21 Φεβρουαρίου 2025

ΗΠΑ προ και μετά Τραμπ, Ευρώπη, Ρωσσία, Ουκρανία και παγκόσμιος Βορράς.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 21 | 2 | 2025 μ.Χ. | 1446 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)

Μουσική Συνοδεία


~ Ι ~
Μπορούσε να προβλεφθεί η στάση των ΗΠΑ στην Ουκρανία;


Μέσω της ομιλίας που έκανε ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, στις Βρυξέλλες, οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν όχι απλώς τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά κυρίως τον ρόλο τους ως πρωταρχικού εγγυητή ασφάλειας της Ευρώπης, αφήνοντας έκθετο τόσο το μη ΝΑΤΟϊκό συμμαχικό κράτος του Κιέβου όσο και τα ΝΑΤΟϊκά ευρωπαϊκά κράτη.

Τα κύρια σημεία της ομιλίας ήταν η αναγνώριση ότι η επιστροφή στα σύνορα της Ουκρανίας πριν από το 2014 και η ένταξή της στο ΝΑΤΟ είναι μη ρεαλιστικοί στόχοι, τα ειρηνευτικά στρατεύματα που θα αναπτυχθούν στο έδαφος της Ουκρανίας, στα οποία δεν θα συμμετέχουν αμερικανικά παρά ευρωπαϊκά και μη ευρωπαϊκά στρατεύματα, θα πρέπει να αποτελούν μέρος μιας αποστολής εκτός ΝΑΤΟ και να μην καλύπτονται από το άρθρο 5 της Συνθήκης της Ουάσιγκτον. Επίσης, οι δαπάνες των ΝΑΤΟϊκών κρατών θα πρέπει να ανέλθουν από το 2% στο 5% του ΑΕΠ και να υπάρξει ένας καταμερισμός εργασίας με τις ΗΠΑ να στρέφονται στον Ειρηνικό και τα κράτη της ΕΕ να αναλαμβάνουν την ασφάλεια της Ευρώπης.

Πως φθάσαμε σε αυτό το σημείο; Μπορούσε, άραγε, να προβλεφθεί η στάση των ΗΠΑ; 

Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο Ναι.

Στις αρχές του 2017, ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ δήλωσε πως «το ΝΑΤΟ είναι απαρχαιωμένο» επειδή σχεδιάστηκε πριν από πολλά χρόνια και τα κράτη-μέλη δεν πληρώνουν τα χρηματικά ποσά που τους αναλογούν. Το ίδιο έτος η καγκελάριος της Γερμανίας θα δηλώσει ότι «η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στις ΗΠΑ για την προστασία της», προσθέτοντας πως «οι εποχές που θα μπορούσαμε να βασιστούμε πάνω τους τελειώνουν. Εμείς, οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουμε το πεπρωμένο της στα χέρια μας, πρέπει να δώσουμε τον δικό της αγώνα για το μέλλον της, για τη μοίρα της» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 212). 

Το 2019, δύο χρόνια μετά τις δηλώσεις του προέδρου της μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης (ΗΠΑ) περί απαρχαιωμένου ΝΑΤΟ, ο πρόεδρος της μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης της Ε.Ε. (Γαλλία) θα αναφέρει σε δηλώσεις του πως «αυτό που ζούμε είναι εγκεφαλικός θάνατος του ΝΑΤΟ». Ο δε πρόεδρος της μεγαλύτερης μη ατλαντικής στρατιωτικής δύναμης του ΝΑΤΟ (Τουρκία) θα του πει, σε απάντησή του, να κοιτάξει μήπως ο ίδιος είναι εγκεφαλικά νεκρός. Την ίδια χρονιά, ο Γάλλος πρόεδρος με τη σειρά του θα επισημάνει πως «η Ευρώπη πλέον δεν μπορεί να βασίζεται στις ΗΠΑ», επαναλαμβάνοντας μετά από δύο χρόνια τα λόγια της καγκελαρίου της Γερμανίας (Σελ. 213). 

Στα τέλη του καλοκαιριού του 2021, υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν, η άτακτη και μονομερής αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, δίχως πρότερη ενημέρωση των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων, και η πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν, είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν εκτεθειμένοι τοπικοί συνεργάτες και σύμμαχοι των ΗΠΑ και να δημιουργηθεί θύελλα αντιδράσεων στο εσωτερικό της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (Δύο μόλις μήνες μετά θα έχουμε την υπογραφή της τριμερούς συμφωνίας ασφαλείας AUKUS ανάμεσα στην Αυστραλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ, η οποία θα προκαλέσει αναταραχή τόσο στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και της ΕΕ αλλά κυρίως μεταξύ Γαλλίας και ΗΠΑ).

Τα προηγούμενα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους εξής λόγους:

Τόσο στην περίπτωση του Αφγανιστάν όσο και στην περίπτωση της Ουκρανίας φανερώθηκε πως (1) δεν υπήρχε ούτε κοινή συναντίληψη ούτε συντονισμός για μια κοινή διαδικασία στρατηγικής λήψης αποφάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ: από αμερικανοκεντρική σκοπιά, ο μη συντονισμός εκδηλώνεται ως μονομερής απόφαση και ενέργεια. Και στις δύο περιπτώσεις οι ΗΠΑ (2) εγκαταλείπουν μη ΝΑΤΟϊκά συμμαχικά κράτη και αφήνουν έκθετα ΝΑΤΟϊκά ευρωπαϊκά κράτη και (3) παραδέχονται ότι δεν μπορούν ούτε να προασπίσουν το δίκαιο ούτε να επιβεβαιώσουν την ισχύ τους. Τέλος, η συμπεριφορά των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν μπορεί να ιδωθεί ως προμήνυμα της συμπεριφοράς τους στην Ουκρανία, και υπό αυτήν την έννοια, ναι, η στάση των ΗΠΑ μπορούσε να προβλεφθεί.


~ II ~ 
Συνέχειες και ασυνέχειες στις Ηνωμένες Πολιτείες προ και μετά Τραμπ


Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε προθέσεις, υπάρχει συνέχεια στη συμπεριφορά του κράτους των ΗΠΑ. Πολλά στελέχη της σημερινής κυβέρνησης συμπεριφέρονται και μιλούν σα να μην υπάρχει σχέση ανάμεσα στις ΗΠΑ προ και μετά Τραμπ, σαν να μην υπάρχει συνέχεια στο αμερικανικό κράτος, σαν να είναι καθαγιασμένο από τις αμαρτίες και τα σφάλματα του παρελθόντος, σαν να φταίνε αποκλειστικά άλλοι για πράγματα με τα οποία σχετίζεται άμεσα το αμερικανικό κράτος. 

Δεν θα αναφερθώ ούτε στο ζήτημα της αποβιομηχάνισης της Ευρώπης, ή των αγωγών Nord Stream, ούτε στο ζήτημα της Ουκρανίας, και στην επέκταση του ΝΑΤΟ παρά τις αντιδράσεις Γάλλων και Γερμανών, ούτε στον πόλεμο στο Ιράκ, και στην εναντίωση από κοινού Γαλλίας, Γερμανίας, Ρωσσίας και Κίνας, ούτε στον πόλεμο στο Αφγανιστάν και ευρύτερα στον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, ούτε στο ζήτημα της μετανάστευσης (Δεν ξεχνώ: «Βασικά οι Η.Π.Α παρέχουν αυτές τις ροές για εμάς, εσείς κάνετε πόλεμο και εμείς παίρνουμε τους πρόσφυγες», Υπουργός Οικονομικών της Σουηδίας, Anders Borg), ούτε στις δεκάδες ανατροπές καθεστώτων, ούτε στον Patriot Act, στις αποκαλύψεις του Edward Snowden και στην παρακολούθηση ανώτατων αξιωματούχων και πολιτικών συμμαχικών κρατών (η NSA δεν παρακολουθούσε μόνο το κινητό της Μέρκελ, να δείτε με τους Ιάπωνες τι έκαναν), ούτε σε πολιτικές τις οποίες οι ΗΠΑ χρηματοδοτούσαν, προωθούσαν και επέβαλαν και τώρα, μετά τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, αναιρούν. Δεν θα αναφερθώ σε τίποτα απ' όλα αυτά, τα οποία είναι απολύτως ενδεικτικά.

Προκειμένου να δείξω πόσο άρρηκτη ουσιαστική συνέχεια υπάρχει στο κράτος των ΗΠΑ, θα παραθέσω απλώς ένα απόσπασμα από κείμενο που δημοσίευσα επί κυβέρνησης Μπάιντεν στο οποίο αναφέρομαι, μεταξύ άλλων, στην κρίση της αμερικανικής εξουσίας. Όταν το δημοσίευσα οι οπαδοί του Τραμπ έβλεπαν στα παρακάτω λόγια τις ΗΠΑ του Μπάιντεν, ενώ κάποιοι άλλοι αναγνώριζαν τη στάση των ΗΠΑ έναντι του Ισραήλ. Κάτι μου λέει πως, τώρα, στα παρακάτω λόγια οι οπαδοί του Μπάιντεν βλέπουν τις ΗΠΑ του Τραμπ, ενώ κάποιοι άλλοι αναγνωρίζουν τη στάση των ΗΠΑ έναντι της Ουκρανίας.

Το επίπεδο της αξιοπιστίας ενός ηγετικού κράτους σχετίζεται άμεσα με τη διεθνή του θέση και με τη διάρκεια ζωής της ηγεσίας του. Διότι η εξουσία και το κύρος σε διεθνή κλίμακα δεν μπορούν να επιβληθούν με εξαναγκασμό επί όλων των υπολοίπων κρατών, παρά απαιτείται η εθελοντική αποδοχή τους [...] Η δε απώλεια αξιοπιστίας οδηγεί σε περαιτέρω περιορισμό της ηγετικής επιρροής και δύναμης στην περίπτωση που το ηγετικό κράτος εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά [...] Ο συνδυασμός της αναξιοπιστίας με την εφαρμογή της αρχής δύο μέτρα και δύο σταθμά οδηγεί με εσωτερική λογική συνέπεια στην υποκρισία, και αν συνοδευτεί επιπλέον από ανευθυνότητα, ασυνέπεια ή και μη προβλεψιμότητα (π.χ. χαοτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν δίχως πρότερη ενημέρωση, αντιδράσεις για AUKUS κ.λπ), μπορεί να καταλήξει σε γενικευμένη κρίση κύρους και αξιοπιστίας, δηλαδή σε κρίση εμπιστοσύνης, και εν τέλει σε κρίση εξουσίας.

Επιπλέον, αν κάποιος κάνει την παραδοχή ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ναι μεν είναι στρατιωτικός πόλεμος δι' αντιπροσώπου εναντίον της Ρωσσίας, αλλά την ίδια στιγμή είναι και ένας πολιτικός, οικονομικός και ενεργειακός πόλεμος εναντίον της Ευρώπης, που είχε ως συνέπεια την αποδιοργάνωση, αποσταθεροποίηση και περαιτέρω αποδυνάμωσή της, τότε η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να ιδωθεί ως λογική συνέχεια της κυβέρνησης Μπάιντεν και οι πράξεις της ως δημόσια εκδήλωση της εχθρότητας που ήδη υπήρχε παρασκηνιακά και κεκαλυμμένα (σκεφτείτε ξανά την παρακολούθηση της Μέρκελ από την κυβέρνηση Ομπάμα, τη μονομερή απόφαση για αποχώρηση από το Αφγανιστάν, την υπογραφή της AUKUS και την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ μέσω εξαναγκασμού από τις ΗΠΑ επί κυβέρνησης Μπάιντεν). Σε αυτή την περίπτωση έχουμε συνέχεια και κλιμάκωση που φτάνει σε ένα σημείο όπου πλέον η εχθρότητα μπορεί να φανεί ανοιχτά, όχι ασυνέχεια. Οι προσπάθειες καθυπόταξης, αποσταθεροποιησης και αποδυνάμωσης, οι εκβιασμοί και οι απειλές, δεν είναι καινούργια ή καινοφανή πράγματα. Για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται. Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της Ευρώπης υπάρχει συνέχεια και κλιμάκωση. Σε ό,τι αφορά τη Ρωσσία υπάρχει ασυνέχεια, όχι άνευ λόγου: η Ρωσσία δεν ηττήθηκε στον πόλεμο. 

Η σκλήρυνση της στάσης των ΗΠΑ και η εμβάθυνση της εξάρτησης σε πολλαπλούς τομείς γίνεται, μεταξύ άλλων, και προκειμένου να αντισταθμιστεί πιθανή αποχώρηση αμερικανικών στρατευμάτων από την Ευρώπη. Αλλά και εδώ κυριαρχεί η συνέχεια και όχι η ασυνέχεια: κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ο αριθμός των αμερικανικών στρατευμάτων στη Δ. Γερμανία ήταν περίπου 300.000. Σήμερα λιγότεροι από 50.000 στρατιώτες σταθμεύουν στη συγκεκριμένη χώρα. Μια πιθανή περαιτέρω μείωση στρατευμάτων δεν θα αποτελεί ασυνέχεια αλλά συνέχεια μιας πορείας. 

Στην πρώτη θητεία του Τραμπ κυριάρχησε η συνέχεια, όσο κι αν οι οπαδοί των Δημοκρατικών ήθελαν να δίνουν έμφαση για πολεμικούς λόγους στο αντίθετο, δηλαδή στην ασυνέχεια. Τώρα είναι οι οπαδοί του Ρεπουμπλικάνων που δίνουν υπερβολική έμφαση υπερτονίζοντας τις πολλαπλές ασυνέχειες ανάμεσα στις ΗΠΑ προ και μετά Τραμπ. Πράγματι, υπάρχουν σημεία όπου οι ασυνέχειες φαντάζουν εντυπωσιακές και οι πράξεις αντιφατικές: Π.χ. με το να εκθέτουν ιδρύματα που παραδοσιακά λειτουργούσαν ως βραχίονες προώθησης των αμερικανικών συμφερόντων και ως κέντρα διάχυσης της αμερικανικής επιρροής, οι τωρινές ΗΠΑ στρέφονται εναντίον των μέχρι πρότινος συμφερόντων των ΗΠΑ. Τέτοιες επιλογές, από τη μια μεριά, παραπέμπουν σε ξήλωμα ενός παγκόσμιου αμερικανικού αυτοκρατορικού δικτύου επιρροής ενώ την ίδια στιγμή φανερώνουν μια υποκριτική στάση του αμερικανικού κράτους σχετικά με το παρελθόν του (το κράτος πλέον παρουσιάζεται ως αναβαπτισμένο, όμως τριάντα και πλέον χρόνια δεν σβήνονται μέσα σε ένα μήνα, για να αναφερθώ μόνο στη μεταψυχροπολεμική περίοδο), και μια αντιφατικότητα ως προς το τι είναι και τι δεν είναι αμερικανικό συμφέρον. 

Η «αντίφαση» δεν είναι απαραίτητα ανερμήνευτη: προκύπτει από την ένταση μεταξύ αυτοκρατορίας (imperium) και ρεπάμπλικ (republic), ένα θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε και θα εξετάσουμε διεξοδικά. Πάντως, σε αυτή τη φάση, είτε επειδή είναι ακόμα νωρίς είτε επειδή όσα λέγονται έχουν ρητορική, δηλαδή ψυχολογική, αξία, με αποτέλεσμα να είναι διαφορετικά από την πράξη, δηλαδή να κυριαρχεί υποκρισία, διακρίνω μια τριχοτόμηση στη συμπεριφορά των ΗΠΑ (εξ ου και δεν πείθομαι από τις διακηρύξεις ότι δεν επιθυμούν ούτε την εξάρτηση και την υποτέλεια των συμμαχικών κρατών ούτε κράτη-πελάτες και προτεκτοράτα): Στο εσωτερικό του κράτους επιδιώκουν να είναι ρεπάμπλικ, στο εσωτερικό της σφαίρας επιρροής τους, δηλαδή στη «Δύση», συμπεριφέρονται στους συμμάχους τους σαν αυτοκρατορία, γεγονός που υποδηλώνει ότι παρά τα όσα ισχυρίζονται επιθυμούν την Ευρώπη εξαρτημένη, αποδυναμωμένη και ελεγχόμενη προκειμένου να παραμείνει στη σφαίρα επιρροής τους με αποικιακούς όρους (VII), και στoν εξωτερικό κόσμο, στη διεθνή και παγκόσμια σκηνή κινούνται σαν μεγάλη παγκόσμια δύναμη, η οποία (υποτίθεται ότι) πλέον έχει εγκαταλείψει τα όνειρα για  παγκόσμια ηγεμονία

Σε κάθε περίπτωση, αν δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στις συνέχειες, οι ΗΠΑ του Τραμπ φαντάζουν ως ένα αυτοκρατορικό κράτος σε κρίση ηγεμονίας και εξουσίας. Αν δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στις ασυνέχειες οι ΗΠΑ του Τραμπ συμπεριφέρονται σαν επαναστατικό, ιδεολογικό και αναθεωρητικό κράτος.


~ ΙΙΙ ~
 Προσωπολατρία ή On the Cult of Personality:
Ο Τραμπ ως ηγέτης και φωνή του Λαού και ο Μασκ ως προφήτης και τεχνολογικός Μεσσίας


Ορισμένοι μιλούν για επανάσταση, κάποιοι για αλλαγή καθεστώτος και άλλοι για αποδόμηση του βαθέος αμερικανικού κράτους, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη ένας πολιτικός πόλεμος ενάντια σε ένα βαθύ υπερκομματικό και διαπαραταξιακό γραφειοκρατικό κατεστημένο, το ισχυρότερο και πλέον πολυπλόκαμο στον πλανήτη. Η ταχύτητα και η δυναμική με την οποία κινείται η κυβέρνηση Τραμπ είναι εντυπωσιακή και στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην αποσταθεροποίηση των αντιπάλων και στην παγίωση όσο περισσότερων συστημικών αλλαγών είναι δυνατόν μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026 (Το συγκεκριμένο έτος είναι σημαντικό και για έναν ακόμα σπουδαιότερο λόγο που θα διαπιστώσετε στο τέλος: Έξοδος). Σε κάθε αμερικανική κυβέρνηση η μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και δράσεων είναι τα δύο πρώτα χρόνια και ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες. Ίσως οι άνθρωποι του Τραμπ ενεργούν πολύ βιαστικά ενάντια στο κατεστημένο, το οποίο αυτή τη στιγμή μοιάζει ζαλισμένο, γεγονός που μεσοπρόθεσμα δεν είναι απαραίτητο ότι θα συνεχίσει να ισχύει, εξέλιξη που μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες. Όλο αυτό είναι ένα μεγάλο στοίχημα με υψηλό ρίσκο.

Σε κάθε περίπτωση, ό,τι κι αν πει ο Τραμπ, ο ηγέτης, είναι ορθό, αληθές και δίκαιο, ό,τι κι αν κάνει είναι σωστό, καλό και δικαιολογημένο. Τα ίδια ισχύουν και για τις ΗΠΑ του Τραμπ, το κράτος του ηγέτη, το οποίο πέραν του ότι κερδίζει τους πάντες και τα πάντα, δικαιολογείται να πράττει οτιδήποτε, όντας καθαγιασμένο από τις αμαρτίες του παρελθόντος, οι οποίες οφείλονται είτε στο βαθύ κράτος είτε σε ιδεολογικές ομάδες που είχαν αλώσει το κράτος. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι διαφορετικός, εξαιρετικός. 

Η λατρεία του πολιτικού ηγέτη ούτε επιλήψιμη είναι εξ ορισμού, αυτή καθ’εαυτήν, ούτε ανερμήνευτη, καθώς μπορεί να ερμηνευτεί με όρους διαφοροποίησης και έντασης μεταξύ της κομματικής αντιπροσώπευσης στο κοινοβούλιο και της δημοψηφισματικής τάσης που εκφράζει δημόσια τη λαϊκή βούληση την οποία επαναφέρει ο ηγέτης ως φωνή του λαού. Αυτή η ένταση ενυπάρχει και μεταξύ ρεπουμπλικανισμού (republicanism) και φιλελευθερισμού (liberalism). 

Πρόσφατα αναφέρθηκαν στο ζήτημα της δημοκρατίας ο Μασκ, στο πλαίσιο του δίπολου δημοκρατία-γραφειοκρατία (επιπλέον σχεδόν παραδέχτηκε πόσο χρεοκοπημένες είναι οι ΗΠΑ), και ακόμη πιο πρόσφατα ο Βανς, κυρίως στο πλαίσιο της φοβίας που έχουν αναπτύξει οι ελίτ απέναντι στον λαό. Ο τελευταίος είναι ένας καθαρά φιλελεύθερος φόβος. 

Δύο ακόμα μεγάλες εντάσεις που οδηγούν σε «αντιφάσεις», λοιπόν, μετά από αυτή μεταξύ αυτοκρατορίας (imperium) και ρεπάμπλικ (republic) που είδαμε στο αμέσως προηγούμενο κείμενο (II), είναι μεταξύ δημοκρατίας (democracy) και γραφειοκρατίας (bureaucracy) και μεταξύ δημοκρατίας (democracy) και φιλελευθερισμού (liberalism). (Να επισημάνουμε ότι στον Μοντεσκιέ η δημοκρατία αποτελεί υποκατηγορία του ρεπουμπλικανικού πολιτεύματος και ό,τι δεν υπάρχει “liberalism” στο Πνεύμα των Νόμων, ούτε ως λέξη αλλά ούτε ως έννοια). 

Ας επιστρέψουμε όμως στον Τραμπ. Στην περίπτωσή του είναι φανερό πως δεν έχουμε να κάνουμε με τη λατρεία απλώς και μόνο ενός πολιτικού ηγέτη, αλλά με μια λατρεία που θυμίζει τις ηγετικές μορφές θρησκευτικών αιρέσεων. Η κύρια διαφορά στην προκειμένη περίπτωση είναι ποσοτική, καθώς το πλήθος των ακόλουθων και των οπαδών του δεν είναι μικρό αλλά μεγάλο σε αριθμό, παραπέμποντας σε πολιτική θρησκεία. Ο Τραμπ χωρίζει τον κόσμο των Αμερικανών σε έναν ορατό εντεύθεν και σε ένα αόρατο εκείθεν (όπως κάνουν όλοι οι θρησκευτικοί ηγέτες), στο ζοφερό παρόν που βιώνει η αμερικανική κοινωνία και στο λαμπρό μέλλον, τη χρυσή εποχή, που ευαγγελίζεται. Αυτή είναι η προσδοκία, αυτός είναι ο σκοπός του αγώνα.

Λατρεία υπάρχει και προς το πρόσωπο του Ίλον Μασκ. Ωστόσο, οι πηγές της λατρείας προς το πρόσωπο του Τραμπ και προς το πρόσωπο του Μασκ είναι διαφορετικές. 

Στην περίπτωση του Μασκ έχουμε να κάνουμε με έναν συνδυασμό πίστης στην πρόοδο και λατρείας της τεχνολογίας, που παραπέμπει σε αυτό που έχω ονομάσει ως τεχνοθρησκείες. Το εκείθεν, στην περίπτωση του Μασκ, είναι πανανθρώπινα καταστροφικό ή σωτήριο/λυτρωτικό: είτε η ανθρωπότητα θα καταστραφεί από μια ανθρωπογενή ή φυσική καταστροφή είτε θα αποικήσει τα άστρα. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ζοφερό παρόν έναντι ενός λαμπρού μέλλοντος, όπως στην περίπτωση του Τραμπ, αλλά με ένα ζοφερό, εσχατολογικό και πανανθρώπινα καταστροφικό μέλλον έναντι του μόνου σωτήριου και λυτρωτικού για την ανθρωπότητα μέλλοντος, το οποίο ασφαλώς πρεσβεύει αποκλειστικά ο Μασκ (όπως κάθε καλός προφήτης) ως τεχνολογικός Μεσσίας: το εκείθεν, το κοσμικό επέκεινα, είναι ο Άρης και ο ανθρώπινος εποικισμός του ηλιακού συστήματος. 

Ασφαλώς οι αρχές, οι αξίες και η δικαίωση των εκάστοτε πράξεων αντλούνται από τα εκάστοτε μελλοντικό εκείθεν. Μπορούν άραγε οι αρχές, οι αξίες και οι πράξεις που αντλούν τη δικαίωση και τη νομιμοποίησή τους από μια μελλοντική χρυσή εποχή της Αμερικής να συμβαδίσουν με αυτές που αντλούν τη δικαίωση και τη νομιμοποίησή τους από τον ανθρώπινο εποικισμό του Άρη; Ιδού το ερώτημα.

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Τραμπ εκφράζει περισσότερο το συναισθηματικό και βουλησιαρχικό (θυμοειδές), το λαϊκιστικό και δημοκρατικό στοιχείο, ενώ ο Μασκ το λογιστικό και το τεχνολογικό, το ελιτίστικο και τεχνοκρατικό στοιχείο. Ότι ο Τραμπ εκφράζει τη φλόγα της καρδιάς ενώ ο Μασκ τη ψυχρότητα του νου. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε αξίζει να θυμίσουμε την προειδοποίηση και τον φόβο του Αλεξίς ντε Τοκβίλ ότι στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού δεσποτισμού ο νους θα κυριαρχήσει επί της καρδιάς. 


~ Γέφυρα ~ 


Εφόσον «Στο επίπεδο της διακρατικής πολιτικής, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί έκφανση μιας κολοσσιαίων διαστάσεων δομικής κρίσης στις σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσσικής Ομοσπονδίας, η οποία επωάζεται εδώ και χρόνια», όπως σημειώνω στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Σελ. 45) και εφόσον «Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει ως επίδικο την ανεξαρτησία του Κιέβου, αλλά τις σχέσεις Ουάσινγκτον - Μόσχας» (Σελ. 48), τότε λογικό είναι η διαπραγμάτευση να είναι πρωταρχικά μεταξύ των δυο αντιμαχόμενων πλευρών, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσσικής Ομοσπονδίας. 

Βέβαια, πέρα από τον στόχο του μόνιμου τέλους του πολέμου στην Ουκρανία, που θα επιλύει τόσο το εδαφικό ζήτημα όσο και αυτό των εγγυήσεων ασφαλείας, οι συνομιλίες κατ' ουσίαν αποτελούν αφορμή ή προκάλυμμα για την έναρξη της διαδικασίας εξομάλυνσης και αποκατάστασης αμερικανορωσσικών σχέσεων, με προοπτική ακόμα και γεωπολιτικής και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών. 

Μια συμφωνία μεταξύ Τραμπ και Πούτιν δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε εύκολη, επειδή οι διαπραγματεύσεις πιθανότατα θα περιλαμβάνουν και άλλα ζητήματα, πέρα από την Ουκρανία, όπως π.χ. διακανονισμούς για το μέλλον της Ευρώπης και συζητήσεις σχετικά με τα πράγματα της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον, οι Ρώσσοι θα έχουν επιφυλάξεις προκειμένου να αναλάβουν μακροχρόνια δέσμευση καθώς η κυβέρνηση Τραμπ έχει ορίζοντα τετραετίας (αλλά και ηλικιακά ο Τραμπ είναι μεγάλος) και δεν γνωρίζουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Επίσης, αν υπάρξει συμφωνία σε συγκεκριμένους όρους δεν είναι αυτονόητο ότι ο Τραμπ θα καταφέρει να τους εκπληρώσει, διότι ο εσωτερικός πολιτικός πόλεμος στις ΗΠΑ βρίσκεται σε εξέλιξη.

Ο εξευτελισμός ή η ταπείνωση των ευρωπαϊκών συμμαχικών ΝΑΤΟϊκών κρατών από τις ΗΠΑ, μέσω της μη πρόσκλησης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, θα πρέπει να ιδωθεί και υπό το εξής φως: η Ρωσσία αναγκάστηκε να πολεμήσει προκειμένου να αποφύγει τη θέση για την οποία προοριζόταν μεταψυχροπολεμικά, δηλαδή προκειμένου να μην υποβαθμιστεί σε junior partner των ΗΠΑ, και πλέον αναγνωρίζεται όχι απλώς ως το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος αλλά και ως το ισχυρότερο κράτος στον ευρασιατικό παγκόσμιο Βορρά, δηλαδή από το Τόκιο μέχρι το Λονδίνο στην κατεύθυνση ανατολής-δύσης. 

Εάν τα κεντρικά ευρωπαϊκά κράτη δεν επιθυμούν να οδηγηθούν σε «υποβάθμιση της ευρωπαϊκής ηπείρου στο παγκόσμιο σύστημα και σε σταδιακό μετασχηματισμό της Ευρώπης από υποκείμενο σε αντικείμενο των διεθνών υποθέσεων – σε σχέση πρώτα και κύρια με τις ΗΠΑ και δευτερευόντως με τη Ρωσσία» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 93), θα πρέπει να πάρουν αποφάσεις και να δράσουν. 

Οι διαβουλεύσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας λαμβάνουν χώρα στο Ριάντ, πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, η οποία ούτε επέβαλε κυρώσεις στη Ρωσσία ούτε έστειλε στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία, και της οποίας το διπλωματικό κεφάλαιο και η διαπραγματευτική θέση έχει εξόχως αναβαθμιστεί μετά από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, την παύση/εμπλοκή των Συμφωνιών του Αβραάμ, την στάση/αναμονή στον προθάλαμο της Ομάδας BRICS και τη συμφωνία εξομάλυνσης μεταξύ Σ. Αραβίας και Ιράν με τη διαμεσολάβηση της Κίνας. Τα προηγούμενα φανερώνουν την αλλαγή των ισορροπιών στον πλανήτη, ότι ο Νότος κερδίζει έδαφος, και ότι ορισμένοι στον Βορρά είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν.

Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την αποδέσμευση της Ουάσιγκτον από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αμερικανική διπλωματική πρωτοβουλία για διαβουλεύσεις με σκοπό τον τερματισμό του πολέμου, δύο ακόμα σημεία.

Πρώτον, η αποδέσμευση των ΗΠΑ από τον πόλεμο απαλλάσσει και απελευθερώνει την Ουάσιγκτον από ένα δυνητικό στρατηγικό δίλημμα. Παρόλο που στις ΗΠΑ δεν φοβούνται πυρηνική κλιμάκωση και δεν πιστεύουν ότι η Ρωσσία θα μπορούσε να κάνει χρήση πυρηνικών, εξ ου και κλιμακώνουν άφοβα τον πόλεμο κατά καιρούς, στην έστω απίθανη κατά τους Αμερικανούς υποθετική περίπτωση που η Μόσχα πραγματοποιούσε τις απειλές της και οδηγούνταν σε πυρηνικό πλήγμα σε χώρα του ΝΑΤΟ (πιθανώς σε αμερικανική βάση), οι ΗΠΑ θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με το εξής δίλημμα: να απαντήσουν με πυρηνικά πλήγματα κατά της Ρωσσίας, διακινδυνεύοντας έτσι πυρηνικά αντίποινα κατά της δικής τους επικράτειας, στο ίδιο το αμερικανικό έδαφος, στις ΗΠΑ, ή να αφήσουν να φανερωθεί ότι το άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, της Συνθήκης της Ουάσιγκτον, αποτελεί κενό γράμμα, και ότι η ερμηνεία του είναι στην πραγματικότητα μύθος. Δηλαδή να φανερωθεί ότι δεν υπάρχει καμία αμερικανική πυρηνική «ομπρέλα» πάνω από τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους και να αναιρεθεί το θεμέλιο και το βασικό επιχείρημα της στρατηγικής εξάρτησης των κρατών της ΕΕ από την ΗΠΑ, εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει όχι απλώς στο τέλος της εξάρτησης αλλά και στη διάλυση του δυτικού μπλοκ.

Η Ουάσιγκτον, με το να αποδεσμευθεί η ίδια από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όχι μόνο απελευθερώνεται από το βάρος ενός τέτοιου διλήμματος, αλλά θεωρητικά η εχθρότητα και ο πόλεμος θα μπορούσαν να συνεχιστούν και να κλιμακωθούν επ' αόριστον, ρίχνοντας στη μάχη μετά από τους Ουκρανούς άλλους ανατολικοευρωπαίους, δίχως η ίδια να ανησυχεί ούτε για τις ίδιες τις ΗΠΑ ούτε για την τύχη του ΝΑΤΟ. 

Δεύτερον, το ότι «Η Μόσχα, πέρα από τη μερική αλλαγή των ισορροπιών που προέκυψαν μεταψυχροπολεμικά από τη ριζική μεταβολή της δομής ισχύος στο σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου, επιπλέον αποσκοπεί στην αντικατάσταση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη σε επίπεδο ασφάλειας, που βασίζεται στη μονομερή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και στην κεντρικότητα του ΝΑΤΟ, από μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ή τάξη ασφάλειας που θα εδράζεται σε δύο πυλώνες, με κέντρα την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα.» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, 147), δεν σημαίνει ότι έτσι εξασφαλίζεται η ειρήνη. Γιατί;

Με παρόμοιο τρόπο που δεν μπορούσε να υπάρξει ειρήνη στην Ευρώπη μετά τον Μεγάλο Πόλεμο χωρίς την ηττημένη αυτοκρατορική Γερμανία, η οποία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών το 1933, ή χωρίς τη Σοβιετική Ένωση, η οποία εντάχθηκε μόλις το 1934 για να εκδιωχθεί το 1939, και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο χωρίς την ηττημένη μετασοβιετική Ρωσσία, με την ηγεμονική επιδίωξη των ΗΠΑ να μετατραπεί το ΝΑΤΟ σε μοναδικό πανευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στην Ευρώπη χωρίς κεντρικά κράτη της ΕΕ. Το αντίθετο θα είναι σφάλμα και θα οδηγήσει/συμβάλλει στον εξευρωπαϊσμό του πολέμου, ανεξάρτητα αν αυτή τη στιγμή δεν διαφαίνεται το πώς, ή, μεσοπρόθεσμα, σε νέο πόλεμο. Κεντρικά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λοιπόν, δεν γίνεται παρά να έχουν μια θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, κάποια στιγμή, αν και θα πρέπει να την κερδίσουν.

Επανενωμένη Ευρώπη. Έτος 2025. Ογδόντα χρόνια ή περίπου τρεις γενιές μετά από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ήττα της Γερμανίας και τη διχοτόμηση της Ευρώπης (Δεν είναι καθόλου απίθανο φέτος ο Τραμπ  να προσκληθεί στη Μόσχα για να παραστεί στην τελετή της Ημέρας της Νίκης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου). Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι:

από τον Ναπολέοντα μέχρι τον Χίτλερ, το μοτίβο παραμένει το ίδιο: η κυρίαρχη ηπειρωτική ευρωπαϊκή δύναμη (Γαλλία, Γερμανία) ηττάται από μια συμμαχία της οποίας οι δύο συνεργαζόμενες δυνάμεις αναφωνούν: «Ο τρόπος να συντρίψουμε τους ηπειρωτικοευρωπαίους είναι να τους λιώσουμε ανάμεσα στις μυλόπετρες του Ατλαντικού και της Ευρασίας». Έτσι έχουμε μια ατλαντική δύναμη (Αγγλία, ΗΠΑ) να συνεργάζεται στο τέλος με τη συγκεκριμένη δύναμη που δεσπόζει στην Ευρασία, τη Ρωσσία. Πιο συγκεκριμένα, την αυτοκρατορική Ρωσσία τον 19ο αιώνα και τη σοβιετική Ρωσσία τον 20ό αιώνα. Τον 19ο αιώνα η Αγγλία επικράτησε επί της Γαλλίας με τη βοήθεια της αυτοκρατορικής Ρωσσίας, ενώ τον 20ό αιώνα οι ΗΠΑ επικράτησαν επί της Γερμανίας με τη βοήθεια της σοβιετικής Ρωσσίας. Ο 19ος υπήρξε ο αιώνας της Αγγλίας, μέσω μιας ευρωκεντρικής ματιάς, ενώ ο 20ός ο αιώνας των ΗΠΑ.

Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τον 21ο αιώνα: «Ένα μέρος των Ρεπουμπλικάνων υποτίθεται ότι επιθυμεί ανάσχεση μόνο της Κίνας και εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσσία, προφανώς με στόχο μια πλήρη περιφερειακή απομόνωση της Κίνας, και επειδή όλοι οι λογικοί άνθρωποι στον πλανήτη (πλην μια μερίδας αρειμάνιων φιλελεύθερων της Αγγλόσφαιρας και των ευρωπαϊκών περιχώρων της) δεν θέλουν να έχουν απέναντί τους τη Ρωσσία σε έναν μεγάλο παγκόσμιο ανταγωνισμό, όταν μάλιστα το αχανές αυτό κράτος δεν αποτελεί τον κύριο ανταγωνιστή τους. Το μέλλον θα δείξει κατά πόσον οι Ρώσσοι θα γίνουν, για μια ακόμα φορά στην ιστορία τους, τα κορόιδα των Αγγλοαμερικανών, και κατά πόσο οι Αμερικανοί θα καταφέρουν να παρουσιαστούν ως παντοκράτορες χάρη στις θυσίες των Ρώσσων (Υπάρχουν πραγματικά άνθρωποι που πιστεύουν σοβαρά ότι το ευρωπαϊκό μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το κέρδισε 1 νομοσχέδιο των ΗΠΑ που ψηφίστηκε στην Ουάσιγκτον και όχι 10.000.000 και πλέον νεκροί της ΕΣΣΔ που ξεψύχησαν στα πεδία των μαχών. Άβυσσος η ψυχή και η διάνοια των οπαδών του ηγεμόνα. Όμως τέτοιους και άλλους παρεμφερείς μύθους πρέπει να καλλιεργείς όταν καταφέρνεις να γίνεις ηγεμόνας με μόλις 500.000 ανθρώπινες απώλειες σε έναν παγκόσμιο πόλεμο).» (Επακόλουθα και συμπτώματα της σταδιακής αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης).

Η παρατήρηση ότι «Ακόμη και αν ο πόλεμος, η κρίση και το ζήτημα της Ουκρανίας βραχυπρόθεσμα αποκλιμακώνονταν και πάγωναν για διαπραγματευτικούς και διπλωματικούς λόγους, δεν πρόκειται να ομαλοποιούνταν αν δεν επιλύονταν οι αντιθέσεις και οι ασυμβατότητες συμφερόντων που κυριαρχούν στο εσωτερικό του πλανητικού Βορρά» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 45), θα μας απασχολήσει στο εγγύς μέλλον σε ό,τι αφορά τη στάση που θα κρατήσουν κεντρικά ευρωπαϊκά ΝΑΤΟϊκά κράτη, τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ρωσσίας και Ιαπωνίας, η οποία εκκρεμεί, αλλά και στην περίπτωση πιθανής εμπλοκής ή έντασης στην πορεία των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας. 

Τέλος, «Σε συστημικό επίπεδο η Ουκρανία αποτελεί το ευρωπαϊκό επίκεντρο ενός σεισμικού φαινομένου πλανητικής κλίμακας το οποίο εκδηλώνεται λόγω των τεκτονικών μεταβολών και των ρηγμάτων που προκαλεί η μετάβαση προς μια νέα πλανητική τάξη αρχικά και σε βαθύτερο εστιακό επίπεδο η μεταστροφή από τον άξονα Δύση - Ανατολή των 19ου-20ού αι. προς τον άξονα Βορράς - Νότος των 21ου-22ου αι.» (Σελ. 45)

Επί του συγκεκριμένου θα πρέπει να λεχθούν τα κάτωθι (IV, V, VI, VII).


IV ~
Η ιστορία ούτε τέλειωσε το 1992 ούτε επέστρεψε το 2016 


Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό του λεγόμενου παγκόσμιου Βορρά χαρακτηριζόταν από μια διπολική δομή μεταξύ μιας Δυτικής και μιας Σοβιετικής σφαίρας με κέντρα τη Βόρεια Αμερική και την Ευρασία και πυρήνες δύο στρατιωτικές συμμαχίες, τον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου υπό τις ΗΠΑ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας υπό την ΕΣΣΔ.

Πριν καν φτάσουμε στο δεύτερο μισό του 21ου αιώνα η διπολική δομή στο εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά έχει καταρρεύσει, η μονοπολική ηγεμονική επιδίωξη επί του συνόλου του πλανήτη έχει αποτύχει, τόσο επί του παγκόσμιου Νότου όσο και στο εσωτερικό του ίδιου του παγκόσμιου Βορρά (Ουκρανία). Η ήττα, ή η αδυναμία να νικηθεί η Ρωσσία, συμβολίζει ακριβώς αυτή την αποτυχία μεταβολής του μεταψυχροπολεμικού παγκόσμιου Βορρά σε μια μονοπολική δομή υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ με κέντρο τη Β. Αμερική. Αυτό που απομένει να κριθεί είναι αν θα παραμείνει μονοπολική η παγκόσμια Δύση, η σημασία και η βαρύτητα της οποίας μειώνεται και η αναρχία και οι εντάσεις στο εσωτερικό της οποίας αυξάνονται (ΗΠΑ-ΕΕ, ενδοΝΑΤΟϊκές έριδες, ΗΠΑ-Καναδάς κ.λπ), και ο Βόρειος Ατλαντικός (Καναδάς, Γροιλανδία). 

Οι συνθήκες που διαμορφώνονται, η αύξηση των εντάσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και η άνοδος της αναρχίας στο εσωτερικό του διατλαντικού στρατηγικού χώρου, σκιαγραφούν περισσότερο αυτό που έχω περιγράψει, ήδη από το 2016, ως πολυδιάσπαση της Δύσης παρά μια μονοπολική Δύση υπό αμερικανική ηγεμονία. Ήδη από την περίοδο Ομπάμα, ο οποίος δεν επιθυμούσε την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετάνιας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit), οι σχέσεις «Αμερικής» και «Ευρώπης» είχαν φτάσει στο ναδίρ τους, στο χειρότερο σημείο τους από τη δεκαετία του 1930 (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 211), οι φυγόκεντρες δυνάμεις ήταν ισχυρές και επιτάχυναν τάσεις αναρχοποίησης και πολυδιάσπασης της Δύσης. Αυτό πλέον όλοι το έχουν ξεχάσει γιατί υπερτονίζουν την ιδιαιτερότητα του φαινομένου Τραμπ, αποδίδοντας όλα τα αίτια, όλες τις μεταβολές και όλες τις ευθύνες στο πρόσωπο, στο κίνημα γύρω από το πρόσωπο, και στο φαινόμενο Τραμπ. 

Το Brexit και η εκλογή Τραμπ (όπως ισχυρίζομαι από το 2016) αποτέλεσαν συμπτώματα ή και αποτελέσματα, ειδικές εκφράσεις μιας συγκεκριμένης κατάστασης: του κατακερματισμού και της αναρχοποίησης της ευρωατλαντικής δομής και της αποσύνθεσης της αμερικανοκεντρικής παγκόσμιας φιλελεύθερης τάξης. Εσφαλμένα γινόταν προσπάθεια να παρουσιαστεί το Brexit ως αίτιο ή καταλύτης αυτής. Παρόμοια ήταν και η αντιμετώπιση στην περίπτωση του ΝΑΤΟ: ενώ το τελευταίο έχει καταστεί δυσλειτουργικό και είχε αρχίσει να αποσυντίθεται εσωτερικά κυριαρχούσε ο ισχυρισμός ότι μια πιθανή αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα έθετε σε κίνδυνο την ενότητα του (το ίδιο ίσχυε και με τις δηλώσεις της πρώτης θητείας Τραμπ περί ΝΑΤΟ κ.λπ). Η ψευδαίσθηση τότε ήταν πως εάν κρατούσαν με νύχια και με δόντια τη Βρετανία εντός της Ε.Ε θα περιορίζονταν οι φυγόκεντρες δυνάμεις. Ο τεχνητός «εγκλωβισμός» τους απλώς θα μετασχηματιζόταν σε σάπισμα, αποσύνθεση και περαιτέρω αναρχοποίηση του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε κ.λπ. 

Το 1960 η Ευρώπη της σημερινής Ε.Ε... αποτελούσε περίπου το 14% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το 1980 το ποσοστό είχε πέσει στο 10,5%, ενώ το 2016 έφτασε στο 6,8%. Με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, της τρίτης μεγαλύτερης χώρας της Ε.Ε. πληθυσμιακά, αποτελεί πλέον λιγότερο από το 5,9% του παγκόσμιου πληθυσμού. [...] το 1980 οι οικονομίες των χωρών της σημερινής Ε.Ε. αποτελούσαν λίγο πάνω από το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ με βάση την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (PPP). Το 2022 το οικονομικό μερίδιο των κρατών της Ε.Ε. είχε πέσει κάτω από το 15% του συνολικού ΑΕΠ του πλανήτη (PPP), ενώ με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου [...] οι οικονομίες των χωρών της Ε.Ε. αποτελούν λιγότερο από το 13% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Υπό αυτήν την οπτική, το Brexit μπορεί να γίνει αντιληπτό και ως αντίδραση στις εξωγενείς οικονομικές και δημογραφικές πιέσεις που προέρχονται από αυτήν την καθίζηση, ενισχύοντας τις φυγόκεντρες και όχι τις κεντρομόλες δυνάμεις. Η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. αντικατοπτρίζει τη γενικότερη πτωτική πορεία της Ευρώπης στο παγκόσμιο σύστημα.


Παρόμοιες είναι οι πηγές του φαινομένου Τραμπ: οι εξωγενείς οικονομικές και δημογραφικές πιέσεις που δέχονται οι ΗΠΑ, οι οποίες συνοδεύονται από ορισμένες τεκτονικές μεταβολές. Οι αναχωρητικές τάσεις ή οι τάσεις οχύρωσης των ΗΠΑ αντικατοπτρίζουν τη μετακίνηση του κέντρου βάρους του παγκόσμιου συστήματος και την αποδυνάμωση της  σπουδαιότητας, της κεντρικότητας και της βαρύτητας του Ατλαντικού, τη γενικότερη πτωτική πορεία της Δύσης στο παγκόσμιο σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, καθώς και την αποδυνάμωση της κεντρικότητας της ευρωπαϊκής πλευράς του Ατλαντικού. 

«Η άνοδος της Δύσης» σημείωνα πριν από χρόνια «έχει στα θεμέλια της ένα πράγμα: το άνοιγμα και την ανακάλυψη ενός νέου εμπορικού δρόμου, που οδήγησε στην ενσωμάτωση του Ατλαντικού Ωκεανού και της Αμερικανικής Ηπείρου, στο παγκόσμιο σύστημα της ΑφροΕυρασίας. [...] Ο Ατλαντικός Ωκεανός στον 21ο αιώνα χάνει την κεντρικότητα που κατείχε τους τελευταίους αιώνες. Η μεταβολή είναι συγκλονιστική. Η άνοδος της Δύσης ξεκίνησε με το άνοιγμα στον Ατλαντικό και την ενίσχυση της σημασίας και της βαρύτητας του. Η διάσπαση της Δύσης ξεκινά με την αποδυνάμωση της κεντρικότητας και της βαρύτητας του Ατλαντικού.» 

Σταθμίζοντας το προηγούμενο, και σε συνδυασμό με άλλα αναλυτικά πλαίσια, είχα εκτιμήσει ότι «Ζούμε τους προσεισμούς της αποσύνθεσης και πολυδιάσπασης του δυτικού διατλαντικού ψυχροπολεμικού συνασπισμού, σε συνέχεια της αποσύνθεσης του ανατολικού ευρασιατικού τέτοιου. Τα νοήματα, λόγω της οικονομικής κρίσης, στρέφονται προς μια επαναφορά της δεκαετίας του 1930, μήπως όμως θα έπρεπε, σε ό,τι αφορά τον βορείοατλαντικό χώρο, να στρέφονται προς μια ευρωαμερικανική δεκαετία του 1980;»

Αυτά τα πράγματα έχουν επισημανθεί εδώ και τουλάχιστον μια 10ετία. Τι θέλω να πω; Η ιστορία δεν ξεκίνησε με τον Τραμπ. «Ήδη από την αντιμετώπιση του φαινομένου Τραμπ [...] διαπιστώνουμε πώς συγχέεται το σύμπτωμα με τις αιτίες του και αγνοείται μια μακρά ιστορική πορεία» (Το Τέλος της μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 159).

Οι εντάσεις που παρατηρούνται τώρα μεταξύ ΗΠΑ-ΕΕ και ΗΠΑ-Καναδά, οι ενδοΝΑΤΟϊκές έριδες κ.λπ, αποτελούν συνέχεια αυτών φυγόκεντρων δυνάμεων οι οποίες φαινομενικά έπαυσαν να υπάρχουν (για τους αισιόδοξους) ή αντιστράφηκαν (για τους υπεραισιόδοξους) με τη συσπείρωση και σκληρή ιεράρχηση όλων των δυτικών κρατών γύρω από τις ΗΠΑ εναντίον της Ρωσσίας μετά το 2022 και τη ρωσσική εισβολή στην Ουκρανία.

Παρεμφερής είναι ο λόγος που το Ηνωμένο Βασίλειο απομακρύνεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς ποτέ να απομακρύνεται πραγματικά. Ας απολαύσει τώρα ο Άγγλος τον Αμερικανό να εξομαλύνει σχέσεις με τον Ρώσσο και ας τρέχει στον Γάλλο (που τον σνομπάρει) και στην “Continent” (που την σνομπάρεις αυτός) προκειμένου να διαβουλευτεί για τον Καναδά και την Ουκρανία («Είναι αυτοκτονικό για τη Βρετανία να στραφεί ολοκληρωτικά προς τη θάλασσα: αν απαγκιστρωθεί εντελώς από τη στεριά, εξαϋλώθηκε.», Σελ. 216). 

Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. έκανε δυναμικά την επανεμφάνισή της η Ευρώπη του Ρήνου ή Καρολίγγεια Ευρώπη, μέσω της συνάντησης των έξι ιδρυτικών μελών όχι της Ε.Ε. αλλά της ΕΟΚ. Η συνάντηση έγινε δίχως τα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε. ήταν ενδεικτική και φανέρωνε πως δεν μιλάμε ούτε ακριβώς για τη διατλαντική Ευρώπη της West ούτε όμως και για την ευρωμεσογειακή Ευρώπη της Occident. (Σελ. 313). Τώρα, μετά την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τον πόλεμο στην Ουκρανία εμφανίστηκε μια νέα Ευρώπη: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία (Καρολίγγεια Ευρώπη), Βρετανία (ατλαντική Ευρώπη της West), Πολωνία (Τρίγωνο της Βαϊμάρης), Ισπανία (ευρωμεσογειακή Ευρώπη της Occident) και Δανία (Για τη νοηματική διαφορά μεταξύ εννοιών όπως West, Occident, Abendland, δες: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης: Σελ. 125-132 και 296-314). 


~ V ~
Τέλος ηγεμονικής περιόδου και περιορισμός στην κεντρική γεωγραφία


Η παγκόσμια ηγεμονική ισχύς και επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών υποχωρεί και επιδιώκεται να διαμορφωθεί η πλέον ισχυρή περιφερειακή ηγεμονική βάση του πλανήτη στη Βόρεια Αμερική, με την Ευρώπη να αποτελεί μέρος της αμερικανικής σφαίρας επιρροής. Η ονειροφαντασία και ο μύθος περί παγκόσμιας ηγεμονίας τελειώνουν, πνέουν τα λοίσθια. Δεν υπάρχει παγκόσμια ηγεμονία (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης: Για την ψευδαίσθηση του «μονοπολισμού» και της παγκόσμιας ηγεμονίας και την πραγματικότητα των περιφερειακών ηγεμονιών, Σελ. 101-104. Πλανητική σφαίρα επιρροής και η επανεμφάνιση του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, Σελ. 79-90). Οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται ότι στο εγγύς μέλλον οι ΗΠΑ θα αποτελούν μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη ―επιδιώκουν να είναι η ισχυρότερη στον πλανήτη―, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι μια παγκόσμια ηγεμονική δύναμη, και ότι ο πλανήτης θα χωριστεί σε σφαίρες επιρροής και συμφερόντων, οπότε οι ΗΠΑ πρέπει να έχουν τη Βόρεια Αμερική ως περιφερειακή ηγεμονική τους βάση και την Ευρώπη στη σφαίρα επιρροής τους. Βέβαια η Βόρεια Αμερική μπορεί δυνητικά να αποτελέσει τη βάση της ισχυρότερης περιφερειακής ηγεμονίας στον πλανήτη και η Ευρώπη να παραμείνει στην αμερικανική σφαίρα επιρροής, μόνο εφόσον η τελευταία, δηλαδή η Ευρώπη, έχει κατεστραμμένες σχέσεις με τη Ρωσσία, κυριαρχεί ένταση, ανταγωνισμός και ακόμα καλύτερα κρίσεις μεταξύ Κίνας, Ιαπωνίας και στην χερσόνησο της Κορέας, η Ινδική Υποήπειρος είναι διαιρεμένη και καθηλωμένη (αγγλική κληρονομιά), ο Αραβικός Κόσμος  βρίσκεται σε συνεχή εσωτερική κρίση και χαρακτηρίζεται από πολλαπλές διαιρέσεις, τα κεντρικά κράτη της Μέσης Ανατολής αδυνατούν βρουν ένα modus vivendi, τα μεγάλα κράτη της Αφρικής είναι αδύναμα, η Νότια Αμερική αδυνατεί να εξέλθει από τη σκιά των ΗΠΑ κ.λπ.

Αυτή η περιφερειακή ηγεμονία στη Βόρεια Αμερική, που δυνητικά αξιώνει να είναι η ισχυρότερη του πλανήτη και να έχει παγκόσμια επιρροή, έχοντας υποταγμένη και δεμένη την Ευρώπη, γίνεται προσπάθεια να παγιωθεί και να οχυρωθεί (Καναδάς, Γροιλανδία, Παναμάς, μετανάστευση) έναντι του παγκόσμιου Νότου και της παγκόσμιας Ανατολής, όπου μεταφέρεται το κέντρο βάρους του παγκόσμιου συστήματος με τη μεγάλη επιστροφή πρωτίστως της Κίνας και δευτερευόντως της Ινδίας, η οποία συνοδεύεται από την ανάδυση περιφερειακών δυνάμεων, και έχει ως ιστορικό νόημα Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης.

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η Κίνα και η Ινδία δεν αποτελούν απλώς δύο ακόμα μεγάλες δυνάμεις αλλά δύο κορυφαίες παγκόσμιες δυνάμεις (το Πεκίνο ήδη στο παρόν το Νέο Δελχί στο εγγύς μέλλον) με μοναδικούς πολιτισμούς και ιδιαίτερες κοσμοθεωρίες, είναι δύο κράτη-πολιτισμοί με συμφέροντα και αξίες που έχουν αυτοτελή χαρακτήρα.

Σε αντίθεση με την Δυτική Ευρώπη, και για μικρό χρονικό διάστημα το σύνολο της Ευρώπης, η Ανατολική Ασία ποτέ δεν έγινε κατορθωτό να ελεγχθεί από τη Βόρεια Αμερική (Κορέα, Βιετνάμ, υπήρξαν μόνο προγεφυρώματα: Ν. Κορέα, Ιαπωνία), παρά μόνο να υποβαθμιστεί η σημασία και η βαρύτητά της, και είναι από την ευρύτερη αυτή περιοχή που έρχεται η μεγάλη επιστροφή (Κίνα, Ινδία). Ωστόσο έγινε κατορθωτό, μετά από την ήττα της Ιαπωνίας, να διαμορφωθεί μια μονοπολική ηγεμονική τάξη στον Ειρηνικό με κέντρο τη Βόρεια Αμερική (η «Αγγλοσαξονική λίμνη» του MacArthur), η οποία πρόκειται να αμφισβητηθεί.

Οι ήττες των Αμερικανών στο Αφγανιστάν (2001-2021) στην Κεντρική Ασία, και στο Ιράκ (2003-2011) στη Μέση Ανατολή, μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως στάδια υποχώρησης της μεταψυχροπολεμικής παγκόσμιας ηγεμονικής επιδίωξης του μεταδιπολικού αμερικανοκεντρικού παγκόσμιου Βορρά, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία (2022-) στην Ανατολική Ευρώπη ως το τέλος αυτής της παγκόσμιας ηγεμονικής επιδίωξης, που μεταφράστηκε στην δεύτερη εκλογή Τραμπ στην αμερικανική προεδρία και στη δήλωση του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών περί της μονοπολικής κυριαρχίας ως ανωμαλίας που προέκυψε ως προϊόν του τέλους του Ψυχρού Πολέμου.

Η είσοδος της Αιγύπτου, του Ιράν, της Αιθιοπίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στον οργανισμό BRICS, η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας – Ιράν με τη διαμεσολάβηση της Κίνας, η συμμετοχή των κρατών της περιοχής στην πρωτοβουλία Μια Ζώνη Ένας Δρόμος (Belt and Road Initiative), η διασύνδεση Ινδίας, Μέσης Ανατολής, Ευρώπης (IMEC) και ο Διεθνής Διάδρομος Μεταφορών Βορρά-Νότου (Ρωσσία, Ιράν, Ινδία), φανερώνουν την έλευση της μετα-αμερικανικής/μονοπολικής εποχής και την απαρχή του Τέλους της Μεγάλης Παρέκκλισης στη Μέση Ανατολή/Δυτική Ασία. 

Με ανάλογο τρόπο, η Συνεργασία της Κίνας με Χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης (CEEC) (η Πολωνία είναι το μεγαλύτερο κράτος της ΕΕ που συμμετέχει στην κινεζική πρωτοβουλία Μια Ζώνη Ένας Δρόμος και αποτελεί μέλος της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων Υποδομών), η μη επιστροφή στα σύνορα της Ουκρανίας πριν από το 2014 και η μη ένταξή της στο ΝΑΤΟ, καθώς και η μη συμμετοχή αμερικανικών ειρηνευτικών στρατευμάτων στο έδαφος της Ουκρανίας, δηλαδή η παραδοχή της αδυναμίας επικράτησης επί της Ρωσσίας στον πόλεμο, φανερώνει την απαρχή της μετα-μονοπολικής/αμερικανικής εποχής στην Ανατολική Ευρώπη.

Ουσιαστικά μιλάμε για μια αμερικανική μεσοβασιλεία που ξεκίνησε με την αυτοδιάλυση της ΕΣΣΔ, συνεχίστηκε με τη μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των ΗΠΑ και ολοκληρώθηκε όχι με την ενθρόνιση ενός πλανητικού βασιλέα και την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας ηγεμονίας, αλλά με την παραδοχή αυτής της μονοπολικής περιόδου ως ανωμαλίας και αυτής της ηγεμονικής αξίωσης ως ψευδαίσθησης, καθώς και με την αναγνώριση της πραγματικότητας των περιφερειακών ηγεμονιών και την επανεμφάνιση του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ μεγάλων δυνάμεων (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 79-90, 101-104).

Θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δούμε ποια θα είναι η αντίδραση του Ντόναλτ Τραμπ στην πιθανότητα ενός «Όχι» ή μιας εμπλοκής στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε αυτόν και τον Βλαντίμιρ Πούτιν, σχετικά με το ζήτημα της Ουκρανίας και ευρύτερα της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και με τον Μπιν Σαλμάν, σχετικά με το ζήτημα της Παλαιστίνης και ευρύτερα της Μέσης Ανατολής, σε μια περίοδο όπου χαρακτηρίζεται από το τέλος της Αμερικανικής μεσοβασιλείας.

Ίσως αυτό το τέλος να συνοδεύεται από κάτι βαθύτερο, που εκφράζεται με έναν συνδυασμό τάσεων αναχωρητισμού από τη διεθνή κοινωνία και ενός είδους εσωστρέφειας το οποίο δεν έχει απαραιτήτως τις ρίζες του στον κλασικό αμερικανικό απομονωτισμό. Όταν αξιολογηθούν από τη σκοπιά της μακράς ιστορικής διάρκειας όχι απλώς η ΕΕ (όπως είχε επισημάνει ο Νταβούτογλου) αλλά και οι ΗΠΑ (ιδίως την περίοδο Τραμπ) προσλαμβάνουν έναν χαρακτήρα νεοπαραδοσιακής αντίδρασης. Όταν οι πολιτισμοί και τα κράτη πλησιάζουν προς το τέλος των ηγεμονικών τους περιόδων και αντιμετωπίζουν εσωτερικούς κλυδωνισμούς, αντί να πραγματοποιήσουν ένα παγκόσμιο και ευρύ άνοιγμα, εμφανίζουν μία τάση για απομόνωση και περιορισμό στην κεντρική γεωγραφία τούς. Αυτό φανερώνει η εμφάνιση μιας Αμερικής που επιχειρεί να οχυρωθεί μέσω του Καναδά, της Γροιλανδίας και του Παναμά και να αποσυνδεθεί από την Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, προσπαθώντας να διαμορφώσει περιφερειακούς συσχετισμούς που να λειτουργούν προς όφελος της, με την πρόφαση ότι θα στραφεί εναντίον της Κίνας (Ανεξάρτητα από τη στροφή προς την Ασία, ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να διατηρήσει την παρουσία της στις συγκεκριμένες περιοχές).

Ωστόσο αυτή είναι μια ανάγνωση στην παγκόσμια κλίμακα σε ό,τι αφορά τις σχέσεις Βορρά-Νότου. Ας ρίξουμε μια ματιά στο εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά.


~ VI ~
Αύξηση των εντάσεων και μεταβολές στο εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά




Ο πόλεμος του Κόλπου και ο Πόλεμος του Ιράκ (1990, 2003), ο πόλεμος του Αφγανιστάν (2001) αλλά και ευρύτερα ο Πόλεμος κατά Τρομοκρατίας (2001-2021) μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη μεγάλη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ παγκόσμιου Βορρά και Νότου στον άξονα ανατολής-δύσης την περίοδο της αμερικανικής μονοπολικής κυριαρχίας. Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικό (μετανάστευση, εμπορία ανθρώπων, ναρκοτρομοκρατία, ναρκωτικά κ.λπ) εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο μεταξύ παγκόσμιου Βορρά και Νότου παραμένοντας στο επίπεδο της πολιτικής και όχι της στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Η πολιτική ένταση και αντιπαράθεση που προκύπτει από την αξίωση για ένταξη του Καναδά στις ΗΠΑ ως 51η αμερικανική πολιτεία είναι η πρώτη μεγάλη πολιτική ένταση στο εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά, στο αμερικανικό τμήμα του, καθώς στο ευρωπαϊκό έχουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία. 

Πλέον έχουμε δύο σημεία έντασης στο εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά. Ένα στον άξονα βορρά-νότου με επίκεντρο τη Βόρεια Αμερική, που εκφράζεται με την πολιτική ένταση που προκύπτει από την αμερικανική αξίωση για προσάρτηση του Καναδά ως 51η πολιτεία των ΗΠΑ, και ένα στον άξονα ανατολής-δύσης με επίκεντρο την Ανατολική Ευρώπη, που εκφράζεται με έναν πόλεμο που έχει οδηγήσει σε προσάρτηση τμημάτων της νότιας και ανατολικής Ουκρανίας στη Ρωσσία.

Ό,τι είναι η Ουκρανία για την Ευρώπη είναι ο Καναδάς για την Αμερική: «το επίκεντρο ενός σεισμικού φαινομένου πλανητικής κλίμακας το οποίο εκδηλώνεται λόγω των τεκτονικών μεταβολών και των ρηγμάτων που προκαλεί η μετάβαση προς μια νέα πλανητική τάξη αρχικά και σε βαθύτερο εστιακό επίπεδο η μεταστροφή από τον άξονα Δύση - Ανατολή των 19ου-20ού αι. προς τον άξονα Βορράς - Νότος των 21ου-22ου αι.» (Θυμίζω το απόσπασμα από τη ~ Γέφυρα ~ που περιλαμβάνεται στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 45).

Πρόσφατα ο ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος του Καναδά, Pierre Poilievre, δήλωσε: «Ο Καναδάς θα είναι πάντα ένα ισχυρό, αυτοδύναμο, κυρίαρχο έθνος ενωμένο γύρω από την υπερηφάνεια και την αγάπη μας για τη σπουδαία χώρα μας. Ο Αληθινός Βορράς, δυνατός και ελεύθερος.»




Στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης σημείωνα (Σελ. 156):

Δεν θα αποτελούσε έκπληξη αν σε μία ή δύο γενιές από σήμερα οι Δυτικοί θα αυτοαποκαλούνται Βόρειοι και η Δύση θα έχει μετονομαστεί σε Βορρά.

Προκειμένου να αντιληφθείτε το πλαίσιο διαβάστε το κείμενο με τίτλο: Από το τέλος του μεταψυχροπολεμικού κόσμου στον παγκόσμιο άξονα Βορρά - Νότου: το μέλλον του παρόντος (Σελ. 145-156). 

Επίσης πρόσφατα ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι ήταν λάθος η εκδίωξη της Ρωσσίας από την Ομάδα των Οκτώ (G8). Ο Poilievre απάντησε ότι: «Η Ρωσία δεν πρέπει να γίνει δεκτή ξανά στους G7. Ήταν μια συντηρητική κυβέρνηση που ηγήθηκε της προσπάθειας να διώξει τη Ρωσσία από την τότε G8 λόγω της παράνομης εισβολής της στην Κριμαία το 2014. Ο αποκλεισμός της Ρωσσίας από τους G7 είναι εξίσου δικαιολογημένος και σήμερα.»

Τόσο η θέση του Αμερικανού προέδρου Τραμπ, ότι η αποβολή της Ρωσσίας από την Ομάδα των Οκτώ (G8) ήταν λάθος, όσο και η θέση του Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, ότι η επιστροφή στα σύνορα της Ουκρανίας πριν από το 2014 είναι ένας μη ρεαλιστικός στόχος, κλείνουν έναν κύκλο που ξεκίνησε το 2014 και διαγράφουν έναν ορίζοντα επαναφοράς των αμερικανορωσσικών σχέσεων σε συνθήκες που παραπέμπουν στο 1997. Γιατί αναφέρω το συγκεκριμένο έτος; 

Πρώτον, η Ομάδα των Οκτώ (G8) λειτούργησε από το 1997 μέχρι το 2014. Δεύτερον, οι απαιτήσεις της Μόσχας για νομικά δεσμευτικές εγγυήσεις για την ασφάλεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τους συμμάχους τους, περιλάμβαναν τα εξής: «(1) τον αποκλεισμό της περαιτέρω διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, (2) την απόσυρση της λεγόμενης φόρμουλας της συνόδου κορυφής του Βουκουρεστίου, που έλαβε χώρα την περίοδο της Προεδρίας του George W. Bush του νεότερου και προέβλεπε ότι η Ουκρανία και η Γεωργία θα γίνουν μέλη του Οργανισμού, (3) την απόρριψη της δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων στο έδαφος πρώην σοβιετικών κρατών, και (4) την επαναφορά των στρατιωτικών επιχειρησιακών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των επιθετικών, και των υποδομών του στο επίπεδο του 1997, όταν υπογράφηκε η Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσσίας.» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 146). 

Οι ΗΠΑ μέσω των δηλώσεων του Υπουργού Άμυνας συνδιαλέγονται με τα διαπραγματευτικά έγγραφα που έστειλε σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον η Μόσχα πριν από την έναρξη της εισβολής στο κράτος του Κιέβου, τα οποία αγνοήθηκαν επιδεικτικά. 

Η Ομάδα των Επτά (G7), η οποία ιδρύθηκε το 1973, αποτέλεσε έκφραση της τριάδας του τμήματος πλανητικού Βορρά (Β. Αμερική, Δ. Ευρώπη, Α. Ασία) που τελούσε υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης στο πλαίσιο του διπολικού συστήματος κατά το δεύτερο μισό της ψυχροπολεμικής εποχής (1973-1991). Η Ομάδα των Οκτώ (G8) αποτέλεσε θεσμική έκφραση μιας συγκεκριμένης περιόδου του μεταδιπολικού και μεταψυχροπολεμικού παγκόσμιου Βορρά (1997-2014). Από την την ανατροπή του Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία και το τετελεσμένο της Ρωσσίας στην Κριμαία το 2014 και μετά διανύουμε μια συγκρουσιακή περίοδο κρίσης στις σχέσεις Δύσης-Ρωσσίας, η οποία δεν καθίσταται δυνατόν να επιλυθεί με πολιτικό τρόπο επί οκτώ χρόνια (στην προκειμένη περίπτωση ο πόλεμος αποτελεί όχι συνέχεια αλλά αποτέλεσμα της ανυπαρξίας πολιτικής έναντι Ρωσσίας), κορυφώνεται με την εισβολή και τον διακρατικό πόλεμο στην Ουκρανία (2022-) και ολοκληρώνεται με την αποτυχία της μετατροπής του συνόλου του παγκόσμιου Βορρά σε μονοπολικού υπό αμερικανική ηγεμονία. Έκφραση αυτής της αποτυχίας αποτελεί η εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία. Το 2025 ο Τραμπ μιλά για επαναφορά της Ρωσσίας στην Ομάδα των Οκτώ, δηλαδή για επιστροφή στο 1997, έτος στο οποίο υπογράφτηκε και η Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσσίας. Ασφαλώς, τα πράγματα έχουν την προϊστορία τους και η ρίζα των δεινών δεν βρίσκεται σε κάποιο συγκεκριμένο έτος, π.χ. το 2014 ή το 2008, αλλά στο αίσθημα της παντοδυναμίας, στην αλαζονεία και στην ατιμωρησία των ΗΠΑ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (Σελ. 45-68).

Στην προηγούμενη παράγραφο, με απαρχή το έτος 1973, εμπεριέχονται ορισμένοι ιστορικοί κύκλοι, για όποιον μπορεί να τους αναγνωρίσει. Θυμίζω ότι και η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασίλειο από την Ευρωπαϊκή Ένωση ολοκλήρωσε έναν ιστορικό κύκλο (1973-2016):

23 Ιουνίου 2016: δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η απόφαση για αποχώρησή του από την Ε.Ε. σηματοδοτεί, πέρα από την ολοκλήρωση ενός ιστορικού κύκλου για το ίδιο (1973-2016), πολλαπλές μεταβολές: πρώτον, για την Ευρωπαϊκή Ένωση· δεύτερον, για τις σχέσεις Βρετανίας - Γαλλίας - ΗΠΑ· τρίτον, για τις σχέσεις Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης· τέταρτον, για τις ευρωαμερικανικές διατλαντικές σχέσεις· πέμπτον, για την αγγλόσφαιρα 

Αν «Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να είναι οι ίδιες αυτές που, μαζί με έναν διευρυμένο συνασπισμό κρατών που στον πυρήνα του θα έχει την ομάδα των επτά αναπτυγμένων (G7), θα αναμορφώσουν την παγκόσμια τάξη» (Σελ. 81), στην υποθετική περίπτωση που η Ρωσσία επανερχόταν σε μια νέα Ομάδα των Οκτώ (G8) θα μπορούσαμε να έχουμε, σε ό,τι αφορά το εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά, θεσμοποίηση της σύγκρουσης συμφερόντων, έναν πιθανό νέο διπολισμό (ΗΠΑ και Ρωσσία vs Υπολοίπων) και προσπάθειες να επιλυθούν ασυμβατότητες και διαφορές που κυριαρχούν, όπως π.χ. μια συμφωνία ειρήνης μεταξύ Ρωσσίας και Ιαπωνίας, και σε ό,τι αφορά το εξωτερικό του παγκόσμιου Βορρά, τις ΗΠΑ από κοινού με τη Ρωσσία να επιδιώκουν την αναμόρφωση της παγκόσμιας τάξης.


~ VII ~
Μονοπολικός, διπολικός ή τριπολικός παγκόσμιος Βορράς;


Το αμέσως προηγούμενο φαντάζει ως υπερβολικά ευνοϊκό σενάριο για τους Ρώσσους: ένας εκ νέου διπολικός παγκόσμιος Βορράς. Το χειρότερο δυνατό σενάριο για τη Ρωσσία έχει περάσει: η αποτυχημένη προσπάθεια μονοπολικού παγκόσμιου Βορρά. Μπορούμε να φανταστούμε ως πιθανό σενάριο έναν τριπολικό παγκόσμιο Βορρά; 

Μπορούμε να οδηγηθούμε, άραγε, σε μια συνθήκη όπου θα έχουμε πολιτική και οικονομική σύγκρουση ΗΠΑ-Καναδά (51η πολιτεία) και ΗΠΑ-ΕΕ (Γροιλανδία, εμπορικός πόλεμος) και στρατιωτική σύγκρουση Ρωσσίας-ΕΕ (Ουκρανία/Α. Ευρώπη); 

Παρόλο που τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ρωσσική Ομοσπονδία του 2025 είναι πιο αδύναμες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση του 1955, και παρόλο που η Ευρώπη του 2025 δεν είναι διχοτομημένη όπως η Ευρώπη του 1955, δεδομένα που καταδεικνύουν πόσο αλλόκοτος θα ήταν ένας εκ νέου διπολισμός στο πλαίσιο του παγκόσμιου Βορρά, ως έχουν τα πράγματα, δεν φαίνεται αυτή η επανενωμένη Ευρώπη να μπορεί να αποτελέσει τον έναν από τους τρεις ενδεχόμενους πόλους στο εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά. 

Αυτή η ανώμαλη με βάση αντικειμενικά οικονομικά, πληθυσμιακά και ιστορικά δεδομένα κατάσταση, οφείλεται πρωτίστως στην υπερεξάρτηση, την ανεπάρκεια και την υποτέλεια των ευρωπαϊκών ελίτ και ηγεσιών απέναντι στις ΗΠΑ, και δευτερευόντως σε πιθανά ιδεολογικά και ψυχολογικά ζητήματα απέναντι στη Ρωσσία: των βαρβάρων και υπανάπτυκτων της στέπας που χρήζουν «εκπολιτισμού» αλλά η πολιτισμένη Ευρώπη αδυνατεί να τους κατανικήσει (Η ευρωκεντρική και μετέπειτα δυτικοκεντρική ιδεολογία ιστοριογραφία και ερμηνευτική έχει διαδραματίσει τον ρόλο της). Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν μεγάλη ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση για τις ιστορικές τους ήττες και ίσως γι΄ αυτό έχουν λυσσάξει τόσο πολύ. Επίσης, πιθανώς φοβούνται ότι οι Ρώσσοι θα είναι προκλητικοί και θα συμπεριφερθούν τιμωρητικά σε συγκεκριμένα ευρωπαϊκά κράτη:

τόσο το 1914 όσο και το 1941 η Οδησσός και το Κίεβο βρίσκονταν πίσω από τα ρωσσικά στρατεύματα και τη γραμμή του μετώπου κατά την έναρξη των πολέμων: προς τα τέλη Αυγούστου του 1941 γερμανικά στρατεύματα προσέγγιζαν το Κίεβο και στις αρχές του ίδιου μήνα ρουμανικά και γερμανικά στρατεύματα προσέγγιζαν την Οδησσό. Σήμερα οι δύο πόλεις βρίσκονται μπροστά και απέναντι από τα ρωσσικά στρατεύματα. Υπό αυτήν την έννοια, λόγω των διευρύνσεων/επεκτάσεων του ΝΑΤΟ, η Ρωσσία βρίσκεται σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με την έναρξη τόσο του Α΄ όσο και του Β΄ ΠΠ.


Αν ο Ναπολέων ή ο Χίτλερ είχαν ξεκινήσει τις εκστρατείες τους από τα σημερινά σύνορα Ουκρανίας-Ρωσσίας σήμερα δεν θα υπήρχε Ρωσσία.

Οι ιστορικές και πολιτικές ρίζες της υποτέλειας των ευρωπαϊκών ελίτ προς τις ΗΠΑ, και της συνακόλουθης πλύσης εγκεφάλου που έχουν υποστεί οι λαοί τους, βρίσκονται στην αδυναμία της Δυτικής Ευρώπης να εξισορροπήσει την Κεντρική αρχικά και στη συνέχεια την Ανατολική Ευρώπη, δηλαδή στην αδυναμία της Αγγλίας και της Γαλλίας να επικρατήσουν επί της Γερμανίας και της Ρωσσίας. Με διαφορετικά λόγια, οι Αμερικανοί πάτησαν πόδι και παγίωσαν την παρουσία τους στην Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η διατλαντική Δύση ως στρατηγική οντότητα, λόγω του φόβου και της αδυναμίας των Άγγλων και των Γάλλων έναντι των Γερμανών, και στη συνέχεια (μετά από τις δύο ήττες και την υποταγή των Γερμανών) των τριών προηγούμενων έναντι των Ρώσσων. Αυτή ασφαλώς είναι και η ρίζα της αμερικανοποίησης της Ευρώπης που είναι ταυτόσημη με την παρακμή της. Τώρα που οι Αμερικανοί θέλουν να τα μαζέψουν και να φύγουν, προσδένοντας όμως την Ευρώπη στο άρμα τους και αφήνοντας πίσω τους τοποτηρητές, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί, ιδίως οι  Ατλαντιστικές και φιλελεύθερες παγκοσμιοποιητικές πτέρυγές τους, πελαγοδρομούν έχοντας χάσει τον προσανατολισμό τους εφόσον η ταυτότητα και ο κόσμος τους καταρρέει (Γι' αυτούς η Ρωσσία ως εχθρός είχε μετατραπεί σε κύριο μέσο νομιμοποίησής τους και διατήρησης της εξουσίας τους).

Το πρόβλημα vis-a-vis των ΗΠΑ δεν είναι ζήτημα δυνατοτήτων ή μεγεθών αλλά ταυτότητας, δηλαδή προσανατολισμού, και βούλησης, δηλαδή αποφασιστικότητας (θυμοειδές). Οι Ταλιμπάν όχι 450 (ΕΕ), 220 (Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία) ή 150 εκατομμύρια (Γερμανία, Γαλλία) αλλά ούτε 10 εκατομμύρια δεν ήταν (στον σκληρό τους πυρήνα αριθμούσαν ορισμένες δεκάδες χιλιάδες), ούτε είχαν μεγαλύτερο ή καλύτερο οπλισμό από τον γαλλικό ή τον ανύπαρκτο ―τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές― γερμανικό στρατό, όμως ήξεραν ποιοι είναι και τι ήθελαν και ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν το τίμημα γι' αυτό. Οι άνθρωποι αυτοί, οι Ευρωπαίοι, έχοντας χάσει την πνευματική και πολιτική τους αυτοδυναμία, πλέον δεν ξέρουν ούτε ποιοι είναι ούτε τι θέλουν, δίχως τους Αμερικανούς. Δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ποιο είναι το παρόν, γιατί είναι προσκολλημένοι και καθηλωμένοι σε ένα ευρωκεντρικό και δυτικοκεντρικό παρελθόν, το οποίο έχει ξεπεραστεί, πόσο μάλλον να προσανατολιστούν στο μέλλον. Όμως η Ευρώπη ως παρακολούθημα, υποτακτικός ακόλουθος ή αποικία της Β. Αμερικής δεν έχει νόημα και λόγο ύπαρξης.

Υπάρχουν δύο ιστορικές αναλογίες που μπορούμε να αντλήσουμε από το παρελθόν προκειμένου να εξετάσουμε τη σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με τα συμμαχικά κράτη της Ευρώπης, όπως εξελίσσεται, στις οποίες θα αναφερθώ αναλυτικά στο μέλλον. Στη μια περίπτωση έχουμε ασύμμετρη σχέση μεταξύ δύο διαφορετικών ως προς τη δύναμη και την επιρροή οντοτήτων (ΗΠΑ-ΕΕ), στην άλλη μεταξύ ενός μέλους μιας συμμαχίας και των υπολοίπων (ΗΠΑ-ΝΑΤΟϊκά κράτη). 

Η πρώτη περίπτωση χρησιμεύει στην ανάδειξη της προσπάθειας των ΗΠΑ να κρατήσουν την ΕΕ όσο το δυνατόν πιο αδύναμη, εξαρτημένη και ελεγχόμενη, μέσω της μεγαλύτερης δυνατής αποκοπής από την Κίνα οικονομικά, εμπορικά και τεχνολογικά και από τη Ρωσσία ενεργειακά. Επειδή το παγκόσμιο σύστημα μετασχηματίζεται και το κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί από τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, ή από τη «Δύση», στην Ασία, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να διασφαλίσει ότι η Ευρώπη δεν θα αποκτήσει αυτονομία μέσω της οικοδόμησης στενότερων σχέσεων με την Κίνα. Επίσης, η Ευρώπη θα αποκτούσε σχεδόν σίγουρα στρατηγική αυτονομία αν είχε καλές σχέσεις με τη Ρωσσία, αλλά μια τέτοια εξέλιξη θα την απελευθέρωνε από την αμερικανική κυριαρχία, θα περιόριζε την αμερικανική σφαίρα επιρροής, και οι ΗΠΑ θα έχαναν το προγεφύρωμα τους στην Παγκόσμια Ήπειρο, την Αφροευρασία, περιοριζόμενες στην περιφερειακή ήπειρο της Αμερικής.

Η δεύτερη περίπτωση χρησιμεύει στην εξέταση τόσο του επιπέδου των διμερών σχέσεων όσο και στην περίπτωση πολυδιάσπασης της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά τις διμερείς σχέσεις, οι ΗΠΑ του Τραμπ επιδιώκουν αποκλειστικά τέτοιες διότι μεγιστοποιείται ο βαθμός επιρροής τους έναντι κάθε μεμονωμένου συμμάχου τους ξεχωριστά, τετ-α-τετ, καθώς κανένας σύμμαχος από μόνος του δεν μπορεί να σταθεί, vis-a-vis, απέναντί τους. Σε ό,τι αφορά την πολυδιάσπαση της ΕΕ, αν αυτός είναι ο σκοπός, ή το λιγότερο η περαιτέρω αποδυνάμωσή της, δηλαδή να περάσουμε από την πρώτη περίπτωση ασύμμετρης σχέσης (ΗΠΑ-ΕΕ) στη δεύτερη (ΗΠΑ-ΝΑΤΟϊκά κράτη), στην οποία τα μεμονωμένα κράτη χωριστά εκβιάζονται, χειραγωγούνται και ελέγχονται ευκολότερα, τότε η άνοδος «εθνικιστικών» κόμματων στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξυπηρετεί τις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Τοποθετώ σε εισαγωγικά τη λέξη «εθνικιστικά» διότι πολλά από αυτά που παρουσιάζονται ως εθνικιστικά ή πατριωτικά κόμματα στην Ευρώπη δεν είναι παρά περιφερειακές επιτροπές του κόμματος της Ουάσινγκτον, φορείς του αμερικανισμού και παραρτήματα των ΗΠΑ του Τραμπ. Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ απεργάζονται την αναδόμηση της υπάρχουσας και τη δημιουργία μιας νέας Ευρώπης. Σε αυτή την προσπάθεια αναπτύσσουν δίκτυα συμμάχων, παραρτημάτων και τοποτηρητών, ακριβώς όπως οι ΗΠΑ προ Τραμπ με τα δίκτυα που πολεμούν και εκθέτουν τώρα οι ΗΠΑ του Τραμπ. Πολλά από αυτά τα «εθνικιστικά» κόμματα μοιάζουν ειδικά κατασκευασμένα (made in USA) προκειμένου το εθνικό συμφέρον να είναι πάνω μόνο από το «ευρωπαϊκό» αλλά όχι πάνω από το «δυτικό» ή το αμερικανικό συμφέρον (η ιστορία θα δείξει τι πραγματικά είναι). 

Ο συνδυασμός διμερών συμφωνιών και εθνικισμού θα οδηγήσει, εκτός απροόπτου, στο τέλος της πιθανότητας η ευρωπαϊκή ήπειρος να αποτελέσει ανεξάρτητο και αυτοδύναμο πόλο σε έναν αναδυόμενο μετα-αμερικανικό/μονοπολικό κόσμο πολλαπλών κέντρων και πόλων, δηλαδή στην οριστικοποίηση της παραμονής της Ευρώπης στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Διαφαίνεται η πιθανότητα ολόκληρη την ανθρωπότητα να ζει σε έναν κόσμο που θα είναι πολυπολικός και μετα-αμερικανικός/ηγεμονικός, αλλά η Ευρώπη όχι. Μια τέτοια συνθήκη, εφόσον καταστεί δυνατή, θα μπορούσε να προσομοιάζει με λατινοαμερικανοποίηση ή αποικιοποίηση της Ευρώπης, όχι τόσο με μια ΕΕ όσο με μια ΗΑΑΕ: με τις Ηνωμένες Αμερικανικές Αποικίες της Ευρώπης. Διαγράφεται στον ορίζοντα ένας ευρωπαϊκός αιώνας εξευτελισμού και ταπείνωσης.

Ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκολο μια τέτοια συνθήκη να έχει διάρκεια, δηλαδή να κυβερνώνται εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι από την Ουάσιγκτον, μέσω των παραρτημάτων και των τοποτηρητών της, διότι η δομή του παγκόσμιου συστήματος, οι ιστορικές συνθήκες και οι δυναμικές που αναπτύσσονται είναι εντελώς διαφορετικές τόσο από τη ψυχροπολεμική διπολική όσο και από τη μεταψυχροπολεμική μονοπολική περίοδο. Πολύ δύσκολα μπορεί να υπάρξει μεσοπρόθεσμα μια μονοπολική Δύση όχι πλέον υπό μια ηγεσία ή ηγεμονία αλλά υπό μια τυραννία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. 

Ολοκληρώνοντας, πέρα από τα προηγούμενα, θα πρέπει να σταθμιστεί και το εξής: 

Εφόσον, όπως υποστηρίζω, έχει αρχίσει μια μεταστροφή από τον άξονα Δύση - Ανατολή των 19ου-20ού αι. προς τον άξονα Βορράς - Νότος των 21ου-22ου αι. (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 145-156), τότε για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο Αρκτικός Ωκεανός είναι ο νέος Ατλαντικός, η Ρωσσία είναι η νέα Ευρώπη και ο Βορράς είναι η νέα Δύση που εναντιώνεται στη νέα Ανατολή που είναι ο παγκόσμιος Νότος. 


~ Έξοδος ~ 

Η Συνθήκη Καλής Γειτονίας μεταξύ Κίνας και Ρωσσίας είχε εικοσαετή διάρκεια και ημερομηνία λήξης τον Φεβρουάριο του 2022. Στις 28 Ιουνίου 2021 Μόσχα και Πεκίνο θα την ανανεώσουν επεκτείνοντάς τη για ακόμη πέντε χρόνια. Από μόνη της αυτή η πενταετία ορίζει ένα σημείο καμπής και την απαρχή ενός χρονοδιαγράμματος μελλοντικών διακανονισμών και εξελίξεων: το 2026 ο κόσμος μας θα είναι διαφορετικός. Θα έχουμε εισέλθει στην τελική φάση ολοκλήρωσης του μεταπολεμικού ιστορικού κύκλου και στο λυκόφως του μεταπολεμικού του κόσμου.

Οι Αμερικανοί πιθανόν να είναι διατεθειμένοι να δώσουν τον ουρανό με τα άστρα στους Ρώσσους προκειμένου οι τελευταίοι να μην ανανεώσουν εκ νέου τη Συνθήκη Καλής Γειτονίας μεταξύ Κίνας και Ρωσσίας η οποία λήγει το επόμενο έτος, το 2026. 

Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η Μόσχα θα απεμπολήσει τον σημαντικότερο παράγοντα στρατηγικής αποτροπής που διαθέτει έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης, καθώς για τη Ρωσσία οι σχέσεις με την Κίνα είναι παγκόσμιας, όχι μόνο ηπειρωτικής και ευρασιατικής, σημασίας και κλίμακας, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά ενός νέου συστήματος ασφάλειας στην Ευρασία, στο οποίο η Μόσχα πολύ θα ήθελε να συμμετέχει στο εγγύς μέλλον η Ινδία και ίσως, αργότερα, στο απώτερο μέλλον, ακόμα και μέρος της ευρασιατικής χερσονήσου που ονομάζεται Ευρώπη και αυτοκατανοείται ως ξεχωριστή ήπειρος. 

Οι ρωσσοκινεζικές σχέσεις, με τις εντάσεις και τις συγκρούσεις τους, έχουν επίσημη προϊστορία τουλάχιστον τριών αιώνων και μπορούν να αναχθούν ακόμα και στον 13ο αιώνα, δηλαδή οκτώ αιώνες πίσω, στο ταξίδι του Αλέξανδρου Νιέφσκι στο Καρακορούμ επί Κουμπλάι Χαν, ο ανιψιός του οποίου επιδίωξε συμμαχία με τους Φράγκους εναντίον των Μουσουλμανικών κρατών της ευρύτερης Μεσοποταμίας, και ήταν τελικά οι Μογγόλοι που θα αλώσουν το 1258 την Βαγδάτη, την ιστορική πρωτεύουσα του Χαλιφάτου των Αββασιδών (η οποία τότε ήταν κοσμόπολη με πληθυσμό που προσέγγιζε το 1.000.000 όταν το Παρίσι είχε 200 και το Λονδίνο 80 χιλιάδες ανθρώπους), και θα οδηγήσουν στο τέλος της Ισλαμικής Χρυσής Εποχής.

Τα πράγματα στην παγκόσμια ήπειρο της Αφροευρασίας έχουν ιστορία πίσω τους, η οποία ούτε ξεκίνησε τον 17ο (1607), τον 18ο (1775) ή τον 19ο (1861) αιώνα, ούτε σχετίζεται απαραίτητα με την περιφερειακή ήπειρο της Αμερικής, και με τη θέληση, τα συμφέροντα και την αυτοκατανόηση των Ηνωμένων Πολιτειών.


Δημήτρης Β. Πεπόνης


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~

Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com

Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


7533 ε.Κ. (A.M.) | 4722 黄帝历 | 21 | 2 | 2025 μ.Χ. | 1446 سنة هجرية (A.H.) | 6 μ.Κ. (VI A.Q.)