14 Οκτωβρίου 2024

«Κι αν κάναμε λάθος;». Ο προβληματισμός του πρώην Αμερικανού προέδρου ως προειδοποίηση ή και ως μάθημα.


14 | 10 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024

Μουσική Συνοδεία



«Κι αν κάναμε λάθος;» είπε ο Ομπάμα.

«Λάθος για ποιο πράγμα;», ρώτησε ο στενός σύμβουλος και έμπιστος (confidant) του Αμερικανού προέδρου.

O confidant, πριν απ' οτιδήποτε άλλο, είναι ένας άνθρωπος εμπιστοσύνης κάποιου προσώπου που κατέχει θέση εξουσίας. Ο ρόλος του μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, να συζητά, να αποκρίνεται και να διαλέγεται για πάσης φύσεως θέματα, να δοκιμάζει τη λογική των ιδεών και να παρουσιάζει τον αντίλογο ή το αντεπιχείρημα στον λόγο και στις ιδέες του εν λόγω προσώπου εξουσίας, να γράφει τις ομιλίες του για τις δημόσιες εμφανίσεις και παρουσίες του, να γεμίζει τη σιωπή του κενού χρόνου με τα λόγια του και του άδειου χώρου με την παρουσία του. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι εξαιρετικοί στο να παράγουν έργο αλλά δεν κάνουν για confidant, επειδή τους χαρακτηρίζει έλλειμμα ακεραιότητας, εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας. Καλό λογογράφο βρίσκεις, ή ακόμα και καλό αναλυτή, άνθρωπο εμπιστοσύνης που να τον χαρακτηρίζει η ακεραιότητα και η αξιοπιστία δεν βρίσκεις.

Ο Ομπάμα, γράφει ο σύμβουλος/έμπιστος του πρώην Αμερικανού προέδρου στο βιβλίο του The World as It Is: A Memoir of the Obama White House, αδυνατούσε να πιστέψει ότι οι εκλογές είχαν χαθεί. Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί και να αποδομήσει το αποτέλεσμα των εκλογών, σταθμίζοντας διάφορους παράγοντες: 

«Πέντε τοις εκατό ανεργία. Είκοσι εκατομμύρια καλυμμένοι (αναφέρεται στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη). Η βενζίνη στα δύο δολάρια το γαλόνι. Τα είχαμε όλα έτοιμα!» 

Αυτός ο τρόπος προσέγγισης, κατανόησης αλλά και αδυναμίας ερμηνείας του εκλογικού αποτελέσματος από τον Ομπάμα, καθώς και ο ευρύτερος προβληματισμός του πρώην Αμερικανού προέδρου που παρουσιάζω στο παρόν κείμενο, μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως προειδοποίηση ή και ως μάθημα για πάσης φύσεως φιλελεύθερους υλιστές, σοσιαλδημοκράτες και μαρξιστές, σε ό,τι αφορά την κοσμοθεώρηση και την κοσμοαντίληψή τους, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και ερμηνεύουν τον άνθρωπο, τον κόσμο και εν γένει τα πράγματα, δίχως αυτό να σημαίνει ότι τα προηγούμενα δεν έχουν σημασία ή ότι όσα ακολουθούν έχουν μεγαλύτερη ή τη μόνη σημασία.

Ο Αμερικανός πρόεδρος, συνεχίζει ο συγγραφέας, αναφέρθηκε σε ένα άρθρο που είχε διαβάσει στους New York Times το οποίο υποστήριζε ότι οι φιλελεύθεροι είχαν ξεχάσει πόσο σημαντική είναι η ταυτότητα για τους ανθρώπους, ότι είχαμε υιοθετήσει, σημειώνει περιλαμβάνοντας και τον εαυτό του, ένα μήνυμα που δεν ξεχώριζε ιδιαίτερα από το «Imagine» του John Lennon ― διαφημίζοντας και προωθώντας μια κενή ουσιαστικού πολιτικού περιεχομένου, κοσμοπολίτικη παγκοσμιοποίηση που δεν μπορούσε πλέον να αγγίξει τους ανθρώπους. Imagine all the people Sharing all the world.

«Ίσως το παρακάναμε», είπε ο Ομπάμα. «Ίσως οι άνθρωποι θέλουν να επιστρέψουν στη φυλή (tribe) τους»

Ο σύμβουλος του πρώην Αμερικανού προέδρου, ο οποίος κατά την οκταετή θητεία του στο πλευρό του Ομπάμα συνειδητοποίησε πόσο σημαντικό είναι το ερώτημα «Ποιοι είμαστε;», αναφέρει ένα ακόμα περιστατικό που αξίζει προσοχής.

Ένα ζεστό πρωινό, καθώς ο Ομπάμα περιπλανιόταν στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ανάμεσα σε αρχαίους κίονες, σκαλωσιές και αφιερώματα στους παλαιούς θεούς, σε ένα μνημείο για τις απαρχές της δημοκρατίας και στα ερείπια που άφησαν πίσω τους χαμένες αυτοκρατορίες και περασμένες δοξασίες, όπως πολύ όμορφα σημειώνει ο συγγραφέας, ο πρώην σήμερα και νυν τότε Αμερικανός πρόεδρος επανέλαβε ένα απόφθεγμα που είχε μοιραστεί μαζί του τις πρώτες πρωινές ώρες μετά την εκλογή του Τραμπ: «Υπάρχουν περισσότερα αστέρια στον ουρανό», είπε, «από κόκκους άμμου στη γη». 

Το βράδυ των εκλογών είχε αναφέρει την ίδια φράση στον σύμβουλό του και αυτός του είχε στείλει ένα απλό σημείωμα σε μια προσπάθεια να του φτιάξει το κέφι: «Η πρόοδος δεν κινείται σε ευθεία γραμμή». Σε ιδιωτικές συζητήσεις που είχε ο Ομπάμα με το προσωπικό του και σε δημόσιες συνεντεύξεις που έδινε επαναλάμβανε σε διάφορες εκδοχές την ιδέα ότι: «Η ιστορία δεν κινείται σε ευθεία γραμμή», έλεγε, «κάνει ζιγκ-ζαγκ». 

«Κι αν κάναμε λάθος;», διερωτάται ο confidant του πλέον χαρισματικού Αμερικανού ηγέτη της μεταψυχροπολεμικής εποχής, ο κόσμος της οποίας, όπως παρατήρησε ο ίδιος στο τελευταίο του βιβλίο, ήταν βασικά «μια αντανάκλαση της ταυτότητας της Αμερικής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, της προτεραιότητάς μας στο χρήμα, στον μιλιταρισμό μετά την 11η Σεπτεμβρίου και στην τεχνολογία». 


Ο συνδυασμός της πίστης στην πρόοδο και της λατρείας της τεχνολογίας καλλιεργεί τον μύθο ότι οι άνθρωποι έχουν αλλάξει ριζικά συγκριτικά με το παρελθόν. Όποιος μελετά τους κλασικούς γνωρίζει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά έχει αλλάξει ελάχιστα στο πέρασμα των αιώνων (Το τέλος της μεγάλης παρέκκλισης, Σελ. 328-336). 

Ο confidant είχε δει τον Ομπάμα στα πάνω και στα κάτω του, τον είχε ζήσει και ως άνθρωπο και ως πρόεδρο, σε μεμονωμένες στιγμές, π.χ. «τραγουδώντας το Amazing Grace σε μια μαύρη εκκλησία που είχε γίνει στόχος ενός λευκού ρατσιστή στο Τσάρλεστον», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει (Δες και Το τέλος της μεγάλης παρέκκλισης, Σελ. 170-172). Ήταν ένας επιτυχημένος αφροαμερικανός πρόεδρος δύο θητειών και φορέας των προσδοκιών δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, όπως τονίζει, που όμως επρόκειτο να παραδώσει την εξουσία σε έναν άνθρωπο που εκπροσωπούσε κάθε πολιτική, οικονομική και κοινωνική δύναμη στην οποία η δική του ταυτότητα αντιδρούσε. 

Ο Ομπάμα ήταν απογοητευμένος. Είχε την υπόνοια ότι αυτό που εκπροσωπούσε, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, ήταν μια χαμένη υπόθεση. Μα οι νέοι εδώ (αναφέρεται στο πλαίσιο επίσκεψης στη Λίμα του Περού) το πιάνουν, καταλαβαίνουν αυτό που εκπροσωπείς, του είπε ο σύμβουλος, και συνέχισε: «Είναι πιο ανεκτικοί. Έχουν περισσότερα κοινά με τους νέους στις Ηνωμένες Πολιτείες απ' ό,τι ο Τραμπ. Οι νέοι δεν ψήφισαν τον Τραμπ, όπως οι νέοι στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν ψήφισαν το Brexit». Ο Ομπάμα δεν σήκωσε το βλέμμα του. 

«Δεν ξέρω», είπε. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν ήρθα δέκα ή είκοσι χρόνια νωρίτερα» (απ' όταν έπρεπε). Η σιωπή παρέμεινε. 

Αυτός ο τελευταίος προβληματισμός του Ομπάμα, περί χρόνου, είναι πολύ βαθύτερος απ' ό,τι φαίνεται σε μια πρώτη ανάγνωση. Επίσης, από το κείμενο Με αφορμή τις επερχόμενες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και με αυτό θα κλείσω:

Η επιτυχία του Τραμπ μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων, σχεδόν όλων των κατηγοριών, υπήρξε το πολιτικό αποκορύφωμα μιας μακροπρόθεσμης δημογραφικής τάσης (αν αυτό το αποτέλεσμα σε επίπεδο ψήφων ήταν παροδικό και άρα αναστρέψιμο ή όχι, θα το φανερώσουν οι επερχόμενες εκλογές. Πάντως η δημογραφική τάση είναι μόνιμη και μη αναστρέψιμη). Η τάση αυτή εκβάλλει σε δύο καθοριστικές αλληλοσυνδεόμενες μεταβολές:

Στην αλλαγή των πληθυσμιακών ισορροπιών μεταξύ μιας λευκής πλειοψηφίας και μιας μη λευκής μειοψηφίας: το 2012 το Αμερικανικό Γραφείο Απογραφής προέβλεψε ότι το 2043 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα αποτελούν χώρα με πλειοψηφικά μειονοτικό πληθυσμό (minority-majority population), για πρώτη φορά στην ιστορία τους, 267 χρόνια μετά από την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Αυτή η μεταβολή θα έρθει σε συνέχεια της εκλογής του Μπαράκ Ομπάμα, στις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου του 2008, ως του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου μετά από 232 χρόνια ιστορίας του αμερικανικού κράτους (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 165-166)...

Στο συνεχώς μειούμενο ποσοστό των λευκών ψηφοφόρων επί του συνόλου τόσο του εκλογικού σώματος όσο και όσων ψηφίζουν, οι οποίοι σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες (πλην ίσως του ανώτατου επιπέδου πλούτου και μόρφωσης), ταυτίζονται ολοένα και εντονότερα με το Ρεπουμπλικανό κόμμα. Στις εκλογές του 2000 ο Μπους κέρδισε τον Αλ Γκορ με περίπου 13 μονάδες στο σύνολο των λευκών ψηφοφόρων, σε αυτές του 2012 ο Ρόμνεϊ κέρδισε τον Ομπάμα με περίπου 20 μονάδες στο σύνολο της λευκής ψήφου, ενώ με την ίδια σχεδόν διαφορά κέρδισε ο Τραμπ την Κλίντον το 2016. Στις εκλογές του 2020 ο Τραμπ επικράτησε επί του Μπάιντεν με 17 μονάδες στη λευκή ψήφο, δηλαδή σε ένα μέρος των ψηφοφόρων, παρόλο που στο σύνολο των ψηφισάντων ηττήθηκε με περίπου 4,5 μονάδες. Στις εκλογές του 2000, οι λευκοί ψηφοφόροι αποτελούσαν το 81% του συνόλου των ψηφοφόρων, σε αυτές του 2012 το ποσοστό επί του συνόλου είχε μειωθεί στο 72%, ενώ στις εκλογές του 2020 η λευκή ψήφος μειώθηκε στο 67%, σηματοδοτώντας μια πτώση 14% (από το 81% στο 67%), μέσα σε δύο δεκαετίες, και μια άνοδο 11% (από το 19% στο 30%) της μη λευκής ψήφου.

Όσο μειώνεται το πληθυσμιακό μερίδιο των λευκών Αμερικανών στο σύνολο του εκλογικού και κοινωνικού σώματος, τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα αποκτά το ταυτοτικό ζήτημα σε ένα μέρος της αμερικανικής κοινωνίας και το φυλετικό ζήτημα στο σύνολο της αμερικανικής πολιτικής.

Η πολιτικοποίηση του ζητήματος της μετανάστευσης συμπυκνώνει το δημογραφικό με το οικονομικό και το ταυτοτικό/φυλετικό ζήτημα. Η δημογραφική και μη αναστρέψιμη τάση αποτελεί την μακροπρόθεσμη βάση του φυλετικού/ταυτοτικού ζητήματος, ενσωματώνοντας και την ιστορική διάσταση, ενώ η οικονομική εκπτώχευση/φτωχοποίηση αποτελεί τη βραχυπρόθεσμη και καταλυτική αλλά πολιτικά αναστρέψιμη βάση, περιλαμβάνοντας την κοινωνική διάσταση.

Η εκλογή του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από 232 χρόνια ιστορίας του αμερικανικού κράτους (1776-2008), είναι ασύγκριτα σημαντικότερο, καθοριστικότερο και πιο φορτισμένο συμβολικά ιστορικό γεγονός σε σχέση με την οικονομική κρίση του 2008, τα αποτελέσματα της οποίας όμως όντως λειτουργούν ως καταλύτης. Η ιστορικότητα του γεγονότος ενισχύεται επιπλέον αν συνυπολογιστεί ο ιστορικός ορίζοντας της μετατροπής των ΗΠΑ σε μια χώρα με πλειοψηφικά μειονοτικό πληθυσμό σε μόλις 19 χρόνια από φέτος.

Σε ένα τέτοιο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία το 2008, του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, η εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021 οπαδών του πρώην Αμερικανού προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για την αμερικανική προεδρία, καθώς και η απόπειρα δολοφονίας του λίγους μήνες πριν από τις επερχόμενες εκλογές, φαντάζουν ως σημεία καμπής που παραπέμπουν σε προ και μετά Ομπάμα και Τραμπ εποχή για τη Δημοκρατία στην Αμερική... 

Πράγμα που, με τη σειρά του, θα σημαίνει ότι η πολιτική μάχη που ξεκίνησε με την εκλογή των Ομπάμα και Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, όχι μόνο δεν πρόκειται να τερματιστεί με το πέρας των εκλογών, παρά θα συνεχιστεί και θα ριζοσπαστικοποιηθεί μετά από αυτές. Γιατί το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών 5ης Νοεμβρίου 2024 δεν θα είναι π.χ. η οικονομία, όπως διατείνονται πολλοί, αλλά οι ίδιες οι αρχές του πολιτεύματος, οι θεσμοί της πολιτείας, οι νόμοι του κράτους, τα ήθη και ο χαρακτήρας της αμερικανικής κοινωνίας, εν τέλει η ίδια η φύση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον 21ο αιώνα.

Δημήτρης Β. Πεπόνης


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~

Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com

Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


14 | 10 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024

17 Σεπτεμβρίου 2024

Με αφορμή τη «διαφαινόμενη» δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του πρώην Αμερικανού προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για την αμερικανική προεδρία.


17 | 9 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024

Μουσική Συνοδεία


Στο πρόσφατο τελευταίο κείμενο που δημοσίευσα στις 13 Σεπτεμβρίου 2024, δύο μέρες πριν από τη «διαφαινόμενη» (όπως χαρακτηρίστηκε από το FBI) δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ, με τίτλο Επακόλουθα και συμπτώματα της σταδιακής αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, έθεσα το ερώτημα αν βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Αμερική; Το ερώτημα δεν ήταν ούτε ρητορικό ούτε υπερβολικό, όπως φανερώνει η ίδια η πραγματικότητα.

Οι δύο πλέον απόπειρες δολοφονίας του πρώην Αμερικανού προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για την αμερικανική προεδρία, Ντόναλντ Τραμπ, μέσα σε λίγους μήνες, στις 13 Ιουλίου η πρώτη και στις 15 Σεπτεμβρίου 2024 η τελευταία, και η εισβολή οπαδών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, φανερώνουν ότι αμφισβητούνται ή βάλλονται ευθέως οι θεσμοί του Αμερικανικού κράτους, το φιλελεύθερο καθεστώς και η δημοκρατία στην Αμερική.

Οι πολιτικές δολοφονίες, ανάλογα με το είδος και τον χαρακτήρα τους, μπορούν δυνητικά να υπονομεύσουν τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, να αυξήσουν τις πιθανότητες μεμονωμένων ή συλλογικών πράξεων βίας και τα επίπεδα εσωτερικής πολιτικής αστάθειας, και να ενισχύσουν τις προοπτικές κατακερματισμού ενός κράτους. Επιπλέον, μπορούν να οδηγήσουν σε εκτεταμένες κοινωνικοπολιτικές ταραχές, να μειώσουν τη νομιμοποίηση της τρέχουσας κυβέρνησης και να επηρεάσουν τη νομιμότητα και την εξουσία του κράτους συνολικά. Αποτελούν τις πλέον προβεβλημένες πράξεις πολιτικής βίας, μπορούν να προκαλέσουν θεσμικές αλλαγές, καθώς επηρεάζουν τη λειτουργία των θεσμών, και να αυξήσουν τις πιθανότητες πραξικοπήματος, επανάστασης ή ακόμα και ξεσπάσματος εμφυλίου πολέμου.

Όσα συμβαίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι πάρα πολύ σοβαρά. 

Εξίσου σοβαρό γεγονός, μεγάλης πολιτικής και θεσμικής σημασίας, αν δεν ταυτίσουμε τη βία με τη φυσικότητα, καθώς στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε απειλή ζωής μέσω χρήσης βίας αλλά περιορισμός της ελευθερίας του λόγου μέσω λογοκρισίας, υπήρξε παλαιότερα η φίμωση εκλεγμένου και εν ενεργεία προέδρου των ΗΠΑ, του Ντόναλντ Τραμπ, από ιδιωτικές εταιρείες και ψηφιακές πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μέσω της αναστολής επ' αόριστον των λογαριασμών του σε Facebook και Instagram, μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021. Αν τότε ο λόγος του Τραμπ ήταν μισαλλόδοξος και υποκινούσε σε πράξεις βίας, τώρα είναι ο Τραμπ που κατηγορεί τους πολιτικούς του αντιπάλους ότι ο δικός τους λόγος υποκινεί σε πράξεις βίας εις βάρος του. Η σχέση μεταξύ ηθικού λόγου και φυσικής βίας προσομοιάζει στη σχέση μεταξύ ηθικού και φυσικού αυτουργού. 

Ο χαρακτήρας και τα κίνητρα του δράστη ναι μεν έχουν βαρύτητα αλλά υποβαθμίζονται και φανερώνονται ως δευτερεύουσας σημασίας εάν εντάξουμε τη συγκεκριμένη πράξη πολιτικής βίας, στην προκειμένη περίπτωση την απόπειρα δολοφονίας, σε μια αλληλουχία γεγονότων όπως τα προηγούμενα. 

Για να παραφράσω όσα γράφω και όσα διαβάζετε στο Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης: το γεγονός ότι το ερώτημα Γιατί γίνεται μια απόπειρα δολοφονίας; για τους περισσότερους ανθρώπους ταυτίζεται με την ερώτηση Ποιος έχει την ευθύνη για την απόπειρα; δεν σημαίνει ότι η θεωρία του ενός (προσώπου) και οι αντιλήψεις που εξυπηρετούν σκοπούς από την περιοχή του δικαίου, της δημοσιογραφίας ή της εκ των υστέρων ιστοριογραφίας, εφαρμοζόμενες στα ιστορικά γεγονότα, δίνουν απάντηση για τα αίτια (μιας πράξης, ενός συμβάντος, μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κ.λπ). Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, πως η επικέντρωση στα πρόσωπα περισσότερο αποπροσανατολίζει και παρεμποδίζει την προσπάθεια κατανόησης παρά διαυγάζει: εξυπηρετεί απλουστευτικά, δημοσιογραφικά εκ των υστέρων ιστοριογραφικά σχήματα διαμόρφωσης «κοινής γνώμης» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 51-52). Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα είναι ότι συμβαίνουν αλληλουχίες γεγονότων που σκιαγραφούν μια υπό διαμόρφωση νέα κατάσταση. Είναι σαν να βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη όλοι οι αιτιακοί παράγοντες που σκιαγραφούν μια εκρηκτική νέα κατάσταση, η οποία ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα ξέσπασμα, σε μια έκρηξη, με οποιαδήποτε αναπάντεχη αφορμή. Ο παράγοντας που είναι τελευταίος χρονικά δεν είναι απαραίτητα και ο ουσιαστικός. Η όλη κατάσταση, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, οδηγεί στο ξέσπασμα π.χ. ενός εμφυλίου, διακρατικού ή περιφερειακού πολέμου, όχι η μεμονωμένη πράξη ενός ατόμου ή ένα μεμονωμένο γεγονός. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν μπορεί να σταθεί σοβαρά αναλυτικά η «θεωρία του ενός» (προσώπου, ηγέτη, επιτελείου, κράτους κ.λπ) που έχει την ευθύνη (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 245-246) ως ερμηνεία της ιστορίας όχι ως απόφαση του δικαστηρίου

Ούτε η ευθύνη ούτε τα αίτια για τον Μεγάλο Πόλεμο (Α΄ ΠΠ) βρίσκονται στο πρόσωπο του Gavrilo Princip, ο οποίος δολοφόνησε τον Αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο της Αυστρίας και τη γυναίκα του, Σοφία, στο Σεράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914.

Ολοκληρώνοντας, θα επαναλάβω όσα επισήμανα σε συναφές κείμενο που δημοσίευσα τον Αύγουστο με τίτλο Με αφορμή τις επερχόμενες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής: Ζούμε γεγονότα που παραπέμπουν σε προ και μετά Τραμπ εποχή για τη Δημοκρατία στην Αμερική. Υπό μια συγκεκριμένη οπτική, οι επερχόμενες εκλογές δεν αποτελούν μια ακόμα εκλογική αναμέτρηση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, αλλά ένα δημοψήφισμα με επίδικο τη συνέχιση της ύπαρξης της παλαιότερης φιλελεύθερης δημοκρατίας στον πλανήτη και τη διασφάλιση της δημόσιας φιλελεύθεροδημοκρατικής κοινωνικής, πολιτικής και συνταγματικής τάξης, και το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών 5ης Νοεμβρίου 2024 είναι οι ίδιες οι αρχές του πολιτεύματος, οι θεσμοί της πολιτείας, οι νόμοι του κράτους, τα ήθη και ο χαρακτήρας της αμερικανικής κοινωνίας, εν τέλει η ίδια η φύση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον 21ο αιώνα.


Δημήτρης Β. Πεπόνης


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~

Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com

Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


17 | 9 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024

13 Σεπτεμβρίου 2024

Επακόλουθα και συμπτώματα της σταδιακής αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης.


13 | 9 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024

Μουσική Συνοδεία


I
2+1 Παγκόσμιες Τάξεις


Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ύστερα μπορούμε να μιλήσουμε για 2+1 παγκόσμιες τάξεις. Για μια και μόνη μεταπολεμική τάξη, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μπορούν να μιλήσουν μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. 

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου είχαμε μια διπολική τάξη στο εσωτερικό παγκόσμιου «Βορρά» που χαρακτηρίστηκε από ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στη λογική των μπλοκ, δηλαδή των σφαιρών επιρροής και συμφερόντων τους, ανάμεσα σε «Δύση» («Πρώτος» Κόσμος) και «Ανατολή» («Δεύτερος» Κόσμος), και από πολέμους δι' αντιπροσώπων και ιδεολογική επέκταση της «Δύσης» και της «Ανατολής», δηλαδή από αταξία, στον παγκόσμιο «Νότο» («Τρίτος» Κόσμος). 

Υπό αυτή την έννοια, την περίοδο που διανύουμε, ο οργανισμός BRICS συμβολίζει μια προσπάθεια 1. μετάβασης από τη ψυχροπολεμική αταξία στον παγκόσμιο «Νότο» υπό την επικυριαρχία των δύο τμημάτων του παγκόσμιου «Βορρά» (της «Δύσης» και της «Ανατολής»), στην οικοδόμηση μιας τάξης στον παγκόσμιο «Νότο» με τη σύμπραξη του ηττημένου τμήματος του παγκόσμιου «Βορρά»: του διάδοχου κράτους της ΕΣΣΔ, της μετασοβιετικής Ρωσσίας, και 2. αύξησης της επιρροής των κρατών του παγκόσμιου «Νότου» στους θεσμούς του παγκόσμιου «Βορρά» στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, των θεσμών της μεταπολεμικής τάξης, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, και των θεσμικών οργάνων του Bretton Woods, δηλαδή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή μετά την πολυδιάσπαση του ενός εκ των δύο μπλοκ, της σοβιετικής σφαίρας επιρροής στο εσωτερικό του παγκόσμιου «Βορρά» (της «Ανατολής»), είχαμε μια μονοπολική τάξη που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την παγκοσμιοποίηση υπό Αμερικανική ηγεμονία και την επέκταση της αμερικανικής σφαίρας επιρροήςή της «Δύσης», και της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, που συνοδεύτηκε από αυτοκρατορικούς πολέμους με στοιχεία κανονιστικότητας σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο: εξαγωγή φιλελεύθερης δημοκρατίας και προώθηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με κατεύθυνση από Δύση και Βορρά προς Ανατολή και Νότο (πόλεμος του Κόλπου, π. Γιουγκοσλαβία, πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας, Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη κ.λπ). 

Συμπτώματα της υποχώρησης της επιρροής και της αποδυνάμωσης της κεντρικότητας των ΗΠΑ, της Ομάδας των Επτά (G7) και της ΕΕ στα παγκόσμια πράγματα, και γενικότερα της μείωσης της ελκτικής δύναμης της «Δύσης» και του «Βορρά» και της απώλειας βαρύτητας της μεταπολεμικής φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, είναι η Συνεργασία της Κίνας με Χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης (CEEC), η ένταξη της Αιγύπτου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην ομάδα των χωρών BRICS+ καθώς και το ενδιαφέρον της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας για ένταξη στον οργανισμό.  

Παρόλο που τα κράτη της ομάδας BRICS+ έχουν μεγαλύτερο συνδυασμένο μερίδιο επί του παγκόσμιου ΑΕΠ (BRICS+ ≈ 35,5%-37,5%) από τα κράτη της Ομάδας των Επτά (G7 ≈ 30%) ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE ≈ 14,5%), η επιρροή τους παραμένει σημαντικά μικρότερη σε όργανα όπως η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (IBRD). Ενδεικτικά, η κατανομή της δύναμης ψήφου το 2023 για τα κράτη της ομάδας των Επτά (G7) με πληθυσμό 780 εκατομμύρια που αναλογεί περίπου στο 9,7% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν 39,7% των ψήφων, για την ΕΕ των 27 κρατών με πληθυσμό περίπου 450 εκατομμύρια που αναλογεί περίπου στο 5,8% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν 22,9% των ψήφων, και για τα κράτη των BRICS+ με πληθυσμό που προσεγγίζει τα 3.7 δισεκατομμύρια και αναλογεί περίπου στο 45% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν περίπου 19,3% των ψήφων. (European Parliament, European Parliamentary Research Service, Expansion of BRICS: A quest for greater global influence?). 

Δηλαδή παρατηρείται μια ασυμμετρία μεταξύ της διεθνούς τάξης νομιμότητας και της πραγματικής τάξης ισχύος. Αυτή η ασυμμετρία βρίσκεται στη βάση διεκδικήσεων διόρθωσης ανισορροπιών και αξιώσεων μεταρρύθμισης της παγκόσμιας τάξης (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 140-145), όχι ο τάδε ή ο δείνα κακός μεμονωμένος ηγέτης, ή το τάδε ή το δείνα κακό μεμονωμένο καθεστώς. 

Στις μέρες μας έχουμε ως κύριο χαρακτηριστικό την αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση στο εσωτερικό της «Δύσης», που συνοδεύεται από πόλεμο δι' αντιπροσώπων, δηλαδή αταξία, όχι μόνο στον παγκόσμιο «Νότο» (Παλαιστίνη-Ισραήλ-Λίβανος) αλλά πλέον και στο εσωτερικό του παγκόσμιου «Βορρά» (Ουκρανία). 

Η άνοδος δυνάμεων εναντίον της παγκοσμιοποίησης και οι κρίσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης φανερώνουν ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα πολυδιάσπασης και της εναπομείνουσας αμερικανικής σφαίρας επιρροής στο εσωτερικό του παγκόσμιου «Βορρά», δηλαδή του ευρωπαϊκού τμήματος της «Δύσης». Η παγκοσμιοποίηση θεωρήθηκε ως λόγος ύπαρξης (raison d'être) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η αμερικανική ηγεμονία της προσέδιδε ένα ιδιαίτερο φιλελεύθερο περιεχόμενο. Πλέον, όλοι αντιλαμβάνονται ότι το ισχυρότερο συγκολλητικό στοιχείο της ΕΕ είναι η αδυναμία κεντρικών ευρωπαϊκών κρατών, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, να ανταγωνιστούν κράτη γίγαντες όπως η Κίνα και η Ινδία, αλλά και οι ΗΠΑ.  

Η «Δύση» θυμήθηκε να γίνει antiglobalist κυρίως από τη στιγμή που κατέστη αδύνατη η συνέχιση της παγκοσμιοποίησης υπό Αμερικανική ηγεμονία, ή από τη στιγμή που ορισμένοι στις ΗΠΑ αποφάσισαν ότι πλέον δεν τους συμφέρει η παγκοσμιοποίηση, γεγονός που φανερώνει ένα στοιχείο υποκρισίας. Παρ' όλα αυτά, η άνοδος της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης αποτελεί πλέον βασικό χαρακτηριστικό στο εσωτερικό της «Δύσης» και κύριο σύμπτωμα της αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, μετά από την υπερέκτασή της στο πλαίσιο του «Τέλους της Ιστορίας».


II
Από την παγκοσμιοποίηση υπό Αμερικανική ηγεμονία στην άνοδο της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης και στην ολοκλήρωση της ηγεμονικής φάσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης


Τα κράτη είναι οι βασικοί φορείς των ιδεολογιών. Η παγκοσμιοποίηση, όπως ενσαρκώθηκε στις πρώτες μεταψυχροπολεμικές δεκαετίες, ήταν μια διαδικασία υποκινούμενη και προωθούμενη από το κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Η αμερικανοκινούμενη παγκοσμιοποίηση συνοδευόμενη από τη μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των ΗΠΑ αποτέλεσε την ηγεμονική φάση της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, η οποία έχει τις απαρχές της στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσω μιας αμερικανοκεντρικής ματιάς ήταν περιορισμένη αρχικά στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ως «Δύση» έναντι της «Ανατολής», στη συνέχεια επεκτάθηκε στα τρία κέντρα της Β. Αμερικής, της Δ. Ευρώπης και της Α. Ασίας, ως παγκόσμιος «Βορράς» έναντι του παγκόσμιου «Νότου», για να καταλήξει σε πλανητικό πανανθρώπινο «Τέλος της Ιστορίας» και σε ηγεμονική φάση της αμερικανοκεντρικής φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης «βασισμένης σε κανόνες», φτάνοντας μέχρι την Ανατολική Ευρώπη, στα σύνορα της Ρωσσίας, τη Μεσοποταμία, τον Καύκασο και τον Ινδοκαύκασο, στο Αφγανιστάν, στα σύνορα της Ινδίας και της Κίνας.

Στην ηγεμονική αυτή φάση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης η παγκοσμιοποίηση υπό την ηγεσία των ΗΠΑ (US-led globalization) είχε αρκετές διαστάσεις, αλλά η πολιτική και η οικονομική ήταν οι δύο κυριότερες. Πολιτική παγκοσμιοποίηση υπό Αμερικανική ηγεμονία σήμαινε την προσπάθεια των ΗΠΑ να διαπλάσουν τις υπόλοιπες χώρες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν τούς, με αυτές ως Θεό, διαμορφώνοντας τόσο τις ίδιες τις χώρες όσο και την παγκόσμια τάξη με βάση τις δικές τους αξίες και το δικό τους πολιτικό σύστημα, μέσω της εξαγωγής της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε στενή σύνδεση με την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (με επαναστάσεις, αλλαγές καθεστώτων ή πολέμους). Ως οικονομική παγκοσμιοποίηση μπορεί να οριστεί η διαδικασία υπερεθνικής οικονομικής οργάνωσης του πλανήτη ως ενιαίας οντότητας, ανεξάρτητα από τον πολιτισμό, την πολιτική οργάνωση και τα πολιτικά σύνορα, τη θρησκεία και τη γλώσσα οποιαδήποτε χώρας. Αυτό το επιδίωξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και επί Ρεπουμπλικανών, προωθώντας τον πολιτισμό της αγοράς, την πολιτική παγκοσμιοποίηση, η οποία συνένωνε τη φιλελεύθερη δημοκρατία με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία αποτελούν μια μορφή κοσμικής θρησκευτικότητας, και την αμερικανοποίηση των γλωσσών, στηρίζοντας μια υπερεθνική κυρίως νεοφιλελεύθερη αλλά και νεοσυντηρητική ελίτ. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση υπό Αμερικανική ηγεμονία συνοδευόταν από απορρύθμιση ή απελευθέρωση αγορών και ιδιωτικοποίηση πόρων, αγαθών και υπηρεσιών (με ή χωρίς έλεγχο και εκμετάλλευση από εξωεθνικά κέντρα), πολιτικούς όρους που συνδέονταν με προγράμματα ελάφρυνσης χρέους, επιβολή ανοίγματος αγορών και οικονομικούς εξαναγκασμούς (οι οποίοι έχουν μεγάλη ιστορία πίσω τους: π.χ. Plaza Accord ή πώς οι Αμερικανοί τελείωσαν τη «σύμμαχο» Ιαπωνία). Το κυριότερο ηγεμονικό γνώρισμα που παραμένει είναι ότι για κάτι που κοστίζει μόλις 15 σεντς του δολαρίου (0,15 $), δηλαδή για την παραγωγή ενός χαρτονομίσματος των 100 δολαρίων, όλες οι χώρες του πλανήτη πρέπει να διαθέτουν 100 δολάρια πραγματικών αγαθών (100 $), δηλαδή να χάνουν παραγόμενα αγαθά αξίας 99,85 $, προκειμένου να αποκτήσουν ένα τέτοιο χαρτονόμισμα με σκοπό να εμπορευτούν τα αγαθά και τα προϊόντα που παράγουν.

 


Ωστόσο το δολάριο από μόνο του δεν ήταν αρκετό. Με το πέρας της μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των ΗΠΑ, την υποχώρηση της αμερικανοκινούμενης παγκοσμιοποίησης και τη διάψευση του «Τέλους της Ιστορίας», ολοκληρώθηκε η ηγεμονική φάση της αμερικανικής ισχύος και της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, και άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια όλες οι αντιθέσεις σε παγκόσμια κλίμακα, μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής», «Βορρά» και «Νότου», αλλά κυρίως στο εσωτερικό της «Δύσης»

Έγιναν ολοένα συχνότερες και εντονότερες οι προσπάθειες εξαναγκασμού μέσω οικονομικών κυρώσεων, εισήχθη στο δημόσιο λεξιλόγιο η έννοια της οικονομικής ασφάλειας, άνοιξε η συζήτηση περί οικονομικής αποσύνδεσης, επανήλθε η αντίληψη περί εμπορικού πολέμου και ασφαλώς ο προστατευτισμός, εξελίξεις που όλες εκφράζουν όχι απλώς την υποχώρηση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης αλλά και την εντονότατη πολιτικοποίηση της οικονομίας. Επιπλέον, ο εντελώς διαφορετικός τρόπος πρόσληψης και αντιμετώπισης των πολέμων σε Ουκρανία και Γάζα, στο εσωτερικό της «Δύσης», φανέρωσε την αδιαμφισβήτητη πολιτικοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την υποκριτική à la carte ιδεολογική τους χρήση, σηματοδοτώντας αν όχι την απαξίωση και τον ευτελισμό τους τουλάχιστον την κρίση τους (επί Τραμπ οι ΗΠΑ είχαν αποχωρήσει από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ με δικαιολογίες την προκατάληψη του οργανισμού έναντι του Ισραήλ και την αποτυχία του να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, δηλαδή να τα πολιτικοποιήσει προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Επιπλέον, η πολιτικοποίηση του ζητήματος της μετανάστευσης, η άνοδος του κοινωνικού συντηρητισμού, του εθνικισμού και του λαϊκισμού εκφράζουν την υποχώρηση της πολιτικής παγκοσμιοποίησης, ενώ  η άνοδος του AfD στη Γερμανία, αλλά και του κόμματος BSW της Σάρα Βάγκενκνεχτ, της Λεπέν στη Γαλλία και του Ντοναλτ Τραμπ στις ΗΠΑ αποτελούν συγκεκριμένες εκφράσεις που αποτυπώνουν την άνοδο της πολιτικής αντιπαγκοσμιοποίησης, κοιτάζοντας προς τα έξω, και την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κοιτάζοντας προς τα μέσα. Όλες οι προηγούμενες εξελίξεις ναι μεν λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της «Δύσης» αλλά παράλληλα επιταχύνουν την υποχώρηση της επιρροής του φιλελευθερισμού διεθνώς


III
Ένταση μεταξύ δημοκρατίας και φιλελευθερισμού και κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στο εσωτερικό της «Δύσης», και υποχώρηση της επιρροής του φιλελευθερισμού διεθνώς


Η μέχρι πρότινος ηγεμονική επιρροή που ασκούσε ο φιλελευθερισμός, τόσο στην Ευρώπη όσο και στο διεθνές στερέωμα, οφειλόταν στην προώθηση της συγκεκριμένης ιδεολογίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αρχικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την περίοδο του διπολικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την ιδεολογική τους επέκταση, και στη συνέχεια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, κατά την περίοδο της μονοπολικής αμερικανικής κυριαρχίας που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την παγκοσμιοποίηση. 

Η υποχώρηση του φιλελευθερισμού αποτελεί μια απολύτως ερμηνεύσιμη εξέλιξη και δεν ενέχει κανένα μυστήριο. Με την υποχώρηση της ισχύος του φορέα μιας ιδεολογίας υποχωρεί και η επιρροή της συγκεκριμένης ιδεολογίας: με την αποδυνάμωση της ισχύος των ΗΠΑ υποχωρεί και η επιρροή του φιλελευθερισμού, όπως συνέβη με την αποδυνάμωση της ισχύος της ΕΣΣΔ και την υποχώρηση της επιρροής του σοσιαλισμού (η μετασοβιετική νεοφιλελεύθερη δυτικογενής και ευρωκεντρική «αριστερά» εγκατέλειψε ιδεολογικά τον σοσιαλισμό αντικαθιστώντας τον με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η παράλληλη εξέλιξη της ανόδου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της  παρακμής του σοσιαλισμού ούτε έχει μελετηθεί ούτε έχει αναδειχθεί αρκετά).

Δύο από τα κυριότερα αγκάθια στο σώμα του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού είναι η πολιτικοποίηση της οικονομίας και η άνοδος του λαϊκισμού. Η οικονομική ασφάλεια και το λεγόμενο friendshoring, που ουσιαστικά επαναφέρουν τη λογική του εμπορικού μπλοκ, και η πολιτικοποίηση της οικονομίας γενικότερα, υπονομεύουν την επιρροή του οικονομικού φιλελευθερισμού και ως πρακτικές είναι ασύμβατες με την ελεύθερη αγορά. Τα προηγούμενα προωθούν οι Δημοκρατικοί, αλλά και στο στρατόπεδο των Ρεπουπλικάνων τα πράγματα είναι εξίσου άσχημα για τον οικονομικό φιλελευθερισμό: όταν το πρώτο πράγμα που απαντάει ο Τραμπ σε ερώτηση για την αμερικανική οικονομία είναι We're doing tariffs on other countries, προφανώς η ελεύθερη αγορά έχει τελειώσει. Βέβαια αυτό δεν μπορούν να το παραδεχθούν ελευθεραγορίτες οπαδοί του Τραμπ, διότι αν το παραδέχονταν θα ομολογούσαν ότι τελικά αυτό που πραγματικά υποστήριζαν δεν ήταν η «ελεύθερη αγορά», αλλά κάτι διαφορετικό. Αυτό από μόνο του θα έπρεπε να τους υποψιάσει ότι στις μέρες μας τα πράγματα είναι διαφορετικά από τη ψυχροπολεμική περίοδο της αντιπαράθεσης καπιταλισμού-σοσιαλισμού (Δες και παρακάτω IV και V). Από την άλλη μεριά, η επιτάχυνση της παρακμής του πολιτικού φιλελευθερισμού σχετίζεται ευθέως με την άνοδο του λεγόμενου λαϊκισμού στο εσωτερικό των φιλελεύθερων κρατών. Αρκετοί φιλελευθεροδημοκράτες, οπαδοί του Μπάιντεν ή της Χάρις, διαπιστώνουν ιδεολογική εγγύτητα μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, ωστόσο ελάχιστοι χαρακτηρίζουν τον Πούτιν ως λαϊκιστή, και ακόμα λιγότεροι πείθουν ότι είναι τέτοιος. Ο λαϊκισμός, στην τρέχουσα μορφή του, αποτελεί ιδιαίτερο φαινόμενο των «δυτικών» φιλελεύθερων δημοκρατιών και πηγάζει από τις εσωτερικές αντιφάσεις και πιο συγκεκριμένα από το χάσμα και την ένταση μεταξύ δημοκρατίας και φιλελευθερισμού στο πλαίσιο της σύνθεσής τους, της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Η δημοκρατία ιστορικά έχει υπάρξει χωρίς τον φιλελευθερισμό και ο φιλελευθερισμός χωρίς τη δημοκρατία. Διαφορετικά: η δημοκρατία διαμορφώθηκε ανεξάρτητα από τις φιλελεύθερες αρχές και δεν είχε ανάγκη τον φιλελευθερισμό ως προϋπόθεση προκειμένου να υπάρξει, να διαμορφωθεί και να παγιωθεί ως καθεστώς. Δημοκρατικές αρχές όπως αυτές της ισότητας, της αρχής της πλειοψηφίας και της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή της αρχής ότι η κυρίαρχη εξουσία ανήκει στον λαό, δεν προϋπέθεταν φιλελεύθερες αρχές, όπως αυτές της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και των μειονοτήτων, προκειμένου να υπάρξουν και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Η συζήτηση γύρω από τον λαϊκισμό μπορεί να ερμηνευτεί, μεταξύ άλλων, και ως ένα είδος φιλελεύθερης αυτοκατανόησης, ως μια φιλελεύθερη έκφραση άμυνας και φόβου, ελιτίστικου χαρακτήρα, απέναντι στην πιθανότητα ανάδυσης μιας δημοκρατικής ή λαϊκής πλειοψηφίας, μιας αναδυόμενης τυραννικής δύναμης που θα εδράζεται σε τάξεις των σύγχρονων πληβείων: αξέχαστη και αξιομνημόνευτη είναι  σε αυτό το πλαίσιο η αναφορά της Χίλαρι Κλίντον στους οπαδούς του Ντόναλντ Τραμπ ως basket of deplorables το 2016. Πολλοί φιλελεύθεροι αποδίδουν τα αδιέξοδα του φιλελευθερισμού σε κρίση της δημοκρατίας ενώ στην πραγματικότητα αυτά προέρχονται από το χάσμα και την ένταση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Από το χάσμα μεταξύ των δύο πηγάζει όχι μόνο ο λαϊκισμός αλλά και ο αντισυστημισμός, οι δυνάμεις εναντίον του κατεστημένου κ.λπ. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτού του κατεστημένου και αυτού του συστήματος; Το φιλελεύθεροδημοκρατικό.

Η ένταση και η πόλωση μεταξύ των δημοκρατικών και των φιλελεύθερων αρχών στο εσωτερικό των φιλελεύθερων δημοκρατιών αυξάνεται συνεχώς, με τη μεγαλύτερη κλιμάκωση να παρατηρείται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με χαρακτηριστικά γεγονότα την εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021 οπαδών του πρώην Αμερικανού προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για την αμερικανική προεδρία Ντόναλντ Τραμπ, και τη δολοφονική απόπειρα εις βάρος του στις 13 Ιουλίου 2024.

Διαφαίνεται στον ορίζοντα η πιθανότητα μια εκ των δύο τάσεων, η φιλελεύθερη ή η δημοκρατική, δυνητικά να ηγεμονεύσει απόλυτα στο εσωτερικό μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, μετασχηματίζοντας το φιλελευθεροδημοκρατικό καθεστώς είτε προς μια αυταρχική αντιφιλελεύθερη κατεύθυνση, στην οποία θα ήταν παντοδύναμη μια δημοκρατική πλειοψηφία, είτε προς μια αυταρχική αντιδημοκρατική κατεύθυνση, στην οποία θα ήταν παντοδύναμη μια φιλελεύθερη μειοψηφία, διαφαίνεται δηλαδή η πιθανότητα να οδηγηθούμε είτε σε ένα φιλελεύθερο αντιδημοκρατικό είτε σε ένα δημοκρατικό αντιφιλελεύθερο καθεστώς (Ασφαλώς και μπορούν να υπάρξουν τόσο αυταρχικός φιλελευθερισμός όσο και αυταρχική δημοκρατία).

Η πολιτική ένταση που παραδοσιακά ενυπάρχει στη σχέση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας έχει υποτιμηθεί λόγω της κυριαρχίας του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, ιδίως στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, ιστορικά, ο φιλελευθερισμός ανέκαθεν ήταν φοβικός απέναντι στις δημοκρατικές αρχές και προσπαθούσε να ελέγξει, να περιορίσει και να φέρει στα φιλελεύθερα μέτρα του τη δημοκρατία. 

Ουσιαστικά, μετά από τις επαναστάσεις του 1848 η δημοκρατία έπαψε να αποτελεί πρωταρχικό εχθρό του φιλελευθερισμού και τη θέση του κύριου εχθρού κατέλαβε ο σοσιαλισμός. Οι φιλελεύθεροι πήραν στοιχεία από τη δημοκρατία που θεωρούσαν ότι ταιριάζουν στην ιδεολογία τους, βαφτίστηκαν δημοκράτες αντί για φιλελεύθεροι, δηλαδή αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το όνομα και την έννοια προκειμένου να διατηρήσουν την ουσία του πράγματος, και όσα στοιχεία από τη δημοκρατία δεν τους ταίριαζαν τα απέδωσαν στον σοσιαλισμό. Από τότε και μετά, ιστορικά, όποτε απειλείται ο φιλελευθερισμός φωνάζει «δημοκρατία». Το 1991 ο φιλελευθερισμός επικράτησε ιδεολογικά επί του σοσιαλισμού (εξέλιξη που δεν συνέπεσε τυχαία με την ολοκληρωτική αποδυνάμωση της Ευρώπης, αρχικά με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια με το τέλους του Ψυχρού Πολέμου, έναντι της Αγγλόσφαιρας), και τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά το 2008, επανήλθε η αρχική παραδοσιακή ένταση και αντιπαράθεση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, που αποσταθεροποιεί εσωτερικά φιλελεύθερες δημοκρατίες, φανερώνοντας τις εσωτερικές του αντιφάσεις. 

Από το 1848 μέχρι το 1991 ουσιαστικά ο φιλελευθερισμός ηγεμονεύει επί της δημοκρατίας, έχοντας μετατρέψει την τελευταία σε μέσο για τους σκοπούς και τη νομιμοποίησή του αλλά και για τη μαζικότητά του. Η προσπάθεια απόλυτης ταύτισης της σύγχρονης δημοκρατίας ως έννοιας γενικά με τη φιλελεύθερη δημοκρατία ειδικά, της αποκλειστικής χρήσης της έννοιας, σχετίζεται με το πώς ο φιλελευθερισμός επικράτησε ως πράγμα αλλά όχι ως έννοια


IV
Ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία ως έννοιες και ως πράγματα


Ο φιλελευθερισμός είναι ο κερδισμένος τόσο από πλευράς κύρους όσο και από πλευράς αποδοχής και νομιμοποίησης από αυτή σχέση με τη δημοκρατία, διότι ουδέποτε υπήρξε τόσο δημοφιλής όσο νομίζουν ορισμένοι στο εσωτερικό της «Δύσης». Είναι γνωστό ότι η δημοκρατία ήταν αντιδημοφιλής μέχρι τον 18ο αιώνα, αλλά και ο φιλελευθερισμός δεν υπήρχε ως έννοια μέχρι τον 19ο αιώνα. Ως πράγμα μπορεί να υπήρχε παλαιότερα στην Αγγλία, ή και στις βρετανικές αποικίες της Αμερικής, όμως ως έννοια και άρα ως συνείδηση και ταυτότητα δεν υπήρχε. Σε ό,τι αφορά τον περίφημο Τζων Λοκ, αυτός βαφτίστηκε ιδρυτής πατέρας του φιλελευθερισμού και ενσωματώθηκε στον φιλελεύθερο κανόνα, πολύ αργά, μόλις τον 20ο αιώνα (οι ΗΠΑ έχουν χαρακτηριστεί ως “Lockean remnant”, ως «Λοκιανό απομεινάρι»). Η πεποίθηση ότι ο φιλελευθερισμός είναι εξίσου δημοφιλής με τη δημοκρατία, και άρα ότι ο φιλελευθερισμός μπορεί να βγει κερδισμένος μακροπρόθεσμα στρεφόμενος εναντίον της δημοκρατίας, είναι παρακινδυνευμένη αν όχι ανεδαφική. 




Η δημοκρατία υπάρχει τόσο ως έννοια όσο και ως πράγμα τουλάχιστον δυόμισι χιλιετίες, ενώ ο φιλελευθερισμός ως και τα δύο μαζί, και ως έννοια και ως πράγμα, δεν υπάρχει πριν από το 1810-1820, δηλαδή ούτε δυόμισι αιώνες. Ο φιλελευθερισμός μόνο ως έννοια γεννιέται μετά από τη Γαλλική ΕπανάστασηΑκόμη και στους Νέους Χρόνους η δημοκρατία ως έννοια είναι παλαιότερη από τον φιλελευθερισμό. Αυτή η διαφορά από μόνη της θα έπρεπε να αρκεί για να μην ταυτίζεται η δημοκρατία με τη φιλελεύθερη δημοκρατία. 

Αυτό που ονομάζουμε δημοκρατία στη «Δύση» σήμερα είναι ένα φιλελεύθερο καθεστώς με δημοκρατικά στοιχεία, όχι ένα δημοκρατικό καθεστώς με φιλελεύθερα στοιχεία (η διαφορά δεν αποτελεί παιχνίδισμα του λόγου, είναι υπαρκτή): είναι ο φιλελευθερισμός σε δημοκρατική μορφή, όχι η δημοκρατία σε φιλελεύθερη μορφή, διότι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι  προφιλελεύθερα και θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό αντιφιλελεύθερα (εξ ου και οι φιλελεύθεροι τρέμουν μια μη φιλελεύθερη δημοκρατία και προσπαθούν να πείσουν ότι υπάρχει μια και μόνη δημοκρατία, η φιλελεύθερη δημοκρατία). Δεν αναφέρομαι εδώ στον κλασικό διαχωρισμό περί έμμεσης και άμεσης δημοκρατίας ή στα περί ατομικού και συλλογικού: η εκλογή σε αξίωμα με βάση την προσωπική αξία και ικανότητα, δηλαδή με βάση την ατομικότητα και όχι με βάση μια συλλογική κοινωνική τάξη, υπάρχει από την εποχή του Θουκυδίδη, ενώ οι Μοντεσκιέ και Ρουσσώ αποκλείουν την αντιπροσώπευση από τη δημοκρατία ο ένας και από την κυριαρχία ο άλλος. Από το πώς ερμηνεύεται η έννοια της κυριαρχίας εξαρτάται η σχέση της αντιπροσώπευσης με τη δημοκρατία. Αναφέρομαι σε κάτι βαθύτερο. Ο φιλελευθερισμός ορίζει τόσο την έννοια της ελευθερίας όσο και την έννοια της δημοκρατίας με εντελώς ιδιαίτερο και διαφορετικό τρόπο όχι μόνο από τους αρχαίους (κάτι που δεν είναι παράξενο καθώς μιλάμε για διαφορετικούς πολιτισμούς, παρά τις αφηγήσεις περί υπερδισχιλιετούς «Δύσης») αλλά και από νεότερους, όπως ο Μοντεσκιέ. Στον Αριστοτέλη ο σκοπός και το τέλος της δημοκρατίας είναι η ελευθερία ενώ στον δημοκρατικό προοδευτικό φιλελευθερισμό η δημοκρατία είναι το μέσο και η ελευθερία του ατόμου είναι ο σκοπός. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η ελευθερία και η ισότητα υφίστανται κατ’ εξοχήν στη δημοκρατία, αγγίζοντας το υψηλότερο σημείο τους, ενώ ο φιλελευθερισμός κατασκευάζει ένα τεχνητό δίπολο που είναι αμφίβολο κατά πόσο υπήρξε στην ιστορία της ανθρωπότητας, ως αντίθεση, πριν από την εμφάνιση του φιλελευθερισμού, τοποθετώντας την ισότητα σχεδόν στον αντίποδα της ελευθερίας. Κάτι τέτοιο είναι ακατανόητο από τον Αριστοτέλη μέχρι και τον Μοντεσκιέ, και τούτο δεν είναι τυχαίο γιατί προφανώς το συγκεκριμένο δίπολο αποτελεί απότοκο του σοκ και του δέους, του τρόμου που προκάλεσε η Γαλλική Επανάσταση. Οι Άγγλοι πουριτανοί προσκυνητές που έφτασαν στις όχθες της Αμερικής ως μετανάστες και ως έποικοι προκειμένου να λατρέψουν τον Θεό εν ελευθερία, δεν θεωρούσαν ως ασύμβατες μεταξύ τους την ισότητα και την ελευθερία και, μιλώντας με σημερινούς όρους, οικοδόμησαν μια θρησκευτική και μια κοινωνική δημοκρατία. Η πολιτική δημοκρατία, π.χ. η πολιτική δημοκρατική διάσταση της λαϊκής κυριαρχίας, μπόρεσε να αναδυθεί μόνο από τη στιγμή που οι βρετανικές αποικίες από βρετανικές έγιναν αμερικανικές (λαός) και από αποικίες έγιναν ανεξάρτητες (κυριαρχία) (Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπήρξαν επίσης και φυλετική δημοκρατία όσο κι αν δεν αρέσει σε Αμερικανούς και φιλελεύθερους να το θυμούνται, προτιμώντας τη λήθη έναντι της μνήμης). Ολοκληρώνοντας για το σχεδόν αντιθετικό δίπολο ισότητα vs ελευθερία, γενικότερα η ισότητα είναι αρχαιότατη ως έννοια και ως πράγμα και μπορεί τη συναντήσει κανείς και σε μη δημοκρατικές πολιτείες. 


Γέφυρα


Όμως ας επιστρέψουμε στο σήμερα. Πέραν όλων των άλλων, ο φιλελευθερισμός έχει πρόβλημα με την πλειοψηφία και με την κυριαρχία. Αυτό δεν παρατηρείται μόνο στο εσωτερικό, με τη λαϊκή κυριαρχία και την πλειοψηφία σε εγχώριο επίπεδο εθνικής πολιτικής, αλλά και στο εξωτερικό, με την κρατική κυριαρχία και τη σχέση μειοψηφίας και πλειοψηφίας σε επίπεδο διεθνούς και παγκόσμιας πολιτικής, στο πώς είναι δομημένη η παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη: η προώθηση παλαιότερα από τις ΗΠΑ του δόγματος ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι υπεράνω της κυριαρχίας των κρατών, σε συνδυασμό με τον παρεμβατισμό στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων, η σχέση της Ομάδας των Επτά (G7), της «Δύσης» ή και του παγκόσμιου «Βορρά» με τον υπόλοιπο πλανήτη, σε συνάφεια με οικουμενικές αξιώσεις ισχύος, το ζήτημα της νομιμοποίησης μιας μειοψηφίας του 9,67% του παγκόσμιου πληθυσμού και της αντιπροσώπευσης των συμφερόντων των υπολοίπων κ.λπ. Για εκδημοκρατισμό των διεθνών σχέσεων μιλάνε οι μεν, όσοι ασκούν κριτική στη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη, εννοώντας ως δημοκρατία την ισορροπία δυνάμεων (όχι την ηγεμονία), τον πλουραλισμό (όχι την ομογενοποίηση), την εκπροσώπηση (δες το προηγούμενο παράδειγμα ή την αναφορά στην ομάδα BRICS+ στην αρχή), την αναλογικότητα κ.λπ, και οι φιλελεύθεροι τους απαντάνε για ανθρώπινα δικαιώματα (δηλαδή για την οικουμενική διάσταση του πολιτικού φιλελευθερισμού), τα οποία ταυτίζουν με τη δημοκρατία στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η αμερικανική φιλελεύθερη ταύτιση της δημοκρατίας με τα ανθρώπινα δικαιώματα, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, μπορεί να ονομαστεί και ως νεοφιλελεύθερη δημοκρατία (Δες και Stephen Hopgood, στο The Endtimes of Human Rights, ο οποίος μεταξύ άλλων σημειώνει: «Παρά τις εσωτερικές διαφορές μεταξύ του επεκτατικού φιλελευθερισμού των νεοσυντηρητικών υπό τον Ρόναλντ Ρίγκαν και των φιλελεύθερων διεθνιστών του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν στενά συνδεδεμένα με την εξαγωγή της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας μέσω της χρήσης της αμερικανικής κρατικής ισχύος»).

Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό της «Δύσης», το καίριο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Ζούμε, άραγε, τα αρχικά στάδια της διαμόρφωσης ενός αγεφύρωτου χάσματος μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας; Διαφορετικά: Βρισκόμαστε στην απαρχή μιας πορείας αποσύνδεσης και χωρισμού του φιλελευθερισμού από τη δημοκρατία; Το ερώτημα μπορεί να τεθεί περισσότερο προκλητικά κι ως εξής: Βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Αμερική; 


V
Δημοκρατικοί και Ρεπουπλικάνοι απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσσία


Η υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, η σταδιακή αποσύνθεση της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και η εξωτερική πίεση από κράτη όπως η Ρωσσία και η Κίνα,  έχουν αρχίσει να εσωτερικεύονται στο περιβάλλον των εθνικών πολιτικών συστημάτων της «Δύσης», επηρεάζοντας κόμματα και ελίτ, μέσω της ανόδου της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης και της κρίσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας. 

Μέχρι και πριν από την τετραετία 2018-2022, το Δημοκρατικό Κόμμα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήταν υπέρ τόσο της πολιτικής όσο και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Πλέον, είναι κατά της οικονομικής ενώ φαίνεται να παραμένει υπέρ της πολιτικής παγκοσμιοποίησης. Και το Ρεπουπλικανικό Κόμμα, επίσης, ήταν υπέρ της πολιτικής παγκοσμιοποίησης μέχρι την περίοδο Τράμπ: ο Μπους ο νεότερος εξήγαγε τη δημοκρατία και επέβαλε τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Μέση Ανατολή. Πλέον, φαίνεται πως είναι εναντίον τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής παγκοσμιοποίησης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας είναι υπέρ της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, τουλάχιστον της εμπορικής της διάστασης, και κατά της πολιτικής παγκοσμιοποίησης. 

Η παγκοσμιοποίηση τελείωσε επίσημα για τις ΗΠΑ με τον χαρακτηρισμό της Κίνας ως στρατηγικού ανταγωνιστή (2018) και με την εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία (2022).

Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της Κίνας, η διαφορά μεταξύ των δύο αμερικανικών κόμματων, των Ρεπουμπλικάνων (του Τραμπ) και των Δημοκρατικών (του Μπάινεν και της Χάρις) δεν είναι τόσο χαοτική όσο γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί για κλασικούς ψηφοθηρικούς λόγους. Υπό αυτή την έννοια και ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποιο από τα δύο κόμματα θα κερδίσει τις εκλογές. Και τα δύο κόμματα, τόσο το Ρεπουμπλικανικό όσο και το Δημοκρατικό, θα υιοθετήσουν μια νεοψυχροπολεμικού τύπου στρατηγική ανάσχεσης της Κίνας (Containment Strategy). Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της Ταϊβάν είναι μάλλον απίθανο Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι να πιστεύουν πραγματικά ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα κριθεί σε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων (Ωστόσο αποτελεί ένα δυνατό χαρτί που έχουν οι Αμερικανοί προκειμένου να καθηλώνουν την Κίνα και να ελέγχουν σε κάποιο βαθμό την εξέλιξη και την ανάπτυξή της. Αλλά το τελευταίο είναι διαφορετικό από τη θέση ότι εκεί που πραγματικά θα κριθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ στον 21ο αιώνα θα είναι στη Ταϊβάν. Πάντως οι Κινέζοι δεν πρόκειται κάνουν πίσω. Οπότε αν δεν κάνουν πίσω οι Αμερικανοί ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος). Η κυριότερη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων μάλλον θα είναι ότι μια κυβέρνηση Ρεπουμπλικανών θα επικεντρωθεί περισσότερο στην οικονομική διάσταση της ανάσχεσης ενώ μια κυβέρνηση των Δημοκρατικών στη διεθνοπολιτική διάσταση. 

Όμως αυτά ισχύουν αν εξετάσει κανείς μόνο το θέμα της Κίνας, απομονωμένο και ξεκομμένο απ' οτιδήποτε άλλο. Όταν εισέλθει στην εξίσωση και η Ρωσσία αλλάζουν τα πράγματα. Ως γνωστόν, οι ρίζες της στρατηγικής ανάσχεσης βρίσκονται στη ψυχροπολεμική περίοδο και στον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Ωστόσο, και μεταψυχροπολεμικά οι ΗΠΑ εφάρμοσαν στρατηγική ανάσχεσης, διπλής μάλιστα, εναντίον τόσο του Ιράκ όσο και του Ιράν. Τώρα πως είναι δυνατόν να πετύχει μια στρατηγική διπλής ανάσχεσης, της Ρωσσίας και της Κίνας, όταν αυτή απέτυχε έναντι του Ιράκ και του Ιράν, σε μια περίοδο μάλιστα όπου οι ΗΠΑ ήταν πολύ ισχυρότερες απ’ ό,τι είναι σήμερα (κυβέρνηση Κλίντον), θα πρέπει να ρωτήσετε τους Δημοκρατικούς. Ένα μέρος των Ρεπουμπλικάνων υποτίθεται ότι επιθυμεί ανάσχεση μόνο της Κίνας και εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσσία, προφανώς με στόχο μια πλήρη περιφερειακή απομόνωση της Κίνας, και επειδή όλοι οι λογικοί άνθρωποι στον πλανήτη (πλην μια μερίδας αρειμάνιων φιλελεύθερων της Αγγλόσφαιρας και των ευρωπαϊκών περιχώρων της) δεν θέλουν να έχουν απέναντί τους τη Ρωσσία σε έναν μεγάλο παγκόσμιο ανταγωνισμό, όταν μάλιστα το αχανές αυτό κράτος δεν αποτελεί τον κύριο ανταγωνιστή τους. Το μέλλον θα δείξει κατά πόσον οι Ρώσσοι θα γίνουν, για μια ακόμα φορά στην ιστορία τους, τα κορόιδα των Αγγλοαμερικανών, και κατά πόσο οι Αμερικανοί θα καταφέρουν να παρουσιαστούν ως παντοκράτορες χάρη στις θυσίες των Ρώσσων (Υπάρχουν πραγματικά άνθρωποι που πιστεύουν σοβαρά ότι το ευρωπαϊκό μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το κέρδισε 1 νομοσχέδιο των ΗΠΑ που ψηφίστηκε στην Ουάσιγκτον και όχι 10.000.000 και πλέον νεκροί της ΕΣΣΔ που ξεψύχησαν στα πεδία των μαχών. Άβυσσος η ψυχή και η διάνοια των οπαδών του ηγεμόνα. Όμως τέτοιους και άλλους παρεμφερείς μύθους πρέπει να καλλιεργείς όταν καταφέρνεις να γίνεις ηγεμόνας με μόλις 500.000 ανθρώπινες απώλειες σε έναν παγκόσμιο πόλεμο).


Επίλογος


Η μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αποτέλεσε μια εξαιρετικά μικρή παρέκκλιση. Και δεν πρόκειται να επιστρέψει. Η άνοδος της πολιτικής και οικονομικής αντιπαγκοσμιοποίησης και η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στο εσωτερικό της «Δύσης», και η υποχώρηση του φιλελευθερισμού, διεθνώς, αποτελούν τα κυριότερα επακόλουθα και τα σημαντικότερα σύμπτωμα της αποσύνθεσης της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και της φθίνουσας ηγετικής ικανότητας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ενώ η πολιτικοποίηση της οικονομίας και η εναντίωση στα ανθρώπινα δικαιώματα ―είτε σε συγκεκριμένα περιεχόμενά τους είτε σε δεσμευτικές ερμηνείες συγκεκριμένων περιεχομένων τούς―, φαίνεται πως μετεξελίσσονται σε κύριους διαμορφωτικούς παράγοντες της τρέχουσας φάσης της «παγκόσμιας τάξης».


Δημήτρης Β. Πεπόνης


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~

Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com

Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


13 | 9 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024

12 Σεπτεμβρίου 2024

Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 και το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης.


12 | 9 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024

Μουσική Συνοδεία


Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 αποκάλυψε την ανικανότητα των ΗΠΑ να υπερασπιστούν τον εαυτό τους αποτρέποντας επιθέσεις σε αμερικανικό έδαφος. Η 24η Φεβρουαρίου 2022 αποκάλυψε την αδυναμία τους να προστατεύσουν τους συμμάχους τους αποτρέποντας το ξέσπασμα πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η αποτυχία αποτροπής των επιθέσεων της Αλ Κάιντα στις ΗΠΑ το 2001 οδήγησε στη συλλογική δράση του ΝΑΤΟ εκτός του βορειοατλαντικού χώρου, στο πλαίσιο του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας με υπερκρατικό εχθρό το φονταμενταλιστικό «ισλάμ», που ολοκληρώθηκε με ήττα και άτακτη αποχώρηση των ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν έπειτα από είκοσι χρόνια, το 2021. Η αποτυχία αποτροπής της εισβολής της Ρωσσίας στην Ουκρανία ύστερα από λίγους μήνες, το 2022, οδηγεί σε περαιτέρω επέκταση και μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ, με διακρατικό εχθρό αυτήν τη φορά τη Ρωσσία, και θα δούμε πού θα καταλήξει. 

Τα δύο γεγονότα συνδέονται όχι απλώς επειδή και στις δύο περιπτώσεις απέτυχε η προστασία εδαφών στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αμερικανικών το 2001 και ευρωπαϊκών το 2022, αλλά επιπλέον επειδή το ΝΑΤΟ πληγώθηκε δύο φορές μόλις σε λίγους μήνες, σε Κεντρική Ασία και Ανατολική Ευρώπη.  (Σελ. 77)

[...]

Ο G.F. Kennan είχε δίκιο όταν δήλωνε το 1997 ότι «η επέκταση του ΝΑΤΟ θα είναι το πιο μοιραίο λάθος της αμερικανικής πολιτικής σε ολόκληρη τη μεταψυχροπολεμική εποχή» Τέσσερα χρόνια αργότερα θα λάμβαναν χώρα ορισμένες από τις καθοριστικότερες τομές σε επίπεδο διακρατικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων – τουλάχιστον από το τέλος της ψυχροπολεμικής περιόδου, αν όχι νωρίτερα. Στις 16 Ιουλίου 2001 είχαμε την υπογραφή της Συνθήκης Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας Ρωσσικής Ομοσπονδίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Έπειτα από έναν μήνα, στις 15 Ιουνίου 2001, γεννήθηκε πολιτικά ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης ή το Σύμφωνο της Σαγκάης. Ακολούθησαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ. Ύστερα από τρεις μήνες, στις 11 Δεκεμβρίου, η Κίνα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. 

Μιλάμε για γεγονότα και εξελίξεις που παραπέμπουν σε προ- και μετα-2001 εποχή, μόνο που οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλήφθηκαν απλώς την αμερικανοκεντρική πλευρά και σημασία αυτής της ιστορικής τομής. Αν βάλουμε στην άκρη τις οριοθετήσεις μεταξύ μεταπολεμικής και μεταψυχροπολεμικής εποχής, τις ιδεολογικές ψυχροπολεμικές αφηγήσεις και τις συστημικές προσεγγίσεις περί διπολισμού και μονοπολισμού και αντιληφθούμε ως ενιαία την περίοδο από το 1945 μέχρι σήμερα –όπως ορθώς πράττουν, άλλωστε, οι Αμερικανοί όταν μιλάνε για μεταπολεμική τάξη υπό αμερικανική ηγεσία–, τότε οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα το 2001 σηματοδοτούν μια τομή σε έναν ιστορικό κύκλο που ξεκίνησε το 1945, συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έπειτα από εβδομήντα επτά χρόνια, και οδεύει προς την ολοκλήρωσή του με απαρχή τα γεγονότα του 2022.  (Σελ. 85)

[...]

Η Συνθήκη Καλής Γειτονίας μεταξύ Κίνας και Ρωσσίας είχε εικοσαετή διάρκεια και ημερομηνία λήξης τον Φεβρουάριο του 2022. Στις 28 Ιουνίου 2021 Μόσχα και Πεκίνο θα την ανανεώσουν επεκτείνοντάς τη για ακόμη πέντε χρόνια. Από μόνη της αυτή η πενταετία ορίζει ένα σημείο καμπής και την απαρχή ενός χρονοδιαγράμματος μελλοντικών διακανονισμών και εξελίξεων: το 2026 ο κόσμος μας θα είναι διαφορετικός...
   
Δύο μήνες μετά τη χρονική επέκταση της συνθήκης ακολουθεί η άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και η πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου 2021. Τα δύο αυτά γεγονότα, η ανανέωση της ρωσσοκινεζικής συνεργασίας και η άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, σηματοδοτούν την ολοκλήρωση του εικοσαετούς ιστορικού κύκλου που ξεκίνησε με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβριου, την υπογραφή της Συνθήκης Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας Πεκίνου - Μόσχας και την ίδρυση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης. Όπως τότε, το 2001, έτσι και τώρα μιλάμε για γεγονότα και εξελίξεις που παραπέμπουν σε προ- και μετά-2021 εποχή.  (Σελ. 88)

[...]

Ο Ανατολικός ή Κριμαϊκός Πόλεμος, ο Μεγάλος Πόλεμος και ο Β΄ ΠΠ είναι συναφείς μεταξύ τους. Η συνεχής επανάληψη της υπό διακύβευση γεωγραφίας και στους τρεις κινείται εναλλάξ στο εσωτερικό και περιφερειακά της περιοχής Βαλτική - Εύξεινος - Μεσόγειος - Περσικός, ενώ στην ευρωπαϊκή τους διάσταση οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι κινούνται προς τους άξονες Βαλτική - Εύξεινος και Μεσόγειος - Μεσοποταμία, με κατεύθυνση από Δύση προς Ανατολή.

Η επαναληψιμότητα φανερώνει ότι οι συγκεκριμένες περιοχές αποτελούν κάτι πολύ περισσότερο από απλές «περιφέρειες» της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα η επανάληψη καταδεικνύει όχι απλώς την οργανική σύνδεση της Ρωσσίας και της Τουρκίας με την Ευρώπη αλλά και τη ζωτική –αν όχι υπαρξιακή– εξάρτηση του ευρωπαϊκού κέντρου από τη Μεσόγειο, που αποτελεί και το ιστορικό νόημα των Σταυροφοριών (συμπεριλαμβανομένης τόσο της τέταρτης, που κατέληξε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, στον έλεγχο του Αιγαίου και των Στενών και άρα της πρόσβασης στον Εύξεινο, όσο και των βόρειων σταυροφοριών στη Βαλτική).  

Κατά τη μεταδιπολική περίοδο, και ειδικότερα από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και ύστερα, δηλαδή κατά τη διάρκεια του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας, είχαμε την επιστροφή του άξονα Μεσόγειος - Μεσοποταμία: Ιράκ, Συρία, Λιβύη. Από το 2008 και μετά, και με επιταχυνόμενους ρυθμούς από το 2014 και ύστερα, επέστρεψε ο Εύξεινος: πόλεμος Ρωσσίας - Γεωργίας, Αρμενίας - Αζερμπαϊτζάν, εισβολή Ρωσσίας στην Ουκρανία. Με την ενεργητική στάση και την κεντρικότητα της Πολωνίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία και με τη διακήρυξη της Φινλανδίας και δευτερευόντως της Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, έχουμε τη δημόσια κοινοποίηση της δυνατότητας να αποτελέσει η Βαλτική «ΝΑΤΟϊκή λίμνη» και τη δυνητική ολοκλήρωση του άξονα Βαλτική - Εύξεινος.

Όλα τα προηγούμενα... ανεξάρτητα από λόγια και δηλώσεις, καταδεικνύουν ότι όλα τα κομμάτια του παζλ που μπορούν να οδηγήσουν σε μια απευκταία εξέλιξη έχουν τοποθετηθεί στη γεωστρατηγική σκακιέρα. Όλες οι περιοχές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν πόλεμο ευρείας κλίμακας στα τρίγωνα Βαλτική - Εύξεινος - Μεσόγειος και Μεσόγειος - Εύξεινος - Περσικός έχουν ενεργοποιηθεί (Σελ. 244-245)


Δημήτρης Β. Πεπόνης


Αποσπάσματα από το βιβλίο: Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης. Από την Ουκρανία και την πανδημία στη νέα πλανητική τάξη, η συγγραφή του οποίου (και άρα τα αποσπάσματα που μόλις διαβάσατε), παρεμπιπτόντως, ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2022, ανεξάρτητα αν το βιβλίο κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2023.

Μια σύντομη αναφορά με αφορμή μια δήλωση που έγινε στο πρόσφατο debate μεταξύ Χάρις και Τραμπ. Τον Φεβρουάριο του 2022, δηλαδή τον αμέσως επόμενο μήνα από την έναρξη της εισβολής της Ρωσσίας, στο ερώτημα Τι θα μπορούσαν να είχαν κάνει οι Η.Π.Α διαφορετικά προκειμένου να αποφευχθούν όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία; απάντησα: Να είχαν νικήσει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Πέρυσι, τον Απρίλιο του 2023, δήλωσα ότι η εισβολή στην Ουκρανία συνέβη τη στιγμή που συνέβη επειδή οι Ρώσσοι είδαν τρομακτική αδυναμία στο Αφγανιστάν (31:12), από την άτακτη αποχώρηση των Αμερικανών και την ασυνεννοησία μεταξύ των κρατών του ΝΑΤΟ. Στο πρόσφατο debate μεταξύ Χάρις και Τραμπ, δηλαδή δυόμισι και ενάμισι και πλέον χρόνια μετά από τις προηγούμενες τοποθετήσεις, ο Τραμπ δήλωσε: these people did the worst withdrawal and in my opinion the most embarrassing moment in the history of our country. And by the way, that's why Russia attacked Ukraine. Because they saw how incompetent she and her boss are (Θέση την οποία έχει επαναλάβει αρκετές φορές τους τελευταίους μήνες).

Πιο πρόσφατα, τον Φεβρουάριο του 2024, σημείωσα ότι η άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και η πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου 2021, η αμερικανική αποτυχία αποτροπής της εισβολής της Ρωσσίας και η έναρξη του διακρατικού πολέμου στο έδαφος της Ουκρανίας στις 24 Φεβρουαρίου 2022, και η ισραηλινή αποτυχία αποτροπής της επίθεσης των παλαιστινιακών δυνάμεων υπό την ηγεσία της Χαμας στις 7 Οκτωβρίου 2023 και το ξέσπασμα του πολέμου στη Γάζα, δεν είναι άσχετα μεταξύ τους γεγονότα αλλά συνδέονται, αποτελώντας αλυσιδωτές εξελίξεις. 


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~

Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com

Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


12 | 9 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024

26 Αυγούστου 2024

Με αφορμή τις επερχόμενες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.


26 | 8 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024

Μουσική Συνοδεία


Ι

Μέχρι πριν από περίπου μια πενταετία (2020) το 60-65% των αμερικανικών νοικοκυριών, δηλαδή περίπου δύο στα τρία νοικοκυριά στις ΗΠΑ, δεν είχαν 500 δολάρια στην άκρη για μια έκτακτη ανάγκη. Φέτος, το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών έφτασε σε ιστορικό υψηλό, αγγίζοντας επίπεδα ρεκόρ σχεδόν 18 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Επιπλέον, το μέσο εισόδημα για το κάτω 50%, ή το φτωχότερο μισό, του αμερικανικού πληθυσμού μειώνεται για μια συνεχή περίοδο περίπου 30 ετών. Συν τοις άλλοις, από το 1980 μέχρι το 2015, ο λόγος του μέσου εισοδήματος του υψηλότερου-πλουσιότερου 1% προς το μέσο εισόδημα του χαμηλότερου-φτωχότερου 50% εκτοξεύθηκε από 41 (το 1980) σε 138 (το 2015), ο υψηλότερος στον πλανήτη. 

Τα προηγούμενα αποτελούν ενδεικτικά δείγματα διάσπασης και σήψης του κοινωνικού ιστού, που χαρακτηρίζουν κρατικές κοινωνίες οι οποίες βρίσκονται σε φάση αποσύνθεσης της εσωτερικής τους συνοχής, αν όχι προχωρημένης παρακμής. Δείγματα τα οποία οι περισσότεροι Αμερικανοί, αλλά και πολλοί άνθρωποι σε Ευρώπη, Ελλάδα και «Δύση», δεν γνωρίζουν. 

Παρόμοια, λίγοι αντιλαμβάνονται πραγματικά πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, από τη δεκαετία του 1980, περίοδο αποδυνάμωσης, σταδιακής αποσύνθεσης και τελικά διάλυσης της ΕΣΣΔ και έναρξης της μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1990, που συνοδεύτηκε από την κορύφωση της παγκοσμιοποίησης, μέχρι την οικονομική κρίση προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000 και την εκλογή του Τραμπ στην αμερικανική προεδρία λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2010.

Το 1980 το οικονομικό μερίδιο των ΗΠΑ, ως ποσοστό επί της παγκόσμιας οικονομίας, με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (δηλαδή ΑΕΠ με όρους PPP), ήταν περίπου 22%, ενώ της Κίνας γύρω στο 3%. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το 2017 τα αντίστοιχα ποσοστά είχαν μεταβληθεί σε 15,3% για τις ΗΠΑ και 18,2% για την Κίνα (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 26). 

Το ίδιος έτος (1980) ο πληθυσμός των κρατών που αποτελούν την ομάδα των Επτά (G7) ήταν περίπου 618 εκατομμύρια, σε συνολικό πλανητικό πληθυσμό 4,45 δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Φέτος, ο πληθυσμός των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και του Καναδά εκτιμήθηκε σε 788 εκατομμύρια, ενώ στον πλανήτη ζουν περίπου 8,162 δισεκατομμύρια άνθρωποι. 

Δηλαδή, τα προαναφερθέντα κράτη, της ομάδας των Επτά (G7) και των τριών κέντρων του παγκόσμιου Βορρά (σε Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και Ασία του Ειρηνικού), αντιπροσωπεύουν περίπου το 9,67% του παγκόσμιου πληθυσμού. Και μάλιστα το ποσοστό αυτό περιλαμβάνοντας την ηττημένη, δηλαδή εξημερωμένη και καλή Ιαπωνία, η οποία ως κακή Ιαπωνία πολέμησε, μεταξύ άλλων, τις μεγάλες φιλελεύθερες δυνάμεις της εποχής της, τη μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη (ΗΠΑ) και τις δύο μεγαλύτερες αποικιοκρατικές δυνάμεις (γαλλική και βρετανική αυτοκρατορία), επιδιώκοντας να πετάξει εκτός Ανατολικής Ασίας κάθε «δυτική» και ευρωπαϊκή δύναμη και επιρροή και να εγκαθιδρύσει μια νέα αυτοδύναμη και ανεξάρτητη περιφερειακή ασιατική τάξη: εξ ου και μια τέτοια Ιαπωνία ήταν μια κακή Ιαπωνία, η οποία έπρεπε να εξημερωθεί (Η διαδικασία μέσω της οποίας εξημερώνεσαι και γίνεσαι καλός μετά από συντριπτική ήττα μπορεί να ονομαστεί, πιο κομψά, και φιλελευθεροποίηση). Όμως, ακόμα κι έτσι, δηλαδή και με τη συμπερίληψη μιας ηττημένης/καλής/εξημερωμένης ασιατικής δύναμης, κράτη που αντιπροσωπεύουν μόλις το 9,67% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορούν να κυβερνούν τον πλανήτη: υπάρχει ζήτημα νομιμοποίησής τους, και τίθεται ζήτημα αντιπροσώπευσης των συμφερόντων και των αντιλήψεων των υπολοίπων κρατών, τα οποία θέλουν να συμμετέχουν και να έχουν ουσιαστικό λόγο στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Η διεθνής φιλελεύθερη τάξη «βασισμένη σε κανόνες» φαίνεται πως δεν έχει καταφέρει να πείσει σε διεθνές επίπεδο. 

Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό του αμερικανικού κράτους, σε πολλά μέρη της Ασίας αποτελεί σχεδόν κοινό τόπο η άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποτελούν πλέον δημοκρατία αλλά πλουτοκρατία, καθώς ιστορικά ένα από τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας ήταν ότι προσπαθούσε μέσω της δύναμης των πολλών να αποσυνδέσει την ολιγαρχική δύναμη του πλούτου από την πολιτική ισχύ. «Ναι, αλλά εμείς στη Δύση έχουμε LGBT rights», θα απαντήσουν Αμερικανοί, «ενώ εσείς στην Ασία όχι». Και κάπου εκεί θα τελειώσει η όποια συζήτηση. Παρ' όλ' αυτά, σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο περιβάλλον, το ζήτημα της νομιμοποίησης των κρατών που αποτελούν μια μειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού (9,67%, με το ποσοστό να βαίνει συνεχώς μειούμενο) και καθορίζουν τους κανόνες και τις νόρμες για όλους τους υπόλοιπους, και το ζήτημα της ουσιαστικής συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και της αντιπροσώπευσης των κρατών που αποτελούν μια συντριπτική πλειοψηφία σε πλανητική κλίμακα θα παραμείνει, με ή χωρίς δημοκρατία. 

ΙΙ

Η ερμηνεία των πολιτικών φαινομένων μέσω μιας οικονομικής προσέγγισης είναι κυρίαρχη, έχει ηγεμονικό χαρακτήρα, και εν πολλοίς έχει μετατραπεί σε προσέγγιση του συρμού. Εκείνο το στοιχείο που υποτιμάται συστηματικά, όσον αφορά μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στην αμερικανική κοινωνία, είναι το φυλετικό ζήτημα, το οποίο υπάρχει από τη σύσταση του αμερικανικού κράτους, έχει μεγάλη ιστορία πίσω του, και δίχως το οποίο σχεδόν καμία πτυχή και εξέλιξη της αμερικανικής ιστορίας δεν μπορεί να ερμηνευτεί.  

Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι το ζήτημα της φυλής συνόδευσε, έμμεσα ή άμεσα, κάθε σημαντική καμπή της ιστορίας του αμερικανικού κράτους, ότι ως μέλη της λευκής φυλής θεωρούνταν αρχικά μόνο οι Λευκοί Αγγλοσάξονες Προτεστάντες (WASP) και ότι η αμερικανική κοινωνία διαμορφώθηκε ως μια κοινωνία εποίκων στη βάση μιας πολιτικής οντότητας αποικιακού χαρακτήρα (settler colonialism), όπως συνέβη με όλα τα εξωευρωπαϊκά αγγλόφωνα κράτη, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο αποτελεί το κράτος γεννήτορά τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Νότια Αφρική, η Αυστραλία, όλα αυτά τα κράτη είναι παιδιά της Αγγλίας, των πολιτικών και των ανταγωνισμών της (ο Καναδάς και της Γαλλίας, η Ν. Αφρική και της Ολλανδίας): settler colonial states. Το ίδιο ισχύει και για το Ισραήλ. Η κοινότητα αποικιακού χαρακτήρα εποικισμού μεταξύ των κρατών της αγγλόσφαιρας και του Ισραήλ είναι ένας από τους λόγους που το υποστηρίζουν τόσο σθεναρά, από ρεαλιστική σκοπιά και ανεξάρτητα από γεωπολιτικές σκοπιμότητες και ιδεολογικούς ή άλλους λόγους. Την ίδια τους την ύπαρξη στηρίζουν και δικαιώνουν (Ο Χριστιανικός Σιωνισμός και το Ισραήλ ως θρησκευτικό ιουδαϊκό και κοσμικό ισραηλινό κράτος). Από τα κράτη αυτού του είδους, που δημιουργήθηκαν μέσω αποικιακής κυριαρχίας εποίκων, το κράτος της Αυστραλίας έχει περισσότερο εξασφαλισμένη μακροπρόθεσμα την επιβίωσή του και το κράτος του Ισραήλ λιγότερο. Επίσης, μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ένα από αυτά τα κράτη, η Ν. Αφρική, πρωτοστάτησε εναντίον του Ισραήλ κατηγορώντας το εβραϊκό κράτος για γενοκτονία. Ασφαλώς, η εμπειρία του απαρτχάιντ, δηλαδή της πολιτικής φυλετικού διαχωρισμού, συνέβαλε στην επιλογή μιας τέτοιας απόφασης και στάσης, αλλά είναι και μια οικογενειακή διαμάχη σε διεθνές επίπεδο μεταξύ κρατών που διαμορφώθηκαν ως αποικίες εποίκων. Όμως και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η πολιτικοποίηση του ζητήματος της υποστήριξης του Ισραήλ επηρεάζει τόσο τον μετασχηματισμό του Δημοκρατικού κόμματος όσο και τη σχέση μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών.

Παρ' όλ' αυτά, δεν αρκεί η έντονη πολιτικοποίηση του οικονομικού ζητήματος ή του ζητήματος της υποστήριξης του Ισραήλ, προκειμένου να ερμηνευτούν οι πολιτικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ερμηνεία πολιτικών φαινομένων που αναπτύσσονται σε κρατικές κοινωνίες οι οποίες έχουν διαμορφωθεί στη βάση εποικισμού με αποικιακό χαρακτήρα είναι αδύνατη δίχως τη φυλετική διάσταση. 

Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, η αγγλοπροτεσταντική ηγεμονία στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πολύ πιο ολοκληρωμένη απ' ό,τι ήταν στην Αυστραλία και στον Καναδά, ή συγκριτικά με τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη. Όμως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αυτή η κυρίαρχη ηγεμονική θέση άρχισε να δέχεται πιέσεις. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1920, οι Λευκές Αγγλοσαξονικές Προτεσταντικές (WASP) Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αντεπιτέθηκαν εδραιώνοντας τον αγγλοπροτεσταντικό εθνοτικό-θρησκευτικό φυλετικό τους χαρακτήρα με μια σειρά από νόμους (π.χ. Volstead Act το 1920, Johnson-Reed Act το 1924) που αποσκοπούσαν στη διατήρηση της κυριαρχίας των WASP, ενώ ο Alfred Emanuel Smith, ο πρώτος ρωμαιοκαθολικός υποψήφιος για την αμερικανική προεδρία με ιρλανδικές ρίζες, ηττήθηκε στις εκλογές του 1928. Μέχρι εκείνη την περίοδο η WASP Αμερική έδειχνε να αντέχει. Προτεσταντικές ομάδες, αδελφότητες και ενώσεις, όπως η Κου Κλουξ Κλαν, οι Μασόνοι, οι Κόρες της Αμερικανικής Επανάστασης, και ιδεολογικοί απόγονοι μυστικών εταιρειών όπως η American Protective Association και πολιτικών κινημάτων όπως το Know Nothing, που στρέφονταν εναντίον της μετανάστευσης, του Ρωμαιοκαθολικισμού, των Ιρλανδών και των Γερμανών, πρέσβευαν τον αυτοχθονισμό/νατιβισμό (όχι των ιθαγενών, βέβαια, αλλά των εποίκων που θεωρούνταν πλέον ιθαγενείς και αυτόχθονες) και είχαν ρεπουμπλικανικό και ασφαλώς προτεσταντικό χαρακτήρα, συνέχιζαν να καλλιεργούν τους δεσμούς μεταξύ της λευκής προτεσταντικής εθνοφυλετικής Αμερικής και επαναβεβαίωναν την αγγλοαμερικανική ηγεμονία στις ΗΠΑ (The rise and fall of Anglo-America, 2004).




Εντούτοις, η πόρτα για την είσοδο στη λευκή φυλετική εθνότητα είχε αρχίσει να ανοίγει, και το διαβατήριο έγραφε «Νορδισμός». Πρώτοι πήραν σειρά οι Σκανδιναβοί, και οι Γερμανοί και Ιρλανδοί ρωμαιοκαθολικοί, ως Βόρειοι-Νορδικοί λαοί. Αυτή η μεταβολή σηματοδότησε την υποβάθμιση της θρησκείας στον ορισμό της (πάλαι ποτέ λευκής αγγλοσαξονικής προτεσταντικής) φυλής. Έτσι οι βορειοδυτικοί Ευρωπαίοι, μεταξύ των οποίων και οι ρωμαιοκαθολικοί Ιρλανδοί, οι οποίοι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα θεωρούνταν βδελύγματα και συγκρίνονταν με πιθήκους από Άγγλους, μέσω του Νορδισμού βαφτίστηκαν λευκοί. Γύρω στη δεκαετία του 1930, άρχισαν να παίρνουν σειρά ρωμαιοκαθολικοί ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του Νότου (Μεσογειακοί) και της Ανατολής (Σλάβοι), αν και πατήθηκε φρένο στη μετανάστευσή τους για τις επόμενες δύο δεκαετίες, με το ποσοστό όσων μετανάστευαν από αυτές τις περιοχές της Ευρώπης να μειώνεται από σχεδόν 80% σε μόλις 20% μέχρι τη δεκαετία του 1950. Τη δεκαετία του Β΄ ΠΠ (1940) άρχισε να ανοίγει η πόρτα για τους Εβραίους. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι είχαν βαφτιστεί λευκοί (ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των λευκών προτεσταντών, ρωμαιοκαθολικών και ιουδαίων εξακολουθούσαν να παντρεύονται μέλη της δικής τους πίστης, δηλαδή εφάρμοζαν πρακτικές θρησκευτικής ενδογαμίας), το Άγαλμα της Ελευθερίας είχε επανερμηνευθεί συμβολικά συνδεόμενο σχεδόν αποκλειστικά με τη μετανάστευση και το αμερικανικό έθνος είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτό ως έθνος μεταναστών, ενώ είχε εκλεγεί και ο πρώτος μη προτεστάντης Αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος βέβαια δολοφονήθηκε. Εξήντα πέντε χρόνια μετά από τη δολοφονία του, το 2008, θα εκλεγεί ο πρώτος μη λευκός Αμερικανός πρόεδρος. Πιθανώς, ο μόνος σύνδεσμος που παραμένει μεταξύ της λευκής ταυτότητας του παρόντος και της παλιάς αγγλοπροτεσταντικής ηγεμονίας είναι ένα μέρος του κινήματος της χριστιανικής ταυτότητας με αναφορές στον βρετανικό ισραηλιτισμό του 19ου αιώνα (The rise and fall of Anglo-America, 2004).

Αφήνοντας την αμερικανική ιστορία του παρελθόντος και επιστρέφοντας στο παρόν, σήμερα μια από τις εσωτερικές διαστάσεις του μεταναστευτικού, το οποίο είναι πολυπλόκαμο και πολυδιάστατο ζήτημα με μεγάλη ιστορία στις ΗΠΑ, είναι ότι συνενώνει εντός του το οικονομικό με το φυλετικό ζήτημα. Προς επίρρωση της πολυπλοκότητας του ζητήματος, θα ολοκληρώσουμε αυτό το μέρος με μια αναφορά στις εξωτερικές-διεθνείς διαστάσεις του μεταναστευτικού.

Έλεγχος μεταναστευτικών ροών σημαίνει έλεγχος συνόρων, και σαφώς οριοθετημένα σύνορα σημαίνουν καθορισμένη ταυτότητα. Η σχέση συνόρου-ταυτότητας είναι σημαντική: το βλέπουμε μεταξύ «Δύσης», Ευρώπης και Ρωσσίας, Ισραήλ και Παλαιστίνης, Ινδίας και Πακιστάν κ.λπ. Η Κίνα και η Ρωσσία δεν θα είχαν φτάσει στα επίπεδα των σημερινών τους σχέσεων δίχως την επίλυση των Σινο-Σοβιετικών συνοριακών τους διαφορών, ούτε η Γαλλία με τη Γερμανία. Η σχέση της Ρωσσίας με την Ιαπωνία καθορίζεται από τη διαμάχη για τις Κουρίλες νήσους, η σχέση της Κίνας με την Ινδία και την Ιαπωνία επίσης από συνοριακές και νησιωτικές διαφορές κ.λπ. Αλλά και πέρα από τη σχέση κράτους, συνόρων και ταυτότητας, η εξωτερική διάσταση του μεταναστευτικού σχετίζεται και με τις αντιφάσεις του φιλελευθερισμού: η λογική ανοιχτότητας του οικονομικού φιλελευθερισμού έρχεται σε σύγκρουση με τη λογική αν όχι κλειστότητας τουλάχιστον ελέγχου του πολιτικού φιλελευθερισμού. Η διεθνής μετανάστευση αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, και τα φιλελεύθερα «δυτικά» συμμαχικά κράτη ενέκριναν τα ίδια ένα φιλελεύθερο διεθνές νομικό μεταναστευτικό καθεστώς, προκειμένου να εξυπηρετήσουν οικονομικούς σκοπούς. 

Για τις μετακινήσεις πληθυσμών έχω γράψει παλαιότερα αποκλειστικό κείμενο με συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της μετανάστευσης τα τελευταία 50 χρόνια σε παγκόσμια και περιφερειακή κλίμακα, για τα μερίδια επί της παγκόσμιας μετανάστευσης ανά γεωγραφική περιοχή και ήπειρο, για τις μετακινήσεις από κράτος σε κράτος και για τα κράτη προορισμούς (εισαγωγείς) και τα κράτη προέλευσης (εξαγωγείς), για τις sui generis ευρωπαϊκές συνθήκες, την αποσταθεροποίηση κρατών και περιοχών, τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και τις προϋποθέσεις ξεσπάσματος της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης, για την Ευρώπη και τη σχέση Νότου-Βορρά και Ανατολής-Δύσης, την ευρωπαϊκή δημογραφία και την εξω-ευρωπαϊκή μετανάστευση. Όμως ας επιστρέψουμε στο εσωτερικό των ΗΠΑ.

ΙΙΙ

Παρόλο που η κυρίαρχη αντίληψη και συμβατική σοφία έχει προσδιορίσει το πολιτικό ρεύμα γύρω από τον Ντόναλτ Τραμπ ως ένα κίνημα που ο κύριος όγκος του προέρχεται κατά βάση από εργατικά στρώματα με χαμηλό εισόδημα και χωρίς κολεγιακή μόρφωση, και ως αποτέλεσμα κυρίως της αποβιομηχανοποίησης και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, εντούτοις υπάρχουν αρκετοί που ισχυρίζονται ότι το πραγματικό ζήτημα που έφερε στο προσκήνιο τον Τραμπ δεν ήταν, και δεν παραμένει, απλώς οικονομικό και μορφωτικό αλλά κυρίως φυλετικό και πολιτειακό (εδώ δεν μας απασχολεί κατά πόσο ισχύουν όλα αυτά αντικειμενικά αλλά κατά πόσο γίνονται πιστευτά υποκειμενικά): ισχυρίζονται ότι το κίνημα γύρω και πίσω από τον Τραμπ δεν πιστεύει πλέον στις φιλελεύθερες αρχές που διέπουν το αμερικανικό συνταγματικό καθεστώς και το σύστημα διακυβέρνησης, και ότι επιδιώκει την ανατροπή της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, την εγκαθίδρυση ενός ριζικά διαφορετικού μεταφιλελεύθερου καθεστώτος και την οικοδόμηση μιας νέας Αμερικής.

Πάντως τα στοιχεία λένε ότι στις αμερικανικές εκλογές το 2016 οι ψηφοφόροι με τα χαμηλότερα εισοδήματα ψήφισαν υπέρ της Κλίντον, ενώ μεταξύ όσων είχαν ετήσια εισοδήματα πάνω από 100.000 δολάρια Τραμπ και Κλίντον ήρθαν ουσιαστικά ισόπαλοι. Στους ψηφοφόρους που δήλωναν ότι η οικονομία ήταν το σημαντικότερο ζήτημα, η Κλίντον επικράτησε με σχετική άνεση, ενώ σε αυτούς που δήλωναν ότι η μετανάστευση ήταν το πιο σημαντικό ζήτημα, ο Τραμπ κέρδισε με μεγάλη διαφορά. Αυτή ήταν η πρώτη φορά μεταπολεμικά που το μεταναστευτικό ιεραρχήθηκε ως σημαντικότερο ζήτημα από την οικονομία από ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος και από μια πλειοψηφία των ψηφοφόρων ενός κόμματος.

Μέσα σε μια πενταετία από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008, το μεταναστευτικό ζήτημα στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε να κατατάσσεται ως κορυφαία προτεραιότητα, αρχικά, για ένα ποσοστό περίπου 15-20% των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, διαμορφώνοντας τη βάση για την επιτυχημένη προκριματική υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανών το 2015. Στη συνέχεια, η διεύρυνση αυτής της βάσης οδήγησε στο να ιεραρχείται το μεταναστευτικό ως σημαντικότερο ζήτημα από την οικονομία για την πλειοψηφία όσων ψήφιζαν το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. 

Το γεγονός ότι ένας υποψήφιος που ήρθε εκτός του ρεπουμπλικανικού κομματικού κατεστημένου, ο Ντόναλτ Τραμπ, μετετράπη αρχικά σε de facto και στη συνέχεια σε de jure ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, σε συνδυασμό με το πώς η μετανάστευση ιεραρχήθηκε ως κορυφαία προτεραιότητα μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, αυτός ο συνδυασμός σε επίπεδο ηγεσίας και βάσης, αποτέλεσε καταλύτη για τον μετασχηματισμό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Ένα στοιχείο που φανερώνει την πορεία μετασχηματισμού του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, συγκριτικά με το παρελθόν του, είναι ότι σχεδόν όλες οι κατηγορίες λευκών Αμερικανών ψήφισαν σε μεγαλύτερο αριθμό υπέρ του Τραμπ το 2016 από ό,τι υπέρ του Μπους το 2000: όχι απλώς η λευκή εργατική τάξη, οι λευκοί ψηφοφόροι χωρίς κολεγιακή μόρφωση και οι λευκοί χριστιανοί (τόσο καθολικοί όσο και ευαγγελικοί και προτεστάντες), αλλά τόσο οι λευκοί άνδρες όσο και οι λευκές γυναίκες. Από την άλλη, οι μη λευκοί ψηφοφόροι (Αφροαμερικανοί, Ισπανόφωνοι ή Λατινοαμερικανοί και Ασιάτες Αμερικανοί) χωρίς κολεγιακή μόρφωση ψήφισαν συντριπτικά υπέρ της Κλίντον.

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η φυλή και όχι η μόρφωση αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα στο σύνολο της αμερικανικής κοινωνίας, και ότι ο μορφωτικός παράγοντας υπήρξε καθοριστικός μόνο σε ένα μέρος της, μεταξύ λευκών Αμερικανών.

Η επιτυχία του Τραμπ μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων, σχεδόν όλων των κατηγοριών, υπήρξε το πολιτικό αποκορύφωμα μιας μακροπρόθεσμης δημογραφικής τάσης (αν αυτό το αποτέλεσμα σε επίπεδο ψήφων ήταν παροδικό και άρα αναστρέψιμο ή όχι, θα το φανερώσουν οι επερχόμενες εκλογές. Πάντως η δημογραφική τάση είναι μόνιμη και μη αναστρέψιμη). Η τάση αυτή εκβάλλει σε δύο καθοριστικές αλληλοσυνδεόμενες μεταβολές:

Πρώτον, στο συνεχώς μειούμενο ποσοστό των λευκών ψηφοφόρων επί του συνόλου τόσο του εκλογικού σώματος όσο και όσων ψηφίζουν, οι οποίοι σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες (πλην ίσως του ανώτατου επιπέδου πλούτου και μόρφωσης), ταυτίζονται ολοένα και εντονότερα με το Ρεπουμπλικανό κόμμα.

Στις εκλογές του 2000 ο Μπους κέρδισε τον Αλ Γκορ με περίπου 13 μονάδες στο σύνολο των λευκών ψηφοφόρων, σε αυτές του 2012 ο Ρόμνεϊ κέρδισε τον Ομπάμα με περίπου 20 μονάδες στο σύνολο της λευκής ψήφου, ενώ με την ίδια σχεδόν διαφορά κέρδισε ο Τραμπ την Κλίντον το 2016. Στις εκλογές του 2020 ο Τραμπ επικράτησε επί του Μπάιντεν με 17 μονάδες στη λευκή ψήφο, δηλαδή σε ένα μέρος των ψηφοφόρων, παρόλο που στο σύνολο των ψηφισάντων ηττήθηκε με περίπου 4,5 μονάδες.

Στις εκλογές του 2000, οι λευκοί ψηφοφόροι αποτελούσαν το 81% του συνόλου των ψηφοφόρων, σε αυτές του 2012 το ποσοστό επί του συνόλου είχε μειωθεί στο 72%, ενώ στις εκλογές του 2020 η λευκή ψήφος μειώθηκε στο 67%, σηματοδοτώντας μια πτώση 14% (από το 81% στο 67%), μέσα σε δύο δεκαετίες, και μια άνοδο 11% (από το 19% στο 30%) της μη λευκής ψήφου.

Όσο μειώνεται το πληθυσμιακό μερίδιο των λευκών Αμερικανών στο σύνολο του εκλογικού και κοινωνικού σώματος, τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα αποκτά το ταυτοτικό ζήτημα σε ένα μέρος της αμερικανικής κοινωνίας και το φυλετικό ζήτημα στο σύνολο της αμερικανικής πολιτικής.

Η δεύτερη μεγάλη μεταβολή είναι η αλλαγή των πληθυσμιακών ισορροπιών μεταξύ μιας λευκής πλειοψηφίας και μιας μη λευκής μειοψηφίας: το 2012 το Αμερικανικό Γραφείο Απογραφής προέβλεψε ότι το 2043 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα αποτελούν χώρα με πλειοψηφικά μειονοτικό πληθυσμό (minority-majority population), για πρώτη φορά στην ιστορία τους, 267 χρόνια μετά από την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Αυτή η μεταβολή θα έρθει σε συνέχεια της εκλογής του Μπαράκ Ομπάμα, στις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου του 2008, ως του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου μετά από 232 χρόνια ιστορίας του αμερικανικού κράτους (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 165-166).

Σας θυμίζει κάτι η σχέση μεταξύ λευκής και μη λευκής μειοψηφίας και πλειοψηφίας; Στο διεθνές και παγκόσμιο περιβάλλον τα πράγματα είναι αντίστροφά (I): από τη μια μεριά τίθεται ζήτημα νομιμοποίησης μιας λευκής μειοψηφίας σε πλανητική κλίμακα (που αντιπροσωπεύει το 9,67% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχοντας ενσωματώσει ως υποτελές ένα ηττημένο/καλό/εξημερωμένο ασιατικό κράτος, την Ιαπωνία), και από την άλλη τίθεται ζήτημα αντιπροσώπευσης και συμμετοχής στα κέντρα λήψης αποφάσεων μιας μη λευκής πλανητικής πλειοψηφίας. Οι κακές σχέσεις μεταξύ Δύσης και Ρωσσίας, και οι καλές σχέσεις της Ρωσσίας με την Κίνα, την Ινδία αλλά και με χώρες της Ανατολής και του παγκόσμιου Νότου, σώζει την ανθρωπότητα από έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό που θα μπορούσε δυνητικά να αποκτήσει εντονότατο φυλετικό χαρακτήρα, μεταξύ λευκού παγκόσμιου Βορρά και μη λευκού παγκόσμιου Νότου. 

ΙV

Οι Λευκοί Αγγλοσάξονες Προτεστάντες (WASP) Αμερικανοί δεν ηττήθηκαν από κάποιον εξωτερικό εχθρό. Από την περίοδο της εισόδου των ΗΠΑ στον Α΄ ΠΠ και τη συμμέτοχή τους στον ρωσσικό εμφύλιο, δηλαδή από τη στιγμή που πάτησαν πόδι στην Ευρώπη θέτοντας τα γεωπολιτικά θεμέλια της διατλαντικής ευρωαμερικανικής «Δύσης» (Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης, Σελ. 125-133), μέχρι και την περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ και της εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων, χονδρικά από τη δεκαετία του 1920 μέχρι αυτή του 1960, οι WASP Αμερικανοί ενεπλάκησαν σε έναν εγχώριο ιδεολογικό και πολιτισμικό εμφύλιο πόλεμο που οδήγησε στην επικράτηση της φιλελεύθερης και στην ήττα της συντηρητικής πτέρυγας της WASP Αμερικής. Ουσιαστικά, οι συντηρητικοί WASP Αμερικανοί αναγκάστηκαν να εκφράζουν τις αντιρρήσεις και τις ενστάσεις τους και να κινούνται μέσα σε ένα φιλελεύθερο πλαίσιο, δηλαδή να εξημερωθούν (το ίδιο συνέβη σχεδόν με όλους και εκτός ΗΠΑ: μοναρχικούς και δημοκρατικούς, συντηρητικούς και προοδευτικούς, μεταφασίστες «δεξιούς» και μετασοβιετικούς «αριστερούς» κ.λπ, όλοι τους εξημερώθηκαν), καθώς, όπως σημειώσαμε νωρίτερα, ως φιλελευθεροποίηση μπορεί να ονομαστεί η διαδικασία εξημέρωσης μετά από την ήττα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ζήσει κατά τα παρελθόν τη μετάβαση από μια αγγλοπροτεσταντική προς μια πλουραλιστική θρησκευτικά Αμερική, η οποία συνοδεύτηκε από τη διεύρυνση της έννοιας της λευκής φυλής (μέσω της συμπερίληψης στη «λευκότητα» Ιταλών, Πολωνών, Εβραίων κ.λπ). Τώρα βρίσκονται μπροστά σε μια μελλοντική μετάβαση από μια λευκή πλειοψηφικά Αμερική προς μια μη λευκή πλειοψηφικά ή πλουραλιστική φυλετικά Αμερική, η οποία συνοδεύεται από την ενίσχυση της λευκής ταυτότητας. 

Η κρίση και η πολιτικοποίηση της λευκής ταυτότητας (White identity politics) και του ζητήματος της φυλής (Critical race theory), αλλά ακόμα και της σεξουαλικότητας (LGBT politics), αποτελούν συμπτώματα της μακροπρόθεσμης και μη αναστρέψιμης δημογραφικής τάσης που εκβάλλει στην αλλαγή των πληθυσμιακών ισορροπιών μεταξύ της λευκής πλειοψηφίας και της μη λευκής μειοψηφίας, και στο μειούμενο ποσοστό της λευκής καθώς και στο αυξανόμενο ποσοστό της μη λευκής ψήφου επί του συνόλου τόσο του εκλογικού σώματος όσο και όσων ψηφίζουν. Είναι φανερό ότι αυτή η έντονη πολιτικοποίηση (π.χ. της σεξουαλικότητας) οδηγεί σε μια τεράστια ένταση μεταξύ νόμων και ηθών στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας, η οποία εξάγεται και στο εξωτερικό, ιδίως στις υπόλοιπες «δυτικές» κοινωνίες. 

Εκτός από οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις, και πληθωρισμό, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εξάγουν και κρίσεις ηθών και αξιών, θεσμικές κρίσεις, και ό,τι άλλο χωρά ο ανθρώπινος νους, και στους συμμάχούς τους. Παλαιότερα, οι ΗΠΑ δεν άφηναν σε ησυχία τον πλανήτη, γενικά, και τους αντιπάλούς τους, ειδικά, με την εξωτερική τους πολιτική, τις πολεμικές τους περιπέτειες, τον παρεμβατισμό τους στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων κρατών και με τις οικουμενικές αξιώσεις ισχύος τους. Τώρα δεν αφήνουν τον πλανήτη σε ησυχία, τόσο τους συμμάχους όσο και τους ανταγωνιστές τους, με τις πολλαπλές εσωτερικές τους κρίσεις και την εξαγωγή αυτών των κρίσεων σε διεθνές επίπεδο.

Επιστρέφοντας στο εγχώριο επίπεδο, η ένταση στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας μεταξύ νόμων και ηθών ενισχύεται ακόμα περισσότερο τόσο από τη σχέση όσο και από τη διαφορά περιεχομένου μεταξύ των νόμων στο ομοσπονδιακό επίπεδο και σε αυτό της πολιτείας. Τραμπ και Ρεπουμπλικανοί επιθυμούν τη μεταφορά πολλών ζητημάτων και αρμοδιοτήτων (π.χ. της παιδείας) από το ομοσπονδιακό επίπεδο στο επίπεδο της πολιτείας όχι μόνο για λόγους αρχής, όπως είναι η αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αλλά και λόγω του διαφορετικού περιεχομένου των νόμων στο επίπεδο της πολιτείας, συγκριτικά με το ομοσπονδιακό επίπεδο, καθώς και της διαφορετικής σχέσης μεταξύ νόμων και ηθών: δηλαδή το κατά πόσο οι νόμοι μεταβάλλουν τα ήθη ή τα ήθη καθορίζουν τους νόμους. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, τόσο όταν τα ήθη ακολουθούν τους νόμους όσο και όταν οι νόμοι ακολουθούν τα ήθη, ανεξάρτητα από το συντηρητικό ή προοδευτικό τους περιεχόμενο, προκύπτει μεγάλη ένταση μεταξύ νόμων και ηθών εξ αιτίας της πολιτικοποίησης αυτών των ζητημάτων. 

Δηλαδή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έχουμε ένταση μεταξύ νόμων και ηθών, που συνοδεύεται και από ένταση μεταξύ ομοσπονδιακής κυβέρνησης και κεντρικής εξουσίας από τη μια μεριά και πολιτειακής κυβέρνησης και εξουσίας από την άλλη, πρωτεύουσας και επαρχιακής πόλης, κέντρου-περιφέρειας. Προφανώς, τα ήθη είναι διαφορετικά στις πρωτεύουσες πόλεις συγκριτικά με τις επαρχιακές, όπως επίσης στις παραθαλάσσιες περιοχές συγκριτικά με τις ορεινές, ή τις περιοχές της ενδοχώρας. Επιπλέον, τα ήθη είναι διαφορετικά εκεί όπου κυριαρχεί ο πλούτος και η πολυτέλεια, εξ ου Μοντεσκιέ και Ρουσσώ τόνιζαν τη σχέση δημοκρατίας και λιτότητας, πολυτέλειας και μοναρχίας. 

Ο Ρουσσώ μιλά για ελάχιστη πολυτέλεια σε μια δημοκρατία, καθώς ο πλούτος και η πολυτέλεια διαφθείρουν τόσο τους πλούσιους όσο και τους φτωχούς. Ο πλούτος, γράφει «πουλά την πατρίδα στη μαλθακότητα και τη ματαιοδοξία». Οι πολίτες ενός ελεύθερου κράτους, σημειώνει, κάνουν τα πάντα με τον προσωπικό τους μόχθο και όχι πληρώνοντας με χρήμα, δηλαδή μεταβάλλοντας την προσωπική τους προσφορά σε χρηματική, διότι αν υποκαθιστούν την προσωπική τους παρουσία με το πορτοφόλι τους, π.χ., αν οι πολίτες πληρώνουν άλλους για να πολεμήσουν γι’ αυτούς, και διορίζουν βουλευτές αντί να πάνε οι ίδιοι στις συνελεύσεις, θα καταλήξουν οι μεν μισθοφόροι να υποδουλώνουν την πατρίδα τους οι δε βουλευτές να την ξεπουλούν (Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, σ. 158-159, Εκδ. Πόλις). Επίσης, διατείνεται ότι σε μια κακοδιοικούμενη πολιτεία κανένας δεν θέλει να κάνει ούτε βήμα, καθώς διαβλέπει ότι η γενική βούληση δεν θα επικρατήσει, και καθένας απορροφάται πλήρως από τις ιδιωτικές του υποθέσεις (Σκεφτείτε και την αποχή από τις εκλογές). Αν οι νόμοι εκφράζουν την αρμονία συμφερόντων και την κατάσταση της κοινής γνώμης, των ηθών και των εθίμων, όπως πιστεύει ο Ρουσσώ, τότε δεν είναι παράξενο που η κοινωνική συνθήκη στις «Ηνωμένες» Πολιτείες της Αμερικής είναι αυτή που είναι. Ο Μοντεσκιέ θεωρεί ως θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας τη λιτότητα, μαζί με την ισότητα και την πολιτική αρετή, με την τελευταία να ορίζεται ως αγάπη για τους νόμους και την πατρίδα, να απαιτεί συνεχώς την επιλογή του δημοσίου έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος, και να συνδέεται ιδιαίτερα με τις δημοκρατίες. Σε ό,τι αφορά τη λιτότητα, εκτιμά πως όταν κυριαρχεί η πολυτέλεια λόγω του πλούτου το πνεύμα στρέφεται προς το ατομικό συμφέρον, η ψυχή αποκτά πολλαπλές επιθυμίες και μετατρέπεται σε εχθρό των νόμων που περιορίζουν την ικανοποίηση αυτών των επιθυμιών. 

Ο συνδυασμός της πίστης στην πρόοδο και της λατρείας της τεχνολογίας καλλιεργεί τον μύθο ότι οι άνθρωποι έχουν αλλάξει ριζικά συγκριτικά με το παρελθόν. Όποιος μελετά τους κλασικούς γνωρίζει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά έχει αλλάξει ελάχιστα στο πέρασμα των αιώνων (Το τέλος της μεγάλης παρέκκλισης, Σελ. 328-336). 

V

Η πολιτικοποίηση του ζητήματος της μετανάστευσης συμπυκνώνει το δημογραφικό με το οικονομικό και το ταυτοτικό/φυλετικό ζήτημα. Η δημογραφική και μη αναστρέψιμη τάση αποτελεί την μακροπρόθεσμη βάση του φυλετικού/ταυτοτικού ζητήματος, ενσωματώνοντας και την ιστορική διάσταση, ενώ η οικονομική εκπτώχευση/φτωχοποίηση αποτελεί τη βραχυπρόθεσμη και καταλυτική αλλά πολιτικά αναστρέψιμη βάση, περιλαμβάνοντας την κοινωνική διάσταση.

Η εκλογή του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από 232 χρόνια ιστορίας του αμερικανικού κράτους (1776-2008), είναι ασύγκριτα σημαντικότερο, καθοριστικότερο και πιο φορτισμένο συμβολικά ιστορικό γεγονός σε σχέση με την οικονομική κρίση του 2008, τα αποτελέσματα της οποίας όμως όντως λειτουργούν ως καταλύτης. Η ιστορικότητα του γεγονότος ενισχύεται επιπλέον αν συνυπολογιστεί ο ιστορικός ορίζοντας της μετατροπής των ΗΠΑ σε μια χώρα με πλειοψηφικά μειονοτικό πληθυσμό σε μόλις 19 χρόνια από φέτος.

Σε ένα τέτοιο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία το 2008, του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, η εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021 οπαδών του πρώην Αμερικανού προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για την αμερικανική προεδρία, καθώς και η απόπειρα δολοφονίας του λίγους μήνες πριν από τις επερχόμενες εκλογές, φαντάζουν ως σημεία καμπής που παραπέμπουν σε προ και μετά Ομπάμα και Τραμπ εποχή για τη Δημοκρατία στην Αμερική. 

Και αν για ορισμένους είναι αληθοφανής ο ισχυρισμός ότι το κίνημα γύρω και πίσω από τον Τραμπ επιδιώκει την ανατροπή της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων και την εγκαθίδρυση ενός ριζικά διαφορετικού μεταφιλελεύθερου καθεστώτος στις ΗΠΑ, τότε, υπό το φως μιας τέτοιας ερμηνευτικής ματιάς, οι επερχόμενες εκλογές δεν αποτελούν μια ακόμα εκλογική αναμέτρηση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, αλλά ένα δημοψήφισμα με επίδικο τη συνέχιση της ύπαρξης της παλαιότερης φιλελεύθερης δημοκρατίας στον πλανήτη και τη διασφάλιση της δημόσιας φιλελεύθεροδημοκρατικής κοινωνικής, πολιτικής και συνταγματικής τάξης, που γεννήθηκε από την Αμερικανική Επανάσταση. 

Πράγμα που, με τη σειρά του, θα σημαίνει ότι η πολιτική μάχη που ξεκίνησε με την εκλογή των Ομπάμα και Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, όχι μόνο δεν πρόκειται να τερματιστεί με το πέρας των εκλογών, παρά θα συνεχιστεί και θα ριζοσπαστικοποιηθεί μετά από αυτές. Γιατί το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών 5ης Νοεμβρίου 2024 δεν θα είναι π.χ. η οικονομία, όπως διατείνονται πολλοί, αλλά οι ίδιες οι αρχές του πολιτεύματος, οι θεσμοί της πολιτείας, οι νόμοι του κράτους, τα ήθη και ο χαρακτήρας της αμερικανικής κοινωνίας, εν τέλει η ίδια η φύση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον 21ο αιώνα.


Δημήτρης Β. Πεπόνης


.~`~.

Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος με τίτλο:


Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης
Από την Ουκρανία και την Πανδημία στη Νέα Πλανητική Τάξη

Δημήτρης Β. Πεπόνης




Μπορείτε να προμηθευτείτε και να παραγγείλετε Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης (Τόπος) σε όλα τα βιβλιοπωλεία πανελλαδικά. Ενδεικτικοί σύνδεσμοι με το βιβλίο: Πολιτεία, ΙανόςΠρωτοπορίαPublic κ.λπ.




~

Επικοινωνία: cosmoidioglossia@gmail.com

Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.


26 | 8 | 5 μ.Κ ~ Year V AQ | 2024