να καταστεί εν ενεργεία», Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 66-67. Επίσης οι βαλτικές χώρες δεν έχουν εδαφικό βάθος στην Ευρώπη ενώ η Ουκρανία και η Λευκορωσία έχουν). Τα αποτελέσματα αυτής της έμμεσης συμμετοχής της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, που προετοιμαζόταν από το 2014 μέχρι το 2022, με τη διαμόρφωση ενός οπλισμένου και εκπαιδευμένου στην πράξη και την ουσία αλλά άτυπου και ανεπίσημου ΝΑΤΟϊκού στρατού, που προϋπέθετε το πραξικόπημα στην Ουκρανία προκειμένου να έχει στο στόχαστρό του τη Ρωσσία, τα βλέπουμε τα τελευταία τριάμισι χρόνια. Και ακριβώς λόγω αυτών των αποτελεσμάτων δεν είναι λίγοι όσοι εντός Ρωσσίας ισχυρίζονται ότι η Μόσχα άργησε. 

Ωστόσο, μια νίκη των Ρώσσων στην Ανατολική Ευρώπη μπορεί να επηρεάσει τη σχέση της Δυτικής με την Κεντρική Ευρώπη, δηλαδή τη σχέση των Άγγλων και των Γάλλων με τους Γερμανούς. Μια τέτοια μεταβολή έχει αρχίσει ήδη να γίνεται φανερή σε μικρά κράτη της Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία, και για ορισμένους στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όσα συμβαίνουν στη Βουδαπέστη και τη Μπρατισλάβα μπορεί να αποτελούν προμήνυμα για όσα, δυνητικά, μπορούν να συμβούν μελλοντικά στο Βερολίνο.

Ο πραγματικός φόβος και η υπαρξιακή απειλή για την «Ευρώπη», δηλαδή για την ειρήνη στη Δυτική Ευρώπη, δεν είναι η Ρωσσία αυτή καθαυτή αλλά η πιθανότητα το εν δυνάμει ον «Η Ρωσσία ως νικήτρια του πολέμου στην Ουκρανία» να καταστεί εν ενεργεία, διότι μια τέτοια εξέλιξη, δηλαδή μια ρωσσική νίκη στον πόλεμο, θα μπορούσε, πρώτον, να αυξήσει τις πιθανότητες οι Άγγλοι και οι Γάλλοι να χάσουν τους Αμερικανούς μεσοπρόθεσμα ή ακόμα και τους Γερμανούς μακροπρόθεσμα (ήδη όσο περισσότερο οι Ρώσσοι πλησιάζουν σε μια νίκη τόσο περισσότερο οι Άγγλοι και οι Γάλλοι χάνουν τους Αμερικανούς), δεύτερον, να σηματοδοτήσει είτε το τέλος του ΝΑΤΟ, είτε τη μετατροπή του από αμερικανοκεντρική σε γερμανοκεντρική δομή ισχύος στην Ευρώπη, και, τέλος, τρίτον, να αποτελέσει καταλύτη για την αντιστροφή της διαδικασίας μετασχηματισμού της Ευρώπης σε «Δύση» και την αρχή του τέλους της «δυτικής» ηγεμονίας στην Ευρώπη.

18. Ο μόνος τρόπος να λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία οριστικά, ανεξάρτητα από τα κίνητρα και τις προθέσεις συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων, δηλαδή να επιτευχθεί ειρήνη που δεν θα μπορεί να ανατραπεί, είναι η Ρωσσία και η Γερμανία να έρθουν σε συνεννόηση, και σε αυτή τη συνεννόηση να μην είναι αντίθετες, ή να μην την υπονομεύουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μόνο σε μια τέτοια συνθήκη ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει ένα οριστικό τέλος. Οποιαδήποτε άλλη «λύση» θα είναι προσωρινή.

Ωστόσο, πέραν του ότι μια μια τέτοια συνεννόηση, όπως επισημάναμε νωρίτερα, αποτελεί κίνδυνο-θάνατο για Άγγλους και Γάλλους, ανέκαθεν ο ρόλος των ατλαντικών αγγλοαμερικανικων δυνάμεων ήταν να στρέφουν τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Ρωσσία τη μία ή και τις δύο εναντίον της τρίτης, εκμηδενίζοντας τις πιθανότητες είτε ηγεμονίας μιας εξ αυτών είτε συμβασιλείας δύο εκ των τριών στην Ευρώπη (Ο γαλλογερμανικός άξονας ποτέ δεν θα είχε γίνει επιτρεπτός δίχως μια ηττημένη Γερμανία, μια εξίσου ηττημένη στρατιωτικά και αποδυναμωμένη πολιτικά Γαλλία ―παρόλο που βρέθηκε στην πλευρά των νικητών, κυρίως χάρη στους μεταπολεμικούς υπολογισμούς των Άγγλων―, και μια νικηφόρα και ηγεμονική Αμερική). Αυτόν τον ρόλο των «ατλαντικών αγγλοσαξονικών ναυτικών δυνάμεων» τον γνώριζαν πολύ καλά όλοι στην Ευρώπη, από τον Ναπολέοντα και τον Μπισμαρκ μέχρι τον Στάλιν, και από τον Ντε Γκωλ και τον Χέλμουτ Κολ μέχρι τον Γεβγκενι Πριμακόφ ―το δόγμα του οποίου, ελαφρώς αναπροσαρμοσμένο, ακολουθεί μέχρι και σήμερα ο Βλαντίμιρ Πούτιν―, παρόλο που ποτέ δεν κατάφεραν να τον αναιρεσουν ή να τον αντιμετωπίσουν. Το αντίθετο, μάλιστα, ιστορικά τον επιβεβαίωναν: ο Τολστόι είχε παρατηρήσει την αντίφαση να σκοτώνονται εκατομμύρια άνθρωποι στη Ρωσσία, από τη Γαλλία του Ναπολέοντα, για την ταπείνωση της Αγγλίας.

Στο τέλος, η ειρήνη στην Ανατολική Ευρώπη μπορεί να επιτευχθεί μόνο με συνεννόηση μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσσίας, ενώ η ειρήνη στη Δυτική Ευρώπη μπορεί να διατηρηθεί μόνο με συνεννόηση μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η διασάλευση της συνεννόησης ανάμεσα σε Παρίσι και Βερολίνο είναι αυτό που φοβούνται οι Γάλλοι και οι Άγγλοι. Ο φόβος είναι ότι ένας νικηφόρος πόλεμος της Ρωσσίας στην Ανατολική Ευρώπη, σε συνδυασμό με μια πιθανή αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από την Ευρώπη, δηλαδή το τέλος της διατλαντικής ευρωαμερικανικής Δύσης ως στρατηγικής οντότητας, μπορεί να οδηγήσει στο τέλος της γαλλογερμανικής συνεννόησης και στη διασάλευση της ειρήνης στη Δυτική Ευρώπη. 

Ο φόβος για μια μελλοντική Γερμανία μπορεί είναι διφυής: είτε απλώς ρεαλιστικός, για μια Γερμανία όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, σε γενικές γραμμές, αλλά στο πλαίσιο μιας ολοένα μεγαλύτερης γερμανοκεντρικής ΝΑΤΟϊκής δομής ισχύος στην Ευρώπη, είτε βαθύτερος, για μια δυνητικά «μεταδυτική» και μεταφιλελεύθερη Γερμανία (ή το λιγότερο παρόμοια ή ανάλογη με τις ΗΠΑ του Τραμπ). Σε ό,τι αφορά την τελευταία περίπτωση, η αποδυνάμωση της «δυτικής» ηγεμονίας στην Ευρώπη δεν θα αποτελούσε απλώς μια εξέλιξη που θα επηρέαζε τη φύση και το καθεστώς της ευρωπαϊκής τάξης, γενικά, αλλά θα μπορούσε να επηρεάσει, επιπλέον, τη φύση και το καθεστώς της ίδια της Γερμανίας, ειδικότερα. 

19. Τι πραγματικά φοβούνται και τι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή οι «Ευρωπαίοι»; III (Γάλλοι και Γερμανοί)

Από την άλλη πλευρά αυτό που φοβούνται οι Γάλλοι και οι Γερμανοί είναι η ιστορική επανάληψη των αποτυχημένων προσπαθειών εγκαθίδρυσης πανευρωπαϊκής ηγεμονίας, δηλαδή των ηττών των δυνάμεων του Ρήνου στην προσπάθειά τους να επιβληθούν ηγεμονικά επί του συνόλου της Ευρώπης.

Επανενωμένη Ευρώπη. Έτος 2025. Ογδόντα χρόνια ή περίπου τρεις γενιές μετά από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ήττα της Γερμανίας και τη διχοτόμηση της Ευρώπης. Δεν θα πρέπει να λησμονείται αυτό που έχω σημειώσει στο βιβλίο, δηλαδή ότι:

από τον Ναπολέοντα μέχρι τον Χίτλερ, το μοτίβο παραμένει το ίδιο: η κυρίαρχη ηπειρωτική ευρωπαϊκή δύναμη (Γαλλία, Γερμανία) ηττάται από μια συμμαχία της οποίας οι δύο συνεργαζόμενες δυνάμεις αναφωνούν: «Ο τρόπος να συντρίψουμε τους ηπειρωτικοευρωπαίους είναι να τους λιώσουμε ανάμεσα στις μυλόπετρες του Ατλαντικού και της Ευρασίας». Έτσι έχουμε μια ατλαντική δύναμη (Αγγλία, ΗΠΑ) να συνεργάζεται στο τέλος με τη συγκεκριμένη δύναμη που δεσπόζει στην Ευρασία, τη Ρωσσία. Πιο συγκεκριμένα, την αυτοκρατορική Ρωσσία τον 19ο αιώνα και τη σοβιετική Ρωσσία τον 20ό αιώνα. Τον 19ο αιώνα η Αγγλία επικράτησε επί της Γαλλίας με τη βοήθεια της αυτοκρατορικής Ρωσσίας, ενώ τον 20ό αιώνα οι ΗΠΑ επικράτησαν επί της Γερμανίας με τη βοήθεια της σοβιετικής Ρωσσίας. Ο 19ος υπήρξε ο αιώνας της Αγγλίας, μέσω μιας ευρωκεντρικής ματιάς, ενώ ο 20ός ο αιώνας των ΗΠΑ.

Αυτός είναι ο βασικότερος εξωγενής ή εξωευρωπαϊκός παράγοντας διαμόρφωσης του γαλλογερμανικού άξονα, ασχέτως αν θα παραδέχονταν ποτέ κάτι τέτοιο μια «δυτική» και φιλελεύθερη Γαλλία και Γερμανία. Ο κυριότερος ενδογενής ή ενδοευρωπαϊκός παράγοντας είναι το τέλος των μεταξύ τους πολέμων αλλά και της επιδίωξης επιβολής πανευρωπαϊκής ηγεμονίας μεμονωμένα είτε της Γαλλίας είτε της Γερμανίας επί ολόκληρης της Ευρώπης. Επίσης, αυτός είναι ο λόγος που οι Γάλλοι και οι Γερμανοί θέλουν τους Άγγλους και τους Πολωνούς να βρίσκονται πιο κοντά στο Παρίσι και στο Βερολίνο, στους ίδιους, παρά στην Ουάσιγκτον, στους Αμερικανούς. Τέλος, αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν θέλουν οι ίδιοι, οι Γάλλο και οι Γερμανοί, να χάσουν τους Αμερικανούς, πόσο μάλλον οι τελευταίοι, δηλαδή οι Αμερικανοί, να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με τους Ρώσσους ― ανεξάρτητα από το αν οι ΗΠΑ επιδιώξουν κάτι τέτοιο έχοντας στραμμένο το βλέμμα τους στην Ασία και όχι στην Ευρώπη.

20. Το επιχείρημα ότι η Ρωσσία είναι αδύναμη άρα η «Ευρώπη» δεν έχει να φοβάται τίποτα είναι εσφαλμένο διότι εστιάζει αποκλειστικά και μόνο στη Ρωσσική Ομοσπονδία, βγάζει εντελώς από το κάδρο τη Γερμανία, θεωρεί αυτονόητη τη συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών, υποβαθμίζει τους φόβους της Αγγλίας και της Γαλλίας (σχετικά με το μέλλον της Γερμανίας και τις μελλοντικές γερμανορωσσικές σχέσεις), και της Γαλλίας και της Γερμανίας (σχετικά με τις μελλοντικές αμερικανορωσσικές σχέσεις: που βρίσκονται στη ρίζα, πρώτον, της ήττας της τελευταίας προσπάθειας πανευρωπαϊκής ηγεμονίας κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ, δεύτερον, της ιδεολογικής, οικονομικής και πολιτικής διχοτόμησης της ηττημένης Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και, τέλος, του ξεσπάσματος του πρώτου ηπειρωτικού ευρωπαϊκού πολέμου από το τέλος του Β΄ ΠΠ), υποτιμά τα επακόλουθα και τα συμπτώματα της σταδιακής αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και, τέλος, προϋποθέτει την ενότητα της Δύσης ως διατλαντικής ευρωαμερικανικής στρατηγικής οντότητας εις τον αιώνα τον άπαντα. 

Με διαφορετικά λόγια, το συγκεκριμένο επιχείρημα, εστιάζει αποκλειστικά στη Ρωσσία αυτή καθαυτή και στις δυνατότητες της, από τις οποίες υποτίθεται ότι προκύπτει αν είναι απειλή ή όχι, και άρα αν πρέπει να θεωρείται εχθρός, υποτιμώντας τη λειτουργία και τον ρόλο που επιτελεί η Ρωσσία ως εχθρός, ανεξάρτητα από τις δυνατότητές της, για κράτη όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ, και για τις μεταξύ τους σχέσεις, για την παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη, που αποσυντίθεται, για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, τη συνοχή, την ενότητα και τον λόγο ύπαρξης του ΝΑΤΟ, και ευρύτερα για τη Δύση ως στρατηγική οντότητα. 


Δημήτρης Β. Πεπόνης


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~


Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 1 | 9 | 2025 μ.Χ. | 1447 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)